Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», οι οποίες προκύπτουν από συνομιλίες με αξιωματούχους των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει διχασμός σχετικά με το ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος απάντησης στην επίμονη αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας

Γράφει ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΛ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ για το IN.GR

Σε τεντωμένο σκοινί ακροβατούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και η κυβέρνηση εμφανίζει αρρυθμίες στην προσπάθεια της διαχείρισής τους, καθώς η προσοχή της είχε αρχικώς εστιαστεί αποκλειστικά στο μέτωπο της οικονομίας.

Το Μνημόνιο Συναντίληψης Άγκυρας-Τρίπολης περί οριοθετήσεως θαλασσίων ζωνών «ξύπνησε» απότομα την Αθήνα και πυροδότησε μια αλυσίδα κινήσεων με σκοπό τη διαμόρφωση ενός-σαφώς αντιτουρκικού-άξονα μαζί με την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και τη Γαλλία.

Όσοι παρακολουθούν όμως προσεκτικά τις κινήσεις στο παρασκήνιο, αντιλαμβάνονται ότι η Αθήνα αμφιταλαντεύεται στη λήψη δύσκολων αποφάσεων, ενώ την ίδια στιγμή η διαχείριση του «επεισοδίου» με το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis» πριν από περίπου 10 ημέρες αναλώθηκε στο επικοινωνιακό πεδίο. Αρνητική εντύπωση έχει επίσης προκαλέσει η συνεχής παρουσία πολλών υπουργών στα μέσα ενημέρωσης.

Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένες πληροφορίες, το κλίμα έχει επιβαρυνθεί για τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Νίκο Παναγιωτόπουλο, που δεν δίστασε να αποκαλύψει δημοσίως μέρος του διαλόγου του με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη αναφορικά με τη διαχείριση της υπόθεσης του «Oruc Reis». Από την άλλη πλευρά, οι δηλώσεις του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν περί μιας «άτυπης συνεννοήσεως», ώστε να αποφευχθούν κινήσεις στα Ίμια και σε άλλα νησιά-με αφορμή την επέτειο από τα τραγικά γεγονότα του Ιανουαρίου του 1996-, δείχνουν ότι οι δύο συναντήσεις του με τον κ. Μητσοτάκη δεν κατάφεραν να αποκαταστήσουν έναν αξιόπιστο δίαυλο επικοινωνίας.

Οι δύο σχολές σκέψης για τα ελληνοτουρκικά

Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», οι οποίες προκύπτουν από συνομιλίες με αξιωματούχους των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει διχασμός σχετικά με το ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος απάντησης στην επίμονη αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας. Υπάρχουν, θα μπορούσε να πει κανείς, δύο σχολές σκέψης. Η πρώτη είναι αυτή των σταθερών και μετριοπαθών βημάτων με σκοπό τόσο να απαντηθούν οι ενέργειες της Άγκυρας, όσο και να αποκλιμακωθεί η σημερινή ένταση μέσα από έναν «οδικό χάρτη» που θα μπορούσε, εν ευθέτω χρόνω, να οδηγήσει σε μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μετά την υπογραφή συνυποσχετικού.

Μέρος αυτού του «οδικού χάρτη» είναι και η πραγματοποίηση ενός νέου γύρου Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) κατά το δεύτερο 15ήμερο του Φεβρουαρίου σε ελληνικό έδαφος. Η δεύτερη σχολή σκέψης κινείται σε πιο σκληρή γραμμή. Κατά τους υποστηρικτές της, η Αθήνα δεν θα πρέπει να χάνει χρόνο επενδύοντας στην εξεύρεση λύσεων με την Άγκυρα στην παρούσα φάση. Οφείλει να κινηθεί πιο δυναμικά, προβαίνοντας σε κινήσεις όπως π.χ. η κατάθεση συντεταγμένων για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ή της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) στην Ανατολική Μεσόγειο ή και σε ευρύτερες περιοχές. Ορισμένοι προχωρούν ακόμη περισσότερο και μιλούν για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την Κυπριακή Δημοκρατία.

Η προσφυγή στη Χάγη και οι συντεταγμένες

Το ευρύτερο σκηνικό είναι πιο περίπλοκο από όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Η προσφυγή στη Χάγη δεν είναι πανάκεια, όσο και αν προβάλλεται ως τέτοια από ορισμένες πλευρές. Θα απαιτήσει επιμελέστατη προετοιμασία, αλλά και την καταπολέμηση μύθων που έχουν αποκτήσει βαθιές ρίζες στο ελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο, όπως π.χ. ότι ένα μελλοντικό συνυποσχετικό θα περιλαμβάνει αποκλειστικά ως μοναδική διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Την ίδια στιγμή, η κατάθεση συντεταγμένων δεν διασφαλίζει τίποτα από μόνη της. Σε κατάθεση συντεταγμένων προχώρησε η Λευκωσία τον περασμένο Μάιο και μερικούς μήνες αργότερα η Άγκυρα κορύφωσε τις προκλήσεις της με συνεχόμενες αποστολές πλωτών γεωτρυπάνων («Fatih», «Yavuz»), αλλά και την κατάθεση της εκτενούς επιστολής του Μόνιμου Αντιπροσώπου της στα Ηνωμένα Έθνη Φεριντούν Σινιρλίογλου, ενός ανθρώπου που εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε αυτά τα θέματα, ακόμη κι από τη Νέα Υόρκη.

Η επανέναρξη του διαλόγου για τα ΜΟΕ

Οι δηλώσεις Ερντογάν περί Ιμίων, ο πλους του «Oruc Reis» στις 31 Ιανουαρίου και η επανάληψη, διά στόματος του εκπροσώπου της τουρκικής προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν, της πρόθεσης της Άγκυρας να συνεχίσει τις σεισμικές έρευνες και γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο «και στη ζώνη μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης» προκαλούν αντιδράσεις στην Αθήνα που προδίδουν εκνευρισμό. Ο διάλογος για τα ΜΟΕ, του οποίου αναμένεται να προηγηθεί συνάντηση των κ.κ. Νίκου Παναγιωτόπουλου και Χουλουσί Ακάρ στη συνάντηση των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες (12-13 Φεβρουαρίου), εκτιμάται ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει εκτονωτικά. Ουδείς φυσικά αναμένει εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Κατά τους προηγούμενους δύο γύρους, που πραγματοποιήθηκαν πριν από τις εκλογές στην Ελλάδα, δεν προέκυψε σημαντική πρόοδος, ούτε στα «εύκολα ζητήματα» (π.χ. στα 29 ΜΟΕ που εμπίπτουν στον συμφωνημένο από το 2010 διάλογο), ούτε σε πιο ευαίσθητα ζητήματα που σύμφωνα με την τουρκική πλευρά προκύπτουν από τις «Κατευθυντήριες Οδηγίες» της Κωνσταντινούπολης του Σεπτεμβρίου 1988 (πρόκειται για έγγραφο που συνοδεύει το μνημόνιο Παπούλια-Γιλμάζ που υπεγράφη τον Μάιο του 1988 στη Βουλιαγμένη). Στην υπόθεση του «Oruc Reis», πάντως, η κυβέρνηση φάνηκε να χάνει τον έλεγχο, αν και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το τουρκικό ερευνητικό σκάφος δεν έκανε έρευνες στην επίμαχη περιοχή και ούτε θα μπορούσε με τις συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες.

Εμπλοκή στις συνομιλίες με Κάιρο και Ρώμη

Παράλληλα, οι ελπίδες ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν σύντομα εξελίξεις στις συνομιλίες με την Αίγυπτο και την Ιταλία, ώστε η Ελλάδα να εμφανίσει μια επιτυχία στο μέτωπο των θαλασσίων ζωνών, δεν έχουν ευοδωθεί. Και οι δύο περιπτώσεις εμφανίζουν σοβαρές δυσκολίες. Αναφορικά με την Αίγυπτο, οι πληροφορίες του «Βήματος» συγκλίνουν στο ότι το Κάιρο δεν εμφανίζεται διατεθειμένο να δεχθεί τα περισσότερα από τα βασικά αιτήματα της Αθήνας, ώστε να υπάρξει πρόοδος στις συνομιλίες. Από την άποψη αυτή, η κατάθεση ελληνικών συντεταγμένων θα προκαλούσε επιπρόσθετα προβλήματα.

Η αιγυπτιακή πλευρά αντιδρά σφόδρα στην τουρκική εμπλοκή στη γειτονική Λιβύη, την οποία θεωρεί – και υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού με την Άγκυρα – εντός του ισλαμικού κόσμου, αλλά δεν επιθυμεί να επιβαρύνει περισσότερο τις σχέσεις της με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο. Από την άποψη αυτή, το Κάιρο δεν συζητεί σε καμία περίπτωση συνολική οριοθέτηση με την Αθήνα, διότι αυτή θα συνεπαγόταν συνυπολογισμό του Καστελλορίζου, ενώ τηρεί μάλλον άτεγκτη στάση και στο ενδεχόμενο μερικής οριοθέτησης πέραν του 28ου μεσημβρινού (τέμνει τη Ρόδο στη μέση), όπου η Τουρκία θεωρεί ότι δεν υπάρχουν ελληνικά δικαιώματα. Παράλληλα, όμως, το Κάιρο φαίνεται να εκφράζει επιφυλάξεις σχετικά με την επήρεια που έχουν ελληνικές νησίδες νότια της Κρήτης (π.χ. Χρυσή), «ανεβάζοντας» με τον τρόπο αυτόν ψηλά μια μελλοντική οριοθετική γραμμή.

Οι εγγυήσεις που ζητεί η Ιταλία στο Ιόνιο

Οι συνομιλίες με τη Ρώμη επίσης δεν αποδίδουν και παραμένει άγνωστο αν η πρόσφατη επίσκεψη του Νίκου Δένδια στην ιταλική πρωτεύουσα θα μπορέσει να δώσει λύση. Στον τελευταίο γύρο συνομιλιών, στις 30 Δεκεμβρίου 2019, η ιταλική πλευρά επέμεινε στη θέση ότι πρέπει να της παρασχεθούν κάποιου είδους εγγυήσεις σχετικά με τα παραδοσιακά αλιευτικά της δικαιώματα στο Ιόνιο Πέλαγος. Η Αθήνα πληρώνει τις καθυστερήσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015 (και πιο συγκεκριμένα της τότε πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών) «να κλείσει» τη μετατροπή της συμφωνίας του 1977 που αφορούσε την υφαλοκρηπίδα σε συμφωνία για την ΑΟΖ.

Η Ρώμη φέρεται να ζητεί ακόμη και παράκαμψη των κοινοτικών κανόνων περί αλιείας, ώστε τα ιταλικά αλιευτικά να ψαρεύουν εντός ελληνικών χωρικών υδάτων. Στο τραπέζι έπεσε, σύμφωνα με πληροφορίες, το ενδεχόμενο μιας διακήρυξης που να κατοχυρώνει, έστω με χαλαρό τρόπο, το ιταλικό αίτημα, αλλά η απόσταση των δύο πλευρών παραμένει. Δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι η Αθήνα πρέπει να αρχίσει να εξετάζει σοβαρά την επέκταση των χωρικών της υδάτων έναντι της Ιταλίας (αλλά ίσως και της Αλβανίας) στα 12 ναυτικά μίλια, χωρίς φυσικά τυμπανοκρουσίες. Από ορισμένες πλευρές έχει εκφραστεί κριτική για τη μερική επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, αλλά οι συνθήκες έχουν πλέον μεταβληθεί και αναζητούνται λύσεις που θα αυξήσουν το «διπλωματικό οπλοστάσιο» της χώρας.

Οι επαφές σε Ριάντ, Αμπου Ντάμπι, η έκθεση της JINSA και οι τρίτοι παίκτες

Η Αθήνα επιδιώκει να ενδυναμώσει τον άξονα με τα μετριοπαθή σουνιτικά καθεστώτα της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ σε μια προσπάθεια να αποκρούσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στις δύο χώρες είχε αυτόν τον σκοπό, αν και παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια να καλυφθεί ο γεωπολιτικός χαρακτήρας των επισκέψεων. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο διάδοχος του θρόνου των ΗΑΕ, πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ αλ Ναχιάν (γνωστός με τα αρχικά MBZ) εμφανίστηκε λάβρος εναντίον της Άγκυρας. Το Αμπου Ντάμπι, το Ριάντ και η Αίγυπτος έχουν διαμορφώσει ενιαίο μέτωπο εναντίον της Τουρκίας και του Κατάρ τόσο στη Λιβύη όσο και ευρύτερα για την ηγεμονία στον ισλαμικό κόσμο-μια παράμετρος που δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή της Αθήνας κατά τη διαμόρφωση της πολιτικής της.

Σε αντίθεση επίσης με τη μάλλον περιορισμένη ισχύ του ευρωπαϊκού μοχλού πίεσης προς την Άγκυρα, υψηλόβαθμοι διπλωματικοί και στρατιωτικοί παράγοντες στην Αθήνα επεσήμαιναν ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να αφοσιωθεί ακόμη περισσότερο στην ενίσχυση των σχέσεων με το στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο στις ΗΠΑ, που έχει γίνει ιδιαίτερα επιφυλακτικό για την Τουρκία. Οι παράγοντες αυτοί τόνιζαν τη σημασία της έκθεσης του The Jewish Institute for National Security of America (JINSA) με τίτλο «US & Greece: Cementing a Closer Strategic Partnership».

Στελέχη του JINSA έχουν πραγματοποιήσει σειρά επαφών με έλληνες στρατιωτικούς επιτελείς και πολλές από τις παρατηρήσεις των τελευταίων βρήκαν χώρο στην προαναφερθείσα μελέτη, όπως π.χ. η ενσωμάτωση δυνάμεων του Πολεμικού Ναυτικού στη συνοδεία αμερικανικών αεροπλανοφόρων στην Ανατολική Μεσόγειο, χρηματοδότησης αγορών εξοπλισμών, ακόμη και μεταφοράς εγκαταστάσεων από την Τουρκία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ίδιες πηγές σημείωναν ότι με την ολοκλήρωση του σχεδιασμού της επόμενης φρεγάτας του αμερικανικού Ναυτικού FFG(X), η Αθήνα θα πρέπει να εξετάσει πολύ προσεκτικά την προμήθεια του επόμενου πλοίου επιφανείας, δεδομένων και των προβλέψεων που υπάρχουν στον αμερικανικό αμυντικό προϋπολογισμό (NDAA) του 2020 που αφορά τη συνδρομή προς συμμαχικές χώρες.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η ελληνοαμερικανική συνεργασία θα περιλαμβάνει ταύτιση σε όλα τα μέτωπα.

Η Ουάσιγκτον κινείται π.χ. πολύ προσεκτικά σε σχέση με το Κυπριακό και τις εξελίξεις στην ΑΟΖ, όπως φάνηκε από τις πολύ ισορροπημένες δηλώσεις του υφυπουργού Εξωτερικών αρμοδίου για την ενέργεια Φράνσις Φάνον, ο οποίος βρέθηκε στη Λευκωσία και μεταβαίνει επίσης στην Άγκυρα.

Ήδη οι αρχικές προσδοκίες για τον αριθμό των επόμενων γεωτρήσεων περιορίζονται, ενώ παρά τον πλου του γαλλικού αεροπλανοφόρου «Charles de Gaulle» μέσα από το Οικόπεδο 8, η παρουσία του τουρκικού γεωτρυπάνου «Yavuz» στο ίδιο οικόπεδο ουδόλως επηρεάστηκε, σε ένα, δυστυχώς, έμπρακτο «γκριζάρισμά» του. Στο παρασκήνιο έχει επίσης αρχίσει να κυκλοφορεί η πληροφορία ότι τρίτοι παίκτες πιέζουν ήδη για σύσταση τεχνικής επιτροπής ώστε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να συζητήσουν το θέμα του φυσικού αερίου στο ευρύτερο πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών.

ΠΗΓΗ: IN.GR