Ο «Διάλογος της Κουζίνας» ήταν μια εκτός προγράμματος και αυθόρμητη συζήτηση που είχαν, στις 24 Ιουλίου του 1959, ο τότε Αμερικανός Αντιπρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον με τον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Νικήτα Χρουστσόφ.

Η συζήτηση έλαβε χώρα στον αμερικανικό εκθεσιακό χώρο της Διεθνούς Εκθέσεως Μόσχας. Στο φόντο ήταν ένας υπερσύγχρονος χώρος κουζίνας, μοντέλο για κάθε αμερικανικό σπίτι. Σε ελάχιστα λεπτά, η κουβέντα εξελίχθηκε σε μια φραστική αντιπαράθεση επιχειρημάτων για το ποιο σύστημα είναι το καλύτερο, ο κομμουνισμός ή ο καπιταλισμός.

Ο «Διάλογος της Κουζίνας» έλαβε χώρα σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία ο Ψυχρός Πόλεμος και η κούρσα των εξοπλισμών μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη.

Έξι χρόνια μετά την κατάπαυση του πυρός στην Κορέα και δύο μόλις χρόνια μετά την επιτυχημένη εκτόξευση του σοβιετικού δορυφόρου Σπούτνικ, που τάραξε συθέμελα την αμερικανική κοινωνία, η συνάντηση των δύο ανδρών, εκπροσώπων των δύο υπερδυνάμεων, ήταν από μόνη της γεγονός μεγάλης σημασίας.

Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (1953-1961) είχε ως στόχο την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Το καλοκαίρι του 1959, η Ουάσιγκτον είχε να αντιμετωπίσει πολλά αγκάθια: την Κούβα του Κάστρο, το Βιετνάμ και το ψυχολογικό σοκ του 1957 της εκτόξευσης του Σπούτνικ.

Από την άλλη πλευρά, ο Χρουστσόφ προσπαθούσε να αποσταλινοποιήσει τη Σοβιετική Ένωση και να οικοδομήσει τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο».

Το ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας σημάδευαν το ένα το άλλο με πυρηνικά όπλα, το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» έστεκε ακλόνητο, ενώ Ουάσιγκτον και Μόσχα μάχονταν για την επιρροή τους στην Κεντρική και Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Ασία.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, οι δύο άνδρες είχαν την ευκαιρία να ανταλλάξουν επιχειρήματα σχετικά με τα πλεονεκτήματα των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων που εκπροσωπούσαν, δηλαδή του κομμουνισμού και του καπιταλισμού.

Στις ΗΠΑ, ο διάλογος αυτός εξελήφθη ως νίκη του Νίξον, γεγονός που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πολιτική του καριέρα. Οι εικόνες καταγράφηκαν σε έγχρωμο φιλμ, τεχνολογία που μόλις τότε έκανε τα πρώτα της βήματα στην αμερικανική αγορά.

Μάλιστα, ο Νίξον «κατέθεσε» αυτή τη νέα τεχνολογία ως επιχείρημα υπέρ του καπιταλισμού. Επιπλέον, επικαλέστηκε ως επιτεύγματα του αμερικανικού συστήματος αγαθά όπως τα πλυντήρια πιάτων, τα μεγάλα σούπερ μάρκετ και πολυκαταστήματα, τα μετατρεπόμενα αυτοκίνητα, τα γυναικεία καλλυντικά, τα στερεοφωνικά συγκροτήματα, ακόμα και την κόκα-κόλα! Αυτές οι αναφορές του Νίξον σε προϊόντα της νοικοκυράς προσέδωσαν στη συζήτηση των δύο ανδρών την ονομασία «Διάλογος της Κουζίνας».

Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης, ο Νίξον και ο Χρουστσόφ επιχειρηματολογούσαν υπέρ των βιομηχανικών επιτευγμάτων των χωρών τους. Ο Χρουστσόφ επέμενε διαρκώς, και ανεξαρτήτως των απαντήσεων του Νίξον, ότι η Σοβιετική Ένωση επενδύει και παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν πραγματικό λόγο ύπαρξης και είναι αναγκαία στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Μάλιστα, με έντονα σατυρικό και ειρωνικό ύφος, ρώτησε τον Νίξον «εάν υπάρχει στην Αμερική μηχάνημα που ταΐζει τους ανθρώπους στο στόμα!». Ο Νίξον, φανερά αιφνιδιασμένος από το σχόλιο του Χρουστσόφ, σχολίασε απλώς ότι «τουλάχιστον ο ανταγωνισμός είναι τεχνολογικός και όχι στρατιωτικός».

Λόγω του μεγάλου όγκου του απομαγνητοφωνημένου κειμένου, είναι αδύνατον αυτό να συμπεριληφθεί ολόκληρο στην παρούσα στήλη. Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελείται από τα σημαντικότερα σημεία του διαλόγου που είχαν οι δύο άνδρες:

Νίξον: Θέλω να σας δείξω αυτή την κουζίνα. Μοιάζει με αυτές που έχουν στα σπίτια τους οι Καλιφορνέζοι.

Χρουστσόφ: Και εμείς έχουμε τέτοια πράγματα.

Νίξον: Αυτό είναι το νεότερο μοντέλο και παράγεται κατά χιλιάδες, έτοιμο να εγκατασταθεί σε κάθε αμερικανικό σπίτι. Στην Αμερική επιδιώκουμε να κάνουμε την καθημερινότητα της γυναίκας ευκολότερη.

[Προφανώς, η αμερικανική κυβέρνηση είχε γνώση της δυσκολίας της σοβιετικής βιομηχανίας να παράγει, σε μεγάλες ποσότητες, καταναλωτικά αγαθά. Εξ ου και το σχόλιο «…και παράγεται κατά χιλιάδες». Γνωρίζοντας ο Νίξον ότι η συνομιλία με τον Χρουστσόφ θα μεταδιδόταν και στη Σοβιετική Ένωση, προσπάθησε να ενεργοποιήσει τα υλιστικά αντανακλαστικά του σοβιετικού λαού].

Χρουστσόφ: Η καπιταλιστική προσέγγισή σας προς τη γυναίκα δεν υφίσταται στον κομμουνισμό.

Νίξον: Πιστεύω ότι η προσέγγιση προς τη γυναίκα είναι παγκόσμια. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να βελτιώσουμε τη ζωή της νοικοκυράς. Αυτό το σπίτι [δείχνει στον Χρουστσόφ μια μακέτα σπιτιού μεγάλης κλίμακας] μπορεί να το αγοράσει ο κάθε Αμερικανός στην τιμή των $ 10.000-15.000. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα που μπορείτε να εκτιμήσετε καταλλήλως … Ένας Αμερικανός εργάτης λαμβάνει $ 24 μεροκάματο και μπορεί να αγοράσει αυτό το σπίτι πληρώνοντας $ 100 το μήνα για 25-30 χρόνια.

Χρουστσόφ: Και εμείς έχουμε εργάτες και αγρότες, οι οποίοι μπορούν να δαπανήσουν $ 15.000 για να αγοράσουν ένα σπίτι. Τα σπίτια σας όμως κατασκευάζονται για 20 χρόνια, έτσι ώστε μετά οι εργολάβοι να πουλήσουν νέα σπίτια … Εμείς χτίζουμε για τα παιδιά και τα εγγόνια μας.

[Ο Χρουστσόφ προσπάθησε να υποστηρίξει και να υπερτονίζει το ότι η Σοβιετική Ένωση παράγει αγαθά και υπηρεσίες ουσίας, τα οποία παραμένουν αξιόπιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παράλληλα προσπάθησε να στηλιτεύσει την αμερικανική ή καπιταλιστική πρακτική της τόνωσης της κατανάλωσης και της υπερκατανάλωσης].

Νίξον: Τα αμερικανικά σπίτια κρατάν περισσότερο από 20 χρόνια, αλλά ακόμα και έτσι, πολλοί Αμερικανοί μετά από 20 χρόνια θέλουν ένα νέο σπίτι και μια νέα κουζίνα. Σε 20 χρόνια από τώρα, η κουζίνα αυτή θα είναι απαρχαιωμένη. Το αμερικανικό σύστημα είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να επωφελείται από τις νέες τεχνολογίες και ανακαλύψεις.

[Εδώ ο Νίξον προσπαθεί να αντικρούσει το επιχείρημα του Χρουστσόφ, ότι δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται στην ανούσια υπερκατανάλωση, προβάλλοντας το επιχείρημα της βελτίωσης της ποιότητας ζωής μέσω της κατανάλωσης νέων, τεχνολογικά προηγμένων, προϊόντων. Σύμφωνα με την οικονομία της αγοράς, η κατανάλωση δεν είναι απομονωμένη από το γενικότερο οικονομικό πλαίσιο. Η κατανάλωση δημιουργεί εμπόριο και εισόδημα, το εισόδημα νέες θέσεις εργασίας και δυνατότητες επένδυσης σε νέες τεχνολογίες και οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργούν νέους φορολογουμένους, οι φόροι των οποίων δαπανώνται στην κοινωνική πρόνοια, την άμυνα κ.ά., δηλαδή σε αγαθά που μπορούν να απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες].

Χρουστσόφ: Ορισμένα πράγματα όπως, για παράδειγμα, τα σπίτια, δεν καθίστανται απαρχαιωμένα,. Τα έπιπλα μπορεί, αλλά τα σπίτια όχι … Οι Αμερικανοί έχουν δημιουργήσει μια εικόνα [προφανώς εννοεί αρνητική εικόνα] για τον πολίτη της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά τα πράγματα είναι διαφορετικά απ’ ότι νομίζετε. Πιστεύετε ότι οι πολίτες μας θα εκπλαγούν εάν δουν όλα αυτά που μου δείχνετε, αλλά το γεγονός είναι ότι τα νέα σπίτια στη Σοβιετική Ένωση έχουν όλες τις ανέσεις που έχουν και τα αμερικανικά σπίτια [στο σημείο αυτό ο Νίξον προσπάθησε να απαντήσει, αλλά ο Χρουστσόφ τον διακόπτει και συνεχίζει]. Στη Σοβιετική Ένωση, το μόνο που χρειάζεται κάποιος για να αποκτήσει σπίτι είναι να έχει γεννηθεί στη χώρα. Στην Αμερική, εάν δεν έχεις χρήματα, θα πρέπει να κοιμηθείς στο πεζοδρόμιο. Και όμως ισχυρίζεστε ότι εμείς είμαστε σκλάβοι του κομμουνισμού.

Νίξον: Διαπιστώνω ότι είστε πολύ δυναμικός και διατυπώνετε τις απόψεις σας με ξεκάθαρο τρόπο.

Χρουστσόφ: Συγχέετε τον δυναμισμό με τη σοφία.

Νίξον: Αν βρισκόσασταν στην Αμερικανική Γερουσία θα σας αποκαλούσαν filibusterer! [πρόκειται για ορολογία που χρησιμοποιείται στην αμερικανική πολιτική και αφορά σε αυτόν ο οποίος προσπαθεί να διαιωνίσει επ’ άπειρον μια συζήτηση για ένα νομοσχέδιο με στόχο ή να καθυστερήσει την υιοθέτησή του ή να ακυρώσει αυτή καθ’ αυτή τη διαδικασία της ψήφισής του]. Εσείς μιλάτε συνεχώς και δεν αφήνετε κανέναν άλλο να μιλήσει …Η διαφορετικότητα, το δικαίωμα στην επιλογή, το γεγονός ότι έχουμε 1.000 κατασκευαστές που κατασκευάζουν 1.000 διαφορετικά σπίτια, αυτά είναι που μετράνε. Δεν έχουμε μια απόφαση για όλα η οποία να λαμβάνεται από έναν κυβερνητικό αξιωματούχο. Αυτή είναι η διαφορά μας. Σε πολιτικό επίπεδο ποτέ δεν θα συμφωνήσουμε μαζί σας … Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να συνεργαστούμε. Μπορείτε να μάθετε από εμάς και εμείς να μάθουμε από εσάς … Επιτρέψτε στους ανθρώπους να επιλέξουν ελεύθερα το σπίτι που θέλουν, το φαγητό που προτιμούν και τις ιδέες που θέλουν να πρεσβεύουν.

[Στο σημείο αυτό, ο Νίξον εμφανίζεται πιο επιθετικός και θέτει ευθέως το ζήτημα: καπιταλισμός εναντίον κομμουνισμού. Υπερτονίζει το συγκεντρωτικό σύστημα παραγωγής και λήψης αποφάσεων της Σοβιετικής Ένωσης και εξιδανικεύει το φιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης των ΗΠΑ].

Χρουστσόφ: Είναι ξεκάθαρο για μένα ότι οι εργάτες σας δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους … Αυτά μόνο μπορεί να καταφέρει η Αμερική; Και πόσα χρόνια υπάρχετε; 300; [Εδώ ο Χρουστσόφ ειρωνεύεται τον Νίξον, προφανώς ενοχλημένος από τα προηγούμενα σχόλια του Αμερικανού αντιπροέδρου για το σοβιετικό σύστημα. Ο Νίξον τον διορθώνει ευγενικά και του αναφέρει ότι οι ΗΠΑ υπάρχουν ως ανεξάρτητο κράτος τα τελευταία 150 χρόνια. Ο Χρουστσόφ συνεχίζει]. 150 χρόνια ανεξαρτησίας και αυτό είναι το επίπεδό σας; Εμείς δεν έχουμε ούτε 42 χρόνια ζωής και σε επτά χρόνια από τώρα θα είμαστε στο ίδιο επίπεδο με την Αμερική και σε άλλα επτά χρόνια θα σας ξεπεράσουμε. Και καθώς θα περνάμε θα σας πούμε «γεια σας» και μετά, εάν το επιθυμείτε, θα σταματήσουμε και θα σας πούμε «ελάτε μαζί μας, ακολουθήστε μας». Εάν θέλετε να ζείτε στον καπιταλισμό κάντε το, είναι δικό σας εσωτερικό ζήτημα και δεν μας αφορά. Σας λυπόμαστε και πιστεύουμε ότι δεν καταλαβαίνετε! Μας έχετε ήδη δείξει πώς αντιλαμβάνεστε τα πράγματα.

[Η έκρηξη επιθετικότητας του Χρουστσόφ δεν περνά απαρατήρητη από τον Νίξον, ο οποίος συνεχίζει να τονίζει τη αδυναμία μαζικής παραγωγής καταναλωτικών αγαθών στη Σοβιετική Ένωση].

Νίξον: Σχετικά με τα όσα σχολίασε ο κύριος Χρουστσόφ … Καλοδέχομαι την πρόθεση της Σοβιετικής Ένωσης να ξεπεράσει τις ΗΠΑ στον τομέα παραγωγής καταναλωτικών αγαθών, ιδιαίτερα αν αυτός ο ανταγωνισμός λειτουργήσει επ’ ωφελεία των δύο λαών, αλλά και όλων των λαών του κόσμου. Υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις που μπορεί να βρίσκεστε σε ανώτερο επίπεδο από εμάς, για παράδειγμα στην ανάπτυξη προωστικών συστημάτων για διαστημικά σκάφη, αλλά σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα στις έγχρωμες τηλεοράσεις, εμείς είμαστε σε ανώτερο επίπεδο από εσάς.

Χρουστσόφ: [διακόπτοντας τον Νίξον] Στους πυραύλους σάς έχουμε ξεπεράσει, αλλά και στην τεχνολογία …

Νίξον: [διακόπτει τον Χρουστσόφ] Βλέπετε ότι δεν συμφωνείτε ποτέ και σε τίποτα.

Χρουστσόφ: Πάντα πιστεύουμε ότι οι Αμερικανοί είναι έξυπνοι άνθρωποι. Ηλίθιοι άνθρωποι ποτέ δεν θα έφταναν στο οικονομικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεστε. Αλλά, όπως ξέρετε, και εμείς δεν καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια. Μέσα σε 42 χρόνια έχουμε κάνει σημαντική πρόοδο.

Νίξον: Δεν πρέπει να φοβάστε τις νέες ιδέες.

Χρουστσόφ: Εμείς λέμε ότι εσείς δεν πρέπει να φοβάστε τις νέες ιδέες. Εμείς δεν φοβόμαστε τίποτα.

Νίξον: Εντάξει λοιπόν, τότε ας ανταλλάξουμε ιδέες. Τουλάχιστον μπορούμε να συμφωνήσουμε σ’ αυτό;

Χρουστσόφ: Ωραία, αλλά πρώτα επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσω σε τι συμφωνώ. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα; Γνωρίζω ότι έχω να κάνω με έναν πολύ καλό δικηγόρο [το επάγγελμα του Νίξον πριν ασχοληθεί με την πολιτική ήταν δικηγόρος] … Είστε ένας δικηγόρος του καπιταλισμού και εγώ είμαι ένας δικηγόρος του κομμουνισμού.

Νίξον: Το μόνο που μπορώ να πω, συμπεραίνοντας από τον τρόπο που μιλάτε και μονοπωλείτε τη συζήτηση, είναι ότι θα ήσασταν ένας πολύ καλός δικηγόρος. Αυτό που εννοώ είναι ότι μπροστά σας βλέπετε τις τηλεοπτικές κάμερες, οι οποίες μεταδίδουν τη συζήτησή μας σε πραγματικό χρόνο και αυτό καταδεικνύει τις δυνατότητες που έχουμε για περισσότερη επικοινωνία. Περισσότερη επικοινωνία θα μας διδάξει πολλά πράγματα. Διότι, σε τελική ανάλυση, δεν γνωρίζετε τα πάντα.

[Ο Νίξον συνεχίζει την τακτική της «διακριτικής ειρωνείας», γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα αναγνωριζόταν θετικά από τον αμερικανικό λαό, ο οποίος θα έβλεπε τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεώς του να παραμένει ψύχραιμος και να προβάλει τα επιχειρήματά του χωρίς αλαζονεία και με περίσσια σιγουριά. Από την άλλη πλευρά, ο Χρουστσόφ αντιδρά ειρωνικά και σε αρκετές περιπτώσεις προκλητικά στα σχόλια του Νίξον, γνωρίζοντας από τη μεριά του ότι τα ανώτατα στελέχη του κόμματος, οπαδοί της σκληρής γραμμής του Στάλιν, δεν θα ανέχονταν να δουν τον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης να «ταπεινώνεται» σε ρητορικό επίπεδο από τον Αμερικανό αντιπρόεδρο και μάλιστα εντός σοβιετικής επικράτειας. Για το λόγο αυτό, ο Χρουστσόφ συνεχίζει να είναι δηκτικός προς τον Νίξον].

Χρουστσόφ: Εάν δεν γνωρίζω τα πάντα, τότε και εσείς δεν γνωρίζετε τίποτα για τον κομμουνισμό εκτός από τον φόβο! Αλλά τώρα η διαφωνία μας είναι γνωστή. Το πλεονέκτημα είναι δικό σας γιατί εσείς μιλάτε αγγλικά, ενώ εγώ ρώσικα. Τα λόγια σας καταγράφονται και θα μεταδοθούν σε όλο τον κόσμο. Ότι είπα εγώ δεν θα μεταφραστεί και έτσι ο λαός σας δεν θα ακούσει τα λόγια μου. Αυτή δεν είναι κουβέντα επί ίσοις όροις.

Νίξον: Δεν υπάρχει μέρα στις ΗΠΑ που να μην παρακολουθούμε τα όσα λέγονται και συμβαίνουν στη Σοβιετική Ένωση…

Χρουστσόφ: Εάν είναι έτσι τα πράγματα, τότε δώστε μου το λόγο σας κύριε αντιπρόεδρε ότι τα όσα είπα θα μεταφραστούν στα αγγλικά.

Νίξον: Έχετε το λόγο μου. Αλλά θέλω και το δικό σας λόγο ότι και τα δικά μου λεγόμενα θα μεταφραστούν και θα μεταδοθούν στη Σοβιετική Ένωση. Αυτό είναι το δίκαιο.

Στο σημείο αυτό, οι δύο πολιτικοί άνδρες χαιρετήθηκαν δια χειραψίας και απομακρύνθηκαν από τις τηλεοπτικές κάμερες συνεχίζοντας να συζητάνε.

Στις ΗΠΑ τρία μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα μετέδωσαν τον «Διάλογο της Κουζίνας» την επόμενη μέρα (στις 25 Ιουλίου). Αυτό δυσαρέστησε τη σοβιετική κυβέρνηση, καθώς Νίξον και Χρουστσόφ είχαν συμφωνήσει ότι η συζήτησή τους θα μεταδιδόταν ταυτόχρονα σε Αμερική και Σοβιετική Ένωση.

Προφανώς για αντίποινα, η Μόσχα μετέδωσε τον διάλογο στις 27 Ιουλίου με τα σχόλια του Νίξον να είναι μερικώς και όχι ολικώς μεταφρασμένα, αλλοιώνοντας έτσι το νόημα των φράσεών του. Αντιθέτως, υπερτονίστηκαν τα σχόλια και τα επιχειρήματα του Χρουστσόφ υπέρ του κομμουνισμού.

Ο «Διάλογος της Κουζίνας» υπήρξε αναμφίβολα μια σημαντική στιγμή του Ψυχρού Πολέμου. Με μια προσεκτική ματιά στους διαλόγους μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικά στοιχεία, τα οποία θα μας επιτρέψουν να εξηγήσουμε γιατί τελικά ο κομμουνισμός ή υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος το 1989.

Σε αρκετές περιπτώσεις, ο Νικήτα Χρουστσόφ ανέφερε ότι η Σοβιετική Ένωση επενδύει σε τεχνολογίες και παράγει αγαθά και υπηρεσίες, οι οποίες είναι απαραίτητες και αναγκαίες. Από την άλλη πλευρά, ο Νίξον υπερθεμάτισε την κοινωνία της αφθονίας και της αγοράς.

Πράγματι, η Σοβιετική Ένωση είχε μια πιο ανθρωποκεντρική προσέγγιση σε σχέση με το τι είναι απαραίτητο και το τι περιττό. Για τη Σοβιετική Ένωση η έννοια του κέρδους, της αφθονίας και της πολυτέλειας ήταν δευτερευούσης σημασίας. Πάνω απ’ όλα ήταν ο σοσιαλισμός και ο απόλυτος έλεγχος της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής από το κράτος.

Η αδυναμία της Σοβιετικής Ένωσης βρισκόταν στην παραγωγική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα ήταν στη διαδικασία κατανομής της παραγωγικής δυναμικής. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, η Σοβιετική Ένωση παρουσίαζε μια δυσαναλογία παραγωγής μεταξύ στρατιωτικού υλικού και καταναλωτικών αγαθών.

Φυσικά και στη Σοβιετική Ένωση υπήρχαν ψυγεία, πλυντήρια, αυτοκίνητα και άλλα αγαθά, αλλά η παραγωγή τους γινόταν σε μικρές ποσότητες και δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού.

Για να προμηθευτείς ένα ψυγείο ή μια τηλεόραση στη Σοβιετική Ένωση έπρεπε να το δηλώσεις στις αρχές. Να εγγραφείς στη σχετική λίστα και να περιμένεις 2-3 χρόνια μέχρι να παραλάβεις το αντικείμενο. Εάν χαλούσε ή είχες ανάγκη από ένα ψυγείο νεότερης τεχνολογίας, η διαδικασία ήταν η ίδια. Το ίδιο συνέβαινε και στα άλλα αγαθά.

Στο καπιταλιστικό όμως σύστημα παραγωγής, οι βιομηχανίες παράγουν ελεύθερα τα αγαθά και όποιος έχει χρήματα αγοράζει ότι του επιτρέπει το πορτοφόλι του. Ακριβό, φθηνό, υψηλής ποιότητας, χαμηλής ποιότητας κ.ο.κ. Στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε επιλογή. Υπήρχε ένα ψυγείο για όλους, μια τηλεόραση για όλους κ.λπ.

Με άλλα λόγια, η Σοβιετική Ένωση δεν προσέφερε στους πολίτες της το αίσθημα της ελευθερίας ή, για πολλούς, ματαιοδοξίας, που πηγάζει από τη δυνατότητα κάποιου να καταναλώνει ελεύθερα ότι θέλει ή να επιλέγει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που επιθυμεί.

Αυτή η δομική αδυναμία του σοβιετικού συστήματος συσσωρευόταν και τρεπόταν σε λαϊκή δυσαρέσκεια επί χρόνια. Την ίδια εποχή, η οικονομία της αγοράς στον δυτικό κόσμο έβρισκε τον βηματισμό της μέσω της εξέλιξης της τεχνολογίας. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έφερε στην αγορά νέα προϊόντα και νέες υπηρεσίες, άρα και νέο εισόδημα. Πρόκειται για τη γνωστή οικονομική θεωρία, σύμφωνα με την οποία η κατανάλωση δημιουργεί εμπόριο, άρα εισόδημα. Και το εισόδημα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, άρα περισσότερους φορολογουμένους.

Στη Σοβιετική Ένωση τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι συνιστώσες της αγοράς, δηλαδή η προσφορά και η ζήτηση, ελέγχονταν αποκλειστικά από το κράτος. Η σταθερά αυξανόμενη ζήτηση, λόγω της εξασφάλισης των θέσεων εργασίας και των μισθών των σοβιετικών εργαζομένων, ήταν πάντα μεγαλύτερη από την προσφορά, λόγω της δυσαναλογίας παραγωγής μεταξύ αμυντικού υλικού και καταναλωτικών αγαθών.

Όταν στη δεκαετία του ’80 η Ουάσιγκτον αύξησε τις αμυντικές της δαπάνες, η Μόσχα προσπάθησε να ακολουθήσει με ολέθρια αποτελέσματα. Η ήδη αναιμική παραγωγική βάση της Σοβιετικής Ένωσης αποσταθεροποιήθηκε και ουσιαστικά κατέρρευσε, καθώς όλο και περισσότερα κρατικά κονδύλια διοχετεύονταν στους αμυντικούς εξοπλισμούς.

Κατόπιν, η επιλογή του Γκορμπατσόφ να επιταχύνει τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη Σοβιετική Ένωση και να ανοίξει την οικονομία της χώρας έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα.

Η ζήτηση παρέμεινε ισχυρή, ενώ η προσφορά συνεχώς περιοριζόταν. Αυτό οδήγησε σε έκρηξη των τιμών, ακόμα και στα πλέον βασικά αγαθά, όπως το σιτάρι. Μάλιστα, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η Σοβιετική Ένωση αναγκάστηκε να εισαγάγει μεγάλες ποσότητες σιτηρών και ζωοτροφών.

Η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης να επιτρέψει τη λειτουργία σε μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις και συνεταιρισμούς δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Τα αδιέξοδα της Σοβιετικής Ένωσης οδήγησαν σε μια σοβαρότατη οικονομική κρίση την περίοδο 1989-1991 με μείωση της παραγωγής, αύξηση των τιμών και του πληθωρισμού, ελλείψεις σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, έντονη κοινωνική αναταραχή και εν τέλει στη διάλυση της χώρας.