Όπως αναφέραμε σε παλαιότερο άρθρο μας για το Scorpene, θα κλείσουμε τη σειρά των αφιερωμάτων για τις επιλογές που έχει το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) στον τομέα της ναυπήγησης νέων υποβρυχίων με τη σειρά υποβρυχίων SMX της γαλλικής Naval Group και ιδιαίτερα των τελευταίων εκδόσεων SMX 3.0 και SMX 3.1 εκτοπίσματος 3.000 και 3.400 τόνων, οι οποίες παρουσιάστηκαν στη πρόσφατη διεθνή έκθεση «EuroNaval».
To SMX 3.0 είναι πετρελαιοκίνητο και ενσωματώνει σύστημα AIP, ενώ το SMX 3.1 είναι ηλεκτροκίνητο και δεν ενσωματώνει σύστημα AIP. Η σειρά υποβρυχίων SMX αφορά σε εννέα (9) εκδόσεις, η μια εξέλιξη της άλλης, για επιχειρήσεις σε παράκτιο περιβάλλον, σε κλειστές θάλασσες, όπως το Αιγαίο, και σε ανοιχτές θάλασσες, όπως είναι η Μεσόγειος.
Στην κατηγορία των υποβρυχίων για κλειστές θάλασσες, τα οποία είναι κοντύτερα στις ελληνικές απαιτήσεις και ανάγκες, η ιστορία των SMX ξεκινά το 2002 με την έκδοση SMX-21 εκτοπίσματος 2.700 τόνων. Το 2004 παρουσιάστηκε η βελτιωμένη έκδοση SMX-22 του ίδιου εκτοπίσματος.
Εξέλιξη του SMX-22 αποτελεί η έκδοση SMX-25 εκτοπίσματος 2.850, η οποία παρουσιάστηκε το 2010, ενώ εξέλιξη του SMX-22 είναι η έκδοση SMX 3.0 εκτοπίσματος 3.000, η οποία παρουσιάστηκε, όπως προείπαμε το 2016. Στην ίδια κατηγορία, των υποβρυχίων για χρήση σε κλειστές θάλασσας, εντάσσεται η έκδοση SMX-24 εκτοπίσματος 3.450 τόνων, η οποία παρουσιάστηκε το 2008, εξέλιξη της οποία είναι η έκδοση SMX 3.1 εκτοπίσματος των 3.400 τόνων, η οποία παρουσιάστηκε, μαζί με την έκδοση SMX 3.0 το 2016.
Στην κατηγορία των υποβρυχίων για κλειστές θάλασσες, το 2006 παρουσιάστηκε η έκδοση SMX-23 (Andrasta) εκτοπίσματος 855 τόνων. Εξέλιξη της αποτελεί η έκδοση SMX-26 (Caiman) των 800 τόνων η οποία παρουσιάστηκε το 2012. Τέλος, το 2014 παρουσιάστηκε η έκδοση SMX-27 (Ocean) των 4.750 τόνων για επιχειρήσεις σε ανοιχτές θάλασσες. Από τις παραπάνω εκδόσεις η πλέον κατάλληλη για την Ελλάδα φαίνεται να είναι η έκδοση SMX 3.0 και η έκδοση SMX 3.1.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Naval Group, το 2016, τα SMX 3.0 θα είναι διαθέσιμα από το 2025 και μετά, ενώ θα ενσωματώνουν «τεχνολογίες 3.0», καλύτερο σύστημα διαχείρισης ενέργειας και βελτιωμένους αισθητήρες και σύστημα διαχείρισης μάχης. Οι τορπιλοσωλήνες θα είναι κάθετης εκτόξευσης και θα μπορούν να εκτοξεύσουν τορπίλες, βλήματα κατά πλοίων, βλήματα κατά στόχων εδάφους, νάρκες και μη-επανδρωμένα συστήματα, υποβρύχια ή εναέρια (συνολικά το υποβρύχιο, όπως και το SMX-31, έχει απόθεμα 46 όπλων).
Φυσικά θα ενσωματώνει και το 2ης γενιάς σύστημα AIP τύπου FC2G (το SMX 3.0, όχι το SMX 3.1). Σύμφωνα με τη Naval Group το SMX 3.0 θα διαθέτει εκτεταμένη ψηφιακή τεχνολογία, αυξημένο επίπεδο αυτοματισμού και εύκολες διαδικασίες υποστήριξης.
Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στη συλλογή και την επεξεργασία των συλλεγόμενων πληροφοριών από πολλαπλές πηγές. Τα SMX 3.0/3.1 θα διαθέτουν ψηφιακά συστήματα διαχείρισης και προβολής πληροφοριών και δεδομένων με στόχο την ολοκληρωμένη καταγραφή και προβολή της τακτικής κατάστασης που επικρατεί γύρο από το υποβρύχιο. Η σχεδίαση τους είναι τέτοια ώστε να μειώνει το ηχητικό ίχνος του υποβρυχίου στο ελάχιστο. Επίσης η σχεδίαση του υποβρυχίου είναι τέτοια ώστε να μπορούν να ενσωματώνονται άμεσα, εύκολα και οικονομικά οι όποιες μελλοντικές βελτιώσεις.
Επιχειρησιακά το SMX 3.0, όπως και το SMX 3.1, μπορούν να υποστηρίξουν όλες τις αποστολές ενός σύγχρονου υποβρυχίου: Κρούση, περιπολία και συλλογή πληροφοριών, υποστήριξη ειδικών επιχειρήσεων (μπορεί να μεταφέρει δύο ομάδες υποβρυχίων καταστροφών, συνολικά 15 άτομα). Το SMX 3.1 είναι πλήρως ηλεκτροκίνητο και η απαιτούμενη ενέργεια προέρχεται από μπαταρίες νέας γενιάς (ιόντων λιθίου με δυνατότητα αποθήκευσης ισχύος 6 φορές μεγαλύτερης), οι οποίες τροφοδοτούν δυο (2) κινητήρες.
Τα δύο υποβρύχια έχουν παρόμοιες επιδόσεις με μέγιστο βάθος κατάδυσης τα 250 μέτρα περίπου και αυτονομία 30-45 ημέρες. Ιδιαίτερα μικρές είναι και οι απαιτήσεις επάνδρωσης με το SMX 3.1, το οποίο δεν διαθέτει πύργο, να απαιτεί 15 άτομα πλήρωμα. Το SMX 3.1 έχει δυο κελύφη, το εσωτερικό, που είναι βαρύτερο και το εξωτερικό, που είναι ελαφρύτερο και ενσωματώνει όλους τους αισθητήρες του υποβρυχίου (ακουστικούς, οπτικούς και ηλεκτρομαγνητικούς).
Η σχεδίαση του SMX 3.1 ομοιάζει με αυτή της φάλαινας φυσητήρα, η οποία, σύμφωνα με τους μηχανικούς της Naval Group, έχει σχεδόν τέλειο υδροδυναμικό σχήμα. Όπως φαίνεται στις φωτογραφίες το υποβρύχιο δεν έχει έλικα, ούτε πύργο, που συναντούμε στα συμβατικά υποβρύχια, κάτι που μειώνει το ακουστικό και μαγνητικό ίχνος του υποβρυχίου. Το SMX 3.1 θα έχει μήκος 70 μέτρα και ύψος 13,8 μέτρα.
Το χαμηλό του ίχνος καθιστά το SMX 3.1 ιδανικό για επιχειρήσεις σε περιοχές που ελέγχει ο αντίπαλος, ενώ το απόθεμα των 46 όπλων το καθιστά πολλαπλά φονικό κατά εχθρικών υποβρυχίων, πλοίων επιφανείας και στόχων στο έδαφος. Εναλλακτικά, χωρίς να αποκαλύψει τη θέση του μπορεί να λειτουργήσει ως σύστημα συλλογής πληροφοριών για τη διάταξη των εχθρικών δυνάμεων και να διαβιβάσει αυτές τις πληροφορίες σε φίλιες ναυτικές δυνάμεις.
Ουσιαστικά τα SMX 3.0 και 3.1 αποτελούν συγκερασμό των υποβρυχίων Scorpene και Barracuda. Αμφότερα ενσωματώνουν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στον τομέα των αισθητήρων και των διαδικασιών διαχείρισης μάχης. Στα υπέρ των υποβρυχίων είναι η ικανότητα τους να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις του ΠΝ τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο και την στήριξη της άμυνας της Κύπρου. Πλεονέκτημα είναι επίσης η ικανότητα των υποβρύχιων να εκτελέσουν όλες τις σύγχρονες αποστολές που μπορεί να αναλάβει ένα υποβρύχιο, ενώ η διάθεση 46 όπλων με διαφορετικές δυνατότητας, κατά υποβρυχίων, με τις τορπίλες F-21, πλοίων επιφανείας, με τα βλήματα MM-40 Block.3 Exocet, και στόχων εδάφους, με τα βλήματα SCALP-Naval, τα καθιστά πραγματικούς πολλαπλασιαστές ισχύος.
Η F21 αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα άνω των 50 κόμβων την ώρα (93 χιλιόμετρα την ώρα) και εμβέλεια άνω των 50 χιλιομέτρων. Επίσης μπορεί να επιχειρεί σε βαθιά νερά, αλλά κυρίως σε παράκτιες περιοχές με υψηλό επίπεδο θορύβου και πυκνής ναυτιλίας (χρήση σε βάθη από 10 έως 500 μέτρα). Η F21 ενσωματώνει πολεμική κεφαλή βάρους 250 κιλών, ενώ διαθέτει προηγμένο λογισμικό, το οποίο είναι ικανό να αναγνωρίσει τα «δεδομένα» του βυθού (κοιλότητες, εσοχές, ήχοι κ.ά.).
Το βλήμα MM-40 Block.3 Exocet επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 180 χιλιόμετρα και έχει ικανότητα προσβολής στόχων (ενσωματώνει πολεμική κεφαλή βάρους 165 κιλών), ενώ ο SCALP-Naval, ο οποίος χρησιμοποιεί σύστημα αδρανειακής πλοήγησης και ηλεκτροπτικό σύστημα ταυτοποίησης εδάφους κατά την τερματική φάση της πτήσης, επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές της τάξεως των 1.000 χιλιομέτρων.
Το μεγάλο μειονέκτημα τους είναι ότι πρόκειται για σχεδιάσεις οι οποίες δεν έχουν ναυπηγηθεί ακόμα, ενώ και το κόστος τους αναμένεται να είναι υψηλότερο των Scorpene, το οποίο κοστίζει περί τα € 500-600 εκατομμύρια.