Ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα», αναλύει τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας που υπεγράφη με τη Γαλλία.

Η συμφωνία που υπέγραψα πριν από λίγες ημέρες στο Παρίσι, μαζί με τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Νίκο Παναγιωτόπουλο, παρουσία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν αποτελεί την επιτυχή κατάληξη διαπραγματεύσεων που ξεκίνησα με τον γάλλο ομόλογό μου αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου πριν από δύο χρόνια.Η επιτυχία αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας υπό τον Πρωθυπουργό. Αποτελεί ακόμα ένα μεγάλο βήμα στη σφυρηλάτηση των μακρών συμμαχικών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών μας, οι οποίες αποκτούν πλέον στρατηγικό χαρακτήρα.

Δεσμοί που έχουν τις ρίζες τους στην Ελληνική Επανάσταση και πιο πρόσφατα στην ειδική σχέση που καλλιέργησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αρχικά με τον στρατηγό Ντε Γκωλ και στη συνέχεια με τον Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν.

Η συμφωνία προσφέρει στη χώρα μας τρία πλεονεκτήματα που βελτιώνουν θεμελιωδώς το περιβάλλον στο οποίο καλούμαστε να ασκήσουμε την εξωτερική μας πολιτική. Πρώτον, η Ελλάδα θωρακίζεται ακόμα περισσότερο από κάθε εξωτερική στρατιωτική απειλή.

Η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής υποδηλώνει ότι εάν η Ελλάδα δεχθεί επίθεση στην επικράτειά της, από οποιονδήποτε αντίπαλο, τότε η ισχυρότερη στρατιωτικά δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η μόνη με πυρηνική δύναμη αποτροπής, θα βρεθεί στο πλευρό μας.

Η σημασία δεν έγκειται απαραίτητα μόνο στην αρωγή, αλλά εξίσου και στην αποτροπή. Οποιοσδήποτε δυνητικός αντίπαλος της Ελλάδας θα πρέπει να σκεφθεί διπλά πριν αποφασίσει τη χρήση βίας εναντίον της.

Οφείλω όμως να διευκρινίσω ότι η συμφωνία αυτή δεν στρέφεται εναντίον κανενός. Είναι καθαρά αμυντικής φύσεως και έρχεται να ενισχύσει την αντίστοιχη συμφωνία που υπέγραψα, πριν από ένα χρόνο, με έναν άλλο στρατηγικό εταίρο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Δεύτερον, ενισχύεται η διεθνής παρουσία της Ελλάδας και οι θέσεις μας όσον αφορά την αντιμετώπιση των προκλήσεων στην ευρύτερη περιοχή.

Με τη στενή συνεργασία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, τον τακτικό συντονισμό των θέσεων μεταξύ των δύο χωρών, αρχής γενομένης από τους υπουργούς Εξωτερικών, οι θέσεις της Ελλάδας αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα, όπως και άλλη ισχύ.

Οφείλω άλλωστε να υπενθυμίσω ότι η Γαλλία είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στα ζητήματα Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Μέσω αυτής της στρατηγικής σχέσης η Ελλάδα αναβαθμίζει τη γεωστρατηγική της θέση στην περιοχή της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, του Κόλπου, καθώς και της Υποσαχάριας Αφρικής, όπου η Γαλλία συνεχίζει να διατηρεί ισχυρά ερείσματα.Η χώρα μας αναδεικνύεται συνεπώς ως δυνάμει γέφυρα μεταξύ των περιοχών αυτών και της Ευρώπης.

Τρίτον, η Ελλάδα, μετά από μια δεκαετία ενδοστρέφειας, επιστρέφει δυναμικά στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού οράματος.

Η Ελλάδα δεν είναι πλέον η προβληματική χώρα που απειλεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αντιθέτως, συνεισφέρει στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και μέσω αυτής στην ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίησης, που ανέκαθεν αποτελούσε στόχο και όραμα της Νέας Δημοκρατίας.

Η συμφωνία με τη Γαλλία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής άμυνας, προκειμένου η Ευρώπη να έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις προκλήσεις ασφαλείας.

Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να παραμένει θεατής έναντι των απειλών κατά των αξιών της. Ούτε η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι απλώς ένας οικονομικός και γραφειοκρατικός συνεταιρισμός.

Πρόκειται για το μεγαλύτερο εγχείρημα εθελούσιας ένωσης κρατών στην ιστορία της ανθρωπότητας και υπό αυτό το πρίσμα οφείλει να συμμετέχει ενεργά στο διεθνές γίγνεσθαι.

Παράλληλα, με τη συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας ενισχύεται ο καταμερισμός των βαρών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρώπης. Ενισχύει τον διατλαντικό δεσμό, καθώς και τον ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ.

Συνεπώς, η ελληνογαλλική συμφωνία για την εγκαθίδρυση στρατηγικής εταιρικής σχέσης δεν είναι απλώς μια ακόμα διμερής συνθήκη μεταξύ ευρωπαίων εταίρων. Είναι μια σημαντική συμφωνία που θα επηρεάσει τη διαμόρφωση του μέλλοντος της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της χώρας μας. Τελικά αποτελεί μια ψηφίδα στο κοινό ευρωπαϊκό όραμα.