Το πρόγραμμα LCS (Littoral Combat Ship) του Αμερικανικού Ναυτικού ήταν και παραμένει ένα αμφιλεγόμενο πρόγραμμα με υποστηρικτές και κατηγόρους. Οι μεν υποστηρίζουν ότι τα πλοία είναι ικανά και αναγκαία για το Αμερικανικό Ναυτικό, οι δε ισχυρίζονται ότι έχει ικανοποιήσει ελάχιστα, σε σχέση με τις αρχικές προθέσεις. Το μέλλον του δεν είναι βέβαιο, αλλά μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να εξελιχθεί σ’ ένα ικανό μέσο ναυτικής ισχύος.
Σήμερα, τα δεδομένα εναντίων του LCS είναι σχεδόν καταλυτικά. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το Αμερικανικό Ναυτικό ήθελε ένα πλοίο, μικρού εκτοπίσματος, ικανό για επιχειρήσεις σε παράκτιο περιβάλλον. Να είναι γρήγορο, ευέλικτο, δικτυωμένο, σπονδυλωτό με αποστολή να κυριαρχεί σε θαλάσσιες περιοχές εγγύς της ξηράς και να λειτουργεί ως «προπομπός» της δράσης διακλαδικών δυνάμεων.
Ωστόσο, 15 σχεδόν χρόνια μετά την ένταξη σε υπηρεσία του πρώτου πλοίου, τα LCS δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πλοία ζωτικής σημασίας για το Αμερικανικό Ναυτικό ή πλοία που κάνουν την επιχειρησιακή διαφορά. Για παράδειγμα, το νέο βλήμα κατά πλοίων, με δυνατότητα προσβολής στόχων στο έδαφος, μεγάλου βεληνεκούς, που θα εφοδίαζε τα πλοία, ακυρώθηκε, ως πρόγραμμα, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 2010. Οι ενσωμάτωση των AGM-114 Longbow Hellfire ήταν μια θετική εξέλιξη, αλλά μόνο για το πολύ μικρό βεληνεκές.
Με άλλα λόγια, ο οπλισμός του πλοίου δεν ανταποκρίνεται στην αποστολή του, δηλαδή να κυριαρχεί σε θαλάσσιες περιοχές εγγύς της ξηράς. Μοιάζει περισσότερο με πλοίο ναυτικού πολέμου σημείου, παρά σαν πλοίο πολλαπλού ρόλου. Η λογική πίσω από την ανάπτυξη των LCS ήταν αυτή του πολλαπλού ρόλου: Πόλεμος επιφανείας, ανθυποβρυχιακός πόλεμος και ναρκοπόλεμος. Ωστόσο τα πλοία δεν σχεδιάστηκαν να εκτελούν τις αποστολές αυτές ταυτόχρονο. Αντίθετα, σχεδιάστηκαν με μια σπονδυλωτή αρχιτεκτονική με τον οπλισμό και τους αισθητήρες τους να προσθαφαιρείται ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε αποστολής.
Στη θεωρία και τα σχέδια αυτό ήταν εφικτό, δεδομένου ότι τα διάφορα συστήματα ήταν αρχιτεκτονικής «Plug-and-Play», δηλαδή εντός λίγων ωρών, ένα πλοίο μετατρεπόταν από πλοίο πολέμου επιφανείας, για παράδειγμα, σ’ ένα πλοίο για αποστολές ανθυποβρυχιακού πολέμου. Ωστόσο, στην πράξη αυτό αποδείχθηκε δύσχρηστο και δαπανηρό με αποτέλεσμα το 2016 το Αμερικανικό Ναυτικό να ανακοινώσει ότι στο εξής κάθε LCS θα ενσωματώνει μόνιμο οπλισμό και αισθητήρες για μια συγκεκριμένη αποστολή.
Μια άλλη αποτυχία του LCS ήταν το κόστος. Η αρχική πρόθεση ήταν το κόστος των πλοίων, τόσο σε επίπεδο απόκτησης, όσο και σε επίπεδο υποστήριξης, να παραμείνει χαμηλό, έτσι ώστε να ενταχθεί στο στόλο ικανός αριθμός πλοίων και το Αμερικανικό Ναυτικό να εξοικονομήσει χρήματα από την απόσυρση παλαιότερων μονάδων και τα χαμηλότερα κόστη υποστήριξης. Ωστόσο, στην πράξη αποδείχθηκε ότι το κόστος ναυπήγησης των πλοίων ήταν σχεδόν διπλάσιο της προϋπολογισμένου.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με την επάνδρωση, η οποία επρόκειτο να είναι μικρή, αλλά τελικά στην πράξη αποδείχθηκε ότι τα πλοία χρειάζονται περισσότερο πλήρωμα. Αυτά τα μειονεκτήματα οδήγησαν τελικά, το 2013-2014, στη μείωση του τελικού, υπό ναυπήγηση, αριθμού από τα 55 πλοία, που ήταν η αρχική απαίτηση, στα μόλις 35. Μια λύση που εφάρμοσε το Αμερικανικό Ναυτικό, για την καλύτερη αξιοποίηση των πλοίων, όπως προείπαμε, ήταν η υιοθέτηση της αρχής της μόνιμης αποστολής για κάθε πλοίο.
Τώρα υπάρχουν σκέψεις-συζητήσεις, για μια ευρύτερη αναθεώρηση του ρόλου και της αποστολής των πλοίων, κάτι που συνεπάγεται όμως πρόγραμμα αναβάθμισης. Ενδεικτικό είναι το πρόγραμμα που «τρέχει» αυτή τη στιγμή το Αμερικανικό Ναυτικό για τον εξοπλισμό των πλοίων με νέα βλήματα κατά πλοίων. Υποψήφια είναι το RGM-84 Harpoon, στην έκδοση Block.2 προσβολής στόχων εδάφους, το νορβηγικό NSM (Naval Strike Missile), το LRASM (Long-Range Anti-Ship Missile) και μια έκδοση μεγάλου βεληνεκούς του βλήματος Griffin.
Η εξέλιξη των LCS, ίσως και το μέλλον τους, σχετίζεται, κατά κάποιο τρόπο με το πρόγραμμα FFG(X) ναυπήγησης 20 νέων φρεγατών του Αμερικανικού Ναυτικού. Εάν η νέα φρεγάτα που θα επιλεγεί αποδειχθεί αποτελεσματική, σε επιχειρησιακό και οικονομικό επίπεδο, δεν αποκλείεται να υπάρξουν περισσότερες ναυπηγήσεις, εις βάρος του προγράμματος αναβάθμισης των LCS. Ίσως να δούμε και την πρόωρη απόσυρση τους.
Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Αμερικανικού Ναυτικού οι φρεγάτες FFG(X) θα πρέπει να έχουν σύστημα κάθετης εκτόξευσης βλημάτων (VLS), τουλάχιστον 32 θέσεων, για χρήση βλημάτων Standard Missile-2 (SM-2) Block IIIC και/ή RIM-162 Evolved SeaSparrow Missiles (ESSM). Επίσης θα πρέπει να ενσωματώνουν το σύστημα διαχείρισης μάχης COMBATSS-21, που είναι βασισμένο στο AEGIS, το σύστημα ζεύξης δεδομένων CEC (Cooperative Engagement Capability), προηγμένες ικανότητες διεξαγωγής επιχειρήσεων επιφανείας και ανθυποβρυχιακού πολέμου και το ραντάρ έρευνας αέρος EASR (Enterprise Air Surveillance Radar), τεχνολογίας AESA, της Raytheon.
Το ελικοδρόμιο τους θα πρέπει να μπορεί να υποστηρίξει ελικόπτερα τύπου MH-60R Seahawk και UAV τύπου MQ-8C Firescout. Ιδανικά οι FFG(X) θα πρέπει να ενσωματώνουν 8-16 βλήματα κατά πλοίων καθώς και λέιζερ ισχύος 150 kW. Υπενθυμίζουμε ότι το πρόγραμμα διεκδικούν τέσσερις (4) εταιρίες: Η αμερικανική Austal USA με τη σχεδίαση κλάσης «Independence» των LCS, η ιταλική Fincantieri, με τη σχεδίαση FREMM, η General Dynamics Bath Iron Works, με τη σχεδίαση της ισπανικής φρεγάτας F100 και η Ingalls Shipbuilding, με άγνωστη σχεδίαση. Η Lockheed Martin, η οποία πρότεινε τα πλοία κλάσης «Freedom» των πλοίων τύπου LCS ανακοίνωσε ότι δεν θα συμμετάσχει στο διαγωνισμό.
Στοιχεία της πρότασης της Lockheed Martin όμως μπορούν να προταθούν και να υιοθετηθούν στο πλαίσιο ενός προγράμματος αναβάθμισης των LCS, αν και εφόσον υπάρξει τελικά μια τέτοια απόφαση. Η πρόταση της Lockheed Martin, για τις φρεγάτες FFG(X) αφορούσε σ’ ένα πλοίο με οκτώ (8) εκτοξευτές βλημάτων κατά πλοίων, σύστημα κάθετης εκτόξευσης Mk.41 VLS 16 θέσεων για βλήματα RIM-162 ESSM και SM, δύο (2) συστήματα SSMM (Surface to Surface Missile Module) για βλήματα AGM-114L Longbow Hellfire, κύριο πυροβόλο Mk.110 των 57 χιλιοστών, σύστημα CIWS SeaRAM (Rolling Airframe Missile), ραντάρ EASR και σύστημα αυτοπροστασίας Nulka.
Το μέλλον των LCS θα εξαρτηθεί από τις επιχειρησιακές ανάγκες και απαιτήσεις του Αμερικανικού Ναυτικό στις θάλασσες του κόσμου, ιδιαίτερα στον Περσικό Κόλπο και τη Θάλασσα της Νότια Κίνας. Εάν τα πλοία κριθούν αναγκαία και ικανά να επιχειρούν στις θάλασσες αυτές, τότε πιθανότατα θα παραμείνουν σε υπηρεσία, ίσως αναβαθμισμένα, αν όχι τότε είναι πολύ πιθανό να δούμε την πρόωρη απόσυρση τους και την πώληση τους σε πρόθυμους φίλους και συμμάχους.
Αναλυτικότερα για το πρόγραμμα LCS, την εξέλιξη του και την έκδοση MMSC, που έχει επιλεγεί από τη Σαουδική Αραβία και έχει προταθεί και στο ΠΝ, μπορείτε να διαβάσετε στο παρακάτω άρθρο: