Η αναβάθμιση των τεσσάρων (4) φρεγατών MEKO-200 του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) είναι επιβεβλημένη, αν δεν θέλουμε να απαξιώσουμε τέσσερα (4) πολύτιμα πλοία, τα οποία μπορούν να συμβάλουν στην εθνική μας άμυνα για τουλάχιστον άλλα 15-20 χρόνια, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η αναβάθμιση τους δεν θα είναι μερική, αλλά εκτεταμένη. Το άρθρο παρουσιάζει τα προγράμματα αναβάθμισης των MEKO-200 της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, ως δυνητικές επιλογές και για το ΠΝ, που βρίσκεται σήμερα το πρόγραμμα αναβάθμιση των ελληνικών MEKO-200 και τι συμβαίνει με τις τουρκικές ΜΕΚΟ-200.
Το πρόγραμμα ANZAC αφορούσε στη ναυπήγηση 10 φρεγατών MEKO-200 για λογαριασμό της Αυστραλίας (8 πλοία) και της Νέας Ζηλανδίας (2 πλοία). Τα πλοία της Αυστραλίας ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1993-2004 και παραδόθηκαν την περίοδο 1996-2006. Τα δύο (2) πλοία της Νέας Ζηλανδίας ναυπηγήθηκαν την περίοδο 1994-1997 και παραδόθηκαν το 1997 και το 1999 αντίστοιχα. Το πρόγραμμα ANZAC έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρο: Τα πλοία επιλέχθηκαν και ναυπηγήθηκαν με τις ελάχιστες δυνατές επιθετικές και αμυντικές επιχειρησιακές ικανότητες, αλλά με υποδομή για την προσθήκη νέων επιθετικών και αμυντικών δυνατοτήτων στο μέλλον.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού κόστους, αλλά, ταυτόχρονα, δημιούργησε την ανάγκη της συνεχούς αναβάθμισης. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι τόσο η Αυστραλία όσο και η Νέα Ζηλανδία άρχισαν να προγραμματίζουν την αναβάθμιση των πλοίων πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ναυπήγηση τους. Για παράδειγμα από το τρίτο πλοίο της Αυστραλίας και μετά («Warramunga»), οι φρεγάτες ενσωμάτωσαν τη δυνατότητα χρήσης των βλημάτων RIM-162 Evolved Sea Sparrow Missile (ESSM), αντί των RIM-7 Sea Sparrow (τέσσερα βλήματα σε κάθε ένα από τα οκτώ κελιά του Mk.41, συνολικά 32 βλήματα). Η επιλογή του ESSM συνοδεύτηκε και από την εγκατάσταση συστήματος κατάγαυσης στόχου συνεχούς κύματος της CEA Technologies.
Το 1996 η Αυστραλία ανακοίνωσε την απόφαση της να εφαρμόσει το πρόγραμμα WIP (Warfighting Improvement Program), το οποίο αφορούσε στην εγκατάσταση ενός νέου ραντάρ διάταξης φάσης και ενός δεύτερου κάθετου συστήματος εκτόξευσης Mk.41 VLS. Ωστόσο το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν προχώρησε, ακυρώθηκε το 1999 και αντικαταστάθηκε, το 2004, από ένα πρόγραμμα αναβάθμισης των δυνατοτήτων προστασίας από βλήματα κατά πλοίων (ASMD : Anti-Ship Missile Defence).
Το πρόγραμμα ASMD αφορούσε στην εγκατάσταση των ραντάρ διάταξης φάσης capability CEAFAR και CEAMOUNT της CEA Technologies, στην εγκατάσταση του υπέρυθρου συστήματος έρευνας και ανίχνευσης (IRST : Infrared Search and Track) Vampir NG και στην εγκατάσταση του ραντάρ πλοήγησης Sharpeye. Επίσης έγιναν και εργονομικές αλλαγές στα πλοία. Η εφαρμογή του προγράμματος ASMD στο πρώτο πλοίο ολοκληρώθηκε το 2010 και ακολούθησαν δοκιμές αποδοχής, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με επιτυχία το 2011. Στη συνέχεια υπογράφηκε η σύμβαση αναβάθμισης και των υπόλοιπων επτά (7) πλοίων με κόστος $ 650 εκατομμύρια. Το πρόγραμμα ξεκίνησε το 2012 και ολοκληρώθηκε το 2017.
Από το 2005 και μετά η Αυστραλία άρχισε να εφοδιάζει τις φρεγάτες της με βλήματα κατά πλοίων Harpoon της έκδοσης Block.2 και με δύο (2) πολυβόλα M2HB των 12,7 χιλιοστών επί τηλεχειριζόμενων πύργων Mini Typhoon. Μαζί με τα πολυβόλα εγκαταστάθηκαν και ηλεκτροπτικά συστήματα TopLite. Το 2008 αντικαταστάθηκαν και οι αμερικανικές τορπίλες Mk.46 από τις ευρωπαϊκές MU-90 Impact. Σήμερα σε εξέλιξη βρίσκεται το πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής AMCAP (ANZAC Mid-life CAPability assurance programme), με την αναβάθμιση της πρώτης φρεγάτας να ολοκληρώνεται τον Απρίλιο του 2018. Το πρόγραμμα είναι συνολικού κόστους $ 1,4 δισεκατομμυρίων, δηλαδή $ 175 εκατομμύρια ανά πλοίο. Το συμβόλαιο υπογράφηκε τον Απρίλιο του 2016 και οι εργασίες αναβάθμισης θα ολοκληρωθούν το 2024.
Το πρόγραμμα AMCAP αφορά στην αντικατάσταση του ραντάρ SPS-49(V)8 από το νεότερο και ικανότερο ενεργητικό ραντάρ διάταξης φάσης έρευνας αέρος CEAFAR2-L, στην αντικατάσταση του συστήματος IFF, στην αντικατάσταση του συστήματος Ηλεκτρονικών Μέσων Υποστήριξης, στην αναβάθμιση του συστήματος προστασίας από τορπίλες και στην εγκατάσταση συστήματος ενεργητικών αντιμέτρων για βλήματα κατά πλοίων. Άλλες τροποποιήσεις αφορούν στην εγκατάσταση νέων συστημάτων επικοινωνιών και βελτιώσεις στο διοίκησης και ελέγχου. Από το 2027-2028 οι φρεγάτες ANZAC θα αντικατασταθούν από τις φρεγάτες κλάσης «Hunter», η ναυπήγηση των οποίων θα ξεκινήσει το 2020. Υπενθυμίζουμε ότι τον Ιούνιο του 2018 το Αυστραλιανό Υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε την επικράτηση της BAE Systems και της σχεδίασης Type-26 για το πρόγραμμα ναυπήγησης των εννέα (9) φρεγατών κλάσης «Hunter», συνολικού κόστους $ 25,9 δισεκατομμυρίων.
Ανάλογη προσέγγιση, δηλαδή αυτή της διαρκούς αναβάθμισης, έχει επιλέξει και η Νέα Ζηλανδία. Αμέσως μετά την ένταξη σε υπηρεσία των δύο (2) πλοίων εφαρμόστηκε πρόγραμμα εγκατάστασης συστημάτων CIWS Phalanx, τα οποία αφαιρέθηκαν από τις αποσυρόμενες φρεγάτες «Leander». Επίσης εγκαταστάθηκαν και τορπιλοσωλήνες Mk.32. Στα τέλη του 2006 η Νέα Ζηλανδία εφοδίασε τις MEKO-200 με τηλεχειριζόμενους πύργους Mini Typhoons και ηλεκτροπτικό σύστημα TopLite. Το 2007 ξεκίνησε ένα ευρύ πρόγραμμα αναβάθμισης τεσσάρων (4) σταδίων.
Το πρόγραμμα PSU (Platform Systems Upgrade), άρχισε να σχεδιάζεται το 2004 και αφορά σε: (α) Εργονομικές αλλαγές στο εσωτερικό του πλοίου, για τη δημιουργία γυμναστηρίου και αύξηση των υποδομών ατομικής υγιεινής του πληρώματος (β) Αντικατάσταση των πετρελαιοκινητήρων TB83 από τους νεότερους TB93, οι οποίοι είναι ισχυρότεροι κατά 1.900 ίππους (γ) Εγκατάσταση νέου ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και (δ) Αναβάθμιση του συστήματος περιβαλλοντολογικού ελέγχου του πλοίου.
Τα δύο (2) πρώτα στάδια του προγράμματος PSU εφαρμόστηκαν στη διάρκεια της προγραμματισμένης γενικής επιθεώρησης και επισκευής των πλοίων το 2009 και το 2010 αντίστοιχα, ενώ τα δύο τελευταία στάδιο του προγράμματος PSU εφαρμόστηκαν στην επόμενη γενική επιθεώρηση και επισκευή των πλοίων το 2011 και 2012 αντίστοιχα. Τον Απρίλιο του 2014 αποφασίστηκε η εφαρμογή ενός νέου προγράμματος, του FSU (Frigate Systems Upgrade), με την αντικατάσταση του συστήματος διαχείρισης μάχης, με το νεότερο CMS-330 της Lockheed Martin, την εγκατάσταση του αντιαεροπορικού συστήματος Sea Ceptor (αντικατέστησε τα βλήματα Sea Sparrow) και την εγκατάσταση του συστήματος Sea Sentor προστασίας από τορπίλες. Το πρόγραμμα FSU θα διατηρήσει τις φρεγάτες αξιόπιστες και ικανές έως το 2035.
Σίγουρα τα προγράμματα αναβάθμισης των φρεγατών MEKO-200 της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν δυνητική επιλογή για το ΠΝ, όχι απαραίτητα αυτούσια, αλλά ως βάση ανάπτυξης μιας διαμόρφωσης που θα ικανοποιούσε της επιχειρησιακές ανάγκες του ΠΝ και θα επέτρεπε στις ελληνικές MEKO-200 να παραμείνουν επιχειρησιακές και ικανές έως το 2035-2040. Πια όμως είναι η κατάσταση και τα δεδομένα σήμερα; Στις 2 Απριλίου πέρασε από το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ) το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των ΜΕΚΟ-200. Έκτοτε εκκρεμεί η προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού, η έναρξη του ανταγωνιστικού διαλόγου, η κατάθεση των προσφορών η αξιολόγηση αυτών και η τελική επιλογή.
Εάν ολοκληρωθούν όλα αυτά τα στάδια εντός του 2020 το πρόγραμμα θα ξεκινήσει το 2021. Το σχετικό κονδύλι, και για τα τέσσερα (4) πλοία, δεν θα ξεπεράσει τα € 100-120 εκατομμύρια, δηλαδή € 25-30 εκατομμύρια ανά πλοία, μια δαπάνη πολύ μικρή για να υπάρξει ουσιαστική αναβάθμιση των πλοίων. Σε κάθε περίπτωση το ΠΝ θέλει την εγκατάσταση ενός σύγχρονου τακτικού συστήματος καθώς και νέου ραντάρ έρευνας αέρος, πιθανότατα το SMART-S Mk.2 ως μια ικανοποιητική επιλογή από πλευράς κόστους/οφέλους, αν και υποψηφιότητα έχει θέσει και το NS-100 της Thales.
Ιδανικά, το ΠΝ θα ήθελε και την εγκατάσταση τρίτου καταυγαστήρα STIR 1.2 EO Mk.2 ώστε τα πλοία να μπορούν να εμπλέκουν ταυτοχρόνως τρεις (3) στόχους αντί των δύο (2) που μπορούν σήμερα. Ένα άλλο «θέλω» του ΠΝ είναι η προσθήκη ηλεκτροπτικού συστήματος. Ως προς τα οπλικά συστήματα των φρεγατών δεν αναμένεται να υπάρξουν σημαντικές παρεμβάσεις καθώς τα χρήματα δεν επαρκούν. Εάν όμως υπάρξει διάθεση κονδυλίων τότε η πρώτη επιλογή του ΠΝ είναι η αναβάθμιση των CIWS Phalanx Mk.15 Block.1 στο επίπεδο Block.1B Baseline.2.
Εναλλακτικά μπορεί να επιλεγεί και η γαλλική πρόταση, της Naval Group, η οποία περιλαμβάνει το σύστημα μάχης SETIS, το ραντάρ SMART-S Mk.2, και το σύστημα υποστήριξης ηλεκτρονικών αντιμέτρων Vigile-200S, αντί του υφιστάμενου AR-700. Το SMART S Mk.2 έχει δυνατότητα να εντοπίζει εναέριους στόχους μεγέθους αεροσκάφους σε μέγιστη απόσταση 200 χιλιομέτρων και στόχους με χαμηλό ηλεκτρομαγνητικού ίχνους, όπως είναι τα επερχόμενα βλήματα, σε μέγιστη απόσταση 50 χιλιομέτρων.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε εξέλιξη βρίσκεται και το πρόγραμμα εγκατάστασης νέων ηλεκτροπτικών αισθητήρων σε 19 συνολικά πλοία του Στόλου. Το πρόγραμμα αφορά σε αντισταθμιστικό όφελος της Raytheon προς την Ελλάδα και, μέχρι στιγμής o αισθητήρας TDR-10, της MILTECH Hellas, ελληνικής σχεδίασης και ανάπτυξης, μέγιστου βεληνεκούς 10 χιλιομέτρων και ολικού βάρους μόλις 15 κιλών (μαζί με τη βάση HI-PTU100-DSG, που είναι βάρους 9 κιλών), έχει εγκατασταθεί στη φρεγάτα F-455 «Σαλαμίς», στις δύο (2) κανονιοφόρους κλάσης «Αρματωλός» και στην κανονιοφόρο P-61 «Πολεμιστής» (HSy-55). Το σχετικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2017 και ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο του 2018.
Τα 15 επιπλέον πλοία, τα οποία αναμένεται να αναβαθμιστούν, δεν γνωρίζουμε τι τύπου είναι. Σε κάθε περίπτωση και τα 15 πλοία θα εξοπλιστούν με τη βελτιωμένη έκδοση TDR-10A, η οποία ενσωματώνει τα ίδια υπό-συστήματα, με την έκδοση TDR-10, αλλά το αποστασιόμετρο λέιζερ επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 30 χιλιόμετρα. Το όλο σύστημα ζυγίζει 22 κιλά (μαζί με τη βάση που ζυγίζει 12,7 κιλά). Μια άλλη διαφοροποίηση είναι ότι το αποστασιόμετρο λέιζερ, οι κινούμενοι φακοί θερμικής απεικόνισης και η κάμερα ημέρας υψηλής ανάλυσης έχουν διαχωριστεί από το υπόλοιπο σύστημα. Το μέγιστο βεληνεκές εντοπισμού του TDR-10A, για στόχο επιπέδου μικρού σκάφους διαστάσεων 2,3 x 2,3 μέτρων, είναι 18,1 χιλιόμετρα.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το πρόγραμμα αναβάθμισης των τεσσάρων (4) φρεγατών MEKO-200 Track.2A/.2B κλάσης «Barbaros» του Τουρκικού Ναυτικού, το οποίο εκτελεί η Aselsan, αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2025. Το σχετικό συμβόλαιο υπογράφηκε τον Ιούλιο του 2017. Τα πλοία θα εφοδιαστούν, μεταξύ άλλων, με το σύστημα διαχείρισης μάχης BI-SYS, εξέλιξη του Genesis, το οποίο εξοπλίζει τις κορβέτες MilGem και τις φρεγάτες Perry. Επίσης θα ενσωματώνουν και νέο σύστημα ελέγχου πυρός για το πυροβόλο Mk.45 των 127 χιλιοστών. Το πρόγραμμα αφορά και στην αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό της συνολικής ηλεκτρονικής υποδομής των πλοίων, έτσι ώστε να παραμείνουν αξιόμαχα μέχρι το 2040 περίπου.
Το νέο σύστημα BI-SYS είναι υπό ανάπτυξη και φυσικά θα δοκιμαστεί πρώτα πριν εγκατασταθεί στα υπό αναβάθμιση πλοία. Σύμφωνα με το ισχύον χρονοδιάγραμμα, το πρώτο πλοίο θα πρέπει να παραδοθεί στο Τουρκικό Ναυτικό το Νοέμβριο του 2020 για δοκιμές, πριν ενταχθεί εκ νέου σε υπηρεσία. Στην συνέχεια θα ακολουθήσει η αναβάθμιση και των υπόλοιπων τριών φρεγατών με ορίζοντα περάτωσης του προγράμματος το 2025.