Το αυτοκινούμενο αντιαεροπορικό σύστημα μέσου βεληνεκούς Buk M1-2 έχει σχεδιαστεί προκειμένου να παρέχει προστασία σε κινούμενους σχηματισμούς επιπέδου Μεραρχίας και σε στρατηγικής σημασίας στρατιωτικές εγκαταστάσεις εναντίων τακτικών αεροσκαφών, στρατηγικών βομβαρδιστικών, επιθετικών ελικοπτέρων, τακτικών βαλλιστικών πυραύλων και πυραύλων cruise. Η καινοτομία της κατασκευής του (κάθε εκτοξευτής ενσωματώνει ανεξάρτητο ραντάρ βολής και εγκλωβισμού) το καθιστά δύσκολο στον εντοπισμό, την παρεμβολή και την καταστροφή του.
Το Buk εντάχθηκε σε υπηρεσία την περίοδο 1978-1980, ενώ σύντομα, το 1983, άρχισε να εντάσσεται σε υπηρεσία η βελτιωμένη έκδοση Buk M1 (αναβαθμισμένο ραντάρ βολής επί του εκτοξευτή, δυνατότητα ταυτόχρονης εκτόξευσης βλημάτων κατά ενός στόχου, ενίσχυση και αύξηση της αντοχής σε ηλεκτρονικές παρεμβολές και εγκατάσταση συστήματος ταυτοποίησης και αναγνώρισης της απειλής).
Αρκετά αργότερα, το 1998 εντάχθηκε σε υπηρεσία η έκδοση Buk M1-2 με βελτιωμένο λογισμικό και κέντρο διοίκησης, βελτιωμένους εκτοξευτές και νέο ικανότερο βλήμα 9Μ317 με βεληνεκές 50 χιλιόμετρα αντί των 42 χιλιομέτρων του βλήματος 9Μ38Μ1 (η έκδοση Buk M1-2 άρχισε να αναπτύσσεται το 1992 και ολοκλήρωσε την ανάπτυξη της το 1994, οπότε και ξεκίνησαν οι σχετικές επιχειρησιακές δοκιμές). Την έκδοση Buk M1-2 έχει προμηθευτεί η Κύπρος.
Το τελευταίο μέλος της οικογένειας Buk είναι έκδοση Buk M2E η οποία εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2007 και αποτελεί μια ριζικά αναβαθμισμένη έκδοση του συστήματος με ραντάρ ΑESA και το νέο βλήμα 9M317ME. Μία πυροβολαρχία Buk M1-2 αποτελείται από ένα κέντρο διοίκησης και ελέγχου 9S470M1-2, ένα ραντάρ πρόσκτησης στόχων μεγάλου βεληνεκούς 9S18М1- 1 μέγιστου βεληνεκούς 140 χιλιομέτρων και μέγιστου υψομέτρου εντοπισμού 25 χιλιομέτρων, τέσσερις εκτοξευτές 9A310M1-2 με τέσσερα βλήματα έτοιμα προς βολή σε κάθε εκτοξευτή (η υποδομή της πυροβολαρχίας μπορεί να υποστηρίξει έως έξι εκτοξευτές) και τέσσερις φορτωτές βλημάτων 9A39M1-2 με οκτώ βλήματα ανά φορτωτή και με δυνατότητα εκτόξευσης τους (δεν ενσωματώνουν ραντάρ βολής όπως οι εκτοξευτές).
Το κέντρο διοίκησης και ελέγχου φυσικά μπορεί να διασυνδεθεί με το υπόλοιπο δίκτυο αεράμυνας. Το ραντάρ εγκλωβισμού στόχων του Το ραντάρ βολής του κάθε εκτοξευτή διαθέτει κεραία μηχανικής σάρωσης και λειτουργεί στη μπάντα συχνοτήτων Η/Ι (6-10 GHz). Διαθέτει και οπτικό σύστημα ανίχνευσης στόχων, ενώ μπορεί να εξοπλιστεί και με θερμική κάμερα. Το ραντάρ μπορεί να επιτελέσει λειτουργίες έρευνας, πρόσκτησης στόχων, ιχνήλασης και κατάγαυσης. Η μέγιστη εμβέλεια του είναι 75 χιλιόμετρα.
Την εγγύς κάλυψη των Κυπριακών Buk M1-2 καλύπτουν 6 συστήματα βραχέως βεληνεκούς TOR M1. Τέλος, σημειώνεται ότι η Εθνική Φρουρά διαθέτει 12 συστήματα Skyguard με συνολικά 144 βλήματα Aspide. Τα παραπάνω οπλικά συστήματα συμπληρώνουν 12 δίδυμοι φορητοί εκτοξευτές Atlas, 18 Mistral με 60 βλήματα καθώς και ικανός αριθμός Ρωσικών 9K38 Igla.
Κατά το πρόσφατο παρελθόν έχουν διεξαχθεί ασκήσεις μεταξύ Εθνικής Φρουράς και Π.Α στις οποίες τα συστήματα απέδειξαν πολλάκις την υψηλή τους επιχειρησιακή αξία.
Παραθέτουμε τέλος ένα μικρό φωτογραφικό αφιέρωμα στα Κυπριακά Buk M1-2 από την παρουσία μας στη λεωφόροΙωσήφ Χατζηιωσήφ στον Στρόβολο της Λευκωσίας.