Τα μαχητικά αεροσκάφη Tempest είναι μια υπό ανάπτυξη ιδέα μαχητικών αεροσκαφών 6ης γενιάς που κατασκευάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο για την Βρετανική Βασιλική Πολεμική Αεροπορία και την Ιταλική Πολεμική Αεροπορία (AMI). Σύμφωνα με πληροφορίες από ανοιχτές πηγές, αναπτύσσεται από μια κοινοπραξία ιδιωτικών εταιρειών (και ελάχιστων δημόσιων) απ’ όλο τον κόσμο γνωστή ως «Team Tempest», που αποτελείται από το Υπουργείο Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου, την BAE Systems, την Rolls-Royce, την Leonardo SpA και την MBDA, ενώ προορίζεται να τεθεί σε λειτουργία από το 2035 και ύστερα, αντικαθιστώντας το αεροσκάφος Eurofighter Typhoon. Σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Άμυνας της Μεγάλης Βρετανίας, μέχρι το 2025 θα δαπανηθούν 2 δισεκατομμύρια λίρες για την ανάπτυξη του σκελετού του μαχητικού αεροσκάφους Tempest, αλλά και για το λογισμικό.

Σύμφωνα με ανάλυση του AviationWeek, η κοινοπραξία Team Tempest μέσω του Βρετανού Πτέραρχου Michael Wingston, καλεί οποιαδήποτε δυτική εταιρεία ανάπτυξης ανάπτυξης υποσυστημάτων μαχητικού αεροσκάφους, να δηλώσει συμμετοχή στο πρόγραμμα του Μαχητικού 6ης γενιάς με σκοπό την περαιτέρω διεύρυνση της μεταφοράς τεχνογνωσίας προς την κατασκευαστική ομάδα. Χαρακτηριστικά ανέφερε πως »όσο περισσότεροι συμμετέχοντες, τόσο μεγαλύτερο το εύρος των λύσεων και των καινοτομιών που θα κατατεθούν προς εξέλιξη». Σε συνέχεια της παραπάνω δήλωσης, εταιρείες όπως η Σουηδική Saab, η Thales, η Μartin Baker, και άλλες, προσχώρησαν στην ομάδα ανάπτυξης του νέου μαχητικού, του οποίου η φιλοσοφία δράσης θα είναι εντελώς διαφορετική σε σχέση με τα ήδη υπάρχοντα μαχητικά.

Η οικονομική συμβολή του προγράμματος Tempest θα μπορούσε να υποστηρίξει κατά μέσο όρο 20.000 θέσεις εργασίας κάθε χρόνο μεταξύ 2026 και 2035, θα συνεισέφερε τουλάχιστον 25,3 δισεκατομμύρια λίρες, ή σχεδόν 32,7 δισεκατομμύρια δολάρια στη βρετανική οικονομία. Θα διαδραματίσει επίσης κρίσιμο ρόλο στην εξασφάλιση δεξιοτήτων στον εγχώριο στρατιωτικό αεροδιαστημικό βιομηχανικό τομέα.

Ραντάρ

Η Leonardo αναπτύσσει μία νέα τεχνολογία ραντάρ για το Tempest,το λεγόμενο Σύστημα Πολλαπλών Λειτουργιών Ραδιοσυχνοτήτων (MRFS), το οποίο έχει σχεδιαστεί για να συλλέγει και να επεξεργάζεται υπέρογκες ποσότητες δεδομένων. Σύμφωνα με την Leonardo το Tempest θα είναι ικανό να συλλέγει πληροφορίες μέσω των αισθητήρων που διαθέτει και να επεξεργάζεται δεδομένα περίπου 10.000 φορές περισσότερα απ’όσα επεξεργάζονται τα μαχητικά 5ης γενιάς. Με πιο απλά λόγια θα μπορεί να επεξεργάζεται αντίστοιχο όγκο δεδομένων με αυτά που διακινούνται σε μία πόλη σαν του Εδιμβούργου, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Ωστόσο τα ως προς επεξεργασία δεδομένα, σύμφωνα με την εταιρεία, δεν θα αντλούνται μόνο από τους αισθητήρες του μαχητικού, αλλά και από επίγεια ραντάρ τεθωρακισμένων, μη επανδρωμένων αεροσκαφών που θα λειτουργούν συνεργατικά με το Tempest αλλά και άλλων εναέριων μέσων. Γίνεται άμεσα αντιληπτό πως το μαχητικό θα λειτουργεί σαν μία εναέρια πλατφόρμα συλλογής/επεξεργασίας/μεταφοράς τεράστιου όγκου δεδομένων, τα οποία θα λαμβάνονται από οποιαδήποτε πλατφόρμα επί της πολεμικής διαδικασίας, διαμορφώνοντας μία ενιαία μαχητική οντότητα, η οποία ως »εγκέφαλο» θα έχει το Tempest. Αξίζει να σημειωθεί πως η ιδέα αυτή δεν είναι καινούρια, καθώς το F-35 εν μέρη είχε κατασκευαστεί με σκοπό να επιτελέσει έναν αντίστοιχο ρόλο. Η υπολογιστική και ενεργειακή ισχύς που χρειάζεται το μαχητικό θα είναι πρωτοφανής για τα παγκόσμια δεδομένα, καθώς ήδη υπάρχοντες αλγόριθμοι Deep Learning δεν φαίνεται να έχουν αντίστοιχες ικανότητες (μέχρι στιγμής).

Τo Tempest θα είναι ο εγκέφαλος μιας δικτυοκεντρικής πολεμικής μηχανής, η οποία θα είναι ικανή να λειτουργήσει και να επιβιώσει αυτόνομα, χωρίς την περαιτέρω βοήθεια από τρίτα συστήματα μάχης που συμμετέχουν στην πολεμική διαδικασία.

Το ραντάρ MRFS υποτίθεται ότι έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί πέρα ​​από τα όρια ενός παραδοσιακού ραντάρ, με την ψηφιακή τεχνολογία να παρέχει στον χειριστή μια σαφή εικόνα του χώρου μάχης και των πιθανών στόχων, «βοηθώντας τον να κερδίσει τον πόλεμο της πληροφορίας». Η ιταλική εταιρεία φαίνεται να έχει ήδη κατασκευάσει πλήρως ορισμένα υποσυστήματα και τα έχει δοκιμάσει με επιτυχία σε εγκαταστάσεις του Εδιμβούργου της Σκωτίας.

Ο ρόλος του πιλότου

Ο ρόλος του πιλότου στα μαχητικά 6ης γενιάς φαίνεται να συμπληρώνεται σε μεγάλο βαθμό από τεχνολογίες και »ανέσεις» που προσφέρουν οι αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης, τα πιλοτήρια νέας γενιάς, το Deep Learning, τα Big Data και οι »ψηφιακοί συγκυβερνήτες». Το προβολικό σύστημα κάσκας (HMD) που θα αξιοποιηθεί στο Tempest, σύμφωνα με πληροφορίες από ανοιχτές πηγές, θα βασίζεται σε μία εξελιγμένη έκδοση του HMD που χρησιμοποιούν τα F-35. Η εξέλιξη θα αφορά την γενικότερη χρήση του, καθώς το HMD εκτός από δεδομένα στοχοποίησης, θα παρέχει στον πιλότο πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά της αποστολής και τα στοιχεία πτήσης, ενώ ο πιλότος θα έχει την δυνατότητα να ρυθμίζει ποιες πληροφορίες θα μεταδίδονται επί κάσκας και ποιες επί της οθόνης του πίνακα οργάνων.

Το προβολικό σύστημα κάσκας (HMD) που θα αξιοποιηθεί στο Tempest, σύμφωνα με πληροφορίες από ανοιχτές πηγές, θα βασίζεται σε μία εξελιγμένη έκδοση του HMD που χρησιμοποιούν τα F-35.

Στον γράφον η έννοια του »ψηφιακού συγκυβερνήτη» έγινε γνωστή για πρώτη φορά ύστερα από μελέτη που δημοσίευσε το XihuaNet, περί αξιοποίησης τεχνολογιών Big Data από την Κινεζική Αεροδιαστημική Εταιρεία, στο πρόγραμμα ανάπτυξης του μαχητικού J-20. Η τεχνολογία αυτή προσφέρει στον πιλότο την ικανότητα συνεργατικής λειτουργίας με το μαχητικό αεροσκάφος, καθώς ο ιπτάμενος θα είναι ικανός να δίνει εντολή στοχοποίησης-κρούσης στο μαχητικό, το οποίο θα αναλαμβάνει το υπόλοιπο κομμάτι της διαδικασίας. Με λίγα λόγια, το βλήμα θα κατευθύνεται εν πολλοίς μόνο του προς τον στόχο (εναέριο-θαλάσσιο), ενώ ο πιλότος θα ασχολείται με την αντιμετώπιση απειλών και τον εντοπισμό τους.

Σύμφωνα με την Leonardo το Tempest θα είναι ικανό να συλλέγει πληροφορίες μέσω των αισθητήρων που διαθέτει και να επεξεργάζεται δεδομένα περίπου 10.000 φορές περισσότερα απ’ όσα επεξεργάζονται τα μαχητικά 5ης γενιάς. Με πιο απλά λόγια θα μπορεί να επεξεργάζεται αντίστοιχο όγκο δεδομένων με αυτά που διακινούνται σε μία πόλη σαν του Εδιμβούργου, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Σύμφωνα με την BAE Systems που συμμετέχει στο πρόγραμμα κατασκευής του Cockpit του μαχητικού, ο πιλότος θα έχει την ικανότητα να μεταδίδει την εικόνα που έχει στο visor της κάσκας, αλλά και τις πληροφορίες που διαθέτουν οι αισθητήρες, από το μαχητικό προς επίγεια/θαλάσσια κέντρα Διοίκησης-Ελέγχου. Ύστερα ο πιλότος θα είναι ικανός να λαμβάνει οπτικά δεδομένα (εικόνα) επί της οθόνης του πίνακα οργάνων, μέσω ψηφιακής διασύνδεσης του μαχητικού με εν πτήση βλήματα και μη επανδρωμένα αεροχήματα. Τα στοιχεία αυτά θα είναι ικανά να ανταλλάσσουν και να επεξεργάζονται πληροφορίες μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα ενιαίο σύστημα-συστημάτων (Military Internet of Things).

«Έννοιες συμπεριλαμβανομένης αυτής του ψηφιακού συγκυβερνήτη αναπτύσσονται επίσης, όπου ένας« εικονικός πιλότος» θα μπορούσε να αναλάβει μερικές από τις ευθύνες του ιπταμένου. Η ιδέα του εικονικού πιλότου εξακολουθεί να αναπτύσσεται, αλλά θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πάρει τη μορφή ενός «avatar» ενσωματωμένου στο πιλοτήριο για να αλληλοεπιδρά με τον πιλότο », δήλωσε η BAE Systems.

Ο πιλότος θα είναι ικανός να λαμβάνει οπτικά δεδομένα (εικόνα) επί της οθόνης του πίνακα οργάνων, μέσω ψηφιακής διασύνδεσης του μαχητικού με εν πτήση βλήματα και μη επανδρωμένα αεροχήματα. Τα στοιχεία αυτά θα είναι ικανά να ανταλλάσσουν και να επεξεργάζονται πληροφορίες μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα ενιαίο σύστημα-συστημάτων (Military Internet of Things).

Η εταιρεία δοκιμάζει επίσης «psycho-physiological» τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένης της οπτικής παρακολούθησης/ιχνηλάτησης, με σκοπό να μελετήσει τις φυσικές και γνωστικές διαδικασίες του χειριστή. Με αυτό τον σκοπό σύμφωνα με την BAE Systems, τα κέντρα εκπαίδευσης πιλότων μαχητικών αεροσκαφών έχουν καλύτερη επίγνωση του άγχους, του φόρτου εργασίας και της κόπωσης που προκαλεί η συνεργατική λειτουργία πιλότου/αεροσκάφους. Η BAE Systems αναφέρει ότι οι πιλότοι της δοκιμάζουν αυτές τις τεχνολογίες σε ελεγχόμενες συνθήκες δοκιμής πτήσης μέσα σε αεροσκάφος Typhoon. «Τα αποτελέσματα των δοκιμών θα μας δώσουν πληροφορίες για την περαιτέρω ανάπτυξη με σκοπό να κατανοήσουμε καλύτερα τη γνωστική συμπεριφορά ενός πιλότου και τις διαδικασίες που σχετίζονται με την εγκεφαλική δραστηριότητα, τους ψυχολογικούς ρυθμούς και την κίνηση των ματιών», δήλωσε η εταιρεία.

Kινητήρας

Η Rolls Royce σε συνεργασία με την Leonardo φαίνεται να είναι αυτές που θα κατασκευάσουν το μεγαλύτερο μέρος του κινητήρα. Η Rolls Royce συγκεκριμένα αναπτύσσει τον στρόβιλο και τον θάλαμο καύσης οι οποίοι θα κατασκευαστούν από συνθετικά υλικά με σκοπό την αντοχή σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες, καθώς όπως είναι εύκολα αντιληπτό, η υπολογιστική και ενεργειακή ισχύς που θα χρειαστεί το μαχητικό με σκοπό να επεξεργαστεί τόσο μεγάλο όγκο δεδομένων, θα επηρεάσει άμεσα και τα επιμέρους υποσυστήματα. Σύμφωνα με ανάλυση της ιστοσελίδας Real Engineer, η πρόσθετη θερμότητα που θα παράξει η μηχανή, θα αξιοποιηθεί για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό την κάλυψη επί μέρους αναγκών του μαχητικού.

Σύμφωνα με ανάλυση της ιστοσελίδας Real Engineer, η πρόσθετη θερμότητα που θα παράξει η μηχανή, θα αξιοποιηθεί για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με σκοπό την κάλυψη επί μέρους αναγκών του μαχητικού.

Ο Phil Townley της Rolls-Royce δήλωσε ότι όσο πιο ζεστός είναι ο κινητήρας, τόσο πιο αποτελεσματικός γίνεται. «Λαμβάνουμε λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα και μειώνουμε τις εκπομπές του». Η Team Tempest εξετάζει επίσης την χρήση συνθετικών αεροπορικών καυσίμων με σκοπό να μειώσει τις θερμοκρασίες των καυσαερίων και να συμβάλει σε ένα πιο βιώσιμο μέλλον.

«Καλωσορίζουμε νέους τρόπους εργασίας με σκοπό την δραματική βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ανταλλαγής τεχνογνωσίας μεταξύ των δυτικών κρατών. Είμαστε ικανοί να δημιουργήσουμε καινοτόμα προγράμματα που θα διαμορφώσουν το σύστημα μαχητικού αεροσκάφους νέας γενιάς. Η νέα τεχνολογία του ραντάρ αποτελεί ένα συγκεκριμένο παράδειγμα των κερδών που έχει ήδη επιτύχει αυτή η προσέγγιση, με κόστος ανάπτυξης 25% λιγότερο, ενώ παράλληλα παρέχει πάνω από 10.000 φορές περισσότερα δεδομένα από τα υπάρχοντα συστήματα», δήλωσε ο Phil Townley.

Οπλισμός

Η ευρωπαϊκή εταιρεία MBDA δήλωσε ότι το Tempest θα μπορούσε να οπλισθεί με «ηλεκτρομαγνητικά πυροβόλα και όπλα λέιζερ». Ο Mike Mew, ανώτερο στέλεχος της MBDA, ανέφερε ότι στοχεύει να κάνει την ενσωμάτωση νέων όπλων στο μαχητικό μία πολύ εύκολη/απλή διαδικασία που θα μπορούσε να είναι «τόσο απλή όσο και η σύνδεση ενός USB stick στον υπολογιστή σας». Αυτός ο τύπος προσέγγισης είναι ένα θέμα που διατρέχει τον πυρήνα του προγράμματος Tempest, καθώς ένας από τους επιμέρους σκοπούς είναι να ξεφύγει η συνολική ανάπτυξη του προγράμματος από τον κύκλο μεγάλων αμυντικών δαπανών. «Κάθε γενιά αεροσκαφών γινόταν όλο και πιο περίπλοκη και επαχθής. Πρέπει να ξεφύγουμε από αυτό», ανέφερε ο Mew.

Βασιζόμενοι στην προηγούμενη εμπειρία ενσωμάτωσης όπλων τόσο η MBDA όσο και η BAES,αναπτύσσουν καινοτόμες ιδέες ωφέλιμου φορτίου και εκτόξευσης διευκολύνοντας μια βελτιωμένη φόρτωση όπλων, όπως προβλέπει η ιδέα του IVRAAM (Inside Visual Range Air-to-Air Missile).

To μαχητικό 6ης γενιάς FCAS

Το Future Combat Air System (FCAS) είναι ένα ευρωπαϊκό μαχητικό αεροσκάφος που κατασκευάζεται από τις Airbus, Thales Group, Indra Sistemas και Dassault Aviation με σκοπό να αντικαταστήσει τα Eurotyphoon και τα μαχητικά Rafele έως το 2040. Το πρόγραμμα FCAS μέχρι στιγμής, σύμφωνα με πληροφορίες από ανοιχτές πηγές, φαίνεται να κινείται αρκετά αργά και να αντιμετωπίζει προβλήματα χρηματοδότησης κυρίως για πολιτικούς λόγους. Η έγκυρη εβδομαδιαία επιθεώρηση Aviation Week αναφέρει το κυριότερο πρόβλημα ανάπτυξης του μαχητικού είναι η άρνηση Γερμανίας και Γαλλίας στα ζητήματα μεταφοράς τεχνογνωσίας, καθώς απ’ ότι φαίνεται καμία χώρα δεν είναι διατεθειμένη να αποδεσμεύσει ευαίσθητες πληροφορίες.

Ωστόσο ένας εκ των πρωταρχικών σκοπών ανάπτυξης του προγράμματος είναι η δημιουργία ενός μαχητικού όπου κύριο ρόλο θα παίζει συγχώνευση δεδομένων »data fusion» που θα ανταλλάσσει το μαχητικό με βλήματα, πολεμικά σκάφη επιφανείας και επίγεια ραντάρ. Ο σχεδιασμός του μαχητικού πρώτη φορά παρουσιάστηκε στο Le Bourget στις 17 Ιουνίου 2019 και καλύπτει ορισμένες εκ των βασικών απαιτήσεων που πρέπει δυνητικά να πληρή ένα μαχητικό 6ης γενιάς.

Διαθέτει άτρακτο 18 μέτρων, άνοιγμα πτέρυγας 14 μέτρα και σύμφωνα με την παρουσιαζόμενη μακέτα του μαχητικού θα είναι εμφανώς μεγαλύτερο από το Rafale και το Typhoon, επιτρέποντας μεγαλύτερη εσωτερική/εξωτερική μεταφορά όπλων και αισθητήρων. Παρά τις μεγάλες διαστάσεις του αεροσκάφους, καταβλήθηκαν προσπάθειες για να κατασκευαστεί όσο το δυνατόν πιο λεπτό γίνεται, προκειμένου να μειωθεί η έλξη με υψηλή ταχύτητα. Διαθέτει αρκετά μεγάλη ουρά σε σχήμα V, ενώ το σχήμα της πτέρυγας θυμίζει εκείνο του nEUROn UCAV.

Στο FCAS, εφαρμόζεται η αρχή του «καλύτερου αθλητή» που σημαίνει πως κάθε συμμετέχουσα εταιρεία είναι υπεύθυνη για τον τομέα στον οποίο έχει ήδη αποδείξει τις βέλτιστες ικανότητές της.

Σύμφωνα με την Airbus, μεγάλη προσοχή θα δοθεί στα συστήματα επικοινωνίας μεταξύ του μαχητικού και των μη επανδρωμένων οχημάτων, με τα οποία θα λειτουργεί συνεργατικά, καθώς όπως και το Tempest θα λειτουργούν ως μία πλατφόρμα επεξεργασίας/μεταφοράς δεδομένων μάχης μεταξύ όλων των συμμετεχόντων επί της πολεμικής διαδικασίας. Ένα ζήτημα που συζητείται σχετικά με την κατασκευή του FCAS είναι αυτό περί ικανότητας πυρηνικής κρούσης. Η Γαλλία θεωρεί την πυρηνική αποτροπή ως βασικό ακρογωνιαίο λίθο της δικής της αλλά και της ευρωπαϊκής στρατηγικής και είναι διατεθειμένη να διαθέσει και 37 δισεκατομμύρια ευρώ στον στρατιωτικό της προϋπολογισμό έως το 2025 με σκοπό να κατασκευαστεί το μαχητικό με ικανότητες πυρηνικής κρούσης.

Ένα από τα κεντρικά καθήκοντα για την περαιτέρω ανάπτυξη του έργου είναι η πλήρης συμμόρφωση της Ισπανίας με τους κανόνες του προγράμματος. Η εύρεση κοινής συμφωνίας μεταξύ των χωρών μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως προσχέδιο για τη μετέπειτα ένταξη και άλλων εταίρων.

Σύμφωνα με ανάλυση Γάλλου συντάκτη στο πρακτορείο Janes, το FCAS, ως διάδοχος του Rafale, πρέπει να είναι σε θέση να εκτελέσει αυτό το έργο. Συνεχίζει προσθέτοντας πως Γερμανία και Γαλλία έχουν συμφωνήσει στον τομέα ανάπτυξης ενός μαχητικού το οποίο θα είναι ικανό να διεξάγει αποστολές με φόρτωση υψηλής πυκνότητας, δημιουργώντας έτσι μία ευρωπαϊκή βάση στην παραγωγή βλημάτων αντιστοίχων δυνατοτήτων, τα οποία θα είναι ικανά να απαλλάξουν (έως ενός βαθμού) τα ευρωπαϊκά κράτη από την χρήση αμερικανικών βλημάτων.

Συμπεράσματα

Απώτερος σκοπός της παραπάνω ανάλυσης είναι η κατάδειξη της μοναδικής ευκαιρίας που έχει η Ελλάδα ως κράτος, αλλά και οι Ελληνικές ιδιωτικές εταιρείες, να ενταχθούν στο πρόγραμμα ανάπτυξης μαχητικού 6ης γενιάς, καθώς βρίσκονται στην κατάλληλη χρονική συγκυρία. Ιδιαίτερα στο πρόγραμμα Tempest, η συμμετοχή ιδιωτικών εταιρειών από το εξωτερικό στο κομμάτι κατασκευής του κατάλληλου software αλλά και των κατάλληλων υποσυστημάτων, είναι αρκετά μεγάλη σε σύγκριση με τις εταιρείες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα ανάπτυξης του μαχητικού TF-X.

Ως στρατηγικός σκοπός της συμμετοχής μας στο πρόγραμμα μαχητικού 6ης γενναιάς δύναται να είναι η συλλογή τεχνογνωσίας η οποία θα θέσει σύσσωμο τον Ελληνισμό ως μία ενιαία επιχειρησιακή και αλληλοπροστατευόμενη οντότητα.

Οι δηλώσει του ε.α. Βρετανού Πτέραρχου καταδεικνύουν πλήρως το εύρος που τείνει να πάρει το πρόγραμμα Tempest αλλά και τους ευνοϊκούς όρους με τους οποίους εντάσσονται ιδιωτικές εταιρείες στο Tempest Team. Τεχνολογίες εντάσεως γνώσης (και περιορισμένου κεφαλαίου) όπως η αντιληπτική τεχνητή νοημοσύνη, το data fusion, τα big data, τα γεωχωρικά λογισμικά και η δημιουργία data links είναι ιδανικές για τον εκσυγχρονισμό ήδη υπάρχοντων συστημάτων μάχης που υπάρχουν στο ελληνικό οπλοστάσιο.

Η μεταφορά τεχνογνωσίας σχετικά με την δικτυοκεντρική λειτουργία των μαχητικών αεροσκαφών με μη επανδρωμένα οχήματα, θα μπορούσε να βοηθήσει στην δημιουργία ενός ενιαίου δικτύου μάχης μεταξύ των Rafale και ορισμένων ελληνικής κατασκευής UAV-Drone. Αξίζει να σημειωθεί πως η συνεργατική λειτουργία drone kamikaze σε μορφή σμήνους είναι ιδανική για να αδρανοποιήσει τα συστήματα CIWS των τουρκικών πολεμικών πλοίων. Ύστερα η ικανότητα μεταφοράς εικόνας μαχητικού αεροσκάφους προς τα Κέντρα Διοίκησης-Ελέγχου μέσω εγχώριας κατασκευής και ασφαλών δικτύων data links, θα πολλαπλασίαζε σε μεγάλο βαθμό την αποτρεπτική ισχύ της χώρας μας στην κλειστή θάλασσα του Αιγαίου.

Η μεταφορά τεχνογνωσίας σχετικά με την δικτυοκεντρική λειτουργία των μαχητικών αεροσκαφών με μη επανδρωμένα οχήματα, θα μπορούσε να βοηθήσει στην δημιουργία ενός ενιαίου δικτύου μάχης μεταξύ των Rafale και ορισμένων ελληνικής κατασκευής UAV-Drone.

Τέλος σημαντικό στοιχείο για την προάσπιση του ελληνισμού είναι ο χρόνος της αποτροπής. Όπως προκύπτει από την ελληνοτουρκική κρίση του καλοκαιριού του 2020, σημαντικό ρόλο στην αξιοπιστία της αποτροπής στο ιδιόρρυθμο ελληνοτουρκικό σύστημα, παίζει ο χρόνος της αποτροπής, δηλαδή ο »εγκλωβισμός» της σε ένα περιορισμένων διαστάσεων χρονικό πλαίσιο. Γίνεται άμεσα αντιληπτό πως το Ελληνικό Κράτος δεν θα εμπλακεί σε μακροχρόνια διένεξη με την Τουρκία, καθώς πιθανότερο είναι το σενάριο εμπλοκής ξένων δυνάμεων για τον τερματισμό της περιορισμένης σύγκρουσης.

Για τον λόγο αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί η διεθνής τεχνογνωσία περί ανάπτυξης πολλαπλών αισθητήρων/ραντάρ νέας γενιάς τύπου MRFS, τα οποία θα λειτουργούν σε διασκορπισμένες πλατφόρμες τόσο επί των νησιών όσο και επί της θαλάσσης, με σκοπό την εύρεση του εχθρικού στόχου σε ζωντανό χρόνο, την ασφαλή μεταφορά/επεξεργασία της πληροφορίας (data fusion) μέσω εγχώριων data links σε συμμαχικές μονάδες κρούσης οι οποίες με την σειρά τους θα ασκούν το καταστρεπτικό πλήγμα στο περιορισμένο χρονικό διάστημα της σύγκρουσης.