Στο προηγούμενο άρθρο μας, δώσαμε έμφαση στα επιθετικά ελικόπτερα ως τμήμα ελιγμού και όχι ως στοιχείο υποστήριξης τμημάτων ελιγμού. Αναλύσαμε τις νέες τεχνικές και τακτικές για τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του ελικοπτέρου. Στο σημερινό άρθρο αναλύουμε όλα εκείνα τα τεχνικά χαρακτηριστικά που κάνουν το AH-64 Apache και ακόμα περισσότερο AH-64D Apache τον πιο κρίσιμο πολλαπλασιαστή ισχύος του ΕΣ.
Το AH-64 Apache, της Hughes (πλέον ανήκει στην Boeing) συμμετείχε, ως YAH-64, στο διαγωνισμό AAH (Advanced Attack Helicopter), του Αμερικανικού Στρατού (US Army), από το 1973 έως το 1976. Στόχος του προγράμματος AAH ήταν η ανάπτυξη ενός επιθετικού ελικοπτέρου, κυρίως σε αντιαρματικό ρόλο, το οποίο θα μπορεί να επιχειρεί ημέρα, νύχτα, κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες και θα μπορεί να ακολουθεί το Πεζικό στο πεδίο της μάχης. Το πρόγραμμα άρχισε αμέσως μετά την ακύρωση του προγράμματος επιθετικού ελικοπτέρου AH-56 Cheyenne της Lockheed.
Στο διαγωνισμό συμμετείχαν το YAH-63 της Bell και το YAH-64 της Hughes. Τα δύο πρωτότυπα πέταξαν για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1975 και παραδόθηκαν στις αρχές προς αξιολόγηση τον Μάιο του 1976. Τελικά, στις 10 Δεκεμβρίου του 1976 επιλέχθηκε η πρόταση της Hughes. Η φάση ανάπτυξης του νέου ελικοπτέρου διήρκεσε από το 1977 έως το 1982, όταν άρχισε η μαζική παραγωγή. Τα πρώτα ελικόπτερα παραδόθηκαν τον Ιανουάριο του 1984.
Στην έκδοση AH-64A Apache αλλά και στις εκδόσεις AH-64B/C Apache, το ελικόπτερο έχει πλήρωμα δύο άτομα (κυβερνήτης και συγκυβερνήτης ή πυροβολητής) σε διαμόρφωση tandem (ο ένας χειριστής πίσω από τον άλλο).
Στα ηλεκτρονικά συστήματα του ελικοπτέρου περιλαμβάνονται το σύστημα πρόσκτησης και κατάδειξης στόχου TADS (Target Acquisition and Designation Sight), το οποίο ενσωματώνει οπτικά συστήματα, παθητικό σύστημα FLIR (forward-looking infrared), τηλεοπτική κάμερα χαμηλού φωτισμού, αποστασιόμετρο laser με ενσωματωμένο σύστημα κατάδειξης στόχου, σύστημα ανίχνευσης laser ολοκληρωμένο στο σύστημα νυχτερινής όρασης του πιλότου (PNVS = pilot’s night vision sensor), ένα ψηφιακό σύστημα ελέγχου πυρός και σύστημα προβολής δεδομένων επί της κάσκας IHADSS (Integrated Helmet and Display Sighting System), το οποίο επιτρέπει τη γρήγορη και ευέλικτη πρόσκτηση στόχου και από τα δύο μέλη του πληρώματος.
Η θωράκιση του ελικοπτέρου εξασφαλίζει την επιβίωση του πληρώματος από φυσίγγια υψηλής εκρηκτικότητας ή από διατρητικά φυσίγγια διαμετρήματος 23mm.
Ο εξοπλισμός του περιλαμβάνει ένα πυροβόλο M-230E1 των 30mm, έως 16 αντιαρματικά βλήματα AGM-114 Hellfire και έως τέσσερις κάλαθους ρουκετών Hydra-70 των 70mm στη διαμόρφωση των επτά ρουκετών ανά κάλαθο (28 ρουκέτες σύνολο) ή των 19 ρουκετών ανά κάλαθο (76 ρουκέτες σύνολο). Επίσης, μπορεί να εξοπλιστεί με έως δύο βλήματα καταστολής της εχθρικής αεράμυνας AGM-122 Sidearm ή με δύο βλήματα αέρος-αέρος AIM-9 μικρού βεληνεκούς Sidewinder.
Έκαστο ελικόπτερο ενσωματώνει δύο κινητήρες T700-GE-701C της General Electric, μέγιστης ισχύος 2 x 1.843 ίππων.
Το πυροβόλο έχει μήκος 1,68 μέτρα, βάρος 57,5 κιλά, ενώ έχει ρυθμό βολής της τάξεως των 625 φυσιγγίων/λεπτό με μία απόκλιση +/- 25 φυσίγγια/λεπτό. Το απόθεμα φυσιγγίων διαμετρήματος 30 x 113mm είναι 1.200 M-789/-799 (υψηλής εκρηκτικότητας διπλού ρόλου) ή Μ-788 (εκπαιδευτικά τροχιοδεικτικά) ή M-848 (αβολίδοτα).
Το οπλικό σύστημα Hellfire συγκροτείται από το βλήμα AGM-114 Hellfire, τους εκτοξευτές M-272 και Μ-299 (για τα ελικόπτερα AH-1W Super Cobra και AH-64 Apache/UH-60 Black Hawk αντίστοιχα, ο εκτοξευτής Μ-299 είναι μία βελτιωμένη έκδοση του Μ-272) και από ένα επίγειο σύστημα κατάδειξης στόχων.
Το βλήμα αποτελείται από τέσσερα τμήματα: τον ερευνητή, το τμήμα καθοδήγησης, την πολεμική κεφαλή και το τμήμα ελέγχου. Το βλήμα έχει αναπτυχθεί στις εξής εκδόσεις: AGM-114A Basic Hellfire (εκτός παραγωγής πλέον), AGM-114B Hellfire (αναπτύχθηκε για το ναυτικό και ενσωματώνει ηλεκτρονικό σύστημα ασφάλισης και απασφάλισης της πολεμικής κεφαλής), AGM-114C Hellfire με βελτιωμένο ημι-ενεργό ερευνητή laser, AGM-114F Interim Hellfire με δύο πολεμικές κεφαλές σε διαμόρφωση tandem, AGM-114K Hellfire II με βελτιωμένα ηλεκτρονικά συστήματα και ψηφιακό αυτόματο πιλότο, AGM-114L Longbow Hellfire II για χρήση από τα ελικόπτερα AH-64D Longbow Apache, AGM-114M Blast-Fragmentation Hellfire II με βελτιωμένη πολεμική κεφαλή σε σχέση με την έκδοση AGM-114K Hellfire II και M-36E1 TGM (Training Guided Missile), η οποία χρησιμοποιείται στην εκπαίδευση.
Σε όλες τις εκδόσεις η διάμετρος του βλήματος είναι 18mm, ενώ το μήκος και το βάρος κυμαίνεται ανάλογα με την έκδοση (45,3-48,9 κιλά και 1,63-1,8 μέτρα).
Το οπλικό σύστημα Hydra-70 (70mm) συγκροτείται από τους κάλαθους Μ-260 (με επτά θέσεις)/Μ-261 (με 19 θέσεις), τον κινητήρα Mk.66 Mod.1/.2/.3/.4 και την πολεμική κεφαλή (υψηλής εκρηκτικότητας, φωτιστικές, καπνογόνες, εκπαιδεύσεων κ.α.). Ο κάλαθος Μ-260 έχει βάρος (κενό) 15,9 κιλά και μέγιστο βάρος 143,9 κιλά, ενώ ο κάλαθος M-261 έχει βάρος (κενό) 37,1 κιλά και μέγιστο βάρος 299 κιλά
Οι διαστάσεις του ελικοπτέρου είναι (μήκος x ύψος x εκπέτασμα πτερυγίων) 17,73 μέτρα x 4,65 μέτρα x 5,23 μέτρα. Το βάρος του είναι (κενό) 5.345 κιλά, ενώ το μέγιστο βάρος απογείωσης είναι 6.829 κιλά.
Η μέγιστη επιχειρησιακή οροφή είναι τα 15.895 πόδια (4.845 μέτρα) εντός του πεδίου επίδρασης του εδάφους και σε μία ημέρα με κανονική θερμοκρασία ή 14.845 πόδια (4.525 μέτρα) εντός του πεδίου επίδρασης του εδάφους σε μία θερμή ημέρα.
Εκτός της επίδρασης του εδάφους η μέγιστη επιχειρησιακή οροφή περιορίζεται στα 12.685 πόδια (3.866 μέτρα) σε μία ημέρα με κανονική θερμοκρασία ή στα 11.215 πόδια (3.418 μέτρα) σε μία θερμή ημέρα. Ο μέγιστος βαθμός ανόδου είναι της τάξεως των 2.915 ποδών/λεπτό (889 μέτρα/λεπτό) ή 2.890 πόδια/λεπτό (881 μέτρα/λεπτό) σε μία ζεστή ημέρα. Ο μέγιστος κάθετος βαθμός ανόδου είναι της τάξεως των 2.175 ποδών/λεπτό (663 μέτρα/λεπτό) ή 2.050 πόδια/λεπτό (625 μέτρα/λεπτό) σε μία ζεστή ημέρα.
Η μέγιστη ταχύτητα που επιτυγχάνει το ελικόπτερο είναι οι 150 κόμβοι/ώρα (278 km/h) όταν ίπταται σε επίπεδο θαλάσσης ή 153 κόμβους/ώρα (283 km/h) όταν ίπταται σε ύψος 2.000 ποδών (610 μέτρων) με θερμοκρασία περιβάλλοντος 21 C. Η εμβέλειά του είναι 400 km με τη χρήση μόνο των εσωτερικών καυσίμων ή 1.900 km με την προσθήκη εξωτερικών δεξαμενών καυσίμου.
Η ανάπτυξη της έκδοσης AH-64B Apache ακυρώθηκε το 1992 και αφορούσε την ενδιάμεση αναβάθμιση 254 AH-64A Apache με σύστημα GPS (Global Positioning System), νέους σταθμούς ασυρμάτων, νέες έλικες και βελτιωμένα συστήματα πλοήγησης. Το Νοέμβριο του 1991 το Κογκρέσο απεφάνθη ότι, αφού αναπτύσσεται η έκδοση AH-64C Apache, τότε η χρηματοδότηση θα έπρεπε να διοχετευτεί προς αυτή την κατεύθυνση και να ακυρωθεί η ανάπτυξη του προγράμματος AH-64B Apache, κάτι το οποίο συνέβη το 1992.
Όλες οι εκδόσεις του AH-64 Apache μπορούν να μεταφερθούν αεροπορικά από αεροσκάφος C-5 Galaxy (έξι ελικόπτερα) ή από αεροσκάφος C-17 Globemaster III (τρία ελικόπτερα).
Η έκδοση AH-64C Apache αναπτύχθηκε ως πακέτο αναβάθμισης όσων AH-64A Apache επρόκειτο να αναβαθμιστούν στο επίπεδο AH-64D Apache (δηλαδή το πακέτο αναβάθμισης δεν περιελάμβανε το ραντάρ χιλιομετρικού κύματος Longbow και τους αναβαθμισμένους κινητήρες T700-GE-701C). Σύμφωνα με τον προγραμματισμό, περίπου 540 ελικόπτερα επρόκειτο να αναβαθμιστούν στο επίπεδο AH-64C Apache (αργότερα μειώθηκαν σε 501), αλλά το 1993 η κωδικοποίηση της έκδοσης άλλαξε σε AH-64D Apache.
AH-64D Longbow Apache
Η έκδοση ΑΗ-64D Longbow Apache είναι η πλέον προηγμένη έκδοση του ελικοπτέρου. Οι διαστάσεις (εκτός από το μέγιστο βάρος απογείωσης, το οποίο έχει αυξηθεί στα 7.270 κιλά) και η μέγιστη εμβέλεια του ελικοπτέρου AH-64D Apache/Longbow Apache είναι όμοια με τις προηγούμενες εκδόσεις. Ωστόσο διαφοροποιείται ελαφρώς ως προς τις επιδόσεις.
Για το AH-64D Apache/Longbow Apache η μέγιστη επιχειρησιακή οροφή έχει περιοριστεί στα 14.650 πόδια (4.4465 μέτρα) εντός του πεδίου επίδρασης του εδάφους και σε μία ημέρα με κανονική θερμοκρασία ή στα 13.350 πόδια (4.068 μέτρα) εντός του πεδίου επίδρασης του εδάφους σε μία θερμή ημέρα. Εκτός της επίδρασης του εδάφους η μέγιστη επιχειρησιακή οροφή περιορίζεται στα 10.520 πόδια (3.206 μέτρα) σε μία ημέρα με κανονική θερμοκρασία ή στα 9.050 πόδια (2.759 μέτρα) σε μία θερμή ημέρα.
Ο περιορισμός των επιδόσεων ήταν φυσικό επόμενο μετά την αύξηση του μέγιστου βάρους απογείωσης. Ομοίως, ο μέγιστος βαθμός ανόδου μειώθηκε στα 2.635 πόδια/λεπτό (803 μέτρα/λεπτό) ή 2.600 πόδια/λεπτό (793 μέτρα/λεπτό) σε μία ζεστή ημέρα, όπως μειώθηκε και ο μέγιστος κάθετος βαθμός ανόδου στα 1.775 πόδια/λεπτό (541 μέτρα/λεπτό) ή 1.595 πόδια/λεπτό (625 μέτρα/λεπτό) σε μία ζεστή ημέρα. Τέλος, η μέγιστη ταχύτητα περιορίστηκε στους 147 κόμβους/ώρα (272 km/h) όταν ίπταται σε επίπεδο θαλάσσης ή 149 κόμβους/ώρα (276 km/h) όταν ίπταται σε ύψος 2.000 ποδών (610 μέτρων) με θερμοκρασία περιβάλλοντος 21 C.
Συγκριτικά με τις προηγούμενες εκδόσεις τα AH-64D Longbow Apache παρουσιάζουν μία σειρά πλεονεκτημάτων, όπως είναι η σημαντική αύξηση της καταστροφικότητας, η αύξηση του βαθμού επιβιωσιμότητας, η βελτίωση των διαδικασιών εμπλοκής του στόχου, η ευκολία προσβολής σταθερών και κινούμενων στόχων σε περιβάλλον περιορισμένου φωτός και ορατότητας και σε απόσταση έως και 8 km, η μείωση των απαιτήσεων συντήρησης κ.α.
Επιπλέον, το ΑΗ-64D Longbow Apache διαθέτει μία ευέλικτη ψηφιακή αρχιτεκτονική ηλεκτρονικών συστημάτων, ενσωματωμένο σύστημα ελέγχου εξοπλισμού (BITE = Build In Test Equipment), αυτόματο σύστημα ελέγχου εξοπλισμού (ΑΤΕ = Automatic Test Equipment) και Αλληλεπιδρώμενο Ηλεκτρονικό Τεχνικό Εγχειρίδιο (IETM = Interactive Electronic Technical Manual).
Άλλες αναβαθμίσεις αφορούν στο σύστημα παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και στο σύστημα κλιματισμού. Επίσης, το ελικόπτερο ενσωματώνει ένα βελτιωμένο TADS (Μ/TADS = Modernized/TADS, ένα σύστημα καταγραφής εικόνας με δυνατότητα καταγραφής 72 λεπτών, σύστημα πλοήγησης τεχνολογίας Doppler, σύστημα GPS κ.α.
Για την πρόσκτηση του στόχου ο χειριστής έχει στη διάθεσή του τρεις διαφορετικούς αισθητήρες: κάμερα ημέρας, η οποία χρησιμοποιείται για την πρόσκτηση στόχων κατά τη διάρκεια της ημέρας και σε χαμηλά ύψη, σύστημα πρόσκτησης και κατάδειξης στόχου FLIR, το οποίο χρησιμοποιείται για θερμική απεικόνιση σε πραγματικές ή μεγεθυμένες διαστάσεις ημέρα ή νύχτα και κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και σύστημα DVO για την απεικόνιση σε πραγματικές ή μεγεθυμένες έγχρωμες διαστάσεις, ημέρα και νύχτα και υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Το νέο FLIR έχει ανάλυση 4 x 480, σε σχέση με την ανάλυση 1 x 180 του FLIR των αρχικών εκδόσεων.
Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι η αναγνώριση του στόχου με τη χρήση συστήματος FLIR είναι δύσκολη, αφού ακόμα και εάν το ελικόπτερο ανακαλύψει μία πηγή εκπομπής ενέργειας δεν είναι βέβαιο ότι το πλήρωμα θα μπορέσει να αναγνωρίσει εάν ο συγκεκριμένος στόχος είναι φίλος ή εχθρός. Το σύστημα FLIR ανιχνεύει τη διαφοροποίηση της εκπεμπόμενης ενέργειας από διάφορα αντικείμενα.
Αυτό σημαίνει ότι σε ζεστές ημέρες το έδαφος μπορεί να εκπέμπει περισσότερη θερμότητα από το στόχο. Αντίστοιχα, κατά την διάρκεια της νύχτας η αναγνώριση του στόχου είναι ευκολότερη, καθώς η θερμοκρασία περιβάλλοντος μειώνεται. Σε κάποιο άλλο σημείο, η θερμότητα που εκπέμπει ο στόχος είναι παρόμοια με αυτή που εκπέμπει το περιβάλλον.
Για την εξασφάλιση της επιβίωσής του στο πεδίο της μάχης το ελικόπτερο είναι εξοπλισμένο με σύγχρονο σύστημα αυτοπροστασίας. Τα ελληνικά ελικόπτερα διαθέτουν το σύστημα HIDAS (Helicopter Integrated Defense Aid System). Το HIDAS αποτελείται από δέκτη προειδοποίησης ραντάρ (RWR = Radar Warning Receiver) τύπου Sky Guardian 2000, από δέκτη προειδοποίησης laser (LWR = Laser Warning Receiver) τύπου 1223, απο σύστημα διανομής αντιμέτρων (CMDS = Counter-Measures Dispenser System) τύπου Vicon-78 και από το κοινό σύστημα προειδοποίησης βλημάτων (CMWS = Common Missile Warning System) τύπου AAR-57.
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση της έκδοσης ΑΗ-64D Longbow Apache είναι η εγκατάσταση του ραντάρ ελέγχου πυρός χιλιομετρικού κύματος AN/APG-78 Longbow. Το ραντάρ Longbow είναι εγκαταστημένο πάνω από την κεντρική έλικα και έχει μέγιστη εμβέλεια 8 km, λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων Ka (18-40 GHz) και έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει και να ταξινομεί έως 128 στόχους, να δίνει προτεραιότητα στους 16 πιο επικίνδυνους, να διαβιβάζει τις παραπάνω πληροφορίες σε άλλα φίλια ελικόπτερα ή αεροσκάφη και να ενεργοποιεί τη διαδικασία της προσβολής του στόχου σε λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα.
Το ραντάρ αποτελείται από τέσσερα υποσυστήματα: το υποσύστημα εναέριας στόχευσης (ΑΤΜ = Air Targeting Mode), το οποίο ανιχνεύει και ταξινομεί εναέριες απειλές σταθερής ή κεκλιμένης πτέρυγας, το υποσύστημα στόχευσης εδάφους (GTM = Ground Targeting Mode), το οποίο ανιχνεύει και ταξινομεί εναέριους και στόχους εδάφους, το υποσύστημα κατατομής εδάφους (ΤΡΜ = Terrain Profiling Mode), το οποίο προσφέρει ανίχνευση εμποδίων και βοηθήματα πλοήγησης, σε περιπτώσεις ανώμαλων καιρικών συνθηκών στο πλήρωμα και το υποσύστημα ελέγχου (ΒΙΤ = Built in Test), το οποίο παρακολουθεί την ομαλή λειτουργία του ραντάρ κατά τη διάρκεια της πτήσης, ενώ απομονώνει τις ηλεκτρονικές δυσλειτουργίες πριν και κατά την διάρκεια της συντήρησης
H διάθεση του ραντάρ Longbow προσφέρει ένα εναλλακτικό και τελείως ανεξάρτητο αισθητήρα ανίχνευσης στόχων. Αυτό σημαίνει ότι ο κυβερνήτης μπορεί να ερευνά για εναέριους στόχους (χρησιμοποιώντας το υποσύστημα ΑΤΜ), ενώ ο συγκυβερνήτης μπορεί να ερευνά για επίγειους στόχους (χρησιμοποιώντας το σύστημα M/TADS). Η ταυτόχρονη χρήση των συστημάτων M/TADS και Longbow παρουσιάζει ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα: την ταχεία έρευνα, ανίχνευση και ταξινόμηση των στόχων, από το ραντάρ Longbow και την έγκαιρη διαβίβαση των στοιχείων αυτών στα ηλεκτροπτικά υποσυστήματα του M/TADS προκειμένου να πραγματοποιηθεί η αναγνώριση του στόχου.
Σύμφωνα με την Συνθήκη για τα Συμβατικά Όπλα στην Ευρώπη (Conventional Forces in Europe = CFE) η χώρα μας μπορεί να διαθέτει έως 65 επιθετικά ελικόπτερα, αριθμός ικανός για την συγκρότηση τριών Ταγμάτων Επιθετικών ελικοπτέρων (ΤΕΕ/Π) με 18 ελικόπτερα έκαστο. Στην σημερινή ραγδαία εξέλιξη του πεδίου της μάχης-τόσο σε επίπεδο διεύρυνσης των αποστολών όσο και σε επίπεδο μεγεθών (βάθος πεδίου μάχης και διάρκεια μιας αποστολής)-το επιθετικό ελικόπτερο έχει εξελιχθεί από μια απλή αντιαρματική δύναμη σε μια πλατφόρμα πολλαπλής κρούσης
Το πρώτο μεγάλο κεφάλαιο στην σύγχρονη ιστορία της ελληνικής ΑΣ άρχισε να γράφετε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (το 1991 και το 1993) όταν ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) προχώρησε στην παραγγελία 20 επιθετικών ελικοπτέρων τύπου AH-64A+ Apache. Η αποστολή των ελληνικών Apache είναι η υποστήριξη των φίλιων δυνάμεων (τόσο κατά την διάρκεια διεξαγωγής αμυντικού όσο και κατά την διάρκεια διεξαγωγής επιθετικού αγώνα) και η προσβολή των εχθρικών μονάδων κατά την φάση του ελιγμού, την προέλασης ή της απαγκίστρωσης.
Συγκριτικά με τα AH-64A+ Apache τα AH-64D Apache Longbow παρουσιάζουν μια σειρά επιχειρησιακών και τεχνικών πλεονεκτημάτων, όπως (α) σημαντική αύξηση της καταστροφηκότητας κατά 400% (β) αύξηση του βαθμού επιβιωσημότητας κατά 720% (γ) υπέρβαση των απαιτήσεων του Αμερικανικού Στρατού σε επίπεδο εμπλοκής στόχων και σε επίπεδο στόχευσης (δ) ευκολία προσβολής σταθερών και κινούμενων στόχων σε περιβάλλον περιορισμένου φωτός και ορατότητας και σε απόσταση έως 8km (ε) δυνατότητα χρήσης, ως σκοπευτικού, του συστήματος M/TADS και του ραντάρ Longbow με αποτέλεσμα να παρουσιάζει εξαιρετική ευελιξία (στ) ικανότητα του ραντάρ να αναγνωρίζει και να ταξινομεί έως 128 στόχους, να δίνει προτεραιότητα στους 16 ποιο επικίνδυνους, να διαβιβάζει τις παραπάνω πληροφορίες σε άλλα φίλια ελικόπτερα ή αεροσκάφη και να ενεργοποιεί την διαδικασία της προσβολής του στόχου σε λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα και (ζ) 33% λιγότερη συντήρηση για κάθε ώρα πτήσης.
Η κρίσιμη παράμετρος των βλημάτων
Ο συνδυασμός του ραντάρ Longbow και του βλήματος AGM-114L Hellfire II προσφέρει στο ΑΗ-64D Apache Longbow κορυφαία αντίληψη του πεδίου της μάχης και προσφέρει ευρεία κάλυψη του πεδίου της μάχης σε μεγάλες αποστάσεις και ταχεία ανίχνευση και προσβολή των επιλεγμένων στόχων μειώνοντας, παράλληλα, την επιχειρησιακή εξάρτηση του συστήματος από τις καιρικές και τις συνθήκες του πεδίου της μάχης.
Επιπλέον διαθέτει υψηλό βαθμό επιβιωσιμότητας καθώς διαθέτει ικανότητα ταχύτατης ανίχνευσης και εμπλοκής στόχων αέρος και εδάφους, προσφέρει σημαντική βοήθεια κατά την διάρκεια της πλοήγησης ενώ έχει πιστοποιηθεί με την μεταφορά και χρήση ενός βλήματος τεχνολογίας Fire-and-forget (AGM-114L Hellfire II).
H ύπαρξη του ραντάρ Longbow προσφέρει ένα εναλλακτικό και τελείως ανεξάρτητο αισθητήρα ανίχνευσης στόχων. Αυτό σημαίνει ότι ο κυβερνήτης μπορεί να ερευνά για εναέριους στόχους (χρησιμοποιώντας το υπό-σύστημα ΑΤΜ του ραντάρ Longbow) ενώ ο συγκυβερνήτης μπορεί να ερευνά για επίγειους στόχους (χρήση συστήματος M/TADS). Οι λειτουργίες αυτές πραγματοποιούνται ταυτόχρονα.
Η ταυτόχρονη χρήση των συστημάτων M/TADS και του ραντάρ Longbow παρουσιάζει ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα: την ταχεία έρευνα, ανίχνευση και ταξινόμηση των στόχων, από το ραντάρ Longbow, και την έγκαιρη διαβίβαση των στοιχείων αυτών στα ηλεκτροπτικά υπό-συστήματα του M/TADS προκειμένου να πραγματοποιηθεί η αναγνώριση του στόχου.
Ανακεφαλαιώνοντας, καθίσταται σαφές ακόμα και στον πλέον αδαή επί των αμυντικών θεμάτων πως τα επιθετικά ελικόπτερα προσφέρουν σειρά κρίσιμων πλεονεκτημάτων στην ελληνική πλευρά που μεγιστοποιούνται από την τακτική αξιοποίηση των οπλικών χαρακτηριστικών που διαθέτουν τα ελικόπτερα Apache A και D. Οι στόχοι για την ελληνική πλευρά πρέπει να κινούνται στους ακόλουθους άξονες:
Πρώτον, τον εκσυγχρονισμό των Α. Ήδη γίνονται προσπάθειες προς αυτή τη κατεύθυνση τις οποίες και έχουμε αναδείξει. Όμως δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως και τα D με τη σειρά τους μέσα στην επόμενη πενταετία θα χρειαστούν εκσυγχρονισμό.
Δεύτερον, την απόκτηση νέων βλημάτων και κατευθυνόμενων ρουκετών (AGM-114L Hellfire II και APKWS).
Τρίτον, την έγκαιρη κινητοποίηση ώστε να αποκτηθούν μεταχειρισμένα Apache από την Αμερικανική Αεροπορία Στρατού.