Όποιος παρακολουθεί προσεκτικά την τουρκική εξωτερική πολιτική διαπιστώνει ότι η Άγκυρα εννοεί αυτά που λέει. Κατά μία έννοια, προαναγγέλλει τις κινήσεις της, ειδικά τις επιθετικές κινήσεις της. Δεν πρόκειται, βεβαίως, για κάποιου είδους ειλικρίνεια. Το κάνει με σκοπό να καλλιεργήσει την εντύπωση διεθνώς πως υφίσταται μία διαφορά, να εθίσει τη διεθνή κοινότητα με την ιδέα ότι η απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ή και χρήσης στρατιωτικής βίας είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός διπλωματικού αδιεξόδου.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Πρόκειται, λοιπόν, για μία πάγια τακτική, την οποία-κατά έναν περίεργο τρόπο-η Αθήνα και η Λευκωσία κατά κανόνα υποτιμούν και ερμηνεύουν διαφορετικά. Το έργο το βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνεται, χωρίς το ελλαδικό και το ελληνοκυπριακό πολιτικό σύστημα να διδάσκονται από τα γεγονότα. Προφανώς, δεν πρόκειται για διανοητική ανεπάρκεια. Πρόκειται για την εξόφθαλμη πολιτική-ψυχολογική ροπή τους να βολεύονται στη θαλπωρή των ψευδαισθήσεων.
Καταφεύγοντας σ’ αυτό το είδος στρουθοκαμηλισμού καλύπτουν την ανικανότητα και ταυτοχρόνως την απροθυμία τους να αντιμετωπίσουν κατάματα το πρόβλημα. Έτσι, το φοβικό τους σύνδρομο, αντί να λειτουργεί αφυπνιστικά, εξωθεί τις ελλαδικές και ελληνοτουρκικές άρχουσες ελίτ σε μία τάση φαινομενικά ανώδυνων υποχωρήσεων-παραχωρήσεων, με σκοπό την εξαγορά της ύφεσης στο μέτωπο με την Τουρκία.
Επειδή, όμως, ο λαϊκός παράγοντας εκδηλώνει τάση αντίστασης στον τουρκικό επεκτατισμό, η πολιτική της Ελλάδας, η οποία έχει αντικειμενικά τη δυνατότητα να προβάλει αντίσταση, καταλήγει να γίνεται ένα υβρίδιο αποτρεπτικής ρητορικής και έμπρακτου κατευνασμού. Αυτό το υβρίδιο πολιτικής δεν έχει τα πλεονεκτήματα της αποτροπής, επειδή είναι εξόφθαλμα ρητορική και ως εκ τούτου δεν είναι πειστική. Δεν έχει, όμως, ούτε και τα όποια αμφισβητούμενα πλεονεκτήματα του κατευνασμού, επειδή δεν είναι αμιγής, δηλαδή δεν είναι συνεπής με τον εαυτό του κατευνασμός.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτό το υβρίδιο αποτρεπτικής ρητορικής και έμπρακτου κατευνασμού έχει υιοθετηθεί με παραλλαγές από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1996, από την εποχή Σημίτη. Η κρίση στα Ίμια, μάλιστα, έπεισε τους Τούρκους ότι η διάσταση της αποτροπής είναι κυρίως ρητορική για εσωτερική κατανάλωση, παρά πραγματική στρατηγική επιλογή. Έτσι, στην Άγκυρα, όχι αδικαιολόγητα, θεωρούν πως όταν κλιμακώνουν την επεκτατική πίεση και δημιουργούν μικρά τετελεσμένα, η Αθήνα εξωθείται εμπράκτως στον κατευνασμό, μέσω έμπρακτων υποχωρήσεων που συντελούνται δια της διολισθήσεως.
Βήματα πίσω
Το γεγονός ότι από το 1996 μέχρι τώρα έχουμε αποφύγει μία μείζονα κρίση και πολύ περισσότερο ένα θερμό επεισόδιο δεν οφείλεται στην ελληνική διπλωματική δεινότητα. Μετά τα Ίμια η Αθήνα εξαγόρασε την ειρήνη. Πρώτη υποχώρηση, το κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης (Ιούλιος 1997), με το οποίο η Ελλάδα αναγνώρισε στην Τουρκία «θεμιτά (legitimate όχι legal) ζωτικά συμφέροντα» στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, ανοίγοντας την πόρτα για νομιμοποίηση πάγιων επεκτατικών διεκδικήσεων, που δεν προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο.
Ο επόμενος σταθμός ήταν το 1999, στη σύνοδο κορυφής στο Ελσίνκι. Τότε, η ελληνική διπλωματία είχε επιτύχει να αποσυνδέσει την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ από την επίλυση του Κυπριακού. Σε άλλο σημείο της απόφασης, όμως, όχι μόνο άναψε το πράσινο φως για την διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, αλλά και αποδέχθηκε εμμέσως πλην σαφώς ότι υφίστανται ελληνοτουρκικές «συνοριακές διαφορές», οι οποίες έπρεπε να επιλυθούν. Ουσιαστικά εμμέσως αποδεχόταν την επεκτατική θεωρία της Άγκυρας περί «γκρίζων ζωνών».
Αλλά και με τη συμφωνία για αμοιβαία αποφυγή μονομερών ενεργειών, η Ελλάδα αποδέχθηκε εμμέσως πλην σαφώς να μην επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, όπως έχει δικαίωμα από το διεθνές δίκαιο, με αντάλλαγμα η Τουρκία να μην καταλάβει κάποια βραχονησίδα; Γιατί κατά τα άλλα, η Άγκυρα δεν σταμάτησε τις μονομερείς προκλητικές ενέργειές της.
Χαμηλές θερμοκρασίες λόγω εσωτερικού πολέμου
Μετά την άνοδο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην εξουσία το 2002, είναι αληθές ότι σε γενικές γραμμές επικράτησαν χαμηλές θερμοκρασίες στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, αν και δεν έλειψαν δραματικά γεγονότα, όπως η κατάρριψη του ελληνικού μαχητικού και κόστισε τη ζωή στον πιλότο Κώστα Ηλιάκη, μετά από φονικό ελιγμό τουρκικού αεροσκάφους (2006).
Η σχετική ύφεση που επικράτησε στο ελληνοτουρκικό μέτωπο δεν οφείλεται, βεβαίως, στη δεινότητα της ελληνικής διπλωματίας. Οφείλεται στον άτυπο εσωτερικό πόλεμο που έλαβε χώρα στην Τουρκία από το 2002 μέχρι και το 2012. Ο Ερντογάν δεν ήθελε κρίση με την Ελλάδα, επειδή είχε συνείδηση πως το κεμαλικό βαθύ κράτος θα την εκμεταλλευόταν για να ανατρέψει τη νεοοθωμανική κυβέρνηση. Η «υπόθεση Βαριοπούλα», άλλωστε, ήταν ένα σχέδιο της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας να προκαλέσει θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα για να κάνει στη συνέχεια πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν.
Η εποχή, όμως, εκείνη έχει παρέλθει οριστικά. Ο Ερντογάν κέρδισε εκείνον τον άτυπο εσωτερικό πόλεμο και ξεδόντιασε το κεμαλικό βαθύ κράτος. Και όταν από το 2013 άρχισε να εκδηλώνει τάσεις αυτονόμησης, οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν το δίκτυο Γκιουλέν για να τον βάλουν στο χέρι, στοιχειοθετώντας κατηγορίες για υπαρκτή διαφθορά. Ήταν ο τρόπος τους για να του υπενθυμίσουν ποιος κάνει κουμάντο και να τον υποχρεώσουν να σκύψει το κεφάλι.
Ο Τούρκος πρόεδρος, όμως, αντέδρασε διαφορετικά από ό,τι περίμεναν στην Ουάσιγκτον. Κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του άλλοτε συμμάχου του Γκιουλέν και των δικτύων, μέσω των οποίων οι ΗΠΑ ασκούσαν επιρροή στην Τουρκία. Κάπως έτσι φθάσαμε στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το οποίο ο Ερντογάν χρησιμοποίησε ως ευκαιρία και βεβαίως ως νομιμοποιητική βάση για να εκκαθαρίσει σχεδόν πλήρως όχι μόνο το κράτος, αλλά και όλους τους μη κρατικούς μηχανισμούς άσκησης επιρροής.
Φοβάται τους Αμερικανούς
Καθόλη την περίοδο 2013-19, ο Ερντογάν διατηρεί ανοικτό το μέτωπο με την Ελλάδα, προσθέτοντας μάλιστα στο καλάθι των παραδοσιακών τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων και την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι σαφές πως προτεραιότητά του δεν ήταν να μετατρέψει τον ψυχρό πόλεμο σε θερμό. Όχι μόνο επειδή η Τουρκία είχε εμπλακεί στρατιωτικά στη Συρία. Ούτε επειδή κατέφυγε σε σεισμικές έρευνες και αργότερα σε γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ για να εκβιάσει τη Λευκωσία να μοιραστεί με την Άγκυρα (μέσω του ψευδοκράτους) τον ενεργειακό πλούτο της.
Ο κύριος λόγος είναι ότι φοβόταν μήπως ο αμερικανικός παράγοντας εκμεταλλευθεί μία ελληνοτουρκικό κρίση για να τον πλήξει. Μπορεί ο φόβος του να ήταν υπερβολικός, αλλά σημασία είχε ότι φοβόταν και ο φόβος του επηρέαζε τις αποφάσεις του. Εξ ου και η τουρκική επιθετικότητα, παρότι οξύνθηκε στο ρητορικό επίπεδο και συνοδεύθηκε από επικίνδυνες έμπρακτες προκλήσεις, σε γενικές γραμμές δεν διέβη τον Ρουβίκωνα.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν αυτή η ασταθής ισορροπία θα συνεχισθεί. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν περιέλθει στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, ο Ερντογάν δέχεται εισηγήσεις από συνεργάτες του να προκαλέσει κρίση, ενδεχομένως και θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα. Η προαναγγελία, μάλιστα, πραγματοποίησης σεισμικών ερευνών στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Καστελλόριζου και Ρόδου είναι μία ένδειξη πως δεν υπάρχουν απλώς εισηγήσεις, αλλά και επεξεργασμένο σχέδιο.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει ισχυρό κίνητρο να βαδίσει αυτό τον δρόμο, αλλά έχει και εξίσου ισχυρό αντικίνητρο να αντισταθεί στον πειρασμό. Το τι τελικώς θα επιλέξει, το εάν θα επιλέξει να πυροδοτήσει ή όχι τον μηχανισμό πρόκλησης κρίσης (σεισμικές έρευνες), θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, με καθοριστικό το πως θα εξελιχθεί το αμέσως επόμενο διάστημα το υφιστάμενο αμερικανοτουρκικό ρήγμα.