Η πρόσφατη επίσκεψη ομάδας του Γραφείου Διαχείρισης του προγράμματος F-35 (JPO – Joint Programm Office) στην Ελλάδα, με σκοπό την ενημέρωση της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις στο πρόγραμμα F-35, συνοδεύθηκε και από μία άτυπη κατάθεση προσφοράς για την προμήθεια 20 μόλις αεροσκαφών της έκδοσης F-35A.
Στον ελληνικό Τύπο αναφέρθηκε το ποσό των 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μαζί με εξοπλισμό υποστήριξης και εκπαίδευσης και χωρίς όπλα. Που είναι και το κομμάτι που ενδιαφέρει, ή θα έπρεπε να ενδιαφέρει, κυρίως την Ελλάδα. Ακόμη και η σύγκριση με τα 24 Rafale F3-R που εντάσσονται σε υπηρεσία στην Πολεμική Αεροπορία, επάνω σε αυτό το δεδομένο πρέπει να στηριχθεί. Τα όπλα…
Σε ότι αφορά στην τιμή, αυτή θα καθοριστεί επακριβώς εφόσον αποσταλεί LOR από την Ελλάδα και ακολουθήσει αμερικανική απάντηση μέσω LOA. Με βάση την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ – δολαρίου, το ποσό των 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων μεταφράζεται σε 3,063 δισεκατομμύρια ευρώ. Κατά προσέγγιση επομένως η τιμή ανά μονάδα διαμορφώνεται χαμηλότερα από την αντίστοιχη των (καινούριων) Rafale F3-R.
Τα οποία κόστισαν συνολικά περί τα τρία δισεκατομμύρια ευρώ και όχι 3,5 όπως λανθασμένα αναφέρεται, από την στιγμή που σε αυτό το νούμερο περιλαμβάνονται και η υποστήριξη των όπλων και των Μirage 2000-5Mk.2, μαζί με την προμήθεια καινούριων. Και για τους δύο γαλλικούς τύπους. Επομένως με την προσθήκη των όπλων και την υποστήριξή τους το αμερικανικό πακέτο θα διαμορφωθεί κοντά στα 4 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή περί τα 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η δαπάνη ενός τέτοιου ποσού αυτή τη στιγμή για την αγορά μίας μόλις Μοίρας μαχητικών, θα είναι απλά καταστροφική για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συνολικά, επειδή θα αναβάλει επ’ αόριστον και ίσως και για πάντα, τον στοιχειώδη επανεξοπλισμό τους μετά από πολλά χρόνια εγκατάλειψης. Παρά το γεγονός λοιπόν ότι μία ενδεχόμενη προμήθεια F-35A προβάλλεται από μερίδα του Τύπου, ως η «κίνηση μάτ» της Αθήνας που θα διαμορφώσει όλες τις ισορροπίες υπέρ της, ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Τα διαδοχικά και σχεδόν καθημερινά αφιερώματα του DR σε συστήματα και καταγεγραμμένες ανάγκες και των τριών Kλάδων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, έχουν ένα και μοναδικό στόχο. Να αναδείξουν τη σημασία και την αξία ενός συνολικού επιχειρησιακού σχεδιασμού.
Σχεδιασμού που θα καταστήσει σε βάθος χρόνου πραγματικά αξιόμαχα και τα τρία Όπλα. Κάτι που η Ελλάδα, από πλευράς επιπέδου υλικού τουλάχιστον, δεν έχει επιτύχει ποτέ μέχρι σήμερα στη σύγχρονη ιστορία της, των τελευταίων 100 τουλάχιστον ετών. Μπορεί η Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό να επιβάλλεται να αντιμετωπίζονται κατά προτεραιότητα ως προς την κάλυψη των αναγκών τους, από τη στιγμή που πρέπει να έχουν επαρκή παρουσία σε ένα πραγματικά πολύ μεγάλο εναέριο και θαλάσσιο χώρο που αρχίζουν από τη δυτική πλευρά της Κέρκυρας και εκτείνονται πολλά χιλιόμετρα νοτιοανατολικα του Καστελορίζου και από τον Έβρο μέχρι το Νότιο Κρητικό (και όχι Λιβυκό…) Πέλαγος, πολλά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Γαύδου.
Αυτό βέβαια ώς γεγονός, ή ώς υφιστάμενη ανάγκη, δεν αναιρεί το ότι και ο Ελληνικός Στρατός οφείλει να περάσει στην “επόμενη ημέρα”. Σε αυτό το δεδομένο αποδίδεται η επιμονή μας αφενός στη διατήρησης οροφής 200 τουλάχιστον μαχητικών αεροσκαφών στη δύναμη της Πολεμικής Αεροπορίας και αφετέρου στην επίτευξη του στόχου αυτού, γιατί στόχος παραμένει, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Όταν γράφουμε “δύναμη 200 μαχητικών” εννοούμε δύναμη “200 αξιόμαχων μαχητικών”. Όχι μαχητικών με συστήματα της δεκαετίας του ‘80 και του ΄90…
Ο πλέον ασφαλής και οικονομικά αποδοτικός τρόπος για να γίνει αυτό, είναι η αύξηση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των μονοκινητήριων F-16 και Mirage 2000 στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Μέσα από την αναβάθμιση – αντικατάσταση του εξοπλισμού αποστολής τους και τον εμπλουτισμό της γκάμας των όπλων που μπορούν να αξιοποιήσουν στους δύο βασικούς ρόλους.
Είναι πολλοί αυτοί που θα προβάλλουν το επιχείρημα ότι μετά από 30 – 35 χρόνια, η Πολεμική Αεροπορία δεν μπορεί παρά να κάνει το επόμενο βήμα και να αποκτήσει πραγματικά σύγχρονα μαχητικά 4,5 ή 5ης γενιάς. Που είναι απόλυτα λογικό, αλλά υπό κανονικές συνθήκες. Όχι αυτές που ισχύουν τώρα από πλευράς ελληνικών οικονομικών δυνατοτήτων αλλά και από πλευράς ελλείψεων στον εξοπλισμό και τα συστήματα των Ενόπλων Δυνάμεων, μετά από δεκαπενταετή σχεδόν αδράνεια. Οτιδήποτε πέρα από την περαιτέρω αξιοποίηση των δύο μονοκινητήριων που προαναφέραμε λοιπόν, συνεπάγεται σημαντικά αυξημένο κόστος αγοράς και εκμετάλλευσης.
Κόστος που η ελληνική οικονομία απλά δεν μπορεί να αντέξει υπό τις ισχύουσες συνθήκες. Αν βέβαια εξακολουθούμε να επιθυμούμε και να επιδιώκουμε την ποιοτική αναβάθμιση και των τριών Όπλων… Το Rafale F3-R επί παραδείγματι (https://defencereview.gr/dassault-rafale-i-epicheirisiaki-diastasi-gia-ell/) ναι μεν εξασφαλίζει μεγαλύτερες επιχειρησιακές δυνατότητες και ευελιξία σε σχέση με το μονοκινητήριο Mirage 2000-5Mk.2 (https://defencereview.gr/mirage-2000-5-oi-epicheirisiakes-dynatotites-sym/), όμως το κόστος ανά ώρα πτήσης του, είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Σχεδόν διπλάσιο.
Επίσης, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι για το Mirage 2000 η Πολεμική Αεροπορία και η Ελλάδα έχουν από το μακρινό παρελθόν διασφαλίζει δυνατότητα συντήρησης 3ου βαθμού, έχοντας επενδύσει σημαντικά κεφάλαια στη δημιουργία και τη λειτουργία υποδομών, καθώς και σε εκπαιδεύσεις προσωπικού. Για να κάνει το ίδιο και για το Rafale θα πρέπει να αποκτήσει και δεύτερη Μοίρα, για να καταστήσει πραγματικά αποδοτική μία τόσο μεγάλη και σοβαρή επένδυση, όπως είναι ο 3ος βαθμός συντήρησης. Η αυτονομία που παρέχει αξίζει το κόστος αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα μοιραστεί σε δύο μάχιμες μονάδες πρώτης γραμμής…
Για όλους αυτούς τους λόγους αποδόθηκε από το DR ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσίαση όλων των διαθέσιμων εναλλακτικών λύσεων αύξησης του αριθμού των Mirage 2000 σε υπηρεσία, σε εκσυγχρονισμένη βέβαια μορφή. Συμπεριλαμβανομένου και του ενδεχόμενου απόκτησης μεταχειρισμένων Mirage 2000-9 από την Αεροπορία των ΗΑΕ (https://defencereview.gr/mirage-2000-9-from-united-arab-emirates-as-a-potential-fighter-for-hellenic-air-force/).
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους και με βάση την ίδια λογική της συνολικής κάλυψης των εξοπλιστικών αναγκών και των τριών Όπλων, τα διαθέσιμα οικονομοτεχνικά στοιχεία αποκαλύπτουν ότι η ορθότερη επιλογή που μπορεί να γίνει, είναι ο εκσυγχρονισμός και των F-16 Block 30 και Block 50 και η μετατόπιση μίας πιθανής απόφασης για την προμήθεια F-35 κατά τη χρονική περίοδο 2025-2030. Ο εκσυγχρονισμός των 83 F-16 που φορούν τον κινητήρα F100 της Pratt & Whitney στο επίπεδο Block 72 Viper, δεν θα είχε κανένα απολύτως επιχειρησιακό όφελος για την Πολεμική Αεροπορία και την ελληνική αποτρεπτική ισχύ αν δεν συνδυάζονταν με την απόκτηση σύγχρονων stand-off όπλων αέρος – εδάφους, όπως τα ισραηλινά SPICE και Rampage.
Παραμένει όμως ημίμετρο αν λάβει κανείς υπόψη ότι δεν έχει πλαισιωθεί ώς διαδικασία με τον εκσυγχρονισμό των εξοπλισμένων με τον κινητήρα F110 της General Electric εκδόσεων του F-16 (Block 30 και Block 50) σε συνδυασμό με την παράλληλη προμήθεια ατρακτιδίων στοχοποίησης (Targeting Pods – TGP) τύπου SNIPER ή εναλλακτικά Litening+SAR τελευταίας γενιάς. Μία τέτοια εξέλιξη θα κάλυπτε με απόλυτη επάρκεια, οικονομική και επιχειρησιακή, τις ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας για τα επόμενα 15 έως 20 χρόνια.
O εκσυγχρονισμός των 70 αυτών μαχητικών, σε συνδυασμό με τα ατρακτίδια στοχοποίησης, καθιστά κατά συνέπεια πραγματικά αποδοτικό και τον εκσυγχρονισμό στο επίπεδο Viper, μέσω της ομοιογένειας που φέρνει στην αξιοποίηση συστημάτων και όπλων. Παράλληλα όμως δίνει τη δυνατότητα στο Πολεμικό Ναυτικό να ανανεώσει το γερασμένο στόλο των μονάδων επιφανείας του μέσω της απόκτησης νέων φρεγατών και κορβετών και κατόπιν να σχεδιάσει και την προμήθεια – ναυπήγηση νέων υποβρυχίων και ΤΠΚ.
Δίνει στον Ελληνικό Στρατό τη δυνατότητα να αποκτήσει Πυροβολικό ακριβείας μεγάλης ακτίνας και σύγχρονα αντιαεροπορικά συστήματα για να προστατέψει τα υπό άμεση απειλή νησιά του ανατολικού Αιγαίου και να εκσυγχρονίσει το αρματικό του δυναμικό για να κυριαρχήσει στον Έβρο και τη Θράκη (δυτική και ανατολική…).
Τέλος δίνει τη δυνατότητα στην ίδια, μέσω της εξοικονόμησης κονδυλίων, την Πολεμική Αεροπορία, να εκσυγχρονίσει το δίκτυο των ραντάρ αεράμυνας και να αποκτήσει αντιβαλλιστική ικανότητα και ταυτόχρονα να επαναφέρει στην πλήρη εκμετάλλευση αεροσκάφη που είναι πολλαπλασιαστές ισχύος συνολικά. Τα EMB-145AEW&C, C-130H/B και C-27J τα έχουν ανάγκη τόσο το Πολεμικό Ναυτικό όσο και ο Ελληνικός Στρατός σε περίοδο επιχειρήσεων… Δεν μπορούν να παραμένουν στα σημερινά επίπεδα διαθεσιμότητας στο διηνεκές!
Όπως δεν μπορεί και ο ΕΣ να μείνει στο Μ-113, στα Steyr και τις εξαρτήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου του απλού Πεζικάριου… Η τριτοκοσμική αυτή εικόνα θα παραμείνει δεδομένο και στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα αν δεν υπάρξει κάποιος, στοιχειώδης έστω, εξοπλιστικός ορθολογισμός. Αν η Ελλάδα “συρθεί” για άλλη μία φορά σε πανάκριβες επιλογές εκτός τόπου και χρόνου και οπωσδήποτε εκτός των οικονομικών της δυνατοτήτων και των πραγματικών επιχειρησιακών αναγκών των Ενόπλων της Δυνάμεων, την τριτοκοσμική εικόνα νομοτελειακά θα διαδεχθεί ο ακρωτηριασμός.
Γιατί δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι η Τουρκία για πρώτη φορά μετά την ένταξή της στο ΝΑΤΟ στις αρχές του 1952, χαράζει και υλοποιεί τη δική της εντελώς ανεξάρτητη και αυτόνομη εξοπλιστική και εξωτερική πολιτική. Ως απειλή δηλαδή είναι πολύ πιο πολύπλευρη και πολύ πιο επικίνδυνη για την Ελλάδα, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο στο παρελθόν. Το ότι αποκτά νέους βαλλιστικούς πυραύλους μέσης και μεγάλης ακτίνας, αναπτύσσει stand-off όπλα κάθε κατηγορίας και είδους σε συνδυασμό με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και σκάφη επιφανείας και παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει δεν έχει κάνει το παραμικρό βήμα προς τα πίσω σε ότι αφορά στις πολυποίκιλες δραστηριότητες της αμυντικής της βιομηχανίας, δεν είναι τα μοναδικά δεδομένα που πρέπει να μας ανησυχούν.
Ίσως περισσότερο θα πρέπει να μας αφυπνίσει το γεγονός ότι οι “φιλικές” παραινέσεις και συμβουλές για την απομάκρυνση των ATACMS από το ανατολικό Αιγαίο, προκειμένου να “αποφευχθούν οι εντάσεις” με την – ανεξέλεγκτη από τον συμμαχικό παράγοντα πλέον – Τουρκία, είναι μία παρά, μα πάρα, πολύ απαισιόδοξη εξέλιξη. Την οποία όσα F-35 και αν αγοραστούν από την Ελλάδα, δεν θα αλλάξουν…