Γράφει ο Δημήτρης Τσαϊλάς, Υπονάυαρχος ε.α. ΠΝ
Η κοινή γνώμη έχει από καιρό διαμορφώσει την άποψη ότι η προμήθεια του αμυντικού υλικού συνεπάγεται τεράστιες μίζες για την κυβέρνηση και εμπλεκόμενους αξιωματούχους, που δυστυχώς οι αποδείξεις είναι πολύ δύσκολο να ανευρεθούν.
Εξοπλισμοί και εξοπλιστικά προγράμματα στην πατρίδα μας έχουν μια κεντρική θέση ως «μελέτες περιπτώσεων» της υπερβολικής διαφθοράς και της κακοδιαχείρισης του ελληνικού κράτους στις επανειλημμένα δημοσιευμένες εκθέσεις, καθώς και τις δηλώσεις αξιωματούχων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ο όγκος των δεδομένων, τα γεγονότα, οι ισχυρισμοί, ακόμη και οι εικασίες δημιούργησαν ένα πλαίσιο, έτσι ώστε θα μπορούσε κανείς να περιγράψει εύκολα την προμήθεια εξοπλισμών του σύγχρονου ελληνικού κράτους ως “βόρβορο”.
Ως εκ τούτου, οι προμήθειες εξοπλισμών έχουν πλέον δαιμονοποιηθεί ως η πηγή του κακού και χρησιμοποιείται ευρέως ως αποδιοπομπαίος τράγος για την διαβόητη αναποτελεσματικότητα και την κακοδιαχείριση του ελληνικού κράτους κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Τα αίτια είναι ότι οι προσπάθειες για τη διερεύνηση των κατηγοριών για διαφθορά από τους αξιωματούχους του Υπουργείου Άμυνας δεν είναι επιτυχείς, καθώς οι έρευνες πάντα εμποδίζονται από κοινοβουλευτικούς ελιγμούς και οι κατηγορίες φαίνεται ότι καθοδηγούνται περισσότερο από την πολιτική παρά από την αμερόληπτη έρευνα της δικαιοσύνης.
Πιστεύω ότι ακόμη δεν μας έγινε μάθημα πως οι ημέτερες προστατευτικές πρακτικές για τα εθνικά μας συμφέροντα πρέπει να είναι ο κοινός τόπος όλων των ελλήνων, χωρίς κομματικές ιδεοληψίες και να θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την εθνική μας ασφάλεια, χωρίς επίσης να αναθέτουμε αυτό το καθήκον σε εξωγενείς παράγοντες.
Όμως με ποιο τρόπο εκτός της διαφάνειας, θα επιτύχουμε τους στόχους της ποθητής ασφάλειας που είναι απαραίτητοι και απαιτούν εκσυγχρονισμούς και αγορά αμυντικού εξοπλισμού.
Πρώτον, για την επίτευξη χαμηλών τιμών είναι απαραίτητο, η πατρίδα μας, να είναι πρόθυμη να προωθήσει μια περισσότερο ολοκληρωμένη εγχώρια σύγχρονη τεχνολογικά και καινοτόμο αμυντική βιομηχανία. Βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσοπρόθεσμα αυτό θα είναι δύσκολο για την κυβέρνηση να το υλοποιήσει. Θα απαιτηθεί πολύ μεγάλο βάθος χρόνου, ωστόσο, μια κυβερνητική οδηγία θα μπορούσε να συνδυαστεί με την επίδραση της μείωσης του αμυντικού προϋπολογισμού για να δημιουργηθεί η βάση για μια μετατόπιση από τις τρέχουσες πρακτικές προστατευτισμού.
Δεύτερον, για να ολοκληρώσει ένας παράγων του συστήματος Εθνικής Άμυνας τη διαδικασία μιας συνεπούς στρατιωτικής στρατηγικής, ίσως το δυσκολότερο βήμα, είναι να προσδιοριστούν οι δυνάμεις που απαιτούνται για να εφαρμοστεί αυτή η στρατηγική.
Οι δύο αυτές ενέργειες, είναι οι δομικές πρακτικές και πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε με σύνεση. Ειδικά τώρα που οι συνεχιζόμενες προκλήσεις στον χώρο του Αιγαίου και οι φραστικοί λεονταρισμοί για τη νοτιανατολική Μεσόγειο από μέρους των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, εντείνονται ποιοτικά και ποσοτικά.
Για αυτούς τους λόγους ως επί το πλείστον, η συζήτηση πρέπει να είναι σχετική με τον τρόπο ισχυροποίησης της άμυνας μας, με προσοχή και σοβαρότητα σε ότι πρέπει να κάνουμε για να διατηρηθεί η ισχυρότερη δυνατή αποτρεπτική ισχύς στις καθημερινές προκλήσεις που είναι ήδη μπροστά μας.