Στους ασχολούμενους με τα αμυντικά πράγματα, δεν έχει διαφύγει η συνεχής επιβάρυνση του συσχετισμού ένοπλης ισχύος ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Αυτή η επιβάρυνση λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία όταν εκδηλώνεται σε τομείς που η χώρα μας διατηρούσε παραδοσιακά προβάδισμα, όπως αυτός του ναυτικού. Η κατάσταση η οποία έχει προκύψει, έχει ως αιτία, πέραν της εφαρμογής ενός φρενήρους προγράμματος ναυπηγήσεων από τουρκικής πλευράς, την αντίστοιχη αγρανάπαυση από ελληνικής πλευράς, συνδυασμός έλλειψης ενδιαφέροντος, άστοχων επιλογών και διαρκούς αναβλητικότητας. Η κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί υπόσχεται την πλήρη ανατροπή της υφιστάμενης ισορροπίας σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και καθιστά την λήψη αντιμέτρων επιτακτική.

Ιδανική θα ήταν η δρομολόγηση ενός σύντονου προγράμματος ναυπηγήσεων που θα απέτρεπε τον κίνδυνο να βρεθεί το Π.Ν σε θέση απώλειας του παραδοσιακού πλεονεκτήματος που απολαμβάνει έναντι του TDK. Κάτι τέτοιο όμως, με δεδομένη την προϊούσα οικονομική κρίση, δεν φαίνεται πιθανόν να συμβεί, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός πως ένα τέτοιο πρόγραμμα προκειμένου να αποδώσει θα απαιτούσε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Η απόκτηση των FDI Belhara HN είναι μεν εξαιρετική, πλην όμως “λίγη” κίνηση, στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της διαταραχθείσας ισορροπίας.

Άλλη λύση θα ήταν η απόκτηση μεταχειρισμένων σκαφών. Και η λύση ωστόσο αυτή συγκεντρώνει αντικειμενικά μειονεκτήματα. Αρχικά θα πρέπει να βρεθούν διαθέσιμα σκάφη από τη διεθνή αγορά. Ύστερα από την μελέτη αξιολόγησης πρέπει να κριθούν κατάλληλα για τις ανάγκες του Π.Ν. Και τέλος πρέπει να χαρακτηρισθούν αποδεσμεύσιμα από τα ναυτικά των χωρών στα οποία υπηρετούν κάτι καθόλου σίγουρο.

Τελικά η λύση ίσως να βρίσκεται στην αναβάθμιση των υφιστάμενων σκαφών στην υπηρεσία του Π.Ν. Στο δυναμικό του τελευταίου βρίσκονται σκάφη που κρίνονται αναβαθμίσιμα και τα οποία, υπό όρους, μπορούν να αποτελέσουν ικανές μονάδες μάχης.

Συμπερασματικά η αναβάθμιση των κανονιοφόρων του στόλου, ενέχει θετικό δείκτη συντελεστή αποτελέσματος/κόστους και υπόσχεται να αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για την προσπάθεια αποκατάστασης της διαταραχθείσας ισορροπίας στο ναυτικό περιβάλλον του Αιγαίου.

Κάποια από τα σκάφη αυτά είναι οι κανονιοφόροι του. Αν και ναυπηγήθηκαν ως μονάδες περιπολίας το άρθρο κρίνει πως είναι εφικτή η αναβάθμιση τους σε μονάδες μάχης με στοχευμένες κινήσεις, αφορούντες κατά βάση τον οπλισμό τους καθώς ο ηλεκτρονικός τους εξοπλισμός κρίνεται πληρέστατος, αν και εκεί φυσικά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης( π.χ τοποθέτηση νέων ραντάρ όπως το NS50, νέων Ε/Ο και IRST κτλ.)

Οι ικανότερες κανονιοφόροι του ΠΝ είναι οι οκτώ Osprey-55, HSy-56 και HSy-56A. Οι τέσσερις Osprey-55 και HSy-56 (κλάσης «Αρματολός» και «Κάσος», πρώην «Πυρπολητής», αντίστοιχα) ναυπηγήθηκαν ανά δύο σε ισάριθμες φάσεις. Οι P-18 «Αρματολός» και P-19 «Ναυμάχος» καθελκύστηκαν τον Μάρτιο 1990, ενώ τα πλοία P-57 «Κάσος» και P-61 «Πολεμιστής» καθελκύστηκαν το 1992 και 1993 αντίστοιχα. Στην ουσία τα HSy-56 είναι μια ελληνική έκδοση των Osprey-55 των δανέζικων ναυπηγείων Davyard. Τα Osprey-55 και τα HSy-56 διαφέρουν ως προς τις διαστάσεις τους, τις επιδόσεις και το σύστημα πρόωσης, ενώ ο οπλισμός μάχης και ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός τους είναι παρόμοιος. Ίδιο οπλισμό μάχης έχουν και οι τέσσερις νεότερες κανονιοφόροι HSy-56A.

Το εκτόπισμα των Osprey-55 είναι 516 τόνοι και το μήκος τους είναι 54,75 μέτρα. Ενσωματώνουν δύο πετρελαιοκινητήρες MAN 16V 1163 ΤΒ-63 των 3.680 ίππων έκαστος και επιτυγχάνουν μέγιστη ταχύτητα 22 κόμβους (41 χιλιόμετρα την ώρα) και μέγιστη εμβέλεια 3.704 χιλιόμετρα. Υπηρετείται από 46 άτομα, ενώ μπορεί να μεταφέρει και ομάδα Ειδικών Δυνάμεων αποτελούμενη από 15 άτομα. Ο οπλισμός τους αποτελείται από ένα πυροβόλο OTO Melara των 76/62 χιλιοστών, ένα πυροβόλο OTO Breda των 40/70 χιλιοστών, δύο πυροβόλα των 20 χιλιοστών, φορητούς εκτοξευτές FIM-92 Stinger και 30 νάρκες Mk.6 ή 20 νάρκες Mk.18 ή 12 νάρκες Mk.55. Τα HSy-56 έχουν εκτόπισμα 595 τόνους και μήκος 56,5 μέτρα. Ενσωματώνουν δύο πετρελαιοκινητήρες Wartsila Nohab 16V 25 των 3.680 ίππων έκαστος και επιτυγχάνουν μέγιστη ταχύτητα 23 κόμβους (43 χιλιόμετρα την ώρα) και μέγιστη εμβέλεια 4.574 χιλιόμετρα. Υπηρετούνται από 52 άτομα και μπορούν να μεταφέρει ομάδα Ειδικών Δυνάμεων των 15 ατόμων.

Οι ικανότερες κανονιοφόροι του ΠΝ είναι οι οκτώ Osprey-55, HSy-56 και HSy-56A.

Τα τέσσερα HSy-56A ναυπηγήθηκαν την περίοδο 2001-2003 στην Ελλάδα από τα ENAE (Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ). Το P-266 «Μαχητής» καθελκύστηκε τον Ιούνιο του 2002, το P-267 «Νικηφόρος» το Δεκέμβριο του 2002, το P-268 «Αήττητος» το Φεβρουάριο του 2003 και το Ρ-269 «Κραταιός» τον Οκτώβριο του 2003. Το εκτόπισμά τους είναι 575 τόνοι και το μήκος τους 56,5 μέτρα. Ενσωματώνουν δύο πετρελαιοκινητήρες Wartsila Nohab 16V 25 ισχύος 3.680 έκαστος και επιτυγχάνουν μέγιστη ταχύτητα 22 κόμβους (41 χιλιόμετρα την ώρα) και μέγιστη εμβέλεια 4.630 χιλιόμετρα. Υπηρετούνται από 52 άτομα και μπορούν να μεταφέρουν ομάδα Ειδικών Δυνάμεων των 21 ατόμων.

Στοχευμένες κινήσεις αναβάθμισης

Ενίσχυσης χρήζει καταρχήν ο ανθυποβρυχιακός εξοπλισμός των σκαφών (ASW) που μπορεί να προκύψει, αφενός με την τοποθέτηση κάποιου σόναρ γάστρας υψηλής συχνότητας, όσο και 2 τριπλών τορπιλοσωλήνων Mk32 για τορπίλες Mk46 Mod 5. Οι τελευταίες επιτυγχάνουν μέγιστη ταχύτητα της τάξης των >40 κόμβων, με μέγιστο βάθος εμπλοκής του στόχου τα 1200 πόδια ενώ φέρουν πολεμική κεφαλή βάρους 96,8 λιβρών( 43,9 kg ). Όσον αφορά το σόναρ θα έπρεπε να εξεταστεί η τοποθέτηση κάποιου συστήματος αντίστοιχου του Atlas Elektronik ELAC 1 BV που έφεραν οι κανονιοφόροι Τύπου 420 Thetis. Στην διεθνή αγορά υπάρχουν αρκετά συστήματα που πληρούν τις σχετικές προδιαγραφές, επαφίεται στο Π.Ν να επιλέξει το βέλτιστο προς απόκτηση. Χαρακτηριστικό υπόδειγμα της κατηγορίας του είναι το σύστημα sonar σταθερής γάστρας BlueWatcher της Thales που είναι το μικρότερο που μπορεί να εγκατασταθεί σε σκάφη μεγέθους Περιπολικού Ανοικτής Θαλάσσης/Κανιοφόρου.

Εφοδιασμένα με ένα 8-πλο εκτοξευτή βλημάτων SPIKE-NLOS οι Κ/Φ ΜΑΧΗΤΗΣ μετατρέπονται σε πλοία με αξιοσημείωτες δυνατότητες κρούσης κατά ποικιλία εχθρικών στόχων (αποβατικά, ναρκοθηρικά/ναρκαλιευτικά, ΤΠΚ και μεγαλύτερα σκάφη). Το τελευταίο ας μην θεωρηθεί υπερβολή. Ένα χτύπημα ενός SPIKE-NLOS στην γέφυρα, στο πυροβόλο ή στους εκτοξευτές SSM, μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες καταστροφές στο εχθρικό πλοίο, θέτοντας το ίσως εκτός μάχης για ικανό χρονικό διάστημα. Η εγγενής ακρίβεια βολής του βλήματος εγγυάται παρόμοια αποτελέσματα.

Έπειτα, πρέπει να αποκατασταθεί το παράδοξο της μη μεταφοράς εκ μέρους των συγκεκριμένων σκαφών αντιπλοϊκών βλημάτων (ASM), με κάποιες «κακές γλώσσες» να υποστηρίζουν πως το τελευταίο έγινε προς αποφυγή προκλήσεως προς την πλευρά του τουρκικού ναυτικού το οποίο, σε διαφορετική περίπτωση, θα έβλεπε την σε μόνιμη βάση παρουσία σκαφών του Π.Ν σε απόσταση βολής βλημάτων κατά πλοίων από τις κύριες βάσεις του. Η ιστορική αδικία ,αν ισχύει το παραπάνω, πρέπει να αποκατασταθεί με την τοποθέτηση 4-8 βλημάτων ανά πλοίο. Ο προφανής υποψήφιος εδώ είναι ο RGM-84 Harpoon,γνωστός ήδη από την θητεία του στο Π.Ν. Στην έκδοση RGM-84L Block II σύστημα καθοδήγησης αποτελούμενο από σύστημα GPS/INS προερχόμενο από το βλήμα AGM-86 SLAM-ER που του προσδίδει ικανότητα προσβολής χερσαίων στόχων. Είναι ευνόητη η σημασία του παραπάνω χαρακτηριστικού στο περιβάλλον του Αιγαίου όπου ξηρά και θάλασσα αναμειγνύονται κατά τρόπο μοναδικό. Από ‘κει και πέρα το βλήμα φέρει κεφαλή βάρους 221 Kg, με ταχύτητα 864 Km/h ενώ κατευθύνεται στον στόχο με αισθητήρα τερματικής καθοδήγησης ενεργού ραντάρ.

Ο βάρους 1,3 τόνων γερανός, με αποστολή την καθέλκυση φουσκωτών λέμβων, θα ήταν ίσως σκόπιμο να αντικατασταθεί με την υιοθέτηση μιας λύσης ανάλογης αυτής της κλάσης “ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ” όπου οι φουσκωτές λέμβοι καθελκύονται από ειδικές ράμπες. Το τελευταίο, πέραν ότι θα βελτίωνε ηλεκτρομαγνητικό ίχνος του σχεδίου (RCS), θα απελευθέρωνε χώρο για την τοποθέτηση επιπλέον οπλικών συστημάτων.

Καταρχάς το πρυμναίο πυροβόλο Bofors L/70 των 40 mm είναι επιτακτική ανάγκη να αντικατασταθεί από κάποιο αντιπυραυλικό σύστημα. Το σύστημα που προτείνουμε είναι το RIM-116 RAM το οποίο στην έκδοση Block 2 προσφέρει αναβαθμισμένες ικανότητες (αντιβληματικές, αντιαεροπορικές και εμπλοκής μικρών στόχων επιφανείας). Υπέρ του RAM λειτουργεί το ότι υπηρετεί ήδη στο Π.Ν εξοπλίζοντας τις πυραυλακάτους κλάσης Super Vita (“ΡΟΥΣΣΕΝ”) και έχει καταπλήξει με την απόδοση του σε ασκήσεις και δοκιμές.

Όσον αφορά τα τελευταία η ελληνική εταιρεία BOSA έχει να προτείνει μια ενδιαφέρουσα επιλογή με τον εκτοξευτή ARIS. Ο τελευταίος αποτελεί μια βελτιωμένη έκδοση του συστήματος που είχε παρουσιασθεί αρχές της δεκαετίας του ’90 με στόχο την βελτίωση της Α/Α άμυνας των αεροδρομίων και που έφερε 4 IR βλήματα μικρού βεληνεκούς της κατηγορίας του Sidewinder. Στη νέα του έκδοση ο εκτοξευτής μπορεί να φέρει βλήματα κατά στόχων επιφανείας AGM-114 Hellfire και κατά εναέριων στόχων FIM-92 Stinger, ενδεικτικά από 4 κάθε τύπου. Δύο εκτοξευτές μπορούν να τοποθετηθούν σε κάθε σκάφος τύπου “ΜΑΧΗΤΗΣ”, ένας από κάθε πλευρά, στον χώρο πίσω από την υπερκατασκευή, με τον όρο να μετακινηθεί το πυροβόλο των 40 χλστ.

Η λογική πίσω από την τοποθέτηση των εκτοξευτών είναι η ακόλουθη:

α) Ενισχύεται η εγγύς άμυνα των πλοίων έναντι ασύμμετρων απειλών

β) Προσφέρεται μια επιπλέον δυνατότητα δράσης απέναντι στα ταχύπλοα του τουρκικού ναυτικού, των τουρκικών δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων και της τουρκικής ακτοφυλακής. Τα συγκεκριμένα συνιστούν μια απειλή η οποία δεν έχει αξιολογηθεί ακόμη επαρκώς από τον ελληνικό μηχανισμό άμυνας και τον ειδικό Τύπο και για την οποία δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη δόγμα, μέσα και τακτικές αντιμετώπισης της. (Παρεμπιπτόντως υποσχόμαστε μια ανάλυση μέσα από τον χώρο του παρόντος ιστοχώρου).

γ) Ενισχύονται οι ικανότητες των σκαφών στην διαχείριση καταστάσεων τύπου Ιμίων, όπου ο συνωστισμός τόσων σκαφών σε κλειστό χώρο επιτρέπει σκέψεις προσβολής τους από όπλα μικρού βεληνεκούς και αυξημένης καταστροφικότητας.

Εναλλακτικά βέβαια θα μπορούσαν να εγκατασταθούν εκτοξευτές του συστήματος SPIKE-NLOS, κάτι που αποτελεί άλλωστε πρόθεση του Π.Ν. Εφοδιασμένα με ένα 8-πλο εκτοξευτή βλημάτων SPIKE-NLOS οι Κ/Φ ΜΑΧΗΤΗΣ μετατρέπονται σε πλοία με αξιοσημείωτες δυνατότητες κρούσης κατά ποικιλία εχθρικών στόχων (αποβατικά, ναρκοθηρικά/ναρκαλιευτικά, ΤΠΚ και μεγαλύτερα σκάφη). Το τελευταίο ας μην θεωρηθεί υπερβολή. Ένα χτύπημα ενός SPIKE-NLOS στην γέφυρα, στο πυροβόλο ή στους εκτοξευτές SSM, μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες καταστροφές στο εχθρικό πλοίο, θέτοντας το ίσως εκτός μάχης για ικανό χρονικό διάστημα. Η εγγενής ακρίβεια βολής του βλήματος εγγυάται παρόμοια αποτελέσματα.

Επίσης η χρήση του SPIKE-NLOS προσφέρει τα εχέγγυα για τον περιορισμό της δράσης των εχθρικών μέσων ναυτικού ανορθοδόξου πολέμου, καθώς διαθέτει, πέραν της λεχθείσας ακρίβειας, και επαρκή καταστρεπτικότητα για την εξουδετέρωση των εχθρικών Σκαφών Ανορθοδόξου Πολέμου (ΣΑΠ).

Μέσα από την εφαρμογή του συγκεκριμένου προγράμματος αναβάθμισης/επαύξησης δυνατοτήτων θα μετατρέπονταν σε πραγματικά Περιπολικά Ανοιχτής Θαλάσσης, στην ουσία σε “μίνι-κορβέτες”, επιτρέποντας στο Π.Ν να ξαναδεί το πρόγραμμα απόκτησης νέων κορβετών υπό νέο πρίσμα και με άνεση χρόνου. Το πρόγραμμα θα μπορούσε να ξεκινήσει από την αναβάθμιση των νεώτερων σκαφων κλάσης “ΜΑΧΗΤΗΣ” και σε δεύτερο χρόνο να επεκταθεί στις κανονιοφόρους κλάσης Osprey 55 και “ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ” παρέχοντας στο στόλο έναν ομοιογενή πυρήνα 8 σκαφών.

Περνώντας στην ικανότητα προβολής αντιαεροπορικής και αντιβληματικής άμυνας οι προτάσεις μας είναι πιο κοινότυπες. Καταρχάς το πρυμναίο πυροβόλο Bofors L/70 των 40 mm είναι επιτακτική ανάγκη να αντικατασταθεί από κάποιο αντιπυραυλικό σύστημα. Το σύστημα που προτείνουμε είναι το RIM-116 RAM το οποίο στην έκδοση Block 2 προσφέρει αναβαθμισμένες ικανότητες (αντιβληματικές, αντιαεροπορικές και εμπλοκής μικρών στόχων επιφανείας). Υπέρ του RAM λειτουργεί το ότι υπηρετεί ήδη στο Π.Ν εξοπλίζοντας τις πυραυλακάτους κλάσης Super Vita (“ΡΟΥΣΣΕΝ”) και έχει καταπλήξει με την απόδοση του σε ασκήσεις και δοκιμές.

Άλλο υποψήφιο σύστημα είναι το γνωστό CIWS Mk15 PHALANX από αποσυρμένες φρεγάτες τύπου “S” του Π.Ν. Το σύστημα βέβαια θα πρέπει να αναβαθμιστεί στην τελευταία του έκδοση Block 1B Baseline 2 που το προσφέρει συν τοις άλλοις αυξημένη ικανότητα εμπλοκής στόχων επιφανείας ( ΣΑΠ, USV ) και αέρος ( UAV, ελικόπτερα, αεροσκάφη και «περιφερόμενα πυρομαχικά» ).

Στη θέση των δύο Rh202 των 20 mm θα μπορούσε να τοποθετηθεί το σύστημα RWS NARWHAL της NEXTER που ενσωματώνει, εκτός από πυροβόλο 20M621 των 20 χλστ και διπλό εκτοξευτή βλημάτων AKERON MP της MBDA. 

Τέλος το πυροβόλο της πλώρης θα μπορούσε να αντικατασταθεί από ένα OTO-Melara STRALES των 76 mm. Στον τομέα των κατευθυνόμενων βλημάτων και ειδικά στο διαμέτρημα των 76 χιλιοστών το οποίο ενσωματώνουν οι ελληνικές κανονιοφόροι, η ιταλική Leonardo διαθέτει τα βλήματα DART και Vulcano. Το DART, το οποίο καθοδηγείται από το σύστημα STRELA, παρουσιάζει μειωμένη οπισθέλκουσα και αυξημένη ταχύτητα, 1.100 μέτρων το δευτερόλεπτο κατά την έξοδο του από την κάνη. Κατά την πτήση ακολουθεί δέσμη ραδιοσυχνότητας, ενώ έχει τη δυνατότητα αλλαγής τροχιάς. Το DART σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίζει επερχόμενα βλήματα ή στόχους με δυνατότητα απότομης αλλαγής πορείας, στον αέρα ή τη θάλασσα. Το βλήμα μπορεί να εκτελέσει ελιγμούς με φόρτιση έως 40g, ενώ το μέγιστο βεληνεκές του ανέρχεται στα 8+ χιλιόμετρα.

Κάποια από τα σκάφη αυτά είναι οι κανονιοφόροι του. Αν και ναυπηγήθηκαν ως μονάδες περιπολίας το άρθρο κρίνει πως είναι εφικτή η αναβάθμιση τους σε μονάδες μάχης με στοχευμένες κινήσεις, αφορούντες κατά βάση τον οπλισμό τους καθώς ο ηλεκτρονικός τους εξοπλισμός κρίνεται πληρέστατος, αν και εκεί φυσικά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης( π.χ τοποθέτηση νέων ραντάρ όπως το NS50, νέων Ε/Ο και IRST κτλ.)

Το Vulcano έχει αναπτυχθεί τόσο ως κατευθυνόμενο, όσο και ως μη-κατευθυνόμενο βλήμα για τα διαμετρήματα των 76, 127 και 155 χιλιοστών. Στη κατευθυνόμενη του έκδοση το βλήμα διαθέτει και αντιαεροπορικές ικανότητες. Συγκεκριμένα το Vulcano διατίθεται στην μη-κατευθυνόμενη έκδοση BER (Ballistic Extended Range) με προγραμματιζόμενο, πολλαπλών λειτουργιών, πυροκροτητή, στην κατευθυνόμενη έκδοση GLR (Guided Long Range) με υπέρυθρο αισθητήρα, για την προσβολή στόχων επιφανείας, και στην έκδοση GLR με σύστημα καθοδήγησης IMU/GPS, για την παροχή πυρών υποστήριξης κατά παράκτιων στόχων (επικουρικά το βλήμα μπορεί να δεχθεί και αισθητήρα ημί-ενεργού λέιζερ). Για τα πυροβόλα των 76 χιλιοστών το μέγιστο βεληνεκές ανέρχεται στα 40 χιλιόμετρα (έκδοση GLR).

Τη δεκαετία του 1990 η κατασκευάστρια εταιρεία του πυροβόλου Mk 45 των 127 χιλιοστών είχε παρουσιάσει μια Υπερ-Ελαφρά έκδοση του πυροβόλου για σκάφη μεγέθους ΤΠΚ ή ΠΑΘ. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον θα ήταν εφικτή η αναβίωση της ιδέας και ο εφοδιασμός του πυροβόλου με κατευθυνόμενα πυρομαχικά των 127 χιλιοστών. Αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, ο εξοπλισμός μέρους έστω των Κ/Φ του Π.Ν με αυτό το όπλο θα εξακόντιζε τις δυνατότητες προσβολής στόχων σε μεγάλες αποστάσεις πέραν του ορίζοντος.

Όλες αυτές οι προσθήκες δεν θα σήμαιναν πως τα σκάφη θα απωλέσαν τις παραδοσιακές του δυνατότητες περιπολίες, επίδειξης σημαίας και λειτουργίας ως “φυλακίδων” του στόλου (κάθε άλλο!). Απλώς μέσα από την εφαρμογή του συγκεκριμένου προγράμματος αναβάθμισης/επαύξησης δυνατοτήτων θα μετατρέπονταν σε πραγματικά Περιπολικά Ανοιχτής Θαλάσσης, στην ουσία σε “μίνι-κορβέτες”, επιτρέποντας στο Π.Ν να ξαναδεί το πρόγραμμα απόκτησης νέων κορβετών υπό νέο πρίσμα και με άνεση χρόνου. Το πρόγραμμα θα μπορούσε να ξεκινήσει από την αναβάθμιση των νεώτερων σκαφων κλάσης “ΜΑΧΗΤΗΣ” και σε δεύτερο χρόνο να επεκταθεί στις κανονιοφόρους κλάσης Osprey 55 και “ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ” παρέχοντας στο στόλο έναν ομοιογενή πυρήνα 8 σκαφών.

Επίλογος

Συμπερασματικά η αναβάθμιση των κανονιοφόρων του στόλου, ενέχει θετικό δείκτη συντελεστή αποτελέσματος/κόστους και υπόσχεται να αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για την προσπάθεια αποκατάστασης της διαταραχθείσας ισορροπίας στο ναυτικό περιβάλλον του Αιγαίου.