Μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία το Πεζικό έμεινε με παλαιό υλικό, μέρος του οποίου ήταν εύχρηστο. Με αυτό το υλικό και την προσθήκη μικρού αριθμού οπλοπολυβόλων Υποδ. 1915, εξοπλίστηκε ο στρατός του Έβρου. Η πρώτη σοβαρή προμήθεια νέου οπλισμού έγινε το 1926, οπότε παρελήφθησαν 1.752 πολυβόλα Χόστσκις των 7,92, 6.000 οπλοπολυβόλα Χότσκις των 6,5, 100.000 τυφέκια Μάνλινχερ και 25.000 αραβίδες Μάνλινχερ. Παράλληλα, μεγάλο μέρος του παλαιού οπλισμού 1.300 πολυβόλα Σαιντ-Ετιέν, 4.000 οπλοπολυβόλα V1915 και όλα τα τυφέκια Μάουζερ) έχρηζε επισκευών. Με αυτό τον οπλισμό βρέθηκε το Πεζικό το 1935.

Από το 1935 έως το 1940 παρελήφθησαν ακόμη 50.000 βραχύκαννα τυφέκια Μάουζερ των 7,92157, ενώ είχαν παραγγελθεί συνολικά 100.000. 400 πολυβόλα Χότσκις, υποδείγματος του γαλλικού στρατού, τα οποία ήταν βαρύτερου τύπου από τα υπάρχοντα ελληνικά. 200 οπλοπολυβόλα Χότσκις 7.92, τρίποδες οπλοπολυβόλων Σαιντ-Ετιέν, 800 τηλέμετρα, 777 ειδικοί οκρίβαντες για τα οχυρά, 1570 πιστόλια φωτοβολίδων. Παραλήφθηκαν 35.600.000 φυσίγγια οπλοπολυβόλου Χότσκις των 6,5, 30.550.000 φυσίγγια πολυβόλου Χοτσκις των 7,92, 21.500.000 φυσίγγια τυφεκίου Μάουζερ των 7,92, 21.735.000 φυσίγγια τυφεκίου Λεμπέλ, 555.440 φυσίγγια τροχιοδεικτικά διαφόρων όπλων, με συνολικό κόστος 445.557.147 δρχ δ. Σημαντικό επίσης στοιχείο της προπαρασκευής του στρατού ήταν η δημιουργία των προϋποθέσεων, ώστε η εγχώρια εταιρεία κατασκευής πυρομαχικών, είχε τη δυνατότητα κατά την ημέρα της επιστρατεύσεως, ημερήσιας παραγωγής 800.000-1.000.000 φυσιγγίων και 2.500-3.000 οβίδων όλων των διαμετρημάτων, με διατιθέμενες πρώτες ύλες όμως, μόνο για ένα τρίμηνο.

Η αιφνιδιαστική επίθεση των Ιταλών τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940 ευνόησε την προέλασή τους στο ελληνικό έδαφος. Συναντώντας, όμως, την αντίσταση των τμημάτων προκάλυψης στην Πίνδο και στην Ήπειρο, οι ιταλικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να διαρρήξουν την τοποθεσία Ελαία – Καλαμά στην Ήπειρο και να φτάσουν στο Μέτσοβο. Οι Έλληνες, πραγματοποιώντας επιστράτευση και συγκέντρωση των μεραρχιών, όχι μόνο αναχαίτισαν την ιταλική προέλαση, αλλά και ανέλαβαν από την 14η Νοεμβρίου γενική αντεπίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο, από τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος.

Δυνάμεις

α. Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, το οποίο περιελάμβανε το Α΄ Σώμα Στρατού (ΙΙ, ΙΙΙ, VIII Μεραρχίες και αρχικά η 3η Ταξιαρχία και το Απόσπασμα Θεσπρωτίας, διαλύθηκαν και κατανεμήθηκαν αργότερα στις μονάδες του Α΄ ΣΣ) και το Β΄ Σώμα Στρατού (Ι, ΙV, V, VI, ΧΙ, ΧV και ΧVΙΙ Μεραρχίες και αρχικά η 5η Ταξιαρχία, η οποία διαλύθηκε και κατανεμήθηκε αργότερα στις μονάδες του Β΄ ΣΣ λόγω απωλειών).

β. Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο περιελάμβανε το Γ΄ Σώμα Στρατού (ΙΧ, Χ, ΧΙΙΙ Μεραρχίες Πεζικού), τις Μεραρχίες Ιππικού, τη ΧVΙ Μεραρχία Πεζικού και την 21η Ταξιαρχία Πεζικού.

Το Πεζικό και σε αυτό τον αγώνα στάθηκε αντάξιο των παραδόσεων και της αποστολής του. Οι νίκες διαδέχονταν η μια την άλλη προς κατάπληξη όλου του τότε ελεύθερου κόσμου, ο οποίος παρακολουθεί με θαυμασμό τον αγώνα ενός μικρού έθνους εναντίον μιας αυτοκρατορίας, για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας του. Ο Έλληνας πεζός στρατιώτης οδηγούμενος από τον αξιωματικό του, με τη λόγχη εξεδίωξε τους Ιταλούς από κάθε σπιθαμή εδάφους που είχε αρχικά παραχωρήσει μέχρι να ολοκληρωθεί η επιστράτευση του συνόλου του στρατεύματος, υλοποιώντας στο έδαφος ένα αριστοτεχνικό σχέδιο που είχε εκπονηθεί από την ηγεσία του.

Στις 22 Νοεμβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα εισέρχονται στην Κορυτσά και το Λεσκοβίκι. Στις 24 Νοεμβρίου, καταλαμβάνεται η Μοσχόπολη. Στις 30 Νοεμβρίου, φτάνουν στο Πόγραδετς. Στις 4 Δεκεμβρίου, εισέρχονται στην Πρεμετή, στις 7 στο Δέλβινο και στις 8 στο Αργυρόκαστρο. Στις 22 Δεκεμβρίου, καταλαμβάνουν τη Χειμάρα. Στις 10 Ιανουαρίου 1941, φθάνουν στην Κλεισούρα. Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι τις 8 Μαρ 1941, έλαβαν χώρα λυσσαλέες αντεπιθέσεις των Ιταλών με τις εκλεκτότερες δυνάμεις, όπως π.χ. «Λύκους της Τοσκάνης», τους «Μελανοχιτώνες» κλπ, οι οποίες καταλήγουν σε θρίαμβο των Ελλήνων, σύλληψη πολλών χιλιάδων αιχμαλώτων και περαιτέρω προώθηση του ελληνικού στρατού.

Η συνεχής αυτή επιθετική ενέργεια του ελληνικού Πεζικού, έφερε τα ελληνικά τμήματα μετά από μια σειρά σκληρότατων αγώνων μέχρι της γενικής γραμμής, Πόγραδετς – Σουχαγκόρα – Τσερεβόντε – Μπρένζντανι – Βράνιτσα – Χειμάρα. Η καθημερινότητα του πεζού αξκού και στρατιώτη και σε αυτό τον αγώνα επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά τα αναγραφόμενα, στα στρατιωτικά εγχειρίδια, ως χαρακτηριστικά του Πεζικού.

Την περίοδο αυτή, ισχυρός αντίπαλος στάθηκε και ο βαρύς χειμώνας. Οι πολικές θερμοκρασίες, οι συχνές χιονοθύελλες και η χαμηλή ορατότητα δυσκόλεψαν τις μετακινήσεις των πεζοπόρων τμημάτων και επέτειναν τις δυσκολίες στον εφοδιασμό των μονάδων με τρόφιμα και πυρομαχικά. Το πλήθος των απωλειών (25.000 παγόπληκτοι) από κρυοπαγήματα κυρίως στα κάτω άκρα, καταδεικνύει το μέγεθος της προσπάθειας που κατέβαλε για μια ακόμη φορά το Πεζικό.

Οι Ιταλοί, ενισχυόμενοι διαρκώς με νέες μονάδες, κατόρθωσαν μέχρι τέλους Δεκεμβρίου να αυξήσουν τη δύναμή τους σε 15 μεραρχίες Πεζικού και μια τεθωρακισμένη μεραρχία, πετυχαίνοντας τεράστια αριθμητική υπεροχή, την οποία διατήρησαν μέχρι τέλους της εκστρατείας.

Μια μεγάλη αντεπίθεση των Ιταλών εκδηλώθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου, αλλά ο ελληνικός στρατός, έπειτα από σκληρό αγώνα εναντίον αριθμητικά υπέρτερων δυνάμεων, κράτησε όλες τις θέσεις του. Στις 28 Φεβρουαρίου η ιταλική επίθεση είχε τερματιστεί με πλήρη επιτυχία για τα ελληνικά όπλα, αφού συνετρίβησαν πολλά μηχανοκίνητα οχήματα του εχθρού και καταρρίφθηκαν σαράντα δύο αεροπλάνα.

Κατά τη μεγάλη και σπουδαία ιταλική επίθεση που επακολούθησε την άνοιξη, δώδεκα ιταλικές μεραρχίες ενισχυμένες με πολυάριθμα τάγματα Μελανοχιτώνων, Βερσαλιέρων και Αλβανών, υποστηριζόμενοι από μεγάλο όγκο πυροβολικού και από πολυάριθμη αεροπορία, επιτίθονταν από 9 έως 15 Μαρτίου στον τομέα μεταξύ Αώου και Αψού ποταμών, εναντίον έξι ελληνικών μεραρχιών, χωρίς καμία επιτυχία.

Δέκα μέρες διήρκησε η μεγάλη αυτή επίθεση, κατά την οποία οι ελληνικές μεραρχίες έγραψαν σελίδες δόξας και ηρωισμού, αποκρούοντας υπερδιπλάσιο εχθρό, ο οποίος υποστηρίχθηκε από μεγάλο όγκο πυρών και έχοντας απόλυτη υπεροχή στον αέρα. Η εισβολή των Γερμανών εντός του ελληνικού εδάφους και η διαγραφόμενη απειλή αποκοπής των δυνάμεων στην Αλβανία, είχε ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων στη γραμμή Ολύμπου – Καλαμά στις 12 Απριλίου 1941.

Ύψωμα 731 «Η εποποιία του Πεζικού»

9 Μαρτίου – 15 Μαρτίου 1941. Επτά ημέρες στις οποίες εκτοξεύθηκαν δεκαοκτώ ιταλικές επιθέσεις κατά του υψώματος 731, υπό την προσωπική επίβλεψη του Μουσολίνι. Μόνο τις πρώτες 2,5 ώρες της προπαρασκευής της επίθεσης έπεσαν στο ύψωμα 100.000 βλήματα πυροβολικού, αμέτρητα βλήματα όλμων από τους 60 σωλήνες κάθε επιτιθέμενης μεραρχίας και μεγάλος αριθμός βομβών αεροπλάνων.

Οι ιταλικές δυνάμεις είχαν όμως την ατυχία να συναντήσουν στο ύψωμα αυτό τους «πεζικάριους» του ΙΙου τάγματος του 5ου ΣΠ, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι, και έδωσαν τον «νυν υπέρ πάντων αγώνα».

Την εικόνα των ανδρών του ΙΙ/5 ΤΠ, μετά από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς του υψώματος 731 από το Πυροβολικό και της Αεροπορία των Ιταλών, περιγράφει γλαφυρά ο λογοτέχνης Άγγελος Τερζάκης: «Εκείνοι που στέκονταν τώρα γαντζωμένοι εκεί πάνω, δεν έμοιαζαν πια με στρατό, δεν έμοιαζαν με πλάσματα ανθρώπινα. Ήταν κάτι σκέλεθρα ντυμένα με κουρέλια, επιδέσμους, φαντάσματα μαυριδερά και αγριεμένα, όλο χώμα και ιδρώτα που παγώνει, μάτι γυαλιστερό από την πείνα, την αγωνία, τη πάλη με το χάρο».

Οι αξιωματικοί και στρατιώτες του Πεζικού, που αμύνονταν το πρωινό της 9ης Μαρτίου 1941 στο ύψωμα 731, αλλά και στα διπλανά υψώματα, όπως το 711, δεν έκαναν απλά το καθήκον τους, έδωσαν με τη θυσία και τη νίκη τους, νόημα στην έννοια κατοχή εδάφους, όπως μόνο ο πεζός την αντιλαμβάνεται. Με τη λόγχη τους σταμάτησαν πολλαπλάσιο, καλύτερα εξοπλισμένο και άριστα υποστηριζόμενο με πυρά εχθρό. Δε δείλιασαν ούτε στιγμή… είπαν απλά ότι δε θα περάσει από το 731 εχθρός και δεν πέρασε.

Τακτική Πεζικού στον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο

Η λεπτομερής μελέτη των ενεργειών των ελληνικών μονάδων Πεζικού, μας δείχνει ότι πρόκειται για μονάδες καλά εκπαιδευμένες, και ηγήτορες οι οποίοι πέραν του ηρωισμού έχουν διαφορετική τακτική αντίληψη του πεδίου της μάχης, ενεργούν με σχέδιο, προληπτικά και κυρίως μελετούν τον αντίπαλο. Τα σχέδια είναι προσαρμοσμένα στο έδαφος και γίνεται κατάλληλη χρήση αυτού για την εφαρμογή του ελιγμού.

Στις επιχειρήσεις αυτές, οι μονάδες Πεζικού:

(1) Επιβράδυναν τον εχθρό μέχρι την αμυντική τοποθεσία, με υποδειγματική εκτέλεση των σχεδίων.

(2) Εκμεταλλεύτηκαν άριστα το έδαφος, ώστε να μειώσουν τις απώλειές τους (Ύψωμα 731).

(3) Ενήργησαν νυχτερινές επιχειρήσεις για προκατάληψη εδαφών τακτικής σημασίας (νύχτα 2/3 Μαρτίου προς αποκοπή της οδού Κλεισούρας Δραγκότι).

(4) Έκαναν ευρεία χρήση του αγώνα εκ του συστάδην (κατάληψη υψ. Γκραμπάλα (ν.2/3 Νοεμβρίου), αγώνας στο υψ. 731 (9-19 Μαρ. 41), κατάληψη υψ. 739 (8 Μαρ. 41) στον οποίο φάνηκε ότι ήταν ιδιαίτερα εκπαιδευμένες.

(5) Έκανε ευρεία χρήση της επιθετικής αναγνώρισης (13 Νοεμβρίου 1940 υψ. Αγ. Μαρίνας Νεοχωρίου).

(6) Η Διοικήσεις επενέβαιναν στον αγώνα και με την προσωπική τους παρουσία όποτε κρινόταν απαραίτητο (30 Οκτ 41 ο Δκτης της Ι ΜΠ έφθασε στο Επταχώρι και ανέλαβε τη διοίκηση του τομέα Πίνδου, όπου το Απόσπασμα που ενεργούσε εκεί είχε καταπονηθεί. Λόγω σοβαρότητος της κατάστασης, την επόμενη ημέρα, τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στον τομέα ανέλαβε το Β΄ΣΣ).