O εκσυγχρονισμός των 36 εκτοξευτών Μ270 MLRS του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ) και ειδικότερα του Πυροβολικού Μάχης αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά και νευραλγικά εξοπλιστικά προγράμματα. Σε άρθρο μας προ δύο ημερών είχαμε αναφέρει πως το ΓΕΣ έχει προϋπολογίσει πρόγραμμα ύψους 250 εκατομμυρίων ευρώ για τον εκσυγχρονισμό των εκτοξευτών του Πυροβολικού.

Ο εκσυγχρονισμός των παραπάνω οπλικών συστημάτων υλοποιείται σε τέσσερις φάσεις. Η πρώτη αφορά τον εκσυγχρονισμό των εκτοξευτών επί των οχημάτων (Μ270), η δεύτερη των Κέντρων Διεύθυνσης Πυρός (ΚΔΠ, Μ577), η τρίτη των ρουκετών Μ26Α2 και τέλος η τέταρτη των βλημάτων επαυξημένου βεληνεκούς MGM-140 ATACMS.

Αρχικά να τονιστεί πως ο εκσυγχρονισμός των εκτοξευτών Μ270 MLRS λαμβάνει χώρα στα εξής επιμέρους επίπεδα σύμφωνα με τη μελέτη της Διεύθυνσης Πυροβολικού του ΓΕΣ. Το πρώτο σχετίζεται με το σκέλος της αλλαγής του υφιστάμενου υδραυλικού συστήματος ανύψωσης και διεύθυνσης επι του οχήματος (εκεί δηλαδή που φέρονται τα προς εκτόξευση όπλα), το δεύτερο με τα ηλεκτρονικά (βλητικός υπολογιστής), το τρίτο με τις επικοινωνίες και το τέταρτο με την θωράκιση και βελτίωση της προστασίας και το πέμπτο η συντήρηση και γενική επισκευή των οχημάτων.

Επίσης δύναται να υπάρξουν στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού ορισμένες απαραίτητες προσθήκες, όπως το βοηθητικό σύστημα παροχής ισχύος. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, η αλλαγή του υδραυλικού συστήματος σε ηλεκτρικό επιτρέπει τη γρήγορη τάξη και βολή των εκτοξευτών αυξάνοντας την επιβιωσιμότητα των συστημάτων του ελληνικού πυροβολικού.

Το ζήτημα των νέων όπλων και ρουκετών είναι φυσικά άλλο ζήτημα. Προαπαιτούμενο για τη Διεύθυνση Πυροβολικού του ΓΕΣ είναι η απόκτηση των GMLRS της Lockheed Martin αντικαθιστώντας τις σημερινές M26 A2 και κατά δεύτερον η επόμενη ημέρα βλημάτων στη θέση των σημερινών MGM-140 ATACMS.

Για τον εκσυγχρονισμό των 36 εκτοξευτών Μ270 MLRS που συγκροτούν δύο Μοίρες Πολλαπλών Εκτοξευτών Πυραύλων υπάρχουν δύο τεχνικές, επιχειρησιακές και βιομηχανικές προσεγγίσεις. Η μια είναι της κατασκευάστριας εταιρείας, Lockheed Martin και η άλλη των Ευρωπαϊκών χωρών με ηγέτιδα εταιρεία τη γερμανική Krauss-Maffei Wegmann (KMW).

Ξεκινώντας από το πακέτο εκσυγχρονισμού της Lockheed Martin, η αμερικανική εταιρεία προτείνει την βελτίωση του υδραυλικού συστήματος και όχι την αλλαγή του, την εγκατάσταση νεότερου βλητικού υπολογιστή με την ονομασία Improved Fire Control System (IFCS) παράλληλα με επιπρόσθετες εργασίες συντήρησης των οχημάτων, νέων επικοινωνιών κτλ. Η οικονομική προσφορά της Lockheed Martin κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε ανέλθει στα 157 εκατομμύρια ευρώ.

Από την άλλη μεριά υπάρχει η λύση της KMW. Η γερμανική εταιρεία αλλάζει εντελώς το υδραυλικό σύστημα σε ηλεκτρικό προσφέροντας σημαντική βελτίωση του χρόνου τάξης και βολής των οπλικών συστημάτων και προσφέρει νέο ηλεκτρονικό πακέτο με επίκεντρο το EFCS – European Fire Control System.

Ταυτόχρονα με τα παραπάνω δύναται να βελτιωθεί η θωράκιση, να εγκατασταθούν νέες επικοινωνίες και φυσικά να λάβουν χώρα εργασίες επί των οχημάτων. Το κόστος είναι κατά πολύ μικρότερο των Αμερικανών και ανέρχεται στα 75 εκατομμύρια ευρώ. Τόσο στη γερμανική όσο και στην αμερικανική προσφορά δεν περιλαμβάνονται εργασίες εκσυγχρονισμού επί των Μ577.

Το ζήτημα των νέων όπλων και ρουκετών είναι φυσικά άλλο ζήτημα. Προαπαιτούμενο για τη Διεύθυνση Πυροβολικού του ΓΕΣ είναι η απόκτηση των GMLRS της Lockheed Martin αντικαθιστώντας τις σημερινές M26 A2 και κατά δεύτερον η επόμενη ημέρα βλημάτων στη θέση των σημερινών MGM-140 ATACMS.

H Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία συνεργάζονται για την ανάπτυξη ενός νέου βλήματος για τα ρουκετοβόλα M-270 MLRS (Multiple Launch Rocket System). Στο πρόγραμμα συμμετέχουν οι εταιρίες KMW (μέσω της κοινοπραξίας KNDS), MBDA, Diehl και Roxel, η οποία ανήκει στην MBDA και τη Safran. Στόχος είναι το νέο βλήμα να επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 150-300 χιλιομέτρων, να είναι δηλαδή αντίστοιχο των ATACMS (Army Tactical Missile System). Κάθε εκτοξευτής θα πρέπει να μεταφέρει 2-4 πυραύλους, όπως και στην περίπτωση των ATACMS. Λεπτομέρειες για το χρονοδιάγραμμα ανάπτυξης του νέου πυραύλου δεν είναι γνωστές. Το πρόγραμμα εντάσσεται στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πρόγραμμα CIFS (Common Indirect Fire System) το οποίο έχει ως στόχο, έως το 2035, να αποδώσει μια ολοκληρωμένη οικογένεια συστημάτων παροχής πυρών υποστήριξης, από το επίπεδο όλμου έως το επίπεδο των τακτικών βλημάτων εδάφους-εδάφους μεγάλου βεληνεκούς.

Ως προς αυτό οι λύσεις είναι  δυο μεσοπρόθεσμα δηλαδή από το 2025 είτε η επιλογή της Raytheon με το Deepstrike είτε η αμερικανική της Lockheed Martin με το Precision Strike Missile (PrSM) καθώς και η ευρωπαϊκή στην οποία συναγωνίζονται γνωστές ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η MBDA, SAAB, DIEHL. Πρόκειται για ξεχωριστές προσπάθειες ώστε η Ευρώπη να αποκτήσει ως το 2025 το δικό της βλήμα μακρού βεληνεκούς αντίστοιχων επιδόσεων.

Είναι σημαντικό να γραφεί ότι το πρόγραμμα Μ270 MLRS πρέπει  να υλοποιηθεί στην Ελλάδα με ευρύτερη συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας πχ των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων-ΕΑΣ  και άλλων εταιρειών με μεγάλη τεχνογνωσία και εμπειρία όπως της Intracom Defense και της EODH.

Αξίζει να τονιστεί πως  στο παραπάνω πρόγραμμα είναι απαραίτητο να εγκατασταθούν νέες ψηφιακές επικοινωνίες, όπου τα συστήματα WiSPR, που έχουν επιλεγεί από το γερμανικό πυροβολικό, και τα ευρυζωνικά συστήματα μπορούν θα εξασφαλίσουν την αναγκαία επικοινωνία ανάμεσα στις μοίρες πυροβολικού,  τις ίλες των αρμάτων μάχης και την διοίκηση των μονάδων ελιγμού του ΕΣ, αφού το σύστημα είναι ήδη σε χρήση σε PHz2000,  LEO 2 HEL, ΚΔΠ, ARTHUR κλπ.

Φυσικά ως προς το καιριο ζήτημα της βοηθητικής πηγής ηλεκτρική ενέργειας η επιλογή του δοκιμασμένου σε Μεγ. Βρετανία, Αμερική, Γερμανία και Ισραήλ GENAIRCON είναι μονόδρομος. Να υπενθυμίσουμε ότι εδώ και αρκετά έτη, η Intracom Defense έχει επιβεβαιωμένη εμπειρία και τεχνογνωσία από το πρόγραμμα των Patriot για την μετατροπή  υδραυλικών συστημάτων εκτοξευτών σε ηλεκτρικά. Παράλληλα μια άλλη πολύ αξιόλογη ελληνική εταιρεία η EODH θα μπορούσε να συμβάλει καταλυτικά στην αναβάθμιση της θωράκισης των οχημάτων.

Για τον εκσυγχρονισμό των 36 εκτοξευτών Μ270 MLRS που συγκροτούν δύο Μοίρες Πολλαπλών Εκτοξευτών Πυραύλων υπάρχουν δύο τεχνικές, επιχειρησιακές και βιομηχανικές προσεγγίσεις. Η μια είναι της κατασκευάστριας εταιρείας, Lockheed Martin και η άλλη των Ευρωπαϊκών χωρών με ηγέτιδα εταιρεία τη γερμανική Krauss-Maffei Wegmann (KMW).

Τέλος, τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) δύναται να εξασφαλίσουν με την συμμετοχή στην κατασκευή της νέας ρουκέτας για τον ΕΣ κρίσιμο υποκατασκευαστικό έργο αποκτώντας σχετική εμπειρία και τεχνογνωσία. Η Ελλάδα είναι μια από τις πέντε χώρες που δεν έχει υπογράψει τη συνθήκη του Όσλο. Τα πολυπόθητα βομβίδια των ρουκετών μεγιστοποιούν την ισχύ πυρός των οπλικών συστημάτων Μ270 MLRS και προσφέρουν μεγαλύτερη φονικότητα.

Δυνητικά τα ΕΑΣ θα μπορούσαν να δώσουν μια παράταση ζωής στους κινητήρες των ρουκετών Μ26Α2 ή να αναπτύξουν μια νέα ρουκέτα ενώ μια έμπειρη ελληνική εταιρεία να τα διασυνδέσει με τον εκσυγχρονισμένο βλητικό υπολογιστή των Μ270. Υπάρχει τεχνική λύση αλλά δεν δύναται να γραφεί για ευνόητους λόγους.

Να σημειωθεί πως το καινούργιο software είτε το ευρωπαϊκών εταιρειών είτε το αμερικανικό δεν βάλει ρουκέτες με βομβίδια λόγω της συνθήκης του Όσλο. Συνεπώς, εγείρεται ζήτημα διασύνδεσης – διαλειτουργικότητας – συμβατότητας μεταξύ λογισμικού του βλητικού υπολογιστή και των ρουκετών με βομβίδια. Μια λύση ήταν η μετατροπή των Μ26Α2 σε Μ28 δηλαδή εκπαιδευτικές ρουκέτες, διότι υπάρχει μεγάλο απόθεμα ρουκετών.

Παλαιότερα είχε εξεταστεί η απόκτηση μεταχειρισμένων αμερικανικών Μ270 τα οποία θα εκσυγχρονίζονταν ενώ τα ελληνικά θα παρέμειναν στο ίδιο επίπεδο ώστε να αξιοποιούν τις ρουκέτες Μ26Α2 που φέρουν βομβίδια. Μια άλλη προσέγγιση του σήμερα είναι να μην εκσυγχρονιστούν όλοι οι εκτοξευτές εφόσον δεν βρεθεί λύση στο ζήτημα της αξιοποίησης ρουκετών με βομβίδια.

Ειδικότερα επιτροπή της Διεύθυνσης Πυροβολικού είχε επισκεφτεί τις ΗΠΑ αξιολογώντας τα μεταχειρισμένα Μ270 που βρίσκονταν σε αποθήκευση (πρόκειται για 40 εκτοξευτές με συνολικό κόστος μεταφοράς 5 εκατομμύρια δολάρια σε κατάσταση as is where is). Βέβαια οι αμερικανικοί εκτοξευτές ήταν σε άσχημη τεχνική κατάσταση και απαιτούσαν πρόγραμμα εκσυγχρονισμού ύψους 160 εκατομμυρίων ευρώ.