Σε περίπου ένα χρόνο και καλώς εχόντων των πραγμάτων, το Π.Ν. θα παραλαμβάνει ή θα έχει παραλάβει την πρώτη φρεγάτα αντιαεροπορικού πολέμου FDI HN από τα γαλλικά ναυπηγεία στο Λοριάν όπου χτίζεται το σύνολο των φρεγατών για λογαριασμό του Πολεμικού Ναυτικού. Η FDI HN όπως γνωρίζουμε ήταν η νικήτρια σχεδίαση για μια φρεγάτα πολλαπλού ρόλου με αυξημένες αντιαεροπορικές ικανότητες, όπως προέκυψε από τις απαιτήσεις του Π.Ν. για να καλύψει μια πάγια έλλειψη πολλών ετών μετά την απόσυρση των αμερικάνικων αντιτορπιλικών ΑΑ πολέμου C.F.Adams στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Τα κύρια συστήματα που είναι υπεύθυνα για τον ορισμό ενός πολεμικού πλοίου ως καθαρόαιμου AAW (Anti-Air Warfare) ή με αυξημένες ικανότητες  AAW είναι οι ικανότητες του κύριου αισθητήρα (Ραντάρ) και των χαρακτηριστικών των Α/Α πυραύλων που φέρει καθώς και του αριθμού τους. Στην προκειμένη περίπτωση οι FDI HN φέρουν το ραντάρ Sea Fire. Ένα ραντάρ πολλαπλών ρόλων μεγάλης εμβέλειας και μεγάλης διακριτικής ικανότητας καθώς και έναν φόρτο 32 Α/Α πυραύλων Aster 30, ενός κατεξοχήν αντιαεροπορικού/αντιβαλλιστικού πυραύλου μεγάλης εμβέλειας.

Ραντάρ Sea Fire

Το Sea Fire της Thales France πρόκειται για ένα ραντάρ 4-D τεχνολογίας AESA πλήρως ψηφιακό, το οποίο λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «S». Η διαφορά του 4-D και του 3-D ραντάρ έγκειται στη διάταξη των στοιχείων της κεραίας. Ένα τρισδιάστατο (3-D) σύστημα ραντάρ έχει κεραίες διατεταγμένες οριζόντια, ενώ το 4-D ραντάρ έχει στοιχεία τοποθετημένα τόσο οριζόντια όσο και κάθετα. Το Sea Fire συνδυάζει τέσσερις (4) κεραίες σε σταθερή διάταξη. Κάθε μια μπορεί να ενεργοποιήσει 100 διαφορετικές δέσμες (Beam), κάτι που εξασφαλίζει υψηλό βαθμό ανανέωσης των δεδομένων και εξαιρετικές επιδόσεις στον τομέα της ανίχνευσης στόχων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το Sea Fire μπορεί να παρακολουθεί 800 στόχους ταυτόχρονα, εικόνα την οποία μπορεί να μεταδώσει σε άλλα φίλια μέσα ή κλιμάκια διοίκησης, μέσω συστήματος ζεύξης δεδομένων. Το Sea Fire αναπτύχθηκε με τη φιλοσοφία της υποστήριξης μιας ολοκληρωμένης αντίληψης για την αυτοπροστασία του πλοίου, ιδιαίτερα έναντι απειλών όπως βλήματα κατά πλοίων και υπερηχητικών βλημάτων.

Το μέγιστο βεληνεκές του Sea Fire, σε λειτουργία έρευνας αέρος, είναι της τάξεως των 350 χιλιομέτρων για στόχους επιπέδου βαλλιστικού πυραύλου, αεροσκάφους μεγέθους F-16 και UAV, ενώ το μέγιστο βεληνεκές, σε λειτουργία έρευνας επιφανείας, είναι 80 χιλιόμετρα. Εκτός από τη λειτουργία του ως σύστημα έρευνας αέρος και επιφανείας, το ραντάρ λειτουργεί και ως σύστημα ελέγχου πυρός για τα αντιαεροπορικά βλήματα μεγάλου βεληνεκούς Aster-30. Επίσης λειτουργεί και ως ραντάρ καιρού. Μεγάλη μέριμνα έχει δοθεί και στην ευκολία συντήρησης του, έτσι ώστε το κόστος τους, στον κύκλο ζωής του, να είναι ανταγωνιστικό.

Κάθε μια από τις τέσσερις κεραίες αποτελείται από 12 τμήματα και κάθε ένα από τα 12 τμήματα αποτελείται από οκτώ υπό-τμήματα. Κεραία, τμήμα και υπό-τμήμα μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα και γρήγορα, αν παραστεί ανάγκη, ακόμα και εν πλω. Το Sea Fire έχει την ικανότητα να εμπλέκει πολλαπλούς εναέριους στόχους ταυτοχρόνως σε συνεργασία με τα βλήματα ενεργού καθοδήγησης Aster 30. Πρακτικά η ικανότητα αυτή πολλαπλασιάζει την ικανότητα του πλοίου να αντιμετωπίζει επιθέσεις κορεσμού. Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι η ικανότητα του Sea Fire να αποκαλύπτει στόχους με χαμηλό ηλεκτρομαγνητικού ίχνους, απόρροια των νέων τεχνολογιών που εφαρμόζονται στην κατασκευή των τεσσάρων κεραιών με στοιχεία Tx/Rx κατασκευασμένα από Νιτρίδιο του Γαλλίου (GaN).

Τον Οκτώβριο του 2021, ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές του συστήματος, σε συνδυασμό με πλήρη σειρά αξιολογήσεων σε όλα τα πιθανά σενάρια εμπλοκών, διήρκεσαν περισσότερους από 18 μήνες. Πραγματοποιήθηκαν δε υπό την εποπτεία της γαλλικής διεύθυνσης εξοπλισμών και αμυντικών προμηθειών (DGA) και με την συμμετοχή των Naval Group και Thales. Το Sea Fire δοκιμάστηκε κατά στόχων επιφανείας (ταχύπλοα σκάφη και μεγάλα πλοία επιφανείας), στόχων στον αέρα (αεροσκάφη, ελικόπτερα, UAV, πύραυλοι). Επίσης το ραντάρ δοκιμάστηκε σε αποστολή ταυτόχρονης έρευνας αέρος και επιφανείας σε απόσταση άνω των 100 χιλιομέτρων με κλίση 90° και με το μέγιστο ρυθμό σάρωσης.

Σύμφωνα με την Thales, οι επιδόσεις του συστήματος σε όλα ανεξαιρέτως τα σενάρια ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, καθώς ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η ταχύτητα ανανέωσης της εικόνας που κατέγραφε έναντι στόχων στον αέρα και την επιφάνεια της θάλασσας, ταυτόχρονα.

Aster 30

Ο Aster είναι ο πρώτος ευρωπαϊκός αντιαεροπορικός πύραυλος μικρού-μεσαίου βεληνεκούς για ναυτικές μονάδες που κατασκευάστηκε από την κοινοπραξία της Γαλλίας και Ιταλίας για το σύστημα PAAMS (Principal Anti-Air Missile System) των νέων αντιτορπιλικών AAW  Horizon και των Βρετανικών Type 45 που μπήκαν σε υπηρεσία τη δεκαετία του 2000. Ο Aster ή καλύτερα η οικογένεια Aster ήρθε να καλύψει το κενό ενός σύγχρονου ναυτικού αντιαεροπορικού βλήματος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και έγινε ο κύριος ανταγωνιστής του αμερικάνικου SM-2 για μεσαίες αποστάσεις και του ESSM για μικρές. Η οικογένεια Aster αποτελείται από δύο βλήματα, τον Aster 15 με εμβέλεια 30χλμ και τον Aster 30 με εμβέλεια 120 χλμ καλύπτοντας την απαίτηση Low-High της αεράμυνας ενός πλοίου. Τα δύο βλήματα είναι ουσιαστικά ίδια με μόνη διαφορά το μέγεθος του αρχικού επιταχυντή (booster rocket) που προσδίδει στα βλήματα τη διαφορετικότητα στην τελική ταχύτητα και στην εμβέλεια.

Ο Aster αποτελείται από δύο τμήματα το κυρίως βλήμα, ένα χαμηλού βάρους και υπερυψηλής ευελιξίας βλήμα το οποίο η MBDA το ονομάζει Dart (βελάκι), όπου περιέχει τον ενεργό ερευνητή, τον πυροσωλήνα, το σύστημα διεύθυνσης του πυραύλου, την πολεμική κεφαλή και ο πυραυλοκινητήρας ώθησης και το δεύτερο τμήμα που είναι ο πυραλοκινητήρας αρχικής ώθησης (booster rocket) ο οποίος αποσπάται όταν ο Aster αποκτήσει την επιθυμητή ταχύτητα και κατεύθυνση προς το στόχο, λίγα δευτερόλεπτα μετά την εκτόξευση. Η επιτάχυνση του πυραύλου και η διατήρηση της ταχύτητας επιτυγχάνεται από τον πυραυλοκινητήρα στερεού καυσίμου δύο σταδίων όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο οποίος προσδίδει ταχύτητα 3,5 μαχ στον Aster 15 και 4,5 μαχ στον Aster 30.

Η βασική καινοτομία του πυραύλου είναι το σύστημα διεύθυνσης που η MBDA το ονομάζει PIF-PAF.

  • PAF (Pilotage Aérodynamique Fort) δηλαδή σταθερά μακριά πτερύγια τύπου χορδής και κινούμενα ουραία πτερύγια για αεροδυναμικά χειριστήρια,
  • PIF (Pilotage In Force) σύστημα πίδακα αερίων που εφαρμόζονται στο κέντρο βάρους του βλήματος κατά την τελική φάση της αναχαίτησης του στόχου με μηδενικό χρόνο απόκρισης, ακόμη και σε πολύ μεγάλο υψόμετρο.

Το σύστημα αυτό δίνει στο βλήμα απαράμιλλη ευελιξία, που φτάνει τα 60g, στην τελική φάση της αναχαίτησης του στόχου, με δυνατότητα ακαριαίας στροφής και αποτέλεσμα να επεκτείνει το «no escape zone» του στόχου.

Το βλήμα χρησιμοποιεί αδρανειακή καθοδήγηση για την ενδιάμεση πτήση προς τον στόχο που ανανεώνει τα στοιχεία από το ραντάρ του πλοίου μέσω μιας ζεύξης up-link και ενεργό ερευνητή μπάντας Ku για την τερματική φάση της αναχαίτησης. Με τον τρόπο αυτόν, το βλήμα θεωρείται fire and forget από τη στιγμή που δεν χρειάζεται συνεχή καταύγαση στόχου από αντίστοιχο ραντάρ του πλοίου φορέα.

Ο συνδυασμός των βλημάτων Aster 15/30 χρησιμοποιήθηκε επίσης για την ανάπτυξη ενός χερσαίου συστήματος άμυνας περιοχής του SAMP/T κατ’ αντιστοιχία του αμερικάνικου συστήματος Patriot και βρίσκεται σήμερα σε υπηρεσία με τις ένοπλες δυνάμεις της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Σιγκαπούρης. Στη ναυτική του έκδοση ο Aster 15/30  εκτοξεύεται από εκτοξευτές Sylver Α43, Α50 και Α70.

Η αρχική έκδοση του πυραύλου παρείχε προστασία από όλο το φάσμα των εναέριων απειλών: υπερηχητικούς και υποηχητικούς πυραύλους, πυραύλους αντι-ραντάρ, μαχητικά αεροσκάφη, UAV και ελικόπτερα, σε μικρές και μεσαίες αποστάσεις και σε ύψη έως 20χλμ. Η πρώτη αναβαθμισμένη έκδοση του πυραύλου Aster 30 είναι ο Aster 30 B1, η νέα αυτή έκδοση προσέδωσε στο πλοίο φορέα αντιβαλλιστική προστασία όταν το βλήμα απέκτησε δυνατότητα πλήγματος έναντι βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς έως 600χλμ (SRBM). Την έκδοση αυτή θα φέρουν και οι ελληνικές φρεγάτες τύπου FDI. Η νεότερη έκδοση είναι ο Aster 30 B1 ΝΤ (New Technology). Η νέα έκδοση επεκτείνει την δυνατότητα αναχαίτησης βαλλιστικών πυραύλων με βεληνεκές μέχρι τα 1.500χλμ καθώς και αποσπώμενων κεφαλών.

Ο Aster 30 B1 ΝΤ χρησιμοποιεί νέας γενιάς ενεργό ερευνητή μπάντας Ka και νέο σύστημα ελέγχου του όπλου. Ο νέος ερευνητής προσδίδει:

  • Αυξημένο βεληνεκές πρόσκτησης στόχου.
  • Πρόσκτηση στόχων με χαμηλή διατομή ραντάρ.
  • Λεπτότερη γωνιακή ανάλυση για μεγαλύτερη ακρίβεια εντοπισμού του στόχου.
  • Αυξημένη πιθανότητα άμεσου πλήγματος.

Η επόμενη έκδοση που βρίσκεται σε ανάπτυξη είναι ο Aster Block 2. Ο νέος πύραυλος θα επεκτείνει το φάκελο αντιμετώπισης βαλλιστικών πυραύλων με βεληνεκή γύρω στα 3.000 χλμ.

Οι ελληνικές φρεγάτες θα είναι εξοπλισμένες με τέσσερις κάθετους εκτοξευτές Α50 φέροντας ένα σύνολο 32 κελιών και αντίστοιχων πυραύλων Aster 30 B1. Σε αντιδιαστολή με τον αντίστοιχο αμερικάνικο συνδυασμό Mk41/SM-2 όπου η πρακτική που ακολουθείται είναι, για κάθε στόχο η εκτόξευση δύο πυραύλων, στον συνδυασμό Sylver A50/Aster 30 η αποτελεσματικότητα του γαλλικού πυραύλου είναι τέτοια που δεν απαιτεί εκτόξευση και δεύτερου όπλου για την επιτυχή κατάρριψη του στόχου. Κάτι το οποίο έχει επιδειχθεί επιτυχώς σε ασκήσεις του γαλλικού ναυτικού αλλά και στις πρόσφατες επιχειρήσεις κατά ιπτάμενων στόχων των Χούθι στην ερυθρά θάλασσα. Επομένως, το οπλικό φορτίο των 32 πυραύλων έχει αντίστοιχη αποτελεσματικότητα αλλά και ακόμη μεγαλύτερη με εκείνη των 64 πυραύλων που φέρουν μεγαλύτερων επιδόσεων πλοία, όπως είναι τα αντιτορπιλικά αντιαεροπορικού πολέμου.

Ένα ακόμη πλεονέκτημα του συνδυασμού Sylver A50/Aster 30 είναι ο τρόπος λειτουργίας του εκτοξευτή Sylver Α50 που επιτρέπει την εξαπόλυση του συνόλου των 32 πυραύλων εντός ελάχιστων δευτερολέπτων. Αυτό ουσιαστικά βοηθάει το πλοίο φορέα, σε συνάρτηση πάντα με τις δυνατότητες του ραντάρ, στην αντιμετώπιση επιθέσεις κορεσμού. Η κύρια κατασκευαστική διαφορά μεταξύ των δύο εκτοξευτών Sylver και Mk41, είναι ότι σε αντίθεση με τον Mk41 το κάθε κελί στου Sylver, διαθέτει τον δικό του αυλό απαγωγής των καυσαερίων εκτόξευσης με αποτέλεσμα ο κάθε Sylver να μπορεί να εκτοξεύσει έναν πύραυλο ανά 0,15 δευτερόλεπτα. Ήτοι, για 32 βλήματα των τεσσάρων εκτοξευτών χρειάζεται χρόνος μόλις 1,2-1,5 δευτερόλεπτα. Από την άλλη ο Mk41 διαθέτει κοινό αυλό απαγωγής των καυσαερίων εκτόξευσης. Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ δύο διαδοχικών βολών χρειάζεται χρόνος μερικών δευτερολέπτων ώστε να καθαρίσει ο αυλός απαγωγής από τα καυσαέρια πριν επιτραπεί η επόμενη βολή. Επομένως για τη διαδοχική εκτόξευση δύο βλημάτων από κάθε εκτοξευτή ο χρόνος μπορεί να είναι έως και τέσσερις με πέντε φορές μεγαλύτερος σε σύγκριση με τα 1,2-1,5 δευτερόλεπτα για το σύνολο των 32 βλημάτων από τον Sylver.

Τομή εκτοξευτή Mk41 VLS όπου φαίνεται ο κοινός αυλός απαγωγής των καυσαερίων

Συνοψίζοντας, ο συνδυασμός του ραντάρ Sea Fire με τους Sylver A50/Aster 30 είναι η απόλυτη επιλογή για ένα πλοίο Αντιαεροπορικού πολέμου. Και το Π.Ν. έκανε την καλύτερη δυνατή επιλογή για ένα πλοίο 4500 τόνων και ικανότητα ΑΑ περιοχής αντίστοιχο με εκείνο των αμερικάνικων αντιτορπιλικών.