Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο στάθηκε η ανακοίνωση της Τουρκίας ότι ξεκινά τις διαδικασίες ανάπτυξης ενός υποβρυχίου τουρκικής σχεδίασης και ανάπτυξης. Με αφορμή αυτή την εξέλιξη, συγκεντρώσαμε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τους στόλους των υποβρυχίων σε Ελλάδα και Τουρκία, για να έχουμε μια όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την υφιστάμενη ισορροπία και τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ), τόσο στο εγγύς όσο και στο απώτερο μέλλον.
Ξεκινώντας από την Ελλάδα, μια απλή αναδρομή στα γεγονότα, από την Κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996, μέχρι σήμερα, καταγράφει το πως η ορθολογική προσέγγιση και ο σχεδιασμός του ΠΝ, της επομένης των Ιμίων, εξελίχθηκε, με τη «συνδρομή» της οικονομικής κρίσης, αλλά και της αδικαιολόγητης αδράνειας στο κρίσιμο θέμα της προμήθειας νέων τορπιλών, σε μια προβληματική κατάσταση που χρίζει άμεσης αντιμετώπισης: Προμήθεια νέων τορπιλών και πρόγραμμα ναυπήγησης νέων υποβρυχίων.
Όπως είναι γνωστό, μετά τα Ίμια η Ελλάδα αποφάσισε, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων, μέσω πενταετών προγραμμάτων (ΕΜΠΑΕ : Ενιαίο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Ανάπτυξης και Εκσυγχρονισμού). Το 1996 το ΠΝ διέθετε οκτώ (8) υποβρύχια, τέσσερα (4) T-209.1100 κλάσης «Γλαύκος» (τότε υπό αναβάθμιση, πρόγραμμα «Neptune») και τέσσερα (4) T-209.1200 κλάσης «Ποσειδών». Στο πλαίσιο της ενεργοποίησης του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου, το ΠΝ έκρινε απαραίτητη την αύξηση της οροφής των υποβρύχιων στα 12 (αργότερα μειώθηκε στα δέκα). Έτσι αποφασίστηκε η ναυπήγηση τεσσάρων (4) νέων υποβρυχίων και η αναβάθμιση των «Ποσειδών».
Η σύμβαση, ύψους 430.000.000.000 δραχμών (€ 1.261.922.200), για τη ναυπήγηση τριών (3) υποβρυχίων T-212.1700 AIP (Air Independent Propulsion), εκτοπίσματος 1.700 τόνων, των γερμανικών ναυπηγείων HDW, υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 2000, ενώ το δικαίωμα προαίρεσης, της αρχικής σύμβασης, για τη ναυπήγηση ενός (1) ακόμα υποβρυχίου, με κόστος € 409.000.000, ενεργοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2002. Ομοίως, η σύμβαση, συνολικού ύψους € 826.173.947, για τον εκσυγχρονισμό τριών (3) συν ενός (1) ως δικαίωμα προαίρεσης υποβρυχίων κλάσης «Ποσειδών» (στο πλαίσιο του προγράμματος «Neptune IΙ»), υπογράφηκε τον Μάιο του 2002.
Οι εργασίες ναυπήγησης του πρώτου T-214 (S-120 «Παπανικολής») ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2001, ενώ τον Φεβρουάριο του 2004 ξεκίνησαν οι δοκιμές αποδοχής εν όρμω. Ακολούθησε, τον Ιανουάριο του 2005, η έναρξη των δοκιμών εν πλω και, τον Μάρτιο του 2005, ξεκίνησαν οι δοκιμές βαθέων υδάτων. Κατά τις δοκιμές εν πλω διαπιστώθηκαν σοβαρά τεχνικά προβλήματα εισροής θαλασσινού νερού στο δίκτυο υδραυλικού ελαίου, αστάθειας του περισκοπίου, αυξημένου θορύβου πέραν των προδιαγραφών, απόδοσης του συστήματος ΑΙΡ και του συστήματος μάχης ISUS-90-15 και πρόβλημα ευστάθεια του υποβρυχίου, υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Τα προβλήματα αυτά καθυστέρησαν την παραλαβή των υποβρυχίων και οδήγησαν, μετά από πολυετείς διαπραγματεύσεις, στην υπογραφή της αναθεωρημένης σύμβασης του Μαρτίου του 2010. Είχαν προηγηθεί, τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 2008, επαναληπτικές δοκιμές όπου διαπιστώθηκε ότι όλα τα προβλήματα είχαν επιλυθεί. Στο μεταξύ, το Νοέμβριο του 2004, ξεκίνησαν και οι εργασίες αναβάθμισης του S-118 «Ωκεανός» (καθελκύστηκε το 2009). Η σύμβαση του Μαρτίου του 2010 συμπεριέλαβε και τα δύο (2) προγράμματα και δημιούργησε μια νέα δυναμική σε επίπεδο σύνθεσης του στόλου υποβρυχίων του ΠΝ.
Εν συντομία αποφασίστηκε: (α) Η παραλαβή των τεσσάρων (4) υποβρυχίων T-214.1700 AIP και η παραλαβή του αναβαθμισμένου T-1209.1200 (S-118 «Ωκεανός») (β) Η αναγνώριση στην Ελλάδα του δικαιώματος προαίρεσης ναυπήγηση δύο (2) επιπλέον υποβρυχίων T-214 και ακύρωση του προγράμματος αναβάθμισης των τριών (3) μη-αναβαθμισμένων «Ποσειδών» (γ) Η ολοκληρωμένη ρύθμιση των οικονομικών των δύο (2) προγραμμάτων με συμψηφισμό των νέων δαπανών με τα ποσά που ήδη είχαν καταβληθεί. Επίσης καταρτίστηκαν και νέα χρονοδιαγράμματα παράδοσης και αποπληρωμής.
Κατά την άποψη μας ήταν λάθος η απόφαση ακύρωσης του προγράμματος αναβάθμισης των «Ποσειδών». Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας του 2010 το πέμπτο T-214 θα παραδίδονταν στο ΠΝ το 2017 και το έκτο το 2018 (οι παραδόσεις των τεσσάρων T-214 της αρχικής σύμβασης ολοκληρώθηκαν το 2016, ενώ το 2014 παραδόθηκε το S-118 «Ωκεανός»). Αν συνεχιζόταν το πρόγραμμα αναβάθμισης των «Ποσειδών», ακόμα και χωρίς την ενεργοποίηση του δικαιώματος προαίρεσης για τα δύο (2) επιπλέον T-214, σήμερα το ΠΝ θα είχε σε υπηρεσία οκτώ (8) υποβρύχια, όλα τους με σύστημα AIP, ικανά και αξιόμαχα. Να σημειωθεί ότι το ΠΝ έχει εκφράσει την απόλυτη ικανοποίηση του για τις επιδόσεις του S-118 «Ωκεανός», όπως αυτές έχουν δοκιμαστεί επανειλημμένα σε ασκήσεις.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αναβάθμιση του S-118 «Ωκεανός» κόστισε περί τα € 383,1 εκατομμύρια, όπως δήλωσε ο πρώην ΥΕΘΑ Ευάγγελος Βενιζέλος στη Βουλή (σχεδόν όσο το κόστος του T-214). Οι παράγοντες που οδήγησαν το ΠΝ στην απόφαση να ακυρώσει την αναβάθμιση των υπόλοιπων υποβρυχίων «Ποσειδών» ήταν η μεγάλη καθυστέρηση των εργασιών εκσυγχρονισμού, το μεγάλο κόστος και η ηλικία των υποβρυχίων. Έτσι αποφασίστηκε η διάθεση των κονδυλίων στη ναυπήγηση των δύο (2) επιπλέον T-214, δικαίωμα προαίρεσης που τελικά δεν ενεργοποιήθηκε, λόγω της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε.
Αν τώρα ενεργοποιούνταν και το δικαίωμα προαίρεσης για τα δύο (2) επιπλέον T-214 το ΠΝ θα είχε σε υπηρεσία 10 υποβρύχια, όλα με σύστημα AIP. Μια τέτοια εξέλιξη θα επέτρεπε την απόσυρση των «Γλαύκος», ενώ θα εξουδετέρωνε και το τουρκικό πρόγραμμα ναυπήγησης έξι (6) υποβρύχιων T-214. Επίσης, μια εξίσου σημαντική παράμετρος, το ΠΝ θα είχε χρόνο στη διάθεση του να προγραμματίσει, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 2020, την αντικατάσταση των αναβαθμισμένων «Ποσειδών». Δυστυχώς, οι αποφάσεις και η υλοποίηση της συμφωνίας του 2010 έχει δημιουργήσει σήμερα την ανάγκη ναυπήγησης έξι (6) νέων υποβρυχίων, προς αντικατάσταση των τριών (3) «Γλαύκος» (το S-110 «Γλαύκος» αποσύρθηκε τον Ιούνιο του 2011) και των τριών (3) μη αναβαθμισμένων «Ποσειδών».
Να σημειώσουμε ότι τα ελληνικά T-209 μετρούν σχεδόν 50 χρόνια υπηρεσίας ή 20-25 χρόνια υπηρεσίας ως αναβαθμισμένα (τα «Γλαύκος») και σχεδόν 40 χρόνια υπηρεσίας (τα «Ποσειδών»), αντίστοιχα. Είναι προφανής η ανάγκη αντικατάστασης των τριών (3) αναβαθμισμένων μεν, αλλά μεγάλης ηλικίας «Γλαύκος», και των τριών (3) μη αναβαθμισμένων και μεγάλης ηλικίας «Ποσειδών». Σήμερα όμως το μέγα πρόβλημα είναι ότι με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα της χώρας η ναυπήγηση νέων υποβρυχίων είναι δύσκολη υπόθεση, δεδομένου ότι η ναυπήγηση έξι (6) νέων υποβρυχίων θα κόστιζε περί τα € 3 δισεκατομμύρια.
Τον Μάιο του 2019 είχαμε δημοσιεύσει την είδηση ότι η Βραζιλία βρίσκεται σε φάση αναζήτησης αγοραστών για τα τέσσερα (4) T-209.1400 κλάσης «Tupi» που διατηρεί σε υπηρεσία και αναμένεται να αντικαταστήσει με ισάριθμα Scorpene. Τότε είχαμε καταθέσει την άποψη μας ότι τα συγκεκριμένα υποβρύχια θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης του ΠΝ με στόχο της απόκτηση τους, φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκονται σε καλή τεχνική κατάσταση και ότι το οικονομικό κόστος δεν θα είναι μεγάλο. Η άποψη μας ήταν ότι ως εναλλακτική και ενδιάμεση λύση, για να κερδηθεί χρόνος, η απόκτηση των βραζιλιάνικων T-209 θα έπρεπε να εξεταστεί σοβαρά, καθώς είναι υποβρύχια ηλικίας 20-30 ετών, δηλαδή είναι κατά 10-20 χρόνια νεότερα από τα μη-αναβαθμισμένα «Ποσειδών» και οριακά νεότερα ή ίδιας ηλικίας με τα αναβαθμισμένα «Γλαύκος».
Τον Ιούνιο του 2019, δημοσιεύσαμε την είδηση ότι η Βραζιλία και η Αργεντινή ανακοίνωσαν ότι συμφώνησαν στην πώληση και αγορά, αντίστοιχα, δύο (2) υποβρυχίων κλάσης «Tupi», με δικαίωμα προαίρεσης για την προμήθεια και των άλλων δύο (2) υποβρυχίων. Ωστόσο, νεότερες εξελίξεις για την υπόθεση αναφέρουν ότι ακόμα δεν έχει υπογραφεί κάποιο συμβόλαιο με πιθανότερη αιτία το συνολικό κόστος και τους όρους χρηματοδότησης. (για την περίπτωση των βραζιλιάνικων T-209.1400 μπορείτε να διαβάσετε λεπτομέρειες στο παρακάτω άρθρο)
Εκτός από την άστοχη απόφαση ακύρωσης του προγράμματος αναβάθμισης των «Ποσειδών», δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στην εγκληματική, πολυετή εκκρεμότητα του προγράμματος προμήθειας νέων τορπιλών. Το πρόγραμμα εκκρεμεί από τον Μάρτιο του 2002 (τότε η απαίτηση ήταν για 51 τορπίλες), όταν επιλέχθηκαν οι ιταλικές τορπίλες Black Shark. Σε συνέχεια της επιλογής, οι Γερμανοί απάντησαν ότι για να πιστοποιήσουν τις συγκεκριμένες τορπίλες στα υποβρύχια θα πρέπει η Ελλάδα να καταβάλει το ποσό των € 70.000.000, πέρα από το κόστος απόκτησης των τορπιλών. Αν η Ελλάδα δεχόταν τη γερμανική απαίτηση, τότε η προμήθεια των 51 Black Shark θα κόστιζαν ακριβότερα απ’ ότι η προμήθεια των γερμανικών τορπιλών DM-2A4 (€ 130.000.000 έναντι € 98.000.000).
Έκτοτε το πρόγραμμα αντιμετώπισε διαδοχικές μετακυλήσεις και ουσιαστικά είχε ακυρωθεί για να επανέλθει εκ νέου στην επιφάνεια πρόσφατα, τον Μάιο του 2018, με σχετικό Αίτημα για Πληροφορίες (Request for Information) που εξέδωσε το ΠΝ για 36 τορπίλες, δυνητικού κόστους € 105 εκατομμυρίων. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει κάποια εξέλιξη, εκτός από το έντονο ενδιαφέρων των Γάλλων, που προσφέρουν την τορπίλη F21 και την αντιπρόταση των Γερμανών, που προσφέρουν την DM-2A4 και τον εκσυγχρονισμό των παλαιών τορπιλών SUT Mod.0 στο επίπεδο SUT Mod.3 ή SUT Mod.4. Σε κάθε περίπτωση το πρόγραμμα απόκτησης νέων τορπιλών είναι και επιτακτικό και απολύτως αναγκαίο, ιδιαίτερα τη στιγμή που η Τουρκία έχει ήδη παραλάβει τουλάχιστον 40 τορπίλες DM-2A4 (από το 1999), ενώ χρησιμοποιεί και τις τορπίλες Mk-48 ADCAP Mod.6AT.
Επιχειρησιακά το ζήτημα των τορπιλών είναι ουσιώδους σημασίας, διότι ναι μεν έχουμε κορυφαία υποβρύχια σε υπηρεσία, με πολύ μικρό ακουστικό ίχνος, τα οποία όμως αναγκάζονται να προσεγγίσουν το στόχο λόγω του μικρού βεληνεκούς των εν υπηρεσία τορπιλών. Από την άλλη τα τουρκικά T-209, κατώτερα τεχνολογικά από τα T-214, μπορούν ωστόσο να εκτελούν βολές από μεγαλύτερες αποστάσεις, που τους επιτρέπουν οι DM-2A4 και οι Mk.48 ADCAP Mod.6AT. Είναι λοιπόν προφανές ότι το ζήτημα των τορπιλών, που θα έπρεπε να είχε λήξει εδώ και χρόνια, είναι ένα πρόγραμμα που αν υλοποιηθεί θα ολοκληρώσει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το πρόγραμμα ναυπήγησης των T-214 και θα αποδώσει στο ΠΝ επιχειρησιακό και τακτικό πλεονέκτημα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Το θετικό στοιχείο είναι ότι το ΠΝ και τα ελληνικά T-214 θα κυριαρχούν στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020, αποτέλεσμα των χρονικών καθυστερήσεων, λόγω σοβαρών τεχνικών προβλημάτων, στο τουρκικό πρόγραμμα ναυπήγησης έξι (6) υποβρυχίων T-214. Το συμβόλαιο, συνολικού ύψους € 2,5 δισεκατομμυρίων (σύμφωνα με δημοσιεύματα του τουρκικού τύπου το κόστος έχει ξεπεράσει τα $ 3,5 δισεκατομμύρια), υπογράφηκε τον Ιούλιο του 2009 και τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνιο του 2011. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα το πρώτο υποβρύχιο θα πρέπει να είχε παραδοθεί το 2015, ενώ το τελευταίο το 2020. Ωστόσο, τα πρώτα προβλήματα στο πρόγραμμα εμφανίστηκαν το 2014, δηλαδή όταν, τρία (3) χρόνια μετά την ενεργοποίηση της σύμβασης, δεν είχε ξεκινήσει η ναυπήγηση του πρώτου υποβρυχίου.
Το πρόβλημα ήταν η σοβαρή τεχνική αδυναμία ενσωμάτωσης και ολοκλήρωσης του τουρκικής προέλευσης λογισμικού, καθώς και των αισθητήρων, επίσης τουρκικής προέλευσης, στο Σύστημα Διαχείρισης Μάχης ISUS-90-72. Τελικά, τον Οκτώβριο του 2015 ξεκίνησε η κατασκευή του πρώτου τουρκικού Τ-214 και ανακοινώθηκε το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα παραδόσεων, το οποίο αναφέρει παράδοση των υποβρυχίων την περίοδο 2020-2025 (επιχειρησιακό το πρώτο υποβρύχιο αναμένεται να χαρακτηριστεί το 2022-2023). Ωστόσο, σήμερα, το Νοέμβριο του 2019, το πρώτο υποβρύχιο δεν έχει καθελκυστεί ακόμα.
Αν και δεν έχει υπάρχει επίσημη ανακοίνωση η καθέλκυση του πρώτου υποβρυχίου (S-330 «Piri Reis») προσδιορίζεται πλέον για το 2020 και η παράδοση του το 2020 (το νωρίτερο) ή το 2021 (ανάλογα με το αποτέλεσμα των δοκιμών). Η ναυπήγηση του δεύτερου υποβρυχίου (S-331 «Hizir Reis») άρχισε το 2017, ενώ τον Φεβρουάριο του 2018 ξεκίνησε η ναυπήγηση του τρίτου υποβρυχίου (S-332 «Murat Reis»). Τα υπόλοιπα τρία (3) υποβρύχια (S-333 «Aydin Reis», S-334 «Seydi Ali Reis» και S-335 «Selman Reis») δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει να ναυπηγούνται. Δεδομένου ότι ένα υποβρύχιο για να χαρακτηριστεί επιχειρησιακό μεσολαβεί ένα διάστημα περί των δύο (2) ετών, το πρώτο τουρκικό T-214 αναμένεται να χαρακτηριστεί επιχειρησιακό το 2022, με την προϋπόθεση της παράδοσης του το 2020. Σήμερα ο στόλος υποβρυχίων της Τουρκίας αποτελείται από 12 μονάδες σε προοπτική ανόδου τις οροφής στα 14 υποβρύχια, ως εξής:
-Τέσσερα (4) υποβρύχια κλάσης «Atilay» (T-209, εκτοπίσματος 1.200 τόνων), από τα έξι (6) που ναυπηγήθηκαν και παραδόθηκαν στο Τουρκικό Ναυτικό την περίοδο 1976-1989. Δύο (2) υποβρύχια αποσύρθηκαν το 2014 και το 2016 αντίστοιχα. Τον Μάρτιο του 2011 αποφασίστηκε η εφαρμογή ενός προγράμματος αναβάθμισης για τα δύο (2) νεότερα υποβρύχια (S-351 «Doğanay» και «S-352 «Dolunay», εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1984 και το 1989 αντίστοιχα) με την εγκατάσταση νέων περισκοπίων, νέων συστημάτων επικοινωνιών και νέων συστημάτων ESM/ECM (Ηλεκτρονικά Μέσα Υποστήριξης/Ηλεκτρονικά Μέσα Αντιμέτρων). Τα δύο παλαιότερα πλοία (S-349 «Batiray» και «S-350 «Yildiray», εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1978 και το 1981 αντίστοιχα) θα δεχθούν μόνο την ικανότητα χρήσης των τορπιλών Mk.48 ADCAP Mod.6AT. Τα «Atilay» θα αντικατασταθούν από τα T-214.
-Τέσσερα (4) υποβρύχια κλάσης «Preveze» (T-209, εκτοπίσματος 1.400 τόνων), τα οποία ναυπηγήθηκαν και παραδόθηκαν στο Τουρκικό Ναυτικό την περίοδο 1994-1999. Τον Φεβρουάριο του 2019, η κοινοπραξία, την οποία αποτελούν οι τουρκικές εταιρίες STM, ASELSAN, HAVELSAN και ASFAT ανακοίνωσε ότι υπέγραψε συμβόλαιο με την Προεδρία Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας (SSB) για την υλοποίηση ενός προγράμματος μέσης ζωής για τα «Preveze». Το πρόγραμμα αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2027, ενώ τα υποβρύχια θα παραδοθούν την περίοδο 2023-2027, ένα κατ’ έτος. Αν και δεν έχουν δημοσιευτεί λεπτομέρειες για το τι θα περιλαμβάνει το πρόγραμμα, ούτε για το κόστος, η ανακοίνωση της κοινοπραξίας αναφέρει ότι «ο υπάρχον εξοπλισμός των τεσσάρων υποβρυχίων θα ανανεωθεί και τα υποβρύχια θα αποκτήσουν νέες δυνατότητες και ικανότητες», κάτι που παραπέμπει στην προσθήκη συστήματος AIP. Τα «Preveze» αναμένεται να αντικατασταθούν από το πρόγραμμα MilDen, σχεδίασης και ανάπτυξης ενός τουρκικού υποβρυχίου.
-Τέσσερα (4) υποβρύχια κλάσης «Gur» (T-209, εκτοπίσματος 1.400 τόνων), τα οποία ναυπηγήθηκαν και παραδόθηκαν στο Τουρκικό Ναυτικό την περίοδο 2003-2007. Θα αναβαθμιστούν με πρόγραμμα αναβάθμισης μέσης ζωής μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος αναβάθμισης των «Preveze», δηλαδή μετά το 2027.
Τον Οκτώβριο του 2019 έγινε γνωστό ότι η Τουρκία ξεκίνησε, και επίσημα, τη φάση σχεδιασμού και ανάπτυξης του εγχώριας σχεδίασης και ανάπτυξης υποβρυχίου MilDen (Milli Denizalti). Υπενθυμίζουμε ότι το πρόγραμμα ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2012, με τη μελέτη σκοπιμότητας η οποία ολοκληρώθηκε το 2015. Ακολούθησε η φάση ορισμού των τεχνικών και επιχειρησιακών προδιαγραφών, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2017, ενώ πλέον το πρόγραμμα μπαίνει σε φάση αρχικής και λεπτομερούς σχεδίασης, δηλαδή υλοποίησης. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η φάση της κατασκευής, η οποία προσδιορίζεται για τα τέλη της δεκαετίας του 2020. Στόχος του προγράμματος είναι το πρώτο υποβρύχιο να παραδοθεί στο Τουρκικό Ναυτικό στα μέσα της δεκαετίας του 2030 (αντικατάσταση των «Preveze»). Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα το υποβρύχιο θα έχει μήκος 70 μέτρα, πλάτος 7 μέτρα και βύθισμα 7 μέτρα. Το εκτόπισμα του θα είναι 2.000 τόνοι στην επιφάνεια και 2.200 τόνοι σε βύθιση. Θα ενσωματώνει σύστημα AIP και αντιαεροπορικό σύστημα IDAS.
Αυτά είναι τα σημερινά δεδομένα για Ελλάδα και Τουρκία στον κρίσιμο τομέα των υποβρυχίων. Για το ΠΝ η πραγματική πρόκληση είναι να διατηρήσει το πλεονέκτημα που απέκτησε με τα T-214. Αυτό πρακτικά σημαίνει την προμήθεια νέων τορπιλών και την ενεργοποίηση του δικαιώματος προαίρεσης για τη ναυπήγηση δύο (2) ακόμα T-214 ή τη ναυπήγηση έξι (6) νέων υποβρυχίων.