Σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε αναφερθεί στη Σιγκαπούρη, σαν παράδειγμα προς μίμηση για τον Ελληνικό Στρατό (ΕΣ), ως προς την ορθολογική αξιοποίηση του αρματικού δυναμικού. Το παρών άρθρο καταγράφει τη γενικότερη πολιτική εθνικής άμυνας της Σιγκαπούρης, η οποία επενδύει στην αποτροπή, μέσω της ισχύος πυρός της ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και της επιλογής οπλικών συστημάτων κορυφαίας τεχνολογίας.

Από την ανεξαρτησία της, το 1965, και μετά η πόλη-κράτος της Σιγκαπούρης βρέθηκε να συνορεύει με μεγάλα κράτη, όπως η Μαλαισία και η Ινδονησία. Επιπλέον, η υποτιθέμενη προστασία των Βρετανών αποδείχθηκε αναποτελεσματική, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ ΠΠ). Έτσι η Σιγκαπούρη αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να επενδύσει στην μόνη επιλογή που είχε: Την αποτροπή.

Η πρώτη κίνηση που έκανε η Σιγκαπούρη ήταν να συνεργαστεί με το Ισραήλ και να καλέσει ισραηλινούς συμβούλους. Ακολουθώντας τη συμβουλή των Ισραηλινών, η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης αποφάσισε την υποχρεωτική θητεία και την επένδυση στην ποιότητα, αντί της ποσότητας. Η πολιτική αυτή ισχύει μέχρι σήμερα, που η Σιγκαπούρη διατηρεί σε υπηρεσία οπλικά συστήματα τελευταίας τεχνολογίας.

Οι ετήσιες αμυντικές δαπάνες της χώρας παραμένουν σταθερά πάνω από το 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το 2013 οι αμυντικές δαπάνες ήταν στα $ 9,9 δισεκατομμύρια, ενώ το 2014 ήταν $ 10 δισεκατομμύρια. Από το 2015 και μετά οι αμυντικές δαπάνες της χώρας αυξάνονται σταθερά και το 2020 ο προϋπολογισμός αναφέρει αμυντικές δαπάνες της τάξεως των $ 15 δισεκατομμυρίων. Οι άξονες πάνω στους οποίους επενδύει η Σιγκαπούρη είναι η ισχύ πυρός, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία και η ποιότητα

Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Σιγκαπούρης αριθμούς από τις 60.000 έως τις 72.000 με συνολικό προσωπικό, σε περίπτωση επιστράτευσης, τις 500.000. Τα πρώτα άρματα μάχης που απέκτησε η Σιγκαπούρη ήταν 72 ελαφρά AMX-13, τη δεκαετία του 1960, τα οποία απέκτησε από το Ισραήλ. Στη συνέχεια προμηθεύτηκε ελαφρά οχήματα V-200 της Cadillac Gage, ρυμουλκούμενα πυροβόλα και τεθωρακισμένα οχήματα M-113.

Την περίοδο 2006-2009 παρέλαβε 94 μεταχειρισμένα Leopard-2A4 από τη Γερμανία, τα οποία έχει αναβαθμίσει στο επίπεδο Leopard-2SG. Επιπλέον, η χώρα διατηρεί σε υπηρεσία πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών HIMARS και αντιαρματικά συστήματα MILAN και Spike.

Στη δεκαετία του 1980 η κρατική ST Engineering ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια ανάπτυξης με στόχο την απεξάρτηση της χώρας από το εξωτερικό, στον τομέα των αμυντικών εξοπλισμών. Μέσα σε διάστημα 30 ετών η ST Engineering ανέπτυξε το αυτοκινούμενο πυροβόλο Primus, το τεθωρακισμένο όχημα Bionix και το τροχοφόρο τεθωρακισμένο όχημα Terrex (8 x 8). Επίσης ανέπτυξε ηλεκτρονικά συστήματα, όπλα μικρού διαμετρήματος και συστήματα βαλλιστικής προστασίας.

Την ίδια περίοδο, δηλαδή στη δεκαετία του 1980, η Σιγκαπούρη άρχισε να επενδύει στην Αεροπορία και το Ναυτικό. Το 1983 η Σιγκαπούρη διέθετε μόνο έναν μικρό στόλο από πλοία ναρκοπολέμου. Στη δεκαετία του 1990 απέκτησε τα πρώτα σύγχρονα σκάφη (κορβέτες και πυραυλακάτους), τα οποία ενσωμάτωναν βλήματα κατά πλοίων. Την προηγούμενη δεκαετία η Σιγκαπούρη προχώρησε στην προμήθεια έξι (6) φρεγατών κλάσης «Formidable» από τη Γαλλία. Σήμερα η χώρα βρίσκεται σε διαδικασία ναυπήγησης τεσσάρων (4) υποβρυχίων T-218SG. Ακόμα και πλοίων αμφίβιων επιχειρήσεων, εγχώριας σχεδίασης, έχει η χώρα (το πλοίο κλάσης «Endurance»).

Στην Αεροπορία η Σιγκαπούρη ολοκλήρωσε, το 2012, την παραλαβή των 32 F-15SG, τα οποία διαθέτουν τρομακτικές ικανότητες μεταφοράς οπλισμού. Μαζί με τα 60 F-16 που διατηρεί επίσης σε υπηρεσία η Πολεμική Αεροπορία της Σιγκαπούρης διαθέτει 92 σύγχρονα, ικανά και θανατηφόρα μαχητικά αεροσκάφη.