Τα FCAS/Tempest ξεκίνησαν ως κοινό ευρωπαϊκό πρόγραμμα ανάπτυξης αεροσκαφών 6ης γενιάς προς αντικατάσταση των υπάρχοντων αεροσκαφών, αρχής γενομένης από το 2040-45. Η σύλληψη της  ιδέας και ο καθορισμός των αρχικών σχεδιαστικών και επιχειρησιακών κριτηρίων έγινε το 2001. Στην αρχική ομάδα των κρατών που συμμετείχαν στο πρόγραμμα του FCAS (Future Combat Air System) ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Σουηδία. Όπως και στην περίπτωση του EFA (European Fighter Aircraft) το οποίο απέδωσε τα Eurofighter Typhoon και Rafale, έτσι και στο συγκεκριμένο πρόγραμμα οι διαφορετικές αντιλήψεις και ανάγκες συνετέλεσαν στη διάσπαση του προγράμματος. Στο FCAS με κύριους συμμετέχοντες την Γαλλία και την Γερμανία και τις Ισπανία και Βέλγιο να συμπληρώνουν την ομάδα των κρατών και από την άλλη στο Tempest στο οποίο συμμετέχουν το Ηνωμένο βασίλειο, η Ιταλία, η Ιαπωνία και η Σουηδία ως παρατηρητής. Ειδικά δε η τελευταία ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα προχωρήσει στην ανάπτυξη δικού της αεροσκάφους 6ης γενιάς. Έχουμε λοιπόν την ιστορία που οδήγησε στην ανάπτυξη τριών διαφορετικών αεροσκαφών τη δεκαετία του 90 (Eurofighter Typhoon, Rafale, Gripen E/F) να επαναλαμβάνεται για ακόμη μια φορά.

FCASNGWS

Το FCAS θα επικεντρωθεί γύρω από ένα βασικό σύστημα όπλων επόμενης γενιάς (NGWS). Σε αυτό το «σύστημα συστημάτων», τo New Generation Fighters θα συνεργάζονται με Unmanned Remote Carriers – όλα συνδεδεμένα με άλλα συστήματα στο διάστημα, στον αέρα, στο έδαφος, στη θάλασσα και στον κυβερνοχώρο μέσω ενός νέφους δεδομένων που ονομάζεται «Combat Cloud .»

Αυτές οι συνδεδεμένες πλατφόρμες θα λειτουργούν ως αισθητήρες, τελεστές και κόμβοι απόφασης που συνεργάζονται σε μια ανοιχτή κλιμακούμενη αρχιτεκτονική προσανατολισμένη στις υπηρεσίες που θα επιτρέπει τη συμπερίληψη μελλοντικών πλατφορμών και τεχνολογιών.

Next Generation Fighter (NGF)

Το Next Generation Fighter θα είναι ένα μαχητικό έκτης γενιάς ικανό να δικτυωθεί με μη επανδρωμένες πλατφόρμες. Σε συνδυασμό με το Remote Carrier, σχηματίζει το οπλικό σύστημα επόμενης γενιάς (NGWS).

Remote Carrier (RC)

Το Remote Carrier είναι διάφορα συστήματα σε διαφορετικές κατηγορίες βάρους και αντιπροσωπεύει πολλαπλασιαστές για τη λειτουργική αποτελεσματικότητα του δικτύου NGWS. Το Loyal Wingman είναι ένα μεγάλο σύστημα που υποστηρίζει άμεσα το NGF και το οποίο είναι επαναχρησιμοποιήσιμο. Το Light and Heavy Remote Carrier (LRC/HRC) είναι παρόμοιο με τους κλασικούς πυραύλους κρουζ και μπορεί να εξοπλιστεί αρθρωτά ανάλογα με το επιχειρησιακό σενάριο. Τα παραπάνω μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ρόλο αέρος-επιφανείας για ηλεκτρονικό πόλεμο, σκοπούς αναγνώρισης και περαιτέρω αποστολές.

Combat Cloud (ACC)

Το Future Combat Air System ολοκληρώνεται από το Combat Cloud το οποίο συνδέει το μαχητικό επόμενης γενιάς με το Remote Carrier καθώς και τις ήδη υπάρχουσες παλαιού τύπου πλατφόρμες. Αυτό επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο και έτσι διασφαλίζει την υπεροχή στον τομέα των πληροφοριών.

Σύστημα Μελλοντικών Αποστολών Μάχης (FCMS)

Με το Future Combat Mission System, αλυσίδες αποφάσεων με ευέλικτους και ισχυρούς αισθητήρες, συστήματα επεξεργασίας και τελεστές θα ενσωματωθούν στο δίκτυο του συνολικού αερομεταφερόμενου συστήματος επανδρωμένων και μη επανδρωμένων πλατφορμών, αερομεταφορέων και συστημάτων διοίκησης και ελέγχου. Έτσι επιτυγχάνεται το λεγόμενο Combat Cloud και εγγυάται με επιτυχία τις αποστολές ως ένα σύνθετο συνολικό σύστημα.

FCAS – NGWS

Το 2018 υπογράφτηκε το συμβόλαιο συνεργασίας μεταξύ των Dassault και Airbus για την εκκίνηση του προγράμματος ανάπτυξης και σχεδιασμού του νέου αεροσκάφους. Το 2019 η Ισπανία προσχώρησε στο πρόγραμμα ενώ τον Ιούνιο του 2023 το Βέλγιο έγινε παρατηρητής του προγράμματος.

Τον φεβρουάριο του 2020 οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και Γερμανίας έδωσαν εντολή για την εκκίνηση της φάσης 1Α όπου οι συμμετέχουσες εταιρίες από τις δύο χώρες έπρεπε να παρουσιάσουν την αρχική ιδέα επίδειξης τεχνολογίας. Οι Dassault και Airbus είναι υπεύθυνες  για τη σχεδίαση του NGF (New Generation Fighter), οι Safran και MTU Aero υπεύθυνες για την ανάπτυξη του νέου κινητήρα,  MBDA συμμετέχει μαζί με την Airbus στην ανάπτυξη του Unmanned systems Remote Carrier (RC) και η Thales συμμετέχει μαζί με την Airbus στην ανάπτυξη του νέφους δεδομένων (Combat Cloud). Αυτή η σύμβαση-πλαίσιο, της φάσης 1Α, καλύπτει μια πρώτη περίοδο 18 μηνών και ξεκίνησε εργασίες για την ανάπτυξη, την ωρίμανση και την επίδειξη τεχνολογιών αιχμής, με φιλοδοξία να ξεκινήσουν οι πτητικές δοκιμές το συντομότερο το 2026.

Remote Carrier

Σήμερα βρισκόμαστε στη φάση 1Β όπου συμμετέχουν ενεργά και εταιρίες από την Ισπανία. Η σύμβαση-πλαίσιο της φάσης 1Β υπογράφτηκε τον Δεκεμβριο του 2022 και είναι ύψους 3,2 δις ευρώ. Η νέα αυτή φάση συνεχίζει την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών αιχμής με ορίζοντα το 2028-2029. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω το πρόγραμμα έχει τρεις βασικούς πυλώνες. Για την αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων μεταξύ των συμμετέχοντων χωρών και βιομηχανικών εταίρων, έχει δημιουργηθεί ένα οργανόγραμμα όπου μία κύρια εταιρία έχει αναλάβει ηγετικό ρόλο στον κάθε πυλώνα του προγράμματος και δουλέυει στενά με τις υπόλοιπες εταιρίες αξιοποιώντας τις τεχνολογικές δυνατότητες της κάθε χώρας.

Στη νέα φάση του προγράμματος οι συμμετοχές έχουν διαμοιραστεί ως εξής:

  1. Για το συνολικό πρόγραμμα NGWS (New Generation Weapon System), οι κύριοι ανάδοχοι από κάθε χώρα είναι η Dassault, η Airbus και η Indra Systemas.
  2. NGF (New Generation Fighter), η Dassault είναι ο κύριος ανάδοχος από την πλευρά της Γαλλίας και η Airbus ο κύριος εταίρος για την Γερμανία και Ισπανία
  3. Νέος κινητήρας, 50/50 Joint-Venture EUMET – μεταξύ Safran Aircraft Engines για τη Γαλλία και MTU Aero Engines για τη Γερμανία – ως κύριος ανάδοχος και ITP για την Ισπανία ως κύριο εταίρο.
  4. Remote Carrier (RC), με την Airbus για τη Γερμανία ως κύριο ανάδοχο, MBDA για τη Γαλλία και Satnus για την Ισπανία ως κύριους εταίρους.
  5. Combat Cloud (CC)με την Airbus για τη Γερμανία ως κύριο ανάδοχο, τη Thales για τη Γαλλία και την Indra Sistemas για την Ισπανία ως κύριους εταίρους
  6. Προσομοίωση με την Airbus, την Dassault Aviation και την Indra Sistemas ως συμβαλλόμενους εταίρους.
  7. Αισθητήρες με τον Indra Sistemas ως κύριο για την Ισπανία, και Thales για τη Γαλλία και FCMS για τη Γερμανία ως κύριους εταίρους. Η βιομηχανική κοινοπραξία FCMS με τις γερμανικές εταιρείες Hensoldt Sensors GmbH, Diehl Defense GmbH & Co. KG, ESG Elektroniksystem- und Logistik-GmbH και Rohde & Schwarz GmbH & Co. KG.
  8. Βελτιωμένη χαμηλή παρατηρησιμότητα (stealth) με την Airbus ως κύριο ανάδοχο για την Ισπανία, την Dassault Aviation για τη Γαλλία και την Airbus για τη Γερμανία ως κύριους εταίρους.

FCAS – Tempest

Στην άλλη πλευρά η Μεγάλη Βρετανία σε συνεργασία με την Ιταλία, Σουηδία και Ιαπωνία ξεκίνησαν την ανάπτυξη του έταιρου ευρωαπϊκού μαχητικού 6ης γενιάς το οποίο πρόγραμμα έχει μετονομαστεί σε Global Combat Air Program. Η ανάπτυξη ξεκίνησε το 2015 με ορίζοντα εισόδου σε υπηρεσία γύρω στο 2035. Οι βασικές εταιρίες που συμμετέχουν είναι οι Bae Systems, Rolls Royce και MBDA UK από πλευράς Ηνωμένου Βασιλείου, Leonardo Elettronica, Avio Aero και MBDA Italy από την πλευρά της Ιταλίας, Mitsubishi Electric από την Ιαπωνία και η Saab από την Σουηδία ως παρατηρής.

FCAS – Tempest

Το Tempest θα είναι modular, ώστε για να προσαρμόζεται εύκολα σε ρόλους και να ταιριάζει στη συγκεκριμένη αποστολή ενώ θα έχει εύκολα αναβαθμίσιμα εξαρτήματα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Διαθέτει δέλτα φτερά και ένα ζευγάρι κάθετους σταθεροποιητές με κατεύθυνση προς τα έξω. Το αεροσκάφος έχει ένα ελαφρώς ανυψωμένο τμήμα πίσω ατράκτου, για να φιλοξενεί αγωγούς σχήματος S στις εισόδους των δύο κινητήρων, για μείωση της μετωπικής διατομής ραντάρ. Οι δύο κινητήρες του είναι τοποθετημένοι βαθιά μέσα στην άτρακτο για να ελαχιστοποιούνται οι υπογραφές ραντάρ και υπέρυθρων. Θα ενσωματώνει τεχνολογία stealth θα μπορεί να πετά και ως μη επανδρωμένο αεροσκάφος και να χρησιμοποιεί τεχνολογία σμήνους για τον έλεγχο drones.

Όπως και το έταιρο FCASNGWS, το Tempest θα χρησιμεύσει ως ένας συνδεδεμένος κόμβος μέσα σε ένα σύστημα συστημάτων σε όλους τους τομείς στον χώρο μάχης. Θα λειτουργεί σε συντονισμό με άλλα συστήματα στο FCAS, όπως μη επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη, πολιτικές πλατφόρμες, δορυφόρους και κέντρα κυβερνοασφάλειας. Το αεροσκάφος θα χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη (AI), μηχανική μάθηση και αυτόνομα συστήματα για την παροχή επανδρωμένων/μη επανδρωμένων πτήσεων. Αναμένεται επίσης να χρησιμοποιήσει τεχνολογία σμήνους για τον έλεγχο των drones. Θα λαμβάνει δεδομένα από διαφορετικές πηγές για τη δημιουργία αξιόπιστων πληροφοριών που θα μπορούν να κοινοποιηθούν με άλλα συνδεδεμένα αεροσκάφη σε ένα νέφος (Cloud) μάχης. Το αεροσκάφος θα μπορεί να έχει πλήρη επίβλεψη του πεδίου της μάχης σε λειτουργία stealth, ενώ θα μεταφέρει σημαντικό ωφέλιμο φορτίο, συμπεριλαμβανομένων όπλων επόμενης γενιάς, όπως κατευθυνόμενης ενέργειας και υπερηχητικούς πυραύλους.

Βασισμένο στην ιδέα της τεχνολογίας του wearable cockpit, το πιλοτήριο του συστήματος Tempest θα μπορεί να προσαρμόζεται από τους πιλότους με κράνη προβολής στο κεφάλι. Τα κράνη θα χρησιμοποιηθούν για την προβολή επαυξημένης και εικονικής πραγματικότητας διαδραστικών οθονών και χειριστηρίων πιλοτηρίου ακριβώς μπροστά στα μάτια του πιλότου. Άλλες έννοιες όπως εικονικοί βοηθοί για υποστήριξη πιλότων δοκιμάζονται επίσης. Το κράνος του πιλότου θα παρακολουθεί τα εγκεφαλικά σήματα και άλλα ιατρικά δεδομένα, συγκεντρώνοντας μια μοναδική βάση δεδομένων βιομετρικών και ψυχομετρικών πληροφοριών για κάθε πιλότο, που θα μεγαλώνει όσο περισσότερο πετάει ο πιλότος. Η τεχνητή νοημοσύνη του αεροσκάφους θα λειτουργεί σε συνδυασμό με τη βάση δεδομένων για να βοηθήσει τον πιλότο, για παράδειγμα να αναλάβει τα χειριστήρια πτήσης εάν ο πιλότος σβήσει λόγω g-force ή αυξάνει τον δικό του φόρτο εργασίας όταν ο πιλότος είναι υπερφορτωμένος ή υπό αυξημένο στρες, π.χ. ανάληψη της καθοδήγησης του τερματικού σταθμού μετά την ανάπτυξη του όπλου, εάν η προσοχή του πιλότου εστιαστεί σε μια πιο επικείμενη απειλή για το αεροσκάφος. Η τεχνητή νοημοσύνη προορίζεται επίσης να λειτουργήσει ως φύλακας που θα αναλύει τη συντριπτική ποσότητα δεδομένων αισθητήρων και νοημοσύνης που συλλέγονται από το αεροσκάφος για να εντοπίσει βασικές απειλές, ενώ μειώνοντας τα επεξεργασμένα δεδομένα που παρέχονται στον πιλότο για να αποτρέψει την υπερφόρτωση του πιλότου.

Το αεροσκάφος θα είναι εξοπλισμένο με ένα ευέλικτο σύστημα ελέγχου πτήσης επόμενης γενιάς που θα βασίζεται σε λογισμικό. Το αναδιαμορφώσιμο σύστημα επικοινωνιών του θα προσφέρει ασφαλή και απρόσκοπτη επικοινωνία στον αέρα, τη θάλασσα, τη γη και το διάστημα μέσω ενός συνδεδεμένου δικτύου.

Το προηγμένο σύστημα ισχύος και πρόωσης του αεροσκάφους θα είναι αεροδυναμικά σχεδιασμένο για βελτιστοποιημένη συνολική απόδοση, εμβέλεια και ικανότητα ωφέλιμου φορτίου. Θα τροφοδοτείται από ένα αποδοτικό σύστημα ισχύος για αυξημένη ικανότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε συνδυασμό με ένα έξυπνο σύστημα διαχείρισης ενέργειας και αποτελεσματική θερμική διαχείριση για την ελαχιστοποίηση της θερμικής υπογραφής του αεροσκάφους. Τέλος θα είναι εφοδιασμένο με δύο γεννήτριες που παράγουν δέκα φορές περισσότερη ενέργεια από αυτή που χρειάζεται το Eurofighter Typhoon έτσι ώστε να καλύπτουν τις τεράστιες απαιτήσεις ενέργειας του αεροσκάφους.

Η Ευρώπη με τα δύο αυτά αεροσκάφη ουσιαστικά μπαίνει στο κλαμπ έστω και αργά ανάπτυξης και κατασκεύης αεροσκαφών με χαρακτηριστικά stealth ενώ ταυτόχρονα πηδάει μια εξελικτική γενιά από τη στιγμή που από τα αεροσκάφη 4,5 γενιάς πάει στα 6ης γενιάς. Και οι δύο σχεδιάσεις ειναι πολλά υποσχόμενες και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι μια πιθανή συμμετοχή της Ελλάδας θα σημαίνει απρόσκοπτη πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες αεροσκάφους και όπλων που φέρνουν οι νέες σχεδιάσεις, σε αντιδιαστολή με τη σχεδόν σίγουρη απαγόρευση πώλησης του αντίστοιχου αμερικάνικου αεροσκάφους 6ης γενιάς. Να σημειώσουμε επίσης ότι επειδή τα κόστη στην άμυνα ανεβαίνουν παράλληλα με την εξέλιξη της τεχνολογίας θα ήταν συνετό η Ελλάδα να συμμετέχει ως βιομηχανικός εταίρος σε κάποια από τις δύο σχεδιάσεις. Αυτό θα είχε πολλαπλά οφέλη όπως η μεταφορά τεχνολογίας αλλά και η έμμεση μείωση του κόστους απόκτησης από την βιομηχανική συμπαραγωγή.