Η περιπέτεια της Ελλάδα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Β’ ΠΠ) ξεκίνησε την αυγή τη 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν η Ιταλία κήρυξε πόλεμο στη χώρα μας. Ωστόσο ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) απέκρουσε την ιταλική επίθεση, αντεπιτέθηκε και εκδίωξε τις ιταλικές δυνάμεις από το πάτριο έδαφος.
Μετά από διαδοχικές νίκες, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε στη γραμμή Αυλώνας-Πόγραδετς, ενώ η περίφημη «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 6 Απριλίου, η Γερμανία εισβάλλει στην Ελλάδα και την καταλαμβάνει (η κατάληψη της Κρήτης ολοκληρώθηκε τον Μάιο). Η περίοδος της κατοχής μόλις έχει ξεκινήσει για την Ελλάδα και θα διαρκούσε μέχρι τον Οκτώβριο του 1944.
Το Αλβανικό Έπος δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης. Ήταν αποτέλεσμα σωστής επιτελικής προπαρασκευής και οργάνωσης. Μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και καταστροφή, η ανάγκη για την ενσωμάτωση των προσφύγων της Ιωνίας και του Πόντου, είχε ως αποτέλεσμα τη δέσμευση σημαντικότατων κρατικών πόρων. Έτσι, τη δεκαετία του ’20, οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί περιορίστηκαν δραματικά. Η παγκόσμια οικονομική κρίση, στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30, έπληξε και την Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί ουσιαστικά να πάψουν.
Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε την εξουσία, το 1936, βρήκε τις Ένοπλες Δυνάμεις να αντιμετωπίζουν σοβαρές ελλείψεις τόσο σε επίπεδο οπλικών συστημάτων, όσο και σε επίπεδο στρατιωτικών υλικών.
Έτσι, την περίοδο 1937-1940 έγινε μια σοβαρή προσπάθεια εξοπλισμού των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με νέα όπλα και υλικά. Παραγγέλθηκαν μεγάλες ποσότητες οπλικών συστημάτων (πυροβόλα, αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπλα, τυφέκια, φορτηγά και οχήματα κ.ά.), επισκευάστηκαν και εκσυγχρονίστηκαν όσα κρίθηκε ότι ικανοποιούν τις επιχειρησιακές ανάγκες της εποχής, αγοράστηκαν μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών και αποκτήθηκαν σύγχρονα υλικά εκστρατείας (στολές, σκηνές, είδη ατομικού εξοπλισμού κ.ά.).
Παράλληλα τροποποιήθηκε και προσαρμόστηκε, στα νέα δεδομένα, η νομοθεσία περί επιστράτευσης, ενώ κατασκευάστηκαν οχυρωματικά έργα τόσο στη μεθόριο με την Αλβανία, όσο και στη μεθόριο με τη Βουλγαρία (γραμμή Όρος Μπέλλες-Ποταμός Νέστος ή «Γραμμή Μεταξά»).
Για τις δυνάμεις του Άξονα, και ιδιαίτερα για τη Γερμανία, η ήττα της Ιταλίας από την Ελλάδα, δηλαδή από μια χώρα φίλα προσκείμενη στην Αγγλία, ήταν μια ιδιαίτερα ενοχλητική εξέλιξη. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο, όπου το Βερολίνο προετοιμαζόταν πυρετωδώς για την «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα», δηλαδή την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.
Για τον Χίτλερ η παρουσία της RAF (Royal Air Force) στην Ελλάδα, έθετε σε άμεσο κίνδυνο τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας που ήταν η μόνη πηγή ροής πετρελαίου, άρα και καυσίμων, προς τη Γερμανία. Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Χίτλερ, με σχετική διαταγή του στις 12 Νοεμβρίου 1940, δίνει εντολή στη γερμανικό Γενικό Επιτελείο να προετοιμάσει την επίθεση εναντίον της Ελλάδας σε περίπτωση αποτυχίας της «Εαρινής Επίθεσης» των Ιταλών στη Βόρειο Ήπειρο (το γερμανικό σχέδιο έλαβε την ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα»). Η αρχική πρόταση προέβλεπε επίθεση μέσω της Βουλγαρίας, καθώς, εκείνη την περίοδο, η Γιουγκοσλαβία ήταν ακόμα σύμμαχος με τις δυνάμεις του Άξονα.
Για την ελληνική πλευρά, η οποία βεβαίως δεν επιθυμούσε ένα διμέτωπο αγώνα, και μάλιστα εναντίον της πανίσχυρης Γερμανίας, οι όποιες ελπίδες υπήρχαν για μη γερμανικής επέμβαση διαλύθηκαν την 1η Μαρτίου 1941, όταν οι πρώτες γερμανικές μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις εισήλθαν (από τη Ρουμανία) στη Βουλγαρία και άρχισαν να κινούνται, νότια, προς την Ελλάδα.
Για την άμυνα της Μακεδονίας, η Ελλάδα διέθετε το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) της 2ης Στρατιάς, συνολικής δύναμης 65.110 περίπου ανδρών, την οποία συγκροτούσαν οι εξής δυνάμεις (η 1η Στρατιά, συνολικής δύναμης 14 Μεραρχιών, πολεμούσε τους Ιταλούς στη Βόρεια Ήπειρο):
Η Ταξιαρχία Έβρου, η οποία είχε αναλάβει την άμυνα της γραμμής Νέστος-Έβρος. Για να ενισχυθεί η άμυνα της Μακεδονίας, είχε αποφασιστεί ότι, όσες στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονταν στη Θράκη, θα μεταφέρονταν δυτικά του Νέστου ποταμού, εκτός από την Ταξιαρχία Έβρου, η οποία αποτελούνταν από τρία Τάγματα Προκαλύψεως.
Η Ταξιαρχία Νέστου, η οποία είχε αναλάβει την άμυνα της δυτικής όχθης του ομώνυμου ποταμού, από το ύψος της Σταυρούπολης (βορειοανατολικά της Δράμας) έως τις εκβολές του ποταμού στο Θρακικό Πέλαγος. Την Ταξιαρχία Νέστου συγκροτούσαν το 37ο και το 93ο Σύνταγμα Πεζικού (ΣΠ) συνολικής δύναμης πέντε Ταγμάτων Πεζικού και ενός Τάγματος Προκαλύψεως.
Τη «Γραμμή Μεταξά», δηλαδή ανατολικά του ποταμού Αξιού, στο ύψος της λίμνης Δοϊράνης, έως τον ποταμό Νέστο, στο ύψος της Σταυρούπολης, υπερασπίζονταν, με σειρά τάξεως από δυτικά προς τα ανατολικά, η 18η Μεραρχία Πεζικού (18 ΜΠ), την οποία αποτελούσαν το 70ο, το 81ο και το 91ο ΣΠ, συνολικής δύναμης έξι Ταγμάτων Πεζικού και πέντε Ταγμάτων Προκαλύψεως, η 14η ΜΠ, την οποία αποτελούσαν το 41ο και το 73ο ΣΠ, συνολικής δύναμης επτά Ταγμάτων Πεζικού και οκτώ Ταγμάτων Προκαλύψεως και η 7η ΜΠ, την οποία αποτελούσαν το 26ο, το 71ο και το 92ο ΣΠ, συνολικής δύναμης δέκα Ταγμάτων Πεζικού και έξι Ταγμάτων Προκαλύψεως.
Δυτικά της 18ης ΜΠ βρισκόταν, ως δύναμη εφεδρείας, η 19η Μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού (19 Μ/Κ ΜΠ), την οποία αποτελούσαν το 191ο, 192ο και 193ο Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Πεζικού (Μ/Κ ΣΠ), καθώς και το Απόσπασμα Κρούσια, συνολικής δύναμης έξι Μηχανοκίνητων Ταγμάτων Πεζικού και δύο Ταγμάτων Πεζικού.
Δυτικά της 19 Μ/Κ ΜΠ, στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, στα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία, βρίσκονταν η 12η και η 20η ΜΠ.
Συνολικά, η 2η Στρατιά διέθετε 188 πυροβόλα, 76 αντιαρματικά όπλα, 30 αντιαεροπορικά πυροβόλα και 40 τεθωρακισμένα οχήματα.
Στις παραπάνω ελληνικές δυνάμεις θα πρέπει να προστεθούν και το Α’ Σώμα Στρατού (Αυστραλία), το οποίο αποτελούσαν η 2η (Νέα Ζηλανδία) και η 6η (Αυστραλία) ΜΠ, η 1η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (ΤΘΤ) και η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία (ΤΘΜ), αμφότερες από τη Μεγάλη Βρετανία. Με την έναρξη των επιχειρήσεων, οι συμμαχικές δυνάμεις τάχθηκαν αμυντικά στη γραμμή Φλώρινα-Έδεσσα-Βέροια-Κατερίνη.
Το διάστημα 9-15 Μαρτίου, η Ιταλία εξαπέλυσε την πολυδιαφημισμένη «Εαρινή Επίθεση», η οποία όμως δεν απέδωσε απολύτως τίποτα, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις αντιστάθηκαν με απόλυτη επιτυχία και διατήρησαν τις θέσεις τους. Ήταν η τελευταία ιταλική προσπάθεια, για να ανατρέψει την, εις βάρος της, κατάσταση. Από εδώ και πέρα, η κατάσταση πέρασε στα «χέρια» των Γερμανών. Δύο ημέρες μετά το τέλος της «Εαρινής Επίθεσης», δηλαδή στις 17 Μαρτίου, το Βελιγράδι γνωστοποίησε ότι θα τηρήσει ουδέτερη στάση σε περίπτωση γερμανικής επέμβασης στην Ελλάδα.
Και ενώ όλα ήταν έτοιμα για τη γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας, στις 27 Μαρτίου, εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία, το οποίο επικράτησε και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει την απόφαση της προηγούμενης περί ουδετερότητας σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης στην Ελλάδα ούτε την απόφαση περί συμμαχίας με τις δυνάμεις του Άξονα.
Παράλληλα προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με την Ελλάδα για την ανάπτυξη κοινής άμυνας κατά της Ιταλίας και της Γερμανίας. Για την Ελλάδα, οι πολιτικές εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία, ήταν μια χρυσή ευκαιρία. Εάν η Γιουγκοσλαβία προσέβαλε τις ιταλικές δυνάμεις στην Αλβανία από το βορρά, και η Ελλάδα από το νότο, τότε θα τις εξουδετέρωναν σε μεγάλο βαθμό. Μια τέτοια εξέλιξη θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αποδεσμεύσει δυνάμεις από την Αλβανία και να τις μεταφέρει στη Μακεδονία προς αντιμετώπιση της γερμανικής επίθεσης.
Ωστόσο η απόφαση των Γιουγκοσλάβων επιτελών να αμυνθούν κατά μήκος των συνόρων της χώρας τους, δηλαδή στη γραμμή Ιταλία-Αυστρία-Ουγγαρία- Ρουμανία-Βουλγαρία, δεν επέτρεπε τη διάθεση ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεις στο μέτωπο της Αλβανίας, δεδομένου ότι ήδη ισχυρές γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις συσσωρεύονταν στα βόρεια σύνορα της χώρας.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου, ο στρατάρχης φον Λίστ εξαπέλυσε τις δυνάμεις του (12η Στρατιά), εναντίον της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Οι γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες συμμετείχαν στην «Επιχείρηση Μαρίτα», ήταν οι εξής:
Το 20ο Σώμα Στρατού (20 ΣΣ), το οποίο συγκροτούσαν η 46η, η 76η και η 198η ΜΠ (τελικά δεν έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις, καθώς μετά τη διάσπαση του μετώπου, στις 9 Απριλίου, διατάχθηκε να μετακινηθεί στη Ρουμανία).
Το 30ο ΣΣ, το οποίο συγκροτούσαν η 50η και η 164η ΜΠ.
Το 18ο Ορεινό Σώμα Στρατού (ΟΣΣ), το οποίο συγκροτούσαν η 2η ΤΘΜ, η 5η και η 6η Ορεινή Μεραρχία (ΟΜ), η 72η ΜΠ και το ενισχυμένο 125ο ΣΠ.
Το 40ο Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού (Τ/Θ ΣΣ), το οποίο συγκροτούσαν η 9η και η 73η ΜΠ, καθώς και το ενισχυμένο 1ο Τεθωρακισμένο Σύνταγμα SS «Σωματοφυλακή Αδόλφος Χίτλερ» (Leibstandarte SS Adolf Hitler).
Τις γερμανικές δυνάμεις υποστήριζαν και 650 μαχητικά αεροσκάφη, καθώς και 350 αεροσκάφη υποστηρίξεως (μεταφορικά, αναγνωριστικά κ.ά.), ενώ η 16η ΤΘΜ είχε αναπτυχθεί ανατολικά, απέναντι από τα σύνορα Βουλγαρίας-Τουρκίας, σε περίπτωση τουρκικής επέμβασης κατά της Βουλγαρίας.
Από την πλευρά τους οι Γιουγκοσλάβοι διέθεταν, κατά μήκος των συνόρων τους με τη Βουλγαρία, το 5ο ΣΣ, το οποίο αποτελούνταν από τέσσερις ΜΠ, εκ των οποίων η μία, η οποία στάθμευε στα Σκόπια, αποτελούσε την εφεδρεία του Σώματος. Οι δυνάμεις αυτές παρουσίαζαν σημαντικές ελλείψεις τόσο σε επίπεδο προσωπικού (η επιστράτευση δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί), όσο και σε επίπεδο υλικού, καθώς οι καλύτερα εξοπλισμένες μονάδες του Γιουγκοσλαβικού Στρατού βρίσκονταν και υπερασπίζονταν τα βόρεια σύνορα της χώρας.
Σύμφωνα με το αναθεωρημένο γερμανικό σχέδιο (μετά το γιουγκοσλαβικό πραξικόπημα της 17ης Μαρτίου), η κύρια προσπάθεια των δυνάμεων θα πραγματοποιούνταν από το 40ο Τ/Θ ΣΣ με κατεύθυνση από τη δυτική Βουλγαρία, προς τη νότιο Γιουγκοσλαβία και μετά στροφή προς νότο, κίνηση παράλληλη προς τον Αξιό ποταμό και με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Έτσι οι αμυνόμενες ελληνικές δυνάμεις, επί της «Γραμμής Μεταξά», θα αποκόπτονταν τελείως. Ταυτόχρονα, το 18ο ΟΣΣ θα προσέβαλε, κατά μέτωπο, τα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά», ενώ το 30ο ΣΣ θα εκτελούσε κίνηση υπερφαλάγγισης των οχυρών από δυσμάς, με κατεύθυνση από την Κομοτηνή, την Ξάνθη και τον ποταμό Νέστο.
Η κήρυξη του πολέμου από τη Γερμανία, ακολούθησε την ιταλική πρακτική της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Στις 05:15 το πρωί της 6ης Απριλίου του 1941, ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα επέδωσε ιταμό τελεσίγραφο στον τότε πρωθυπουργό Κορυζή (είχε διαδεχθεί τον Μεταξά, ο οποίος είχε πεθάνει τον Ιανουάριο του 1941), με τον οποίο κατηγορούσε ευθέως την Ελλάδα για διάφορα φανταστικά γεγονότα και πράξεις. H απάντηση που έλαβε ήταν η ίδια που έλαβε και ο Ιταλός ομόλογος του Γκράτσι: η Ελλάδα απορρίπτει το γερμανικό τελεσίγραφο και θα υπερασπιστεί το πάτριο έδαφος. Ο πόλεμος είχε αρχίσει!
Από τις 05:30 το πρωί της 6ης Απριλίου ολόκληρη η ελληνική γραμμή άμυνας στη Μακεδονία δέχθηκε τη σφοδρή γερμανική επίθεση, από αέρος και εδάφους, αλλά οι ελληνικές δυνάμεις προέβαλαν σκληρή αντίσταση. Μάλιστα όσα, ελάχιστα, οχυρά κατέλαβαν τελικά οι Γερμανοί, το πέτυχαν αφού οι υπερασπιστές τους είχαν εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα πυρομαχικά! Το απόγευμα της 6ης Απριλίου, η κατάσταση στο μέτωπο παρέμενε σταθερή, με τις ελληνικές δυνάμεις να διατηρούν τις αμυντικές τους θέσεις.
Όμως η επίθεση των Γερμανών, κατά μήκος της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, είχε σκοπό να καθηλώσει, πρωτίστως, τις ελληνικές αμυντικές δυνάμεις, ώστε αυτές να υπερκεραστούν από τις δυνάμεις του 40ου ΣΣ. Πράγματι, η 73η ΤΘΜ, εισέβαλε στη νότιο Γιουγκοσλαβία, μέσω της κοιλάδας του ποταμού Στρωμνίτσα, και κατέλαβε την ομώνυμη πόλη, η οποία βρίσκεται κοντά στα σημερινά σύνορα Σκοπίων-Ελλάδας-Βουλγαρίας (καταλήφθηκε το βράδυ της 6ης Απριλίου). Την επομένη, θα συνέχιζε την κίνηση της νότια, μέσω του Αξιού, προς τη Θεσσαλονίκη.
Πραγματικά, την 7η Απριλίου, οι γερμανικές δυνάμεις συνέχισαν την προσπάθειά τους να εξουδετερώσουν τα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά», αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας πυκνά αέρια, τα οποία διοχέτευαν στο εσωτερικό τους. Ωστόσο, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις το κατάφεραν, στις περισσότερες επιθέσεις τους δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν καν τα οχυρά. Έτσι, το βράδυ της 7ης Απριλίου, η κατάσταση στη «Γραμμή Μεταξά» παρέμενε σταθερή, ενώ στο δυτικό άκρο της αμυντικής γραμμής, η 73η Τεθωρακισμένη Μεραρχία είχε αρχίσει την κίνηση της προς νότο.
Σε ολόκληρο το κεντρικό και ανατολικό τομέα του μετώπου, δηλαδή από τα ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα, έως τα δυτικά του ποταμού Νέστου, η κατάσταση παραμένει αμετάβλητη και την 8η Απριλίου, καθώς η γραμμή των οχυρών παρέμενε αρραγής. Δυτικά του Στρυμόνα ωστόσο, και μέχρι τον Αξιό ποταμό, οι εξελίξεις ήταν αρνητικές. Συγκεκριμένα, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν καταφέρει να διασπάσουν τη γιουγκοσλαβική αντίσταση και, το βράδυ της 8ης Απριλίου, είχαν ήδη εισέλθει σε ελληνικό έδαφος, κατέλαβαν το χωριό Μεταλλικό και κινούνταν μεταξύ της Αξιούπολης και του Κιλκίς.
Την ίδια ημέρα, οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν, αμαχητί, την Ξάνθη και προωθούνταν, δυτικά, προς την Κομοτηνή και, ανατολικά, προς τον Έβρο, αποκόπτοντας έτσι την ελληνική επικράτεια κατά μήκος του ποταμού Νέστου. Την επομένη το πρωί (9 Απριλίου), οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Την ίδια ημέρα, παραδόθηκε, άνευ όρων, η 2η Στρατιά, ενώ, στις 10 Απριλίου, τερματίστηκε ο αγώνας των οχυρών της «Γραμμής Μεταξά».
Έχοντας καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και μετά τη σιγή των οχυρών της «Γραμμής Μεταξά», οι γερμανικές δυνάμεις κινήθηκαν προς δύο κατευθύνσεις: νότια προς τον Αλιάκμονα ποταμό και δυτικά στον άξονα Μοναστήρι-Φλώρινα, με αντικειμενικό σκοπό την Πτολεμαΐδα και την Κοζάνη, τις οποίες και κατέλαβαν στις 14 Απριλίου.
Την ίδια ημέρα, οι γερμανικές δυνάμεις κατάφεραν να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στη νότια όχθη του Αλιάκμονα ποταμού. Ως νέα αμυντική γραμμή καθορίστηκε το στενό του Πλαταμώνα, το πέρασμα του Ολύμπου και τα Σέρβια. Η γραμμή αυτή κατάφερε να καθυστερήσει τις γερμανικές δυνάμεις ως το πρωινό της 18ης Απριλίου, όταν γερμανικό πεζικό πέρασε τον Πηνειό ποταμό. Στις 19 Απριλίου, οι Γερμανοί εισήλθαν και κατέλαβαν τη Λάρισα, ενώ στις 21 του μήνα κατελήφθη ο Βόλος.
Μετά την αρνητική τροπή των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να αποσύρονται, από τη Βόρεια Ήπειρο, προς την οροσειρά της Πίνδου στις 13 Απριλίου. Ωστόσο η ταχεία υποχώρηση των ελληνικών και των συμμαχικών δυνάμεων προς τις Θερμοπύλες, αρχής γενομένης από τη 18η Απριλίου, άφησε εκτεθειμένα τα περάσματα από τη δυτική Μακεδονία προς την Ήπειρο και την Πίνδο, από όπου οι Γερμανοί θα μπορούσαν να αποκόψουν την υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από τη Βόρειο Ήπειρο προς νότο. Πράγματι, στις 17 Απριλίου, γερμανικές δυνάμεις κινήθηκαν δυτικά, από την Κοζάνη, προς το Μέτσοβο και τα Ιωάννινα, τα οποία και κατέλαβαν στις 19 Απριλίου.
Ουσιαστικά, κάθε ελληνική αντίσταση προς τους Γερμανούς έπαυσε στις 20 Απριλίου, όταν ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου παρέδωσε στους Γερμανούς τις, υπό αυτόν, ελληνικές δυνάμεις, δηλαδή τις 14 Μεραρχίες της 1ης Στρατιάς. Η επίσημη παράδοση των ελληνικών δυνάμεων πραγματοποιήθηκε στις 23 Απριλίου, παρουσία και Ιταλών εκπροσώπων, κατόπιν ισχυρών πιέσεων του Μουσολίνι προς τον Χίτλερ.
Μετά από αυτή την εξέλιξη οι γερμανικές δυνάμεις επιτάχυναν την κίνησή τους προς την Αθήνα, προκειμένου να αποκόψουν τις συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες βρίσκονταν ακόμα στην Ελλάδα και επεδίωκαν να διαφύγουν στην Αίγυπτο. Το διάστημα 21-23 Απριλίου, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί δυτικά, από τα Ιωάννινα στο Μεσολόγγι, κεντρικά, από την Κοζάνη στα Τρίκαλα, και από εκεί στη Λαμία, και ανατολικά, από τη Λάρισα και το Βόλο στη Λαμία. Εκεί, βρήκαν συμμαχικές δυνάμεις να έχουν αναπτυχθεί αμυντικά, νότια της Λαμίας, στις Θερμοπύλες με σκοπό να καθυστερήσουν τις γερμανικές δυνάμεις για όσο το δυνατό περισσότερο χρονικό διάστημα.
Η επίθεση των γερμανικών δυνάμεων κατά των αμυνομένων συμμαχικών και ελληνικών τμημάτων πραγματοποιήθηκε το πρωί της 24ης Απριλίου, χωρίς να πετύχουν τη διάσπαση της αμυντικής γραμμής. Οι γερμανικές επιθέσεις συνεχίστηκαν ολόκληρη την ημέρα, αλλά χωρίς επιτυχία. Με την επίτευξη του στόχου να καθυστερήσουν τα γερμανικά στρατεύματα, οι συμμαχικές δυνάμεις υποχώρησαν, το βράδυ της 24ης προς την 25η Απριλίου, με κατεύθυνση την Αθήνα, οργανώνοντας γραμμή οπισθοφυλακής νότια της Θήβας.
Η αμυντική γραμμή νότια της Θήβας, πρόχειρα σχεδιασμένη και οργανωμένη, δεν άντεξε τη γερμανική προέλαση και διαλύθηκε αμέσως, στις 26 Απριλίου. Έτσι, στις 27 Απριλίου, οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα, όπου βρήκαν και κατέσχεσαν μεγάλες ποσότητες εφοδίων, όπως πετρέλαιο, λιπαντικά, πυρομαχικά κ.ά. Μετά την κατάληψη της Αθήνας, και μέχρι τις 30 Απριλίου, οι γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν και κατέλαβαν την Πελοπόννησο.
Έτσι ξεκίνησε για την Ελλάδα η δύσκολη περίοδος της τριπλής κατοχής (γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής). Οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τις πλέον στρατηγικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένων της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας, αρκετά νησιά του Αιγαίου και το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης. Κατέλαβαν, επίσης, τη Φλώρινα. Την ίδια μέρα που ο Τσολάκογλου υπέγραφε την παράδοση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, η Βουλγαρία εισέβαλε στη Θράκη, με σκοπό τη δημιουργία μίας διόδου προς το Αιγαίο. Τελικά, οι Βούλγαροι κατέλαβαν την περιοχή μεταξύ του Στρυμόνα και του Έβρου. Η υπόλοιπη Ελλάδα παρέμεινε υπό την κατοχή των Ιταλών.
Μετά τη διευθέτηση του ζητήματος της κατοχής της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι γερμανικές δυνάμεις προχώρησαν στην επίθεση κατά της Κρήτης, στις 20 Μαΐου. Στην Κρήτη, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν δυνάμεις αλεξιπτωτιστών σε μία γιγάντια, από αέρος, εισβολή και εξαπέλυσαν την επίθεσή τους εναντίον τριών κύριων αεροδρομίων του νησιού, στο Μάλεμε, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο. Μετά από αρκετές μέρες μαχών και ισχυρής αντίστασης οι διοικητές των συμμαχικών δυνάμεων αποφάσισαν την υποχώρηση προς τα Σφακιά. Την 1η Ιουνίου, η εκκένωση της Κρήτης από τα συμμαχικά στρατεύματα είχε ολοκληρωθεί και το νησί τέθηκε υπό γερμανική κατοχή.