Το πρωί της 11ης Μαρτίου του 1978, 11 μέλη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), πέρασαν στο Ισραήλ και αφού δολοφόνησαν έναν Αμερικανό τουρίστα, κατέλαβαν ένα τουριστικό λεωφορείο κοντά στη Χάιφα. Καθοδόν προς το Τελ-Αβίβ, κατέλαβαν και δεύτερο λεωφορείο. Καθώς κινούνταν στην εθνική οδό, πυροβολούσαν αδιακρίτως μέσα από τα παράθυρα του λεωφορείου. Όταν τα ισραηλινά στρατεύματα σταμάτησαν το λεωφορείο, τα μέλη του ΟΑΠ άνοιξαν πυρ, με αποτέλεσμα το θάνατο 37 Ισραηλινών πολιτών και τον τραυματισμό άλλων 76. Σε αντίποινα, οι Ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις εισέβαλαν στο Λίβανο με στόχο να καταστρέψουν τις βάσεις του ΟΑΠ στο νότιο τμήμα της χώρας. H επιχείρηση «Λιτάνι», η οποία ονομάστηκε έτσι από το ομώνυμο ποτάμι στο Νότιο Λίβανο, άρχισε το πρωί της 14ης Μαρτίου (συμμετείχαν 25.000 Ισραηλινοί).
Στόχος ήταν η κατάληψη της περιοχής μέχρι τον ποταμό Λιτάνι, σε βάθος 30 χιλιομέτρων περίπου από τα ισραηλινά σύνορα. Ωστόσο, το πρόβλημα για το Ισραήλ, ήταν ότι οι μαχητές του ΟΑΠ δεν είχαν σταθερές βάσεις στο Νότιο Λίβανο, αλλά κινούνταν ελεύθερα εντός της λιβανέζικης επικράτειας. Οι επιχειρήσεις διήρκησαν τρείς μήνες και έχασαν τη ζωή τους 2.000 Λιβανέζοι και Παλαιστίνιοι πολίτες, ενώ το Ισραήλ είχε 23 νεκρούς. Η εισβολή του 1978 υπήρξε η μεγαλύτερη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων, μετά τον πόλεμο του 1973, και έθεσε ένα πρότυπο για τις μελλοντικές επιχειρήσεις του Τελ Αβίβ στο Λίβανο, οι οποίες συνεχίστηκαν με εισβολή το 1982, αλλά και, με μικρότερης κλίμακας επιχειρήσεις, στις επόμενες δεκαετίες. Το ίδιο πρότυπο αντίδρασης ακολούθησε το Ισραήλ και κατά των Παλαιστινίων στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη.
Το Ισραήλ αποσύρθηκε από το Νότιο Λίβανο, μετά από τρείς περίπου μήνες, επιτρέποντας σε διεθνείς ειρηνευτικές δυνάμεις υπό της αιγίδα του ΟΗΕ να εισέλθουν και να εγκατασταθούν στην καταληφθείσα περιοχή. Όμως τα στρατεύματα του ΟΗΕ δεν στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν τους μαχητές του ΟΑΠ να έχουν παρουσία στην περιοχή. Η βία κλιμακώθηκε ξανά: Επιθέσεις από τους μαχητές του ΟΑΠ, ισχυρά στρατιωτικά αντίποινα από το Ισραήλ. Τελικά, μετά από παρέμβαση των ΗΠΑ, συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός, τον Ιούλιο του 1981. Αλλά η κατάσταση δεν εκτονώθηκε και μέχρι το καλοκαίρι του 1982, σημειώθηκαν αρκετά περιστατικά βίας. Η κατάσταση στις βόρειες επαρχίες του Ισραήλ ήταν ανασφαλείς, καθώς η συχνότητα των επιθέσεων ανάγκασε χιλιάδες Ισραηλινούς να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ή να περνούν μεγάλες χρονικές περιόδους σε καταφύγια.
Το Ισραήλ δεν ήταν διατεθειμένο να αποδεχθεί αυτή την κατάσταση. Τον Ιούνιο του 1982, μια παλαιστινιακή ένοπλη ομάδα προσπάθησε να δολοφονήσει τον πρέσβη του Ισραήλ στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Ισραηλινός Στρατός εισέβαλε και πάλι τον Λίβανο, στις 6 Ιουνίου του 1982 (επιχείρηση «Ειρήνη για τη Γαλιλαία»). Ο ΟΑΠ απάντησε με έντονο βομβαρδισμό ισραηλινών περιοχών. Η αρχική επιτυχία της επιχείρησης οδήγησε τους Ισραηλινούς να διευρύνουν τους στόχους τους. Πλέον κύριος στόχος ήταν η οριστική εκδίωξη του PLO από το Λίβανο και η υπογραφή μιας νέας συνθήκης ειρήνης με την λιβανέζικη κυβέρνηση, που τελικά υπογράφηκε το 1983 (το 1984, υπό την πίεση της Συρίας, ο Λίβανος αναγκάστηκε να αθετήσει τη συμφωνία). Όταν ο Ισραηλινός Στρατός κατέλαβε τη Βηρυτό (το καλοκαίρι του 1982), ο άμαχος πληθυσμός υπέφερε σφόδρα λόγω των εχθροπραξιών.
Στη Βηρυτό οι Ισραηλινοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια δύναμη 6-9.000 μαχητών του ΟΑΠ. Υπό την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης προς αποφυγή γενικευμένων απωλειών αμάχων, το Ισραήλ συμφώνησε σε κατάπαυση του πυρός. Σύμφωνα με τους όρους της εκεχειρίας, ο ΟΑΠ έπρεπε να αποχωρήσει από το Λίβανο. Ο ηγέτης του ΟΑΠ, Γιάσερ Αραφάτ δήλωσε την πρόθεση του να φύγει από τη Βηρυτό, αλλά ως αντάλλαγμα ζήτησε από τις ΗΠΑ να αναγνωρίζουν τον ΟΑΠ, κάτι που τελικά δεν έγινε. Στο Ισραήλ, ο πόλεμος του 1982 προκάλεσε έντονη συζήτηση. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, δεν υπήρχε πολιτική συναίνεση για τον πόλεμο. Ο τότε πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν αναγκάστηκε να παραιτηθεί, ενώ η κυβέρνηση που ανέλαβε την εξουσία το 1984, αποφάσισε να αποσυρθεί από το Λίβανο, αφήνοντας πίσω μια μικρή δύναμη με αποστολή την περιπολία μιας ζώνης ασφαλείας κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ.