Γράφαμε στο προηγούμενο αφιέρωμά μας στον παράγοντα πολυτυπία για το στόλο των μαχητικών της Πολεμικής Αεροπορίας, ότι η Ελλάδα έκανε το λάθος να κυνηγήσει στις δεκαετίες του ‘90 και του 2000 την τουρκική αριθμητική υπεροπλία στον αέρα, επενδύοντας σε αριθμούς!
Και αυτό δεν το έκανε μόνο με το στόλο των μαχητικών F-16, μέσω διαδοχικών – αποσπασματικών αγορών, κάτι απόλυτα δικαιολογημένο δεδομένων των συνθηκών. Υπέπεσε στο πολύ μεγάλο ατόπημα να επαναλάβει το ίδιο και στο στόλο των Phantom. Σύρθηκε δηλαδή στην τουρκική κούρσα των αριθμών, υιοθετώντας επιλογές οι οποίες τελικά, όπως θα δούμε, δεν έφεραν κάποιο σημαντικό και μακροχρόνιο επιχειρησιακό όφελος.
Στη δεκαετία του ‘90 η Πολεμική Αεροπορία παρέλαβε από αμερικανικά αποθέματα 28 μαχητικά F-4E SRA (Southeaster Regional Agreement). Σημαντικότερη διαφοροποίηση σε σχέση με τα F-4E που η Πολεμική Αεροπορία είχε ενταγμένα σε υπηρεσία από τη δεκαετία του ‘70, ήταν το σύστημα διαχείρισης και άφεσης οπλισμού και ναυτιλίας NWDS (Navigation & Weapons Delivery System) συνδυασμένο με αδρανειακό σύστημα ναυτιλίας δακτυλίων λέιζερ. Επέτρεπε σημαντικά βελτιωμένη ακρίβεια άφεσης όπλων αέρος-εδάφους.
Τα SRA παραδόθηκαν το 1992, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1994, η Πολεμική Αεροπορία παρέλαβε και 27 φωτοαναγνωριστικά RF-4E από τη Luftwaffe. Παράλληλα, παραλήφθηκαν άλλα 64 A-7E και διθέσια TA-7C, από το Ναυτικό των ΗΠΑ. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90 λοιπόν, παραλήφθηκαν συνολικά 117 αεροσκάφη που παρά τις αναβαθμίσεις που είχαν υποστεί (τα αμερικανικά) ήταν μίας άλλης εποχής. Παρά το γεγονός αυτό, εκείνη την περίοδο και για κάποια χρόνια, θα βελτίωναν το ισοζύγιο των αριθμών σε σχέση με την ΤΗΚ.
Η απόκτησή ενός τόσο μεγάλου αριθμού αεροσκαφών (φωτοαναγνωριστικών, μαχητικών και βομβαρδιστικών) ήταν μία λογική ενέργεια επίσης, δεδομένου ότι έγινε χωρίς κόστος. Ή για να ακριβολογούμε, με πολύ χαμηλό κόστος. Με την ένταξή τους όμως σε υπηρεσία, αυτό το δεδομένο ανατράπηκε. Γιατί σε όλα αυτά τα αεροσκάφη έπρεπε να γίνουν συγκεκριμένες αναβαθμίσεις, προκειμένου να καταστούν επιχειρησιακά και (υπό προϋποθέσεις) αξιόμαχα. Άρχισε λοιπόν μία διαδικασία με σημαντικό κόστος για την Πολεμική Αεροπορία και (από ότι αποδείχθηκε), ελάχιστο επιχειρησιακό όφελος.
– Τα “γερμανικά” RF-4E δεν αξιοποιήθηκαν στο σύνολό τους, σε αντίθεση με τα “αμερικανικά” -SRA. Χρησιμοποιήθηκαν τα 20 και τα υπόλοιπα έγιναν πηγή ανταλλακτικών. Σε πρώτη φάση περάστηκαν στα αεροπλάνα αυτά καλωδιώσεις, για να φέρουν πυραύλους αέρος – αέρος ΑΙΜ – 9P2/P4 και -L για αυτοπροστασία. Αργότερα σε κάποια εγκαταστάθηκαν εκτοξευτές θερμοβολίδων και αερόφυλλων ALE – 47, καθώς και συστήματα RWR τύπου ALR – 91.
– Επιπρόσθετα, αγοράστηκαν δύο ψηφιακές φωτομηχανές μεγάλης ακτίνας (LOROP), τύπου KS-127EO (ή C-295) από την αμερικανική Reccon Optical International (ROI) και αποφασίστηκε η αναβάθμιση στο ίδιο επίπεδο μίας εκ των δύο συμβατικών KS-127 που ήδη διέθετε η Πολεμική Αεροπορία. Η σχετική σύμβαση ύψους 23.369.732 δολαρίων, υπογράφηκε τον Δεκέμβριο του 1999. Από το ποσό αυτό, η USAF θα λάβει 570.000 δολάρια ως διαχειρίστρια του προγράμματος. Θα ήταν δηλαδή η υπηρεσία που θα ενεργούσε αντί του Ελληνικού Δημοσίου, διασφαλίζοντας τα συμφέροντά του. Κάτι που δεν έκανε ποτέ.
Το εν λόγω πρόγραμμα δεν υλοποιήθηκε ποτέ, λόγω σημαντικών αποκλίσεων από τις προδιαγραφές των KS-127EO, όπως περιγράφονταν από τον κατασκευαστή τους. Δεν απέδωσαν δηλαδή ποτέ έστω και μέρος των δυνατοτήτων για τις οποίες υπήρχε δέσμευση έναντι της ΠΑ.
– Αγοράστηκαν τρία προηγμένα ατρακτίδια παρακολούθησης – καταγραφής ηλεκτρονικών εκπομπών και υποκλοπών τύπου ASTAC. Ενσωματώθηκαν σε συγκεκριμένα RF-4E χωρίς προβλήματα για τη διενέργεια αποστολών ELINT/SIGINT.
– Υλοποιήθηκε από την ΕΑΒ πρόγραμμα δομικής αναβάθμισης (SLEP – Service Life Extension Program) σε όλα τα F-4E και RF-4E της Πολεμικής Αεροπορίας ύψους 15 εκατομμυρίων ευρώ (5,11 δισεκατομμύρια δραχμές). Τα -SRA εντάχθηκαν στο πρόγραμμα καθώς ήταν κατασκευής της περιόδου 1967 – 1968 και είχαν βάλει μεγαλύτερο αριθμό ωρών πτήσης από τα ελληνικά F – 4E των προγραμμάτων Peace Icarus I & II.
– Υλοποιήθηκε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού ηλεκτρονικών και εξοπλισμού αποστολής σε 36 F-4E (26 του προγράμματος P.I. I και 10 του P.I. II) της δεκαετίας του ‘70. Ανάδοχος η γερμανική DASA, λίγο αργότερα EADS. Το ύψος του προγράμματος ανήλθε σε 315 εκατομμύρια δολάρια (92,7 δισεκατομμύρια δραχμές).
Λέμε ότι η συνολική επένδυση που έγινε στα Phantom δεν είχε το ανάλογο επιχειρησιακό όφελος για την Πολεμική Αεροπορία με βάση τα παρακάτω αποτελέσματα:
– Το ατρακτίδιο ASTAC άρχισε να αξιοποιείται επιχειρησιακά στις αρχές του 2004. Από το Μάιο του 2017 που αποσύρθηκαν τα RF-4E το εξαιρετικών δυνατοτήτων αυτό σύστημα ELINT/SIGINT, παραμένει σε αποθήκευση. Πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν είχε ενσωματωθεί στα διθέσια Mirage 2000BGM ή -5Mk2.
– H Πολεμική Αεροπορία βρίσκεται στα δικαστήρια με την USAF, διεκδικώντας αποζημίωση 21,74 εκατομμυρίων δολαρίων συν τους τόκους, για τη μη τήρηση των δεσμεύσεων – υποχρεώσεων της τελευταίας (https://www.bloomberglaw.com/public/desktop/document/THEGOVERNMENTOFGREECEHELLENICAIRFORCEvUSADocketNo119cv01615FedClO?1580672891#), όπως αυτές περιγράφονται στη LOA GR-D-BQM για την προμήθεια και την ενσωμάτωση των KS-127EO της ROI στα ελληνικά RF-4E.
Πράγμα που πάλι σημαίνει ότι η Πολεμική Αεροπορία στερείται τη δυνατότητα εκτέλεσης αποστολών ISR (Intelligence Surveillance Reconnaissance) με τις σημαντικά μεγαλύτερες δυνατότητες που θα της προσέφερε μεγαλύτερος αριθμός ατρακτιδίων DB-100 που φέρονται από τα F-16C/D Block 52+ Advanced. Δηλαδή με τα χρήματα που κατέβαλε για τις ψηφιακές φωτομηχανές της ROI, οι οποίες βρίσκονται σε αποθήκευση στο ΚΕΦΑ για περισσότερα από 10 χρόνια, θα μπορούσε να προμηθευτεί άλλα τρία τουλάχιστον ατρακτίδια DB-110, μαζί με ένα πρόσθετο πλήρες επίγειο σύστημα λήψης εικόνας και δεδομένων στο έδαφος.
– Τα F – 4E AUP παραμένουν σε υπηρεσία με το ίδιο (RF-4E), μεγάλο κόστος ανά ώρα πτήσης και μπορούν να αξιοποιηθούν τόσο σε ρόλους αέρος – αέρος, όσο και αέρος – εδάφους. Υπό προϋποθέσεις όμως και σημαντικούς περιορισμούς – συμβιβασμούς, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν σύστημα αυτοπροστασίας.
Τα παθήματα που δεν έγιναν μαθήματα
Η εμμονή στην επένδυση στα φωτογραφικά Phantom και στη διατήρηση εξειδικευμένης Μοίρας φωτοαναγνώρισης σε υπηρεσία στις τάξεις της Πολεμικής Αεροπορίας (348 ΜΤΑ) κατά συνέπεια, πέρα από οικονομικό είχε και επιχειρησιακό αντίκτυπο.
Τα κονδύλια που όλα αυτά τα χρόνια απορροφούσε η συγκεκριμένη μονάδα σε ετήσια βάση, για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας της, θα μπορούσαν κάλλιστα να κατευθυνθούν στην προμήθεια και εκμετάλλευση μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Τα Heron δηλαδή που τελικά ενοικιάστηκαν, εντάχθηκαν σε υπηρεσία με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Θα μπορούσαν να είναι διαθέσιμα εδώ και μία δεκαετία πιθανότατα…
Το κόστος λειτουργίας της 348 Μοίρας είχε φτάσει μέχρι και τα 40 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος! Όχι μόνο λόγω του πολύ υψηλού κόστους συντήρησης του RF-4E, αλλά και λόγω της τεράστιας κατανάλωσης σε καύσιμο που συνεπάγεται η αξιοποίησή τους. Ενδεικτικό είναι ότι το κόστος ανά ώρα πτήσης για το RF-4E, είχε υπολογιστεί το 2009 από το ΓΕΑ σε 16.350 ευρώ. Σχεδόν διπλάσιο από αυτό των F-16 όλων των εκδόσεων δηλαδή!
Σε αυτό το νούμερο περιλαμβάνονται το καύσιμο, τα λιπαντικά και το οξυγόνο, οι εργατοώρες του προσωπικού, τα ανταλλακτικά και το κόστος συντήρησης στην ΕΑΒ. Ένας απλός πολλαπλασιασμός του με τις 2.400 ώρες πτήσης που έβαλε μέσα στο 2009 η 348 Μοίρα δίνει το σύνολο του κόστους χρήσης των ελληνικών RF-4E. Από εκεί προέκυψε το ποσό των 40 περίπου εκατομμυρίων ευρώ το χρόνο!
Πρόκειται για νούμερο που αυξανόνταν με γεωμετρική πρόοδο, αν σκεφτεί κανείς ότι η ώρα πτήσης του RF-4E το έτος 2006 κόστιζε 10.000 ευρώ!
Η κατανάλωση καυσίμου του Phantom είναι από μόνη της ένα σημαντικό θέμα. Με τις μανέτες σε θέση idle ανέρχεται σε 65 περίπου λίβρες (29,5 κιλά) ανά λεπτό για κάθε κινητήρα. Στον αέρα η μέση κατανάλωση φτάνει τις 100 λίβρες (45,35 κιλά) ανά λεπτό για κάθε κινητήρα χωριστά! Με τις μανέτες σε θέση Mil Power σε μέσα και μεγάλα ύψη, η κατανάλωση για κάθε κινητήρα κυμαίνεται μεταξύ 7.500 λιβρών και 9000 λιβρών. Δηλαδή μεταξύ 3.400 κιλών και 4.100 κιλών ανά ώρα ή μεταξύ 57 κιλών και 68 κιλών ανά λεπτό για κάθε κινητήρα!
Σε επιχειρήσεις όπου το αεροσκάφος θα χρειαστεί να πετάξει χαμηλά, ακόμη και με μέγιστο φορτίο καυσίμου (7550 λίτρα ή 13.559 λίβρες ή 6.150 κιλά εσωτερικά και 5070 λίτρα ή 9.105 λίβρες ή 4.130 κιλά εξωτερικά), η αυτονομία του υπό προϋποθέσεις ξεπερνά τις 1,5 ώρες! Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο γράφαμε ότι η Μοίρα των Phantom AUP καταναλώνει καύσιμο όσο 2,5 Μοίρες F-16 σε μηνιαία βάση.
Από εκεί και πέρα το Phantom ήταν και παραμένει ένας μεγάλος ευδιάκριτος στόχος. Το ηλεκτρομαγνητικό του ίχνος (RCS-Radar Cross Section) είναι τεράστιο. Το ίδιο «τεράστιο» όμως είναι και το υπέρυθρο ίχνος του. Με τους κινητήρες J79 να λειτουργούν στο idle, η θερμοκρασία εξαγωγής καυσαερίων (EGT-Exhaust Gas Temperature) φτάνει τους 200 βαθμούς Κελσίου. Σε λειτουργία με πλήρη στοιχεία αλλά χωρίς μετάκαυση (mil power), η θερμοκρασία εξαγωγής καυσαερίων ανεβαίνει στους 580 βαθμούς Κελσίου. Τέλος, με τους μετακαυστήρες σε λειτουργία, το EGT εκτοξεύεται στους 1.670 βαθμούς, καθιστώντας το αεροπλάνο ιδανικό στόχο για όλους τους πυραύλους IR νέας γενιάς.
Μόνο στο Βιετνάμ οι Αμερικανοί είχαν χάσει 528 από αυτά τα “θρυλικά” μαχητικά. Από την αντιεροπορική άμυνα των Βιετκόνγκ στην πλειοψηφία τους. Εμείς συνεχίσαμε να τα διατηρούμε σε υπηρεσία ακόμα και μετά την κατάρριψη του τουρκικού RF-4E από την Συριακή αεράμυνα το καλοκαίρι του 2012… Έστω και σε μικρότερους (μειούμενους με την πάροδο του χρόνου) αριθμούς. Το ίδιο δε αποφασίσαμε να κάνουμε και πρόσφατα και για τη δεκαετία που ξεκινά.
Αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη διατήρησης του αριθμητικού ισοζυγίου στον αέρα μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, κάτι που άλλωστε σημειώσαμε σε προγενέστερο αφιέρωμά μας (https://defencereview.gr/polemiki-aeroporia-aparaititi-i-diat/), τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη παρουσίας της Πολεμικής Αεροπορίας σε κάθε σημείο του FIR Αθηνών. Από εκεί και πέρα όμως τίθεται ζήτημα προτεραιοτήτων. Δεν πρέπει να επαναληφθούν τα λάθη της δεκαετίας του ‘90. Τα κονδύλια (52 εκατομμύρια ευρώ) επομένως, που θα δαπανηθούν για την παράταση της παραμονής των Phantom AUP σε υπηρεσία μέχρι το 2027, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να “κατευθυνθούν” αλλού.
Σε νέα όπλα (SPICE) και συστήματα (SNIPER, LITENING+SAR, DB-110) για το στόλο των F-16, κατά προτεραιότητα. Ακόμα και τα F-16C/D Block 30 με ελάχιστες προσθήκες, μπορούν επιχειρησιακά να αποδώσουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και με σημαντικά χαμηλότερο κόστος. Επίσης, επειδή όλα δείχνουν ότι η 332 Μοίρα με τα παλιά Mirage 2000EGM/BGM θα διατηρήσει τους ρόλους anti-ship και αστυνόμευσης του ελληνικού FIR, θεωρούμε σκόπιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο η Μοίρα των Rafale να εγκατασταθεί στην 117 Π.Μ. στην Ανδραβίδα, ή στην 110 Πτέρυγα Μάχης στη Λάρισα.
Υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι δυνατόν να θέτουμε χωροταξικά ζητήματα για την Τανάγρα. Χώρος και υποδομές υπάρχουν ήδη σε άλλες μονάδες, για τη συγκρότηση και τρίτης Μοίρας εξοπλισμένης με γαλλικά μαχητικά. Το γιατί την χρειαζόμαστε αυτή την τρίτη Μοίρα το έχουμε αναλύσει ξανά και ξανά. Και το απέδειξε και η πρόσφατη εμπειρία. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα κατά την άποψή μας δεν επιτρέπεται να αφήσει ξανά την κατάσταση να εξελιχθεί σε βαθμό που να βλέπουμε F-16 φορτωμένα με Maverick, έτοιμα για αντιπλοϊκές επιχειρήσεις!
Κρατάμε τη δέσμευση του Έλληνα πρωθυπουργού της 12ης Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, βάσει τις οποίας “από εδώ και πέρα ότι αγοράζεται θα υποστηρίζεται για όσο χρησιμοποιείται”. Όσο για την 117 ΠΜ ήταν η μονάδα που ενέταξε το Phantom II σε υπηρεσία στην Πολεμική Αεροπορία πριν από 46 ολόκληρα χρόνια με επιτυχία. Εισάγοντας τη σε μία νέα εποχή. Το ίδιο μπορεί να κάνει και τώρα, με το Rafale. Όπως και η 110 Πτέρυγα Μάχης στη Λάρισα.
Εν αναμονή περισσότερων εξελίξεων που είναι σχετικές με την απόκτηση F-35 από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, θα επανέλθουμε με περισσότερες πληροφορίες.