Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως η δημιουργία του περίφημου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας ανήκει στην περίπτωση εξαγγελίας ενός οργάνου με εντυπωσιακό τίτλο για να μπορέσουμε να περιορίσουμε την πολιτική πίεση για τις προβληματικές σχέσεις και τις καθημερινές χαμηλές εντάσεις με την Τουρκία. Άλλωστε, προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η θεσμική μας ιστορία με τη δημιουργία κενών περιεχομένου και αρμοδιοτήτων θεσμών και οργάνων. Ωστόσο, η υπόθεση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας δεν πρέπει να έχει την ίδια τύχη.

Δεν διαφωνεί κανείς πως η Ελλάδα, όπως και κάθε σύγχρονο κράτος, χρειάζεται έναν θεσμό όπως το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Από αυτή τη γενική παραδοχή μέχρι την πρακτική μετουσίωση υπάρχει αρκετός δρόμος, εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν και συνθήκες που πρέπει να δημιουργηθούν, ώστε να έχουμε έναν αποτελεσματικό θεσμό, λειτουργικό και ευέλικτο, με πραγματική συνεισφορά στην εθνική ασφάλεια μιας χώρας με τις ιδιαιτερότητες στις απειλές, όπως η Ελλάδα. Τα προβλήματα όμως ξεκινούν από την αρχή: μία πρωτοβουλία που έρχεται υπό το βάρος της πίεσης της παρατεταμένης έντασης με την Τουρκία δεν πρέπει να μπερδεύεται με ένα όργανο-ομάδα διαχείρισης κρίσης, κάτι που θα είχε άμεσα και απτά επιχειρησιακά αποτελέσματα και είναι απαραίτητο. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας είναι και αυτό, άλλα όχι κυρίως και μόνο αυτό. Ακόμη και αν με έναν μαγικό τρόπο είχαμε αύριο τον θεσμό έτοιμο να λειτουργήσει, δεν μπορούμε να περιμένουμε να εξαφανιστεί η κρίση χαμηλής έντασης με την Τουρκία.

Το δεύτερο σημαντικό θέμα είναι ο τύπος του Συμβουλίου που θα δημιουργηθεί, η στελέχωση, οι αρμοδιότητες, τα μέσα και οι πόροι που θα έχει στη διάθεσή του, το θεσμικό, πολιτισμικό και επιχειρησιακό πλαίσιο που θα πρέπει να ενσωματωθεί, η διαδικασία λήψης αποφάσεων που θα το διέπει κ.τ.λ. Προς αυτή την κατεύθυνση, μέσω και της συνάντησης του πρωθυπουργού με τον επικεφαλής του Ποταμιού, φαίνεται πως η πρόταση του δεύτερου θα αποτελέσει μία πρώτη βάση συζήτησης, κάτι που δημιουργεί εκ των προτέρων επιπλοκές για το όλο εγχείρημα, καθώς περιλαμβάνει σειρά δομικών προβλημάτων, τα οποία επί της ουσίας θα οδηγήσουν στη συγκρότηση ενός θεσμού αναποτελεσματικού και μη λειτουργικού, που θα είναι απλώς μία μίξη ήδη υπαρχόντων οργάνων (Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, ΚΥΣΕΑ, Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών).

Το τρίτο και ίσως σημαντικότερο πρόβλημα είναι η ανάγκη πολιτικής συναίνεσης και η κύρωση του θεσμού μέσω της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, μέσα σε ένα κλίμα πόλωσης και διώξεων. Συμπερασματικά, η χώρα χρειάζεται Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας που θα έχει τη μορφή ενός επιτελικού οργάνου στον πρωθυπουργό, το οποίο θα συντονίζει ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας με αρμοδιότητα τη σχεδίαση, παρακολούθηση και αξιολόγηση της ελληνικής στρατηγικής εθνικής ασφάλειας και ειδικότερα, την εκτίμηση κινδύνων και την ιεράρχηση απειλών, τη διαχείριση κρίσεων και την ανταλλαγή πληροφοριών.

Τονίζεται πως η στρατηγική θα πρέπει να προϋπάρξει, ώστε το Συμβούλιο να μην αχρηστευτεί σε ένα θεσμικό κενό.

Συντάκτης: Τριαντάφυλλος Καρατράντος, Διεθνολόγος µε ειδικότητα στα θέματα ασφαλείας και καθηγητής στη Σχολή Εθνικής Ασφαλείας

Πηγή: Liberal (Αναδημοσίευση από της εφημερίδα Φιλελεύθερος)