Η αιφνιδιαστική επίθεση των Ιταλών τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 ευνόησε την προέλασή τους στο ελληνικό έδαφος. Συναντώντας, όμως, την αντίσταση των τμημάτων προκάλυψης στην Πίνδο και στην Ήπειρο, οι ιταλικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να διαρρήξουν την τοποθεσία Ελαία – Καλαμά στην Ήπειρο και να φτάσουν στο Μέτσοβο. Οι Έλληνες, πραγματοποιώντας επιστράτευση και συγκέντρωση των μεραρχιών, όχι μόνο αναχαίτισαν την ιταλική προέλαση, αλλά και ανέλαβαν από την 14η Νοεμβρίου γενική αντεπίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο, από τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος.

Δυνάμεις και Σχηματισμοί: α. Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, το οποίο περιελάμβανε το Α΄ Σώμα Στρατού (ΙΙ, ΙΙΙ, VIII Μεραρχίες και αρχικά η 3η Ταξιαρχία και το Απόσπασμα Θεσπρωτίας, διαλύθηκαν και κατανεμήθηκαν αργότερα στις μονάδες του Α΄ ΣΣ) και το Β΄ Σώμα Στρατού (Ι, ΙV, V, VI, ΧΙ, ΧV και ΧVΙΙ Μεραρχίες και αρχικά η 5η Ταξιαρχία, η οποία διαλύθηκε και κατανεμήθηκε αργότερα στις μονάδες του Β΄ ΣΣ λόγω απωλειών). β. Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο περιελάμβανε το Γ΄ Σώμα Στρατού (ΙΧ, Χ, ΧΙΙΙ Μεραρχίες Πεζικού), τις Μεραρχίες Ιππικού, τη ΧVΙ Μεραρχία Πεζικού και την 21η Ταξιαρχία Πεζικού.

Στρατιωτικές Επιχειρήσεις

Το Πεζικό και σε αυτό τον αγώνα στάθηκε αντάξιο των παραδόσεων και της αποστολής του. Οι νίκες διαδέχονταν η μια την άλλη προς κατάπληξη όλου του τότε ελεύθερου κόσμου, ο οποίος παρακολουθεί με θαυμασμό τον αγώνα ενός μικρού έθνους εναντίον μιας αυτοκρατορίας, για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας του. Ο Έλληνας πεζός στρατιώτης οδηγούμενος από τον αξιωματικό του, με τη λόγχη εξεδίωξε τους Ιταλούς από κάθε σπιθαμή εδάφους που είχε αρχικά παραχωρήσει μέχρι να ολοκληρωθεί η επιστράτευση του συνόλου του στρατεύματος, υλοποιώντας στο έδαφος ένα αριστοτεχνικό σχέδιο που είχε εκπονηθεί από την ηγεσία του. Στις 22 Νοεμβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα εισέρχονται στην Κορυτσά και το Λεσκοβίκι. Στις 24 Νοεμβρίου, καταλαμβάνεται η Μοσχόπολη. Στις 30 Νοεμβρίου, φτάνουν στο Πόγραδετς. Στις 4 Δεκεμβρίου, εισέρχονται στην Πρεμετή, στις 7 στο Δέλβινο και στις 8 στο Αργυρόκαστρο. Στις 22 Δεκεμβρίου, καταλαμβάνουν τη Χειμάρα. Στις 10 Ιανουαρίου 1941, φθάνουν στην Κλεισούρα.

Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι τις 8 Μαρτίου 1941, έλαβαν χώρα λυσσαλέες αντεπιθέσεις των Ιταλών με τις εκλεκτότερες δυνάμεις, όπως π.χ. «Λύκους της Τοσκάνης», τους «Μελανοχιτώνες» κλπ, οι οποίες καταλήγουν σε θρίαμβο των Ελλήνων, σύλληψη πολλών χιλιάδων αιχμαλώτων και περαιτέρω προώθηση του ελληνικού στρατού. Η συνεχής αυτή επιθετική ενέργεια του ελληνικού Πεζικού, έφερε τα ελληνικά τμήματα μετά από μια σειρά σκληρότατων αγώνων μέχρι της γενικής γραμμής, Πόγραδετς – Σουχαγκόρα – Τσερεβόντε – Μπρένζντανι – Βράνιτσα – Χειμάρα. Η καθημερινότητα του πεζού αξιωματικού και στρατιώτη και σε αυτό τον αγώνα επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τα αναγραφόμενα, στα στρατιωτικά εγχειρίδια, ως χαρακτηριστικά του Πεζικού. Την περίοδο αυτή, ισχυρός αντίπαλος στάθηκε και ο βαρύς χειμώνας.

Οι πολικές θερμοκρασίες, οι συχνές χιονοθύελλες και η χαμηλή ορατότητα δυσκόλεψαν τις μετακινήσεις των πεζοπόρων τμημάτων και επέτειναν τις δυσκολίες στον εφοδιασμό των μονάδων με τρόφιμα και πυρομαχικά. Το πλήθος των απωλειών (25.000 παγόπληκτοι) από κρυοπαγήματα κυρίως στα κάτω άκρα, καταδεικνύει το μέγεθος της προσπάθειας που κατέβαλε για μια ακόμη φορά το Πεζικό. Οι Ιταλοί, ενισχυόμενοι διαρκώς με νέες μονάδες, κατόρθωσαν μέχρι τέλους Δεκεμβρίου να αυξήσουν τη δύναμή τους σε 15 μεραρχίες Πεζικού και μια τεθωρακισμένη μεραρχία, πετυχαίνοντας τεράστια αριθμητική υπεροχή, την οποία διατήρησαν μέχρι τέλους της εκστρατείας.

Μια μεγάλη αντεπίθεση των Ιταλών εκδηλώθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου, αλλά ο ελληνικός στρατός, έπειτα από σκληρό αγώνα εναντίον αριθμητικά υπέρτερων δυνάμεων, κράτησε όλες τις θέσεις του. Στις 28 Φεβρουαρίου η ιταλική επίθεση είχε τερματιστεί με πλήρη επιτυχία για τα ελληνικά όπλα, αφού συνετρίβησαν πολλά μηχανοκίνητα οχήματα του εχθρού και καταρρίφθηκαν σαράντα δύο αεροπλάνα. Κατά τη μεγάλη και σπουδαία ιταλική επίθεση που επακολούθησε την άνοιξη, δώδεκα ιταλικές μεραρχίες ενισχυμένες με πολυάριθμα τάγματα Μελανοχιτώνων, Βερσαλιέρων και Αλβανών, υποστηριζόμενοι από μεγάλο όγκο πυροβολικού και από πολυάριθμη αεροπορία, επιτίθονταν από 9 έως 15 Μαρτίου στον τομέα μεταξύ Αώου και Αψού ποταμών, εναντίον έξι ελληνικών μεραρχιών, χωρίς καμία επιτυχία. Δέκα μέρες διήρκησε η μεγάλη αυτή επίθεση, κατά την οποία οι ελληνικές μεραρχίες έγραψαν σελίδες δόξας και ηρωισμού, αποκρούοντας υπερδιπλάσιο εχθρό, ο οποίος υποστηρίχθηκε από μεγάλο όγκο πυρών και έχοντας απόλυτη υπεροχή στον αέρα. Η εισβολή των Γερμανών εντός του ελληνικού εδάφους και η διαγραφόμενη απειλή αποκοπής των δυνάμεων στην Αλβανία, είχε ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων στη γραμμή Ολύμπου – Καλαμά στις 12 Απριλίου 1941.

Ύψωμα 731 «Η εποποιία του Πεζικού»

9 Μαρτίου – 15 Μαρτίου 1941. Επτά ημέρες στις οποίες εκτοξεύθηκαν δεκαοκτώ ιταλικές επιθέσεις κατά του υψώματος 731, υπό την προσωπική επίβλεψη του Μουσολίνι. Μόνο τις πρώτες 2,5 ώρες της προπαρασκευής της επίθεσης έπεσαν στο ύψωμα 100.000 βλήματα πυροβολικού, αμέτρητα βλήματα όλμων από τους 60 σωλήνες κάθε επιτιθέμενης μεραρχίας και μεγάλος αριθμός βομβών αεροπλάνων. Οι ιταλικές δυνάμεις είχαν όμως την ατυχία να συναντήσουν στο ύψωμα αυτό τους «πεζικάριους» του ΙΙου τάγματος του 5ου ΣΠ, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι, και έδωσαν τον «νυν υπέρ πάντων αγώνα». Την εικόνα των ανδρών του ΙΙ/5 ΤΠ, μετά από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς του υψώματος 731 από το Πυροβολικό και της Αεροπορία των Ιταλών, περιγράφει γλαφυρά ο λογοτέχνης Άγγελος Τερζάκης: «Εκείνοι που στέκονταν τώρα γαντζωμένοι εκεί πάνω, δεν έμοιαζαν πια με στρατό, δεν έμοιαζαν με πλάσματα ανθρώπινα. Ήταν κάτι σκέλεθρα ντυμένα με κουρέλια, επιδέσμους, φαντάσματα μαυριδερά και αγριεμένα, όλο χώμα και ιδρώτα που παγώνει, μάτι γυαλιστερό από την πείνα, την αγωνία, τη πάλη με το χάρο».

Οι αξιωματικοίκοί και στρατιώτες του Πεζικού, που αμύνονταν το πρωινό της 9ης Μαρτίου 1941 στο ύψωμα 731, αλλά και στα διπλανά υψώματα, όπως το 711, δεν έκαναν απλά το καθήκον τους, έδωσαν με τη θυσία και τη νίκη τους, νόημα στην έννοια κατοχή εδάφους, όπως μόνο ο πεζός την αντιλαμβάνεται. Με τη λόγχη τους σταμάτησαν πολλαπλάσιο, καλύτερα εξοπλισμένο και άριστα υποστηριζόμενο με πυρά εχθρό. Δε δείλιασαν ούτε στιγμή… είπαν απλά ότι δε θα περάσει από το 731 εχθρός και δεν πέρασε.

Τακτική Πεζικού στον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο

Η λεπτομερής μελέτη των ενεργειών των ελληνικών μονάδων Πεζικού, μας δείχνει ότι πρόκειται για μονάδες καλά εκπαιδευμένες, και ηγήτορες οι οποίοι πέραν του ηρωισμού έχουν διαφορετική τακτική αντίληψη του πεδίου της μάχης, ενεργούν με σχέδιο, προληπτικά και κυρίως μελετούν τον αντίπαλο. Τα σχέδια είναι προσαρμοσμένα στο έδαφος και γίνεται κατάλληλη χρήση αυτού για την εφαρμογή του ελιγμού. Στις επιχειρήσεις αυτές, οι μονάδες Πεζικού: (1) Επιβράδυναν τον εχθρό μέχρι την αμυντική τοποθεσία, με υποδειγματική εκτέλεση των σχεδίων. (2) Εκμεταλλεύτηκαν άριστα το έδαφος, ώστε να μειώσουν τις απώλειές τους (Ύψωμα 731). (3) Ενήργησαν νυχτερινές επιχειρήσεις για προκατάληψη εδαφών τακτικής σημασίας (νύχτα 2/3 Μαρτίου προς αποκοπή της οδού Κλεισούρας Δραγκότι). (4) Έκαναν ευρεία χρήση του αγώνα εκ του συστάδην (κατάληψη υψ. Γκραμπάλα (ν.2/3 Νοεμβρίου), αγώνας στο υψ. 731 (9-19 Μαρ. 41), κατάληψη υψ. 739 (8 Μαρ. 41) στον οποίο φάνηκε ότι ήταν ιδιαίτερα εκπαιδευμένες. (5) Έκανε ευρεία χρήση της επιθετικής αναγνώρισης (13 Νοεμβρίου 1940 υψ. Αγ. Μαρίνας Νεοχωρίου). (6) Η Διοικήσεις επενέβαιναν στον αγώνα και με την προσωπική τους παρουσία όποτε κρινόταν απαραίτητο (30 Οκτ 41 ο Δκτης της Ι ΜΠ έφθασε στο Επταχώρι και ανέλαβε τη διοίκηση του τομέα Πίνδου, όπου το Απόσπασμα που ενεργούσε εκεί είχε καταπονηθεί. Λόγω σοβαρότητος της κατάστασης, την επόμενη ημέρα, τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στον τομέα ανέλαβε το Β΄ΣΣ).

ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Στην κεντρική Μακεδονία το τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ), περιλαμβάνοντας τις ΧΙΙ και ΧΧ Μεραρχίες Πεζικού. Στα σύνορα προς τη Βουλγαρία βρισκόταν αναπτυγμένο και προσανατολισμένο το τμήμα της Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), περιλαμβάνοντας την ομάδα Μεραρχιών, από τις ΧΙV και ΧVΙΙΙ Μεραρχιών, την VII Μεραρχία Πεζικού, τη ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία του Νέστου και την Ταξιαρχία Έβρου. Στο ΤΣΑΜ υπάγονταν και τα προς τη Βουλγαρία συγκροτήματα των οχυρών.

Επιχειρήσεις

Τα οχυρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, αν και δέχονταν πυρά από το πυροβολικό και από την αεροπορία, άντεξαν την πίεση και συνέχιζαν τον αγώνα. Ωστόσο, οι Γερμανοί, έχοντας εξοντώσει τη μικρή γιουγκοσλαβική αντίσταση, προχώρησαν προς τα δάση της νοτίου Σερβίας. Από αυτή την πλευρά των συνόρων (ελληνογιουγκοσλαβικών), δεν υπήρχε καμία οργανωμένη άμυνα. Οι γερμανικές φάλαγγες διήλθαν από την κοιλάδα του Αξιού και τα υψώματα του Μοναστηρίου και στις 8 Απριλίου κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Ο ελληνικός στρατός της Ανατολικής Μακεδονίας, αφού βρέθηκε από παντού περικυκλωμένος εξαναγκάστηκε σε παράδοση. Στις 12 Απριλίου, διατάχθηκε σύμπτυξη του μαχόμενου κατά των Ιταλών στρατού μας για να αποσοβηθεί η κύκλωση από τους Γερμανούς. Αλλά, ήδη οι Γερμανοί είχαν προσβάλλει από τα νώτα τις ελληνικές δυνάμεις που υποχωρούσαν από την Καστοριά και τα Γρεβενά. Η καταδίωξη από μεγάλες μηχανοκίνητες γερμανικές μονάδες και ισχυρή αεροπορία δεν επέτρεψε την εκτέλεση του σχεδίου ανασύνταξης και οργάνωσης γραμμής άμυνας ούτε στον Όλυμπο, αλλά ούτε και νοτιότερα. Στις 20 Απριλίου 1941, διατάχθηκε η κατάπαυση του πυρός και τελείωσε έτσι, ο επικός αγώνας του ελληνικού Πεζικού, το οποίο αντιμετώπισε νικηφόρα το στρατό και τα μέσα δύο μεγάλων τότε αυτοκρατοριών.

Η Μάχη της Κρήτης

Μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής χώρας οι Γερμανοί έθεσαν σε ενέργεια το σχέδιο κατάληψης και της Κρήτης, κάνοντας ευρεία χρήση αερομεταφερόμενων δυνάμεων. Για την άμυνα της Κρήτης, μετά και τη μεταφορά της V MΠ στο Αλβανικό μέτωπο δεν είχαν μείνει αξιόλογες δυνάμεις. Το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων τις παραμονές της Γερμανικής επίθεσης ανέρχονταν σε: (1) Οκτώ τάγματα εκπαιδεύσεως νεοσύλλεκτων οπλιτών. (2) Τρία έμπεδα τάγματα (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο). (3) Η Σχολή Ευελπίδων. (4) Η Σχολή Χωροφυλακής. (5) Διάφοροι μεμονωμένοι στρατιώτες και αξκοί οι οποίοι έφυγαν από την ηπειρωτική Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση. (6) Πολιτοφυλακή. (7) Οι περισσότεροι άνδρες ήταν ανεκπαίδευτοι και πενιχρά εξοπλισμένοι.

Διοικητής των δυνάμεων της νήσου ορίστηκε ο Στρατηγός Φρευμπεργκ, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 30 Απριλίου 1941. Στη διάταξη μάχης της νήσου τα τάγματα εκπαιδεύσεως μετονομάστηκαν σε συντάγματα (1ο-8ο) στα οποία προσκολλήθηκαν ανά ένας λόχος νεοσυλλέκτων οπλιτών από τα έμπεδα. Κάθε σύνταγμα ανέπτυξε σταδιακά λόχους και τάγματα αναλόγως των διατιθεμένων οπλιτών. Κάθε τάγμα αποτελούνταν από 4 λόχους των 120 ανδρών έκαστος και λόχο μηχανημάτων (όλμοι, πολυβόλα, κλπ). Με τους παλιούς στρατιώτες συγκροτήθηκε ένας λόχος ανά σύνταγμα ο οποίος ήταν αμέσου ετοιμότητας. Ο εξοπλισμός ήταν ελλιπέστατος αλλά και για όσα τυφέκια είχαν οι άνδρες δεν υπήρχαν αρκετά πυρομαχικά. Στο 20ήμερο που είχε στη διάθεσή του ο Φρευμπεργκ, έγινε προσπάθεια προμήθειας φυσιγγίων για τυφέκια Μάνλινχερ και Μάουζερ, αλλά επειδή η προμήθεια θα καθυστερούσε, αποφασίστηκε ο εφοδιασμός με βρετανικά τυφέκια υποδ. 0,303 από την 20η Μαΐου 1941.

Στις 20 Μαΐου 1941, η γερμανική αεροπορία εξαπέλυσε τη μεγάλη επίθεση κατά της Κρήτης. Ύστερα από ένα φοβερό, από αέρα, βομβαρδισμό, τάγματα αλεξιπτωτιστών κατέλαβαν ορισμένα σημεία, μεταξύ των οποίων και το αεροδρόμιο του Μάλεμε. Οι λίγες συμμαχικές (Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί) και ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες ενισχύθηκαν από τον Κρητικό λαό, που έλαβε ενεργό μέρος στον αγώνα, αμύνθηκαν γενναία για πολλές μέρες, παρά τη συντριπτική υπεροχή της αεροπορίας, προξενώντας μεγάλες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Το τίμημα και πάλι βαρύ για τη χώρα, για το στρατό, για το Πεζικό (27 αξιωματικοί και μεγάλος αριθμός οπλιτών). Αλλά ήταν ιδιαίτερα βαρύ και για τους επιτιθέμενους, τόσο βαρύ που μέχρι τέλους του πολέμου ο Χίτλερ δεν ξαναχρησιμοποίησε του αλεξιπτωτιστές στις επιχειρήσεις αλλά τους μετέτρεψε σε μονάδες Πεζικού.

Τακτική Πεζικού στον Ελληνο-Γερμανικό Πόλεμο

Στο σύντομο, αλλά εξίσου επικό αγώνα κατά των γερμανικών μεραρχιών, οι ελληνικές μονάδες Πεζικού, εκτέλεσαν υποδειγματικά στατική άμυνα τηρώντας όμως την επιθετική τους στάση, προκειμένου να απαγορεύσουν την είσοδο του γερμανικού στρατού σε ελληνικό έδαφος. Η συντριπτική υπεροχή ισχύος, το εκτεταμένο του μετώπου σε συνδυασμό με την απασχόληση του κύριου όγκου του στρατού στην Αλβανία δεν τους επέτρεψε να φθάσουν στην τελική νίκη.

Το Ελληνικό Πεζικό στις Πολεμικές Επιχειρήσεις των Συμμάχων

Το ελληνικό Πεζικό συμμετείχε στη Μάχη του Ελ Αλαμέιν (23/10/1942 έως 19/12/1942), με την Ι Ταξιαρχία Πεζικού και τον Ιερό Λόχο. Η Ι ελληνική Ταξιαρχία κινήθηκε από 9 Σεπτεμβρίου 1942, προς τη ζώνη επιχειρήσεων στο Ελ Αλαμέιν, όπου τέθηκε αρχικά υπό τη διοίκηση της 50ης βρετανικής Μεραρχίας και στη συνέχεια υπό την 44η βρετανική Μεραρχία. Από τις 4 Οκτωβρίου, η ελληνική Ταξιαρχία επιδόθηκε στην εκτέλεση πολλών περιπολιών και επιθετικών αναγνωρίσεων, τη διάνοιξη διόδων μέσα στα εχθρικά ναρκοπέδια και τη διείσδυση στις εχθρικές θέσεις, προκαλώντας σοβαρή παρενόχληση και πολλές απώλειες στον αντίπαλο. Κατά την κύρια συμμαχική επίθεση, που άρχισε τη νύχτα 23/24 Οκτωβρίου 1942, η Ι Ταξιαρχία ενήργησε αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά των εχθρικών θέσεων, με απόλυτη επιτυχία. Από τις 3 Νοεμβρίου, όταν άρχισε η υποχώρηση του εχθρού, η Ταξιαρχία συμμετείχε στη σύντομη καταδίωξή του και προωθήθηκε σε μεγάλο βάθος μέσα στη λιβυκή έρημο. Τελικά στις 19 Δεκεμβρίου, η Ι Ταξιαρχία αποσύρθηκε από τη ζώνη επιχειρήσεων και επέστρεψε στην Αίγυπτο. Η δράση της στην μάχη του Ελ Αλαμέιν, επαινέθηκε από όλα τα προϊστάμενα κλιμάκιά της και τα αποτελέσματα των επιχειρήσεών της κρίθηκαν ευμενέστατα από όλες τις βρετανικές διοικήσεις, στις οποίες υπαγόταν.

Στις επιχειρήσεις στην Ιταλία συμμετείχε η ΙΙΙ ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Η ΙΙΙ ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία μεταφέρθηκε, τον Αύγουστο του 1944, στον Τάραντα της Ιταλίας, προκειμένου να συμμετάσχει στις εκεί συμμαχικές επιχειρήσεις. Αρχικά, εντάχθηκε στη 2η νεοζηλανδική Μεραρχία και στις 8 Σεπτεμβρίου, διατέθηκε στον παραλιακό τομέα (περιοχή Ριτσιόνε), προκειμένου να ενισχύσει την 1η καναδική Μεραρχία στην ενέργειά της προς την κατεύθυνση του Ρίμινι. Με την έναρξη των επιχειρήσεων, στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, η ελληνική ταξαρχία, κινήθηκε δραστήρια και μετά από σκληρούς αγώνες κατόρθωσε να κάμψει την σθεναρή εχθρική αντίσταση, να προωθηθεί και να καταλάβει το αεροδρόμιο και στη συνέχεια να καταλάβει την πόλη του Ρίμινι, την 21η Σεπτεμβρίου 1944.

Τέλος, ο Ιερός Λόχος, ο οποίος αποτελούνταν κυρίως από αξιωματικούς, συμμετείχε αρχικά στις επιχειρήσεις της Βορείου Αφρικής (Τυνησία), από 25 Ιανουαρίου 1943 μέχρι 2 Μαΐου 1943, σε πολλές καταδρομικές επιχειρήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα και κατέλαβε από αέρα την Σάμο, την οποία εκκένωσε αργότερα ύστερα από διαταγή του Γενικού Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής. Οι συνολικές απώλειες του Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής ανήλθαν σε νεκρούς αξιωματικούς 23 και οπλίτες 194. Τραυματισθέντες αξιωματικούς 81 και οπλίτες 522.