Το Π.Ν βρίσκεται το τελευταίο διάστημα σε περίοδο ανανέωσης του στόλου επιφανείας, κύρια με το πρόγραμμα απόκτησης φρεγατών FDI HN και δευτερευόντως με τη δρομολόγηση του προγράμματος πρόσκτησης κορβετών. Τα σχετικά προγράμματα λογικό είναι να έχουν απορροφήσει την προσοχή της κοινής γνώμης σε βαθμό τέτοιο που να αγνοούνται οι άλλες πιεστικές ανάγκες ανανέωσης του υπόλοιπου στόλου πλοίων και σκαφών. Μια από τις τελευταίες αποτελεί η ανάγκη ανανέωσης του στόλου των ΤΠΚ. Ο τελευταίος, παρά την εισαγωγή σε υπηρεσία των σκαφών Super Vita, έχει μεγάλες ανάγκες ανανέωσης, αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού, κάτι που συχνά διαλθάνει της προσοχής όσων ασχολούνται με τα αμυντικά θέματα. Επειδή όμως η ανάγκη είναι πραγματική, θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο με τις αναγκαίες κινήσεις που πρέπει να γίνουν σε επίπεδο οργάνωσης, διάρθωσης, δόγματος και εξοπλισμού της Διοίκησης Ταχέων Σκαφών του Π.Ν.
Όπως είχε αναφερθεί σχετικά και εδώ: https://defencereview.gr/polemiko-naytiko-i-anagki-gia-nees-nay/ σήμερα, το ΠΝ διατηρεί σε υπηρεσία 16 ΤΠΚ, εκ των οποίων επτά είναι τύπου Super Vita, κλάσης «Ρουσσεν», τέσσερις είναι αναβαθμισμένες τύπου BR-56A Combattante, κλάσης «Λάσκος», και πέντε είναι τύπου BR-56B Combattante, κλάσης «Καβαλούδης» (το έκτο σκάφος της κλάσης «Καβαλούδης», το P-25 «Κωστάκος», βυθίστηκε μετά από σύγκρουση με το επιβατικό πλοίο «Σάμαινα» στις 6 Νοεμβρίου του 1996). Από τις τρείς ΤΠΚ τύπου Type-148, δύο ανήκουν στη δύναμη της Διοίκησης Πλοίων Επιτηρήσεως (τα P-72 «Βότσης» και P-73 «Πεζόπουλος», ενώ θα ακολουθήσει και το P-75 «Μαριδάκης»). Τα πέντε «Καβαλούδης» εντάχθηκαν σε υπηρεσία την περίοδο 1980-1981, συνεπώς ήδη μετράνε 41-42 χρόνια σε υπηρεσία και μάλιστα χωρίς να αναβαθμιστούν στο μεταξύ. Δηλαδή, διατηρούν ηλεκτρονικά συστήματα και αισθητήρες παλαιάς τεχνολογίας, της δεκαετίας του 1970.
Να σημειωθεί ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν αποφασίστηκε η αναβάθμιση των «Λάσκος», ο προγραμματισμός του ΠΝ προέβλεπε την αναβάθμιση και των «Καβαλούδης», αλλά τελικά ο σχεδιασμός αυτός δεν προχώρησε. Συνεπώς, δεδομένου της ηλικίας των πλοίων, ένα πρόγραμμα αναβάθμισης τους δεν θα άξιζε τον κόπο και η μόνη ρεαλιστική λύση που απομένει είναι αυτή της αντικατάστασης τους με νέα σκάφη. Τα «Λάσκος» είναι μεν παλαιότερα των «Καβαλούδης» (εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1977-1978), δηλαδή είναι 44-45 ετών, αλλά είναι αναβαθμισμένα. Συγκεκριμένα, στις 30 Οκτωβρίου του 2003 υπογράφηκε σύμβαση ύψους € 104.615.000 για την αναβάθμιση τους. Το πρώτο σκάφος (Ρ-20 «Λάσκος») παραδόθηκε αναβαθμισμένο τον Απρίλιο του 2008 και ακολούθησαν τα Ρ-21 «Μπλέσσας» και Ρ-22 «Μυκόνιος», που παραδόθηκαν ταυτόχρονα τον Οκτώβριο του 2009, και το Ρ-23 «Τρουπάκης», που παραδόθηκε το Φεβρουάριο του 2011.
Συνεπώς, τα «Λάσκος», ως αναβαθμισμένα σκάφη, μετράνε 11-14 χρόνια σε υπηρεσία. Να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της αναβάθμισης τους δέχθηκαν σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα, τα οποία ενσωματώνουν οι Super Vita κι άλλα πλοία του ΠΝ (όπως οι αναβαθμισμένες Standard και οι κανονιοφόροι HSy-56A). Σήμερα, τα «Λάσκος», παραμένουν ικανά και μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μέχρι το 2030 περίπου, οπότε και θα έχουν εξαντλήσει τη δυναμική της αναβάθμισης τους και θα πρέπει να αντικατασταθούν με νέα σκάφη (να σημειωθεί ότι το Ρ-22 «Μυκόνιος» παρέμεινε εκτός ενεργού υπηρεσίας, από τις αρχές του 2010 έως τα τέλη του 2016, λόγω εκτεταμένων βλαβών από πυρκαγιά). Η άμεση ανάγκη αντικατάστασης των «Καβαλούδης» και η ανάγκη αντικατάστασης των «Λάσκος» στο εγγύς μέλλον, δίνουν τη δυνατότητα στο ΠΝ να σχεδιάσει μακρόπνοα και σε συνεργασία με ελληνικά ναυπηγεία μια λύση εθνικού ΤΠΚ.
Οι επτά Super Vita είναι τα νεότερα και ικανότερα ΤΠΚ του ΠΝ. Το πρώτο σκάφος (Ρ-67 «Ρουσσέν») εντάχθηκε στο Στόλο το Δεκέμβριο του 2005, για να ακολουθήσει η ένταξη σε υπηρεσία του Ρ-68 «Δανιόλος» (τον Φεβρουάριο του 2006), του Ρ-69 «Κρυσταλλίδης» (τον Μάιο του 2006), του Ρ-70 «Γρηγορόπουλος» (τον Οκτώβριο του 2010), του Ρ-71 «Ρίτσος» (τον Ιανουάριο του 2015), του P-72 «Καραθανάσης» (τον Ιούλιο του 2020) και του P-73 «Βλαχάκος» (το Σεπτέμβριο του 2022). Ουσιαστικά, οι Super Vita εντάχθηκαν στις τάξεις του ΠΝ ανά ομάδες και με χρονική απόσταση μεταξύ τους: Οι τρείς πρώτες την περίοδο 2005-2006, οι δύο επόμενες το 2010 και το 2015 και οι δύο τελευταίες το 2020 και το 2022. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μετά το 2025 οι τρείς πρώτες Super Vita θα πρέπει να αναβαθμιστούν, στο πλαίσιο προγράμματος μέσης ζωής για να ακολουθήσουν οι δύο επόμενες (η τέταρτη και η πέμπτη), μετά το 2030.
Εν αρχή θα πρέπει να αναφερθούμε στο κατά τη γνώμη μας ορθό δόγμα που οφείλουν να ακολουθούν τα σκάφη της Διοίκησης Ταχέων Σκαφών του Π.Ν.
Τα σκάφη δρουν τόσο στον παραδοσιακό ρόλο της «ενέδρας», ελλοχεύοντας κοντά στις ακτές με κλειστούς τους αισθητήρες τους, ώστε να εξαπολύσουν το θανατηφόρο φορτίο τους εναντίον των εχθρικών ναυτικών μονάδων, όσο και δρώντας σε “Task Groups”, μπροστά από τις αντίστοιχα των κυρίων μονάδων του Στόλου, εκτελώντας «επιθετική σάρωση», για να δανειστούμε και έναν όρο από την αεροπορική ορολογία, κατά των εχθρικών μονάδων επιφανείας. Πρόκειται λοιπόν για κατεξοχήν ναυμαχικά μέσα, με στόχο την καταβύθιση του εχθρού σε αγώνα επιφανείας.
Από το δόγμα χρήσης των εν λόγω σκαφών θα προβούμε στις κατάλληλες εισηγήσεις για την βελτίωση μέσων και δομών.
Καταρχήν φρονούμε πως η προβλεπόμενη οροφή των 12 ΤΠΚ είναι μικρή για να καλύψει τις ανάγκες του Π.Ν. Χωρίς να ισχυριστούμε βέβαια πως γνωρίζουμε καλύτερα από τα στελέχη του, θεωρούμε πως αυτή η οροφή επιβλήθηκε ουσιαστικά λόγω δημοσιο-οικονομικών και άλλων περιορισμών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες του Π.Ν, υπό το πρίσμα μάλιστα της ανάγκης κάλυψης μεγαλύτερης επιχειρησιακής έκτασης σε σχέση με το παρελθόν. Νομίζουμε πως η οροφή των ΤΠΚ πρέπει να αυξηθεί στις 16 κατ’ ελάχιστον μονάδες, με πρόβλεψη αύξησης στις 24-ο τελευταίος θεωρούμε πως είναι ο επιθυμητός αριθμός, με όρους σχετικής πάντα επάρκειας.
Μετά θα πρέπει να γίνει διάκριση από πλευράς κατηγορίας των ΤΠΚ σε σκάφη “ενεδρας” και σε σκάφη “κρούσης”.
Τα πρώτα, θα αξιοποιούνται επιχειρησιακά σε ρόλο παρόμοιο με αυτών που ακολουθούσαν επί δεκαετίες τα σκάφη της Διοίκησης Ταχέων Σκαφών ( πυραυλάκατοι, τορπιλάκατοι ), ενώ τα δεύτερα σε ευρύτερο ρόλο, από κοινού με τα άλλα δομικά στοιχεία του στόλου επιφανείας του Π.Ν. Από το δόγμα χρήσης τους θα προκύψουν και τα επιθυμητά επιχειρησιακά χαρακτηριστικά και οι σχετικές σχεδιαστικές προδιαγραφές.
Όσον αφορά τα σκάφη “ενέδρας”, αυτά θα πρέπει να είναι κατά βάση μικρού-μεσαίου μεγέθους, με επαρκή ναυμαχικό οπλισμό, βασικό οπλισμό αυτοάμυνας, χαρακτηριστικά χαμηλής παρατηρησιμότητας, σύγχρονους ενεργητικούς και παθητικούς αισθητήρες και μεγάλη ταχύτητα. Το δόγμα μάχης τους θα είναι το εξής: ενέδρα με κλειστούς τους ενεργητικούς τους αισθητήρες (radar) κοντά στις ακτές νήσων, μικρονήσων, βραχονησίδων και βράχων, εντοπισμό του στόχου είτε με ίδια μέσα παθητικής ανίχνευσης, είτε με μεταφορά δεδομένων (link) από κάποιον άλλον αισθητήρα (ΑΦΝΣ, μονάδα επιφανείας, ναυτικό παρατηρητήριο, ελικόπτερο ναυτικής συνεργασίας κτλ), εκτόξευση των Κ/Β επιφανείας-επιφανείας, εγκατάλειψη της θέσης απόκρυψης, κίνηση προς τον στόχο με μεγάλη ταχύτητα και αποτελείωμα του με πυρά ναυτικού πυροβολικού και τορπίλες επιφανείας.
“Η κύρια τακτική όμως που ακολουθούν τα ΤΠΚ είναι η γρήγορη ανάπτυξη τους στους χώρους απόκρυψης όπου βρίσκονται στα πλέον ανορθόδοξα μέρη (κάτι το οποίο απαιτεί μεγάλη ναυτοσύνη) πίσω από βραχονησίδες, μέσα σε κολπίσκους σε όλο το Αιγαίο και ακολούθως εκεί κρύβονται. Το Αιγαίο έχει 6000 νησίδες και βραχονησίδες. Πάρα πολλά σημεία απόκρυψης σε εξαιρετικά απόκρυμνα σημεία δύσκολα να εντοπιστούν και να προσβληθούν.
Τορπίλες και πυροβόλα αποτελούν θανάσιμους κινδύνους για τα εχθρικά πλοία. Οι μικρές αποστάσεις συχνά κοντά στα παράλια της Ιωνίας ευνοούν τη χρήση των δύο παραπάνω. Οι τορπίλες διαχρονικά έχουν αποδειχθεί πολύ φονικότερες των πυραύλων αφού μια τορπίλη βυθίζει ένα πλοίο μεγέθους κορβέτας ή φρεγάτας.
Αξια αναφοράς είναι και τα πυροβόλα που φέρουν τα ΤΠΚ καθώς τόσο για εγγύς άμυνα όσο και για επιθέσεις κατά στόχων είναι ιδαίτερα αποδοτικά συστήματα ειδικά στις λεγόμενες «κλειστές» θάλασσες και ειδικότερα στα στενά περάσματα των νήσων του Αιγαίου. Να σημειωθεί πως στην κρίση των Ιμίων το 1996 είχαν συγκεντρωθεί τα πλοία ΠΝ και TDK σε ελάχιστη ακτίνα.
Χρησιμοποιούνται μέχρι και δίχτυα IR που καλύπτουν το σκάφος από τους αισθητήρες των εναέριων μέσων ενώ πιθανή είναι και η διασπορά στελεχών των ΤΠΚ σε χερσαία μέρη πέριξ του σημείου ανάπτυξης με σκοπό τον οπτικό εντοπισμό των στόχων, την εναέρια παρατήρηση απέναντι σε UAV και τέλος εάν χρειαστεί την κατάρριψη τους αφού τα ΤΠΚ φέρουν φορητούς ΑΑ εκτοξευτές FIM- 92 STINGER. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζονται πιθανές εναέριες απειλές με κύριο εκφραστή τους τα Ελικόπτερα ναυτικής συνεργασίας που θα έχουν ως σκοπό την απαγκίστρωση των ΤΠΚ και έπειτα την καταστροφή τους.
Είναι λοιπόν, τα κυνηγόσκυλα του Αιγαίου αφού περιμένουν να περάσει το θήραμα τους και έπειτα το εξολοθρεύουν. Τα ΤΠΚ από τις συγκεκριμένες θέσεις που οι κυβερνήτες γνωρίζουν σαν την παλάμη του χεριού τους από τον καιρό της ειρήνης σταματούν την εκπομπή ραντάρ ή επικοινωνιών και αρκούνται στην παρακολούθηση του ασύρματου δικτύου μέσω της ζεύξης δεδομένων LINK 11 για να λάβουν δεδομένα από τρίτες πηγές και ακολούθως να εξαπολύσουν τα φονικά τους βλήματα.
Για τα ΤΠΚ ο ΑΝΣΚ είναι να πληγεί ο στόχος τους χωρίς αυτά να τα εντοπίσει ο εχθρός. Με άλλα λόγια, λειτουργούν όπως ένας ελεύθερος σκοπευτής, είναι δηλαδή καλά κρυμμένα και χτυπούν τον εχθρό τους από τόπο και χρόνο που δεν το περιμένει, ακολούθως πιθανόν να αλλάξουν θέση σε περίπτωση που έχουν εντοπιστεί ή υπάρχουν υποψίες εντοπισμού.”
“Σπανίως, τα ΤΠΚ θα βρεθούν σε σχηματισμούς μάχης μαζί με άλλες μονάδες επιφανείας. «Αυτό δεν ισχύει για τα ΤΠΚ κλάσης ΡΟΥΣΕΝ» μας τονίζουν οι αξιωματικοί της ΔΤΣ που λόγω του ότι διαθέτουν ένα Οπλικό σύστημα με τεράστιες δυνατότητες ικανές να υποστηρίξουν επιχειρήσεις σχηματισμών μάχης σε συνεργασία με άλλα πλοία του Α.Σ.”
Όσον αφορά τα δεύτερα, θα πρέπει να είναι κατά βάση σκάφη μεσαίου-μεγάλου μεγέθους, με ισχυρό ναυμαχικό οπλισμό, ενισχυμένο οπλισμό αυτοάμυνας, χαρακτηριστικά χαμηλής παρατηρησιμότητας, σύγχρονους ενεργητικούς και παθητικούς αισθητήρες και ίσως πιο εκτεταμένο εξοπλισμό αποστολής που να τους προσδίδει πιο ευρύτερο επιχειρησιακά ρόλο ( π.χ στοιχειώδη ικανότητα Α/Υ αγώνα ).
Στο εξαιρετικό άρθρο του Διευθυντή Σύνταξης Ιωάννη Νικήτα διαβάζουμε τα εξής:
Στις παρακάτω γραμμές θα παρατεθούν ενδεικτικά κάποια σκάφη που θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες του Π.Ν, χωρίς καμιά διάθεση διαφημιστικής προβολής τους.
FS56 Combattante
Οι πυραυλάκατοι Combattante FS56 (Fast Attack Craft Missile) είναι πλοία Γαλλικού σχεδιασμού τα οποία κατασκευάστηκαν στα ναυπηγεία French Constructions Mécaniques de Normandie (CMN) ως εξελικτική σχεδίαση της κλάσης la Combattante ΙΙΙ. Έχουν μήκος 56 μέτρα, πλάτος 8.20 μέτρα, μέγιστο βύθισμα 2.70 μέτρα, κινούνται με μέγιστη ταχύτητα 38 κόμβων μέσω τεσσάρων κινητήρων diesel φέροντας προσωπικό 32 ατόμων.
Ενσωματώνουν ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Μάχης με data-link, ραντάρ Ελέγχου-Πυρός, ραντάρ εντοπισμού και ιχνηλάτησης απειλών, ηλεκτροπτικό σύστημα ελέγχου πυρός και ολοκληρωμένο σύστημα πλοήγησης.
Ο οπλισμός τους περιλαμβάνει ένα αυτόματο Bofors των 40 χιλιοστών, ένα πυροβόλο των 56 ή 76 χιλιοστών Oto Melara πιθανώς STRALES, δύο τετραπλούς (2×4) εκτοξευτές πυραύλων επιφανείας-επιφανείας MM-40 Exocet ή αντίστοιχα και δύο σταθμούς οπλισμού με πυροβόλα των 30 χιλιοστών, ενώ σύμφωνα με την κατασκευάστρια στην θέση των Bofors σχεδιάζετε να τοποθετηθούν δύο αντιαεροπορικοί πύραυλοι μικρού βεληνεκούς SIMBAD (ναυτική έκδοση των πυραύλων Mistral).
Στο σχέδιο είναι δυνατόν να ενσωματωθούν οπίσθιοι Τ/Σ για τορπίλες των 21’’ όπως η DM-2A4 Seahake.
FS65 Combattante
Oι Γαλλικές πυραυλάκατοι FS65 Combattante αποτελούν προϊόντα των Γαλλικών ναυπηγείων French Constructions Mécaniques de Normandie (CMN), διαφέροντας σε σχέση με της FS56 Comattante κυρίως στον τομέα των διαστάσεων. Το συνολικό μήκος του σκάφους ανέρχεται στα 65.10 μέτρα, το πλάτος του στα 9.22 μέτρα, το μέγιστο βύθισμα στα 3.10 μέτρα, κινείται με ταχύτητα 34 κόμβων φέρει 43 άτομα προσωπικό, ενώ μέγιστη ακτίνα δράσης 2.500 ναυτικά μίλια μέσω τεσσάρων diesel κινητήρων με ταχύτητα 15 κόμβων. Στο πίσω μέρος του σκάφους υπάρχει χώρος έδρασης μη επανδρωμένου εναέριου σκάφους UAV (περιορισμένων χωρικών διαστάσεων NATO class I και II).
Διαθέτει Σύστημα Διαχείρισης Μάχης με ενσωματωμένο data-link, ραντάρ Ελέγχου-Πυρός, ένα 3D ραντάρ εντοπισμού και ιχνηλάτησης απειλών με σύστημα IFF (Identification Friend or Foe), ηλεκτροπτικό σύστημα Ελέγχου-Πυρός, δύο ραντάρ των 25 kW μπάντας X καθώς και ραντάρ υποστήριξης ηλεκτρονικού πολέμου ESM.
Ο οπλισμός του χωρίζεται σε ένα ναυτικό πυροβόλο STRALES των 76 χιλιοστών, ένα σύστημα 8 αντιπλοϊκών πυραύλων MM-40 Exocet (4×2) με εμβέλεια περίπου 170 χιλιόμετρα, ένα κάθετο σύστημα 6 εκτοξευτών πυραύλων επιφανείας-αέρος (πιθανότατα MICA VL), συνδυασμό πυροβόλου των 30 χιλιοστών στην θέση του οποίου μπορεί να ενσωματωθεί σύστημα εκτόξευσης πυραύλων μικρού βεληνεκούς, ενώ τέλος φέρει δύο βαριά πυροβόλα 50cal.
Ηamina-Class
Οι Φιλανδικές πυραυλάκατοι Hamina-class αποτελούν εξελικτική έκδοση των Hauma-Class του Φιλανδικού Πολεμικού Ναυτικού και κατασκευάστηκαν την δεκαετία 1990-2000. Έχoυν μήκος 51 μέτρα, πλάτος 8.5 μέτρα, μέγιστο βύθισμα 1.7 μέτρα και φέρουν προσωπικό 26 ατόμων. Πλέουν με μέγιστη ταχύτητα 31 κόμβων διαθέτοντας συνολικά 2 diesel κινητήρες TB93 και 2 προπέλες Rolls Royce Kamewa 90SII.
Ενσωματώνουν το Σύστημα Διαχείρισης Μάχης ANCS 2000, φέρουν συνδυασμό ραντάρ Ελέγχου-Πυρός Ceros 2000 και 9LV FCS της Σουηδικής εταιρείας Saab, 3D ραντάρ αέρος/επιφανείας TRS-3D, ενώ ταυτόχρονα διαθέτουν και συρόμενο σόναρ. Ο οπλισμός τους αποτελείται από ένα πυροβόλο Βofors των 57 χιλιοστών, δύο πυροβόλα NSV των 12.7 χιλιοστών, 4 πυραύλους επιφανείας-επιφανείας RBS-15 Mk II με εμβέλεια 70 χιλιόμετρα και 8 πυραύλους επιφανείας-αέρος Umkhonto παθητικής καθοδήγησης με εμβέλεια 20 χιλιομέτρων.
Στην εκσυγχρονισμένη έκδοση, οι πυραυλάκατοι Hamina-Class διαθέτουν ένα πυροβόλο Bofors των 40 χιλιοστών, ένα τηλεχειριζόμενο πυροβόλο Saab Trackfire των 12.7 χιλιοστών, φέρουν ελαφριές τορπύλες ενεργής/παθητικής καθοδήγησης Torped 45 και Torped 47, στην θέση των Σουηδικών RBS-15 Mk II ενσωματώνουν τους Ισραηλινούς αντιπλοϊκούς πυραύλους Gabriel Mk.5 με εμβέλεια 200 χιλιόμετρα ενώ λειτουργούν μέσω του ανανεωμένου Συστήματος Διαχείρισης Μάχης Saab 9LV. Tέλος η εκσυγχρονισμένη έκδοση φέρει το συρόμενο σόναρ ST2400 της εταιρείας Kongsberg.
Skjold-Class
Oι νορβηγικές πυραυλάκατοι Skjold-Class (παρουσιάζονται και ως κορβέτες παράκτιας άμυνας) αποτελούν μία κατηγορία ελαφρών και εξαιρετικά γρήγορων σκαφών που βρίσκονται σε υπηρεσία με το Βασιλικό Ναυτικό της Νορβηγίας. Έχουν μήκος 47.5 μέτρα, πλάτος 13.5 μέτρα, μέγιστο βύθισμα 1 μέτρο, φέρουν 2 κινητήρες Pratt & Whitney ST18M plus και 2 τουρμπίνες αερίου Pratt & Whitney ST40M, ενώ μπορούν να αναπτύσσουν μέγιστη ταχύτητα 40 κόμβων για 800 ναυτικά μίλια.
Διαθέτουν Σύστημα Διαχείρισης Μάχης DCNS Senit 2000 με ενσωματωμένο data-link 16, συνδυασμό ραντάρ Thales MRR-3D-NG με το ραντάρ ελέγχου πυρός Ceros 200 FC της Saab, ενώ στο εμπρόσθιο μέρος διαθέτουν δύο του σκάφους τοποθετούνται σύστημα εγγύς αυτοπροστασίας τύπου MASS (Multi Ammunition Soft-kill System) της Rheinmetall (αντίμετρα). Στο σκάφος τοποθετείται σουίτα ηλεκτρονικού πολέμου CS-3701, 8 αντιπλοϊκά βλήματα NSM, ένα πυροβόλο Otobreda των 76 χιλιοστών και 2 βλήματα αέρος-αέρος Mistral.
Sigma 5910
Η κλάση Sigma είναι μια ολλανδική οικογένεια αρθρωτών (ανοιχτής αρχιτεκτονικής) ναυτικών σκαφών, είτε μεγέθους κορβέτας, είτε μεγέθους φρεγάτας, σχεδιασμένη από την Damen Group. Έχει μήκος 58.6 μέτρα, πλάτος 10 μέτρα, το προωστήριο σκεύος αποτελείται από κινητήρες κατηγορίας CODAD έχοντας μέγιστη ταχύτητα τους 32 κόμβους.
Η πυραυλάκατος Sigma 5910 περιλαμβάνει Σύστημα Διαχείρισης Μάχης με ενσωματωμένο data link, 3D ραντάρ αέρος/επιφανείας, ηλεκτροπτικό ραντάρ, 2 τηλεχειριζόμενα πυροβόλα 50cal., βλήματα επιφανείας-επιφανείας, ενώ στο μπροστινό μέρος μπορούν να τοποθετηθούν και αντιαεροπορικά βλήματα.
Super Vita Mk II
Η πυραυλάκατος Super Vita Μk II αποτελεί εξελικτική έκδοση των Super Vita του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Διαθέτει συνθετικό υλικό κατασκευής προσδίδοντας χαμηλό ηλεκτρομαγνητικό ίχνος στα εχθρικά ραντάρ. Έχει μήκος 62 μέτρα, πλάτος 9.5 μέτρα, μέγιστο βύθισμα 2.6 μέτρα, διαθέτει 4 diesel κινητήρες MTU 16V595 TE90 ενώ είναι ικανή να πλεύσει με ταχύτητα 35 κόμβων επανδρωμένη από 45 άτομα προσωπικού.
Χρησιμοποιεί 3D ραντάρ Thales MW08 αέρος/επιφανείας, σε συνδυασμό με ηλεκτροπτικό ραντάρ Thales Mirador και Thales Scout Mk II έναντι στόχων με μικρό ηλεκτρομαγνητικό αποτύπωμα. Διαθέτει πυροβόλο Oto Melara των 76 χιλιοστών, 8 πυραύλους ΜΜ40 Exocet, δύο πυροβόλα Oto Breda των 30 χιλιοστών και ένα αντιβληματικό σύστημα (CIWS) GLMS RAM το οποίο φέρει 21 κελιά εκτόξευσης, ενώ στο πίσω μέρος φέρει Τ/Σ για 2 τορπίλες των 533 χλστ.
Tuo Chiang
η σχεδίαση του πλοίου είναι τύπου Catamaran. Οι διαστάσεις του (μήκος x πλάτος x βύθισμα) 60,4 μέτρα x 14 μέτρα x 2,3 μέτρα. Το εκτόπισμα του είναι 685 τόνοι (με πλήρη φόρτο, για το βελτιωμένο PGG-619 «Ta Chiang», το εκτόπισμα του πρώτου πλοίου είναι 567 τόνοι με πλήρη φόρτο). Το πλοίο ενσωματώνει έναν πετρελαιοκινητήρα MTU 20V 4000 M93L μέγιστης ισχύος 5.766 ίππων και τέσσερις υδροπροωθητές (Water Jet) MJP CSU 850 μέγιστης ισχύος 8.046 ίππων έκαστος. Επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 45+ κόμβους (83+ χιλιόμετρα την ώρα) και μπορεί να επιχειρεί σε κατάσταση θαλάσσης 7, ενώ με ταχύτητα πλεύσης περί τους 22-23 κόμβους (41-43 χιλιόμετρα την ώρα) η εμβέλεια του είναι της τάξεως των 2.000 ναυτικών μιλίων (3.704 χιλιόμετρα). Απαιτεί πλήρωμα 41 άτομα. Το πλοίο ενσωματώνει και ελικοδρόμιο, αλλά όχι υπόστεγο ελικοπτέρων. Το ελικοδρόμιο μπορεί να δεχθεί ελικόπτερο ή μη-επανδρωμένο αεροσκάφος (UAV).
Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός των πλοίων αποτελείται από ραντάρ ναυτιλίας, συρόμενο σόναρ (όχι σόναρ τρόπιδας), ραντάρ έρευνας και ελέγχου πυρός CS/MPQ-90 Sea Bee Eye τεχνολογίας AESA (Active Electronically Scanned Array) και ραντάρ ελέγχου πυρός STIR 1.2 EO Mk.2 (το PGG-618 «Tuo Chiang» ενσωματώνει το ραντάρ έρευνας επιφανείας CS/SPG-6N(S) και το ραντάρ ελέγχου πυρός CS/SPG-6N(T). Επίσης ενσωματώνει και 12 εκτοξευτές αναλώσιμων, έξι στην πλώρη και έξι στην πρύμνη, υπέρυθρων και ραδιοσυχνοτήτων. Ως προς τον οπλισμός τους τα δύο πλοία διαφέρουν κυρίως ως προς τον αριθμό των βλημάτων κατά πλοίων επιφανείας: Το PGG-618 «Tuo Chiang» ενσωματώνει 16 βλήματα κατά πλοίων (οκτώ Hsiung Feng-2 και οκτώ Hsiung Feng-3), ενώ το PGG-619 «Ta Chiang» ενσωματώνει 12 βλήματα κατά πλοίων (ίδιου τύπου, οκτώ και τέσσερα αντίστοιχα) συν 16 αντιαεροπορικά βλήματα TC-2N.
Συγκεκριμένα, ως προς τον οπλισμό, το PGG-619 «Ta Chiang» ενσωματώνει ένα κύριο πυροβόλο OTO Breda Super Rapid των 76 χιλιοστών της Leonardo, με μέγιστο βεληνεκές ανάλογο των πυρομαχικών και δύο πολυβόλα M-2HB Browning των 12,7 χιλιοστών. Το κύριο πυροβόλο μπορεί να χρησιμοποιήσει πυρομαχικά υψηλής εκρηκτικότητας με μέγιστο βεληνεκές 16 χιλιόμετρα και μέγιστο δραστικό τα 8 χιλιόμετρα ή 4 χιλιόμετρα κατά στόχων αέρος ή κατευθυνόμενα πυρομαχικά Vulcano με μέγιστο βεληνεκές περί τα 40 χιλιόμετρα. Η προστασία των πλοίων βασίζεται στη χρήση ενός συστήματος σύστημα εγγύς προστασίας (CIWS : Close-In Weapon System) Phalanx. Από τα 12 βλήματα της οικογένειας Hsiung Feng, τα οκτώ είναι της έκδοσης Hsiung Feng-2 Block.2 μέγιστου βεληνεκούς 250 χιλιομέτρων, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα είναι της έκδοσης Hsiung Feng-3 μέγιστου βεληνεκούς 400 χιλιομέτρων και με δυνατότητα προσβολής στόχων στο έδαφος.
Το βλήμα Hsiung Feng-2 Block.2 έχει βάρος 685 κιλά (180 κιλά είναι το βάρος της πολεμικής κεφαλής) και ενσωματώνει αδρανειακό σύστημα πλοήγησης κατά την πτήση και σύστημα καθοδήγηση ενεργού ραντάρ και υπέρυθρης απεικόνισης για την τερματική φάση. Το βλήμα Hsiung Feng-3 έχει βάρος 1.500 κιλά (250 κιλά είναι το βάρος της πολεμικής κεφαλής θραυσμάτων) και ενσωματώνει αδρανειακό σύστημα πλοήγησης κατά την πτήση και σύστημα καθοδήγηση ενεργού ραντάρ για την τερματική φάση. Τα 16 βλήματα αντιαεροπορικής άμυνας TC-2N (Sky Sword-2) επιτυγχάνουν μέγιστη ταχύτητα Mach 6 και μέγιστο βεληνεκές 30 χιλιόμετρα (άμυνα σημείου). Ο TC-2N ενσωματώνει σύστημα καθοδηγούμενης ώσης για αυξημένη ευελιξία εν πτήση, ενώ μπορεί να αντιμετωπίσει αεροσκάφη, ελικόπτερα, UAV, αλλά και βλήματα.
Ambassador MK III
Πρόκειται για μια σχεδίαση ΤΠΚ που έχει υιοθετήσει το Αιγυπτιακό ποεμικό ναυτικό. Είναι σκάφη μήκους 63 μέτρων, πλάτους 10 μέτρων και εκτοπίσματος 600 τόνων. Η πρόωση εξασφαλίζεται από 4 κινητήρες diesel MTU συνολικής ισχύος 30.000 ίππων, που δίνουν κίνηση σε τέσσερις άξονες και προπέλες. Η ταχύτητα υπερβαίνει τους 41 κόμβους ενώ η αυτονομία τους φθάνει τα 3.700 χιλιόμετρα με μέση ταχύτητα 15 κόμβων. Το πλήρωμα τους αποτελείται από 36 άτομα, ενώ ο ηλεκτρονικός τους εξοπλισμός περιλαμβάνει radar πολλαπλών ρόλων Thales MRR-3D NG, radar έρευνας Thales Scout, radar ελέγχου πυρός STING Mk2 ενώ το σκάφος είναι εξοπλισμένο και με ζεύξεις δεδομένων Link ASN 150, LinkYE, Link 14 και Link 11 και ΣΔΜ TACTICOS Model 033-2T/066-2T.
Ο οπλισμός τους αποτελείται από 8 (2X4) αντιπλοϊκά βλήματα RGM-84 Harpoon, 1 πυροβόλο OTO Melara Μκ 75 Super Rapido των 76 χλστ, 1 21-απλό εκτοξευτή Mk31 RAM για βλήματα RIM-116 και 1 Σύστημα Εγγύς Αναχαίτησης Mk15 Mod 221 Phalanx (Block 1B) καθώς και δύο πολυβόλα M60 των 7,62 χλστ.
Εγχώρια λύση
Λύσεις θα μπορούσε ωστόσο να προσφέρει και η εγχώρια ναυπηγοκατασκευαστική βιομηχανία. Πιο συγκεκριμένα τα ΕΝΑΕ θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα σκάφος στη βάση των HSY-56A “ΜΑΧΗΤΗΣ” εφοδιασμένου με 16 βλήματα εναντίον πλοίων (ενδεχομένως και δύο τύπων π.χ RBS-15 Mk.4 και NSM), 1 πυροβόλο των 76 χλστ, 8-πλο VLS Mk56 για βλήματα RIM-162 ESSM, έναν 21-απλό εκτοξευτή βλημάτων RIM-116 RAM, 2 πυροβόλα των 30 χλστ σε RWS σε συνδυασμό με βλήματα FIM-92 STINGER/RGM-114 HELLFIRE, 2 RWS με πολυβόλα των 12,7 χλστ καθώς και Α/Υ Τ/Σ για τορπίλες των 324 χλστ, ενώ και η ηλεκτρονικός του εξοπλισμός θα μπορούσε να περιλαμβάνει, εκτός των άλλων και sonar γάστρας.
Η σχεδιαστική ομάδα ALS NSD του Ιωάννη Τζαγκαράκη από την άλλη, έχει παρουσιάσει το σχέδια Als Class 65 Littoral Attack Craft. Πρόκειται για σκάφος σύγχρονης σχεδίασης με μήκος 65,75 μέτρα, ακτίνα 10,7 μέτρα και πλήρωμα 66 ατόμων. Η πρόωση εξασφαλίζεται από 4 μηχανές diesel που του προσδίδουν ταχύτητα άνω των 29 κόμβων και ακτίνα δράσης 3000 ναυτικά μίλια με ταχύτητα 15 κόμβων.
Ο οπλισμός του αποτελείται από πυροβόλο των 76 χλστ, 2 πυροβόλα των 30 χλστ σε RWS, 2 πολυβόλα των 12, 7 χλστ σε RWS, 8 βλήματα εναντίον πλοίων της κατηγορίας των MM-40 Exocet Block IIIc, 1 21-πλο εκτοξευτή Mk31 για βλήματα RIM-116 RAM και VLS των 8 θέσεων για Α/Α βλήματα ενδεικτικά RIM-162 ESSM.
Εν κατακλείδι
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι λύσεις για την ανανέωση των στόλου των πυραυλακάτων του ΠΝ είναι αρκετές και επαφίεται στην ηγεσία του Π.Ν να επιλέξει τις βέλτιστες.
Εμείς από την πλευρά μας θα θέλαμε να δούμε 3-4 Μοίρες ΤΠΚ “ενέδρας” των 4 σκαφών και τουλάχιστον 2 Μοίρες ΤΠΚ “κρούσης” των 6 σκαφών, εκ των οποίων τα δύο θα αποτελούν “ναυαρχίδες στολίσκων” (flotilla leaders) π.χ 4 σκάφη Combattante FS 56 και 2 σκάφη Combattante FS 65 (τελείως ενδεικτικοί οι τύποι).
Εννοείται πως θα παρακολουθούμε με προσοχή τις εξελίξεις και υποσχόμαστε ότι θα επανέλθουμε στο θέμα αν προκύψουν σχετικές εξελίξεις.