Σε συνέχεια προγενέστερου δημοσιεύματός μας για τα ατρακτίδια στοχοποίησης και τον σημαντικό επιχειρησιακό ρόλο που έχουν λειτουργώντας ως πολλαπλασιαστές ισχύος, επανερχόμαστε κάνοντας αναφορά σε τρία από αυτά. Το αμερικανικό LANTIRN που αν και παλιό προσφέρεται σε αναβαθμισμένη έκδοση (ER), το ισραηλινό LITENING που είναι εδώ και 13 χρόνια σε υπηρεσία στην ΠΑ επάνω στα Phantom και το επίσης αμερικανικό SNIPER που υπό προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει και ως IRST, εντοπίζοντας και εγκλωβίζοντας ιπτάμενους στόχους. Το μόνο πραγματικά ανταγωνιστικό σύστημα του τελευταίου είναι το LITENING 5 που διαθέτει δύο αισθητήρες FLIR μικρής και μέσης κυματομορφής και έχει πιστοποιηθεί στο Eurofighter και τα ινδικά Su-30MkI.
LANTIRN ER (Enhanced Resolution-Extended Range)
Πρόκειται για αναβαθμισμένη έκδοση του LANTIRN που σύμφωνα με στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα ο κατασκευαστής του (Lockheed Martin), παρέχει μεγαλύτερες επιχειρησιακές δυνατότητες με σημαντικά χαμηλότερο κόστος χρήσης. Με το LANTIRN ER μπορούν να εντοπιστούν και να εγκλωβιστούν στόχοι από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και το επίπεδο των 40.000 ποδών. Η αξιοπιστία του συστήματος είναι επίσης αυξημένη κατά 50%(επομένως το ίδιο ισχύει και για τη διαθεσιμότητα του), ενώ το κόστος υποστήριξής του είναι χαμηλότερο κατά 66%. Σε σχέση με το παλιότερο σύστημα το LANTIRN ER μπορεί τέλος να αποκαλύψει και να ταυτοποιήσει στόχους από μεγαλύτερες αποστάσεις.
Πρόσθετες δυνατότητές του σε σχέση με το παλιό σύστημα είναι ο αυτόνομος εντοπισμός πηγών ακτινοβολίας λέιζερ (laser spot tracker), για τον άμεσο εντοπισμό στόχων που καταδεικνύονται από άλλες εναέριες ή επίγειες πλατφόρμες και η καθοδήγηση όπλων μέσω GPS, αφού μπορεί να απεικονίσει τη θέση του αεροπλάνου-φορέα και του στόχου στο χώρο, αναπαράγωντας γεωγραφικές συντεταγμένες για μεγαλύτερη ακρίβεια στοχοποίησης. Τέλος ενσωματώνει και καταδείκτη υπερύθρων συμβατό με τη χρήση διοπτρών νυχτερινής όρασης (NVG).
To ατρακτίδιο ναυτιλίας ΑΝ/ΑΑQ-13 του LANTIRN ER έχει βάρος 450 λιβρών (205 κιλά), μήκος 1,98 μέτρα και διάμετρο 34,7 εκατοστά. Τα νούμερα αυτά σε σύγκριση με το παλιό ατρακτίδιο είναι σχεδόν απαράλλαχτα ενώ εσωτερικά διατηρείται ίδιο μόνο το ραντάρ παρακολούθησης αναγλύφου (terrain following radar). Όλα τα άλλα υποσυστήματα έχουν αλλάξει. Το FLIR είναι τρίτης γενιάς, μέσης κυματομορφής (mid-wave) με εύρος πεδίου θέασης 21 x 28 μοιρών, ενώ έχει αντικατασταθεί και ο επεξεργαστής σήματος εικόνας με νέο μεγαλύτερης ταχύτητας. Αποτέλεσμα είναι η σαφής βελτίωση της εικόνας του εξωτερικού περιβάλλοντος που έχει μπροστά του ο ιπτάμενος στο HUD και εναλλακτικά σε μία από τις MFD (Μulti Function Displays).
Το ατρακτίδιο AN/AAQ-14 του LANTIRN ER ενσωματώνει επίσης τρίτης γενιάς FLIR, μέσης κυματομορφής με ανάλυση 640X512 pixels, νέα κάμερα ημέρας υψηλής ευκρίνειας, τεχνολογίας CCD συνεχούς εστίασης, νέο καταδείκτη λέιζερ 40Κ και laser spot tracker. H κάμερα ημέρας λειτουργεί με εύρος πεδίου θέασης 4 x4 και 1 x 1 μοίρας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την λήψη υψηλής ευκρίνειας απεικονίσεων των στόχων που έχουν προσβληθεί, προς αξιολόγηση των αποτελεσμάτων κάθε επίθεσης (BDA-Bomb Damage Assessment). Τέλος άλλη μία νέα δυνατότητα του ατρακτιδίου στοχοποίησης του LANTIRN ER (Enhanced Resolution) είναι η μετάδοσης εικόνων βίντεο σε σταθμούς εδάφους σε πραγματικό, ή σε σχεδόν πραγματικό χρόνο (Video downlink).
Οπωσδήποτε δεν θα είναι λίγοι αυτού που θα υποστηρίξουν ότι το LANTIRN είναι ένα παλιό σύστημα. Ίσως και στην αναβαθμισμένη του μορφή (ER). Η πιθανή υιοθέτησή του όμως από την Πολεμική Αεροπορία οπωσδήποτε εμπεριέχει πλεονεκτήματα. Με πρώτο και σημαντικότερο την ομοιοτυπία. Γιατί πέρα από το ότι μπορεί να γίνει προμήθεια καινούριων συστημάτων, η κατασκευάστρια εταιρεία προσφέρει τη δυνατότητα αναβάθμισης των παλιών LANTIRN που παραμένουν σε υπηρεσία (23 AN/AAQ-13 και 15 AN/AAQ-14). Ως δεύτερο πλεονέκτημα θα πρέπει να θεωρηθεί το χαμηλότερο κόστος αγοράς του ΑΝ/ΑΑQ-14 σε σχέση με το νεότερο Sniper.
Και κάτι ακόμα… To πρόσθετο βάρος των 205 κιλών του AAQ-13 είναι απαραίτητο για τον εξής απλό λόγο: συνδεδεμένο με το σύστημα ελέγχου πτήσεως του αεροπλάνου δίνει τη δυνατότητα στα πληρώματα των F-16 να πετούν με ασφάλεια πολύ χαμηλά, ημέρα είτε νύχτα, κυριολεκτικά «μέσα» στην εδαφική διαμόρφωση, μέχρι την περιοχή του στόχου. Αυξάνονται έτσι σε πολύ μεγάλο βαθμό η επιβιωσιμότητα αεροπλάνου-πληρώματος και φυσικά και οι πιθανότητες επιτυχίας της αποστολής λόγω αιφνιδιασμού του αντιπάλου.
Η ελληνική Πολεμική Αεροπορία είναι από τις ελάχιστες στον κόσμο, αν όχι πλέον η μόνη, που εξακολουθεί να εκπαιδεύει ιπταμένους σε τέτοια προφίλ πτήσης καθόλη της διάρκεια του εικοσιτετραώρου (διείσδυση πάνω από το εχθρικό έδαφος σε μικρό έως πολύ μικρό ύψος με τη χρήση LANTIRN και NVG). Tόσο η USAF όσο και η Ισραηλινή Αεροπορία έχουν εγκαταλείψει αυτό το είδος επιθετικής τακτικής εδώ και αρκετό καιρό. Στην απόφασή τους αυτή οδηγήθηκαν προφανώς επειδή αφενός μεν έχουν εξασφαλισμένη αεροπορική κυριαρχία στις περιοχές που επιχειρούν και αφετέρου επειδή έχουν επαρκείς αριθμούς μαχητικών κρούσης που μπορούν να προστατέψουν τόσο από την εχθρική αντιαεροπορική άμυνα όσο και από τα μέσα ηλεκτρονικού πολέμου του αντιπάλου.
Τέτοια πλεονεκτήματα η Ελληνική ΠΑ δεν έχει. Όχι μόνο γιατί δεν διαθέτει επαρκή αριθμό μαχητικών προς κάλυψη των επιθετικών σχηματισμών της, αλλά και γιατί πρέπει να καλύψει μία αρκετά μεγάλη περιοχή (τη μισή τουλάχιστον τουρκική επικράτεια στο δυτικό της κυρίως τμήμα και καθόλο το εύρος της από βορρά προς νότο) με πολλούς στόχους (το στρατηγικό βάθος μετώπου όπως ίσως έχετε ακούσει ή διαβάσει…).
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η Τουρκική Αεροπορία (ΤΗΚ) απέκτησε στη δεκαετία του ’90, 40 πλήρη συστήματα LANTIRN ( 40 ατρακτίδια ναυτιλίας και ίδιο αριθμό ατρακτιδίων στοχοποίησης), ενώ τον Ιανουάριο του 2010 επανήλθε με μία δεύτερη παραγγελία για ατρακτίδια στοχοποίησης AN/AAQ-33 Sniper και ναυτιλίας AAQ-13. H Lockheed Martin είχε γνωστοποιήσει την υπογραφή συμβολαίου ύψους 118 εκατομμυρίων δολαρίων στο πλαίσιο προγράμματος FMS, για την κατασκευή και παράδοση αριθμού των προαναφερόμενων ατρακτιδίων, χωρίς να αναφέρει αριθμό ή να διευκρινίζει αν στο εν λόγω συμβόλαιο περιλαμβάνεται και η αναβάθμιση των παλιών LANTIRN σε επίπεδο ΕR. To μόνο που διευκρίνιζε η ανακοίνωση Τύπου της αμερικανικής εταιρείας ήταν ότι τα ατρακτίδια προορίζονται να εξοπλίσουν τα F-16Block 40 και -50 της THK.
Βέβαια, ενάμιση περίπου χρόνο πριν από την υπογραφή του συμβολαίου για την νέα τουρκική παραγγελία ατρακτιδίων, είχε προηγηθεί η καθιερωμένη ενημέρωση της DSCA (Defence and Security Cooperation Agency) του πενταγώνου προς το κογκρέσο των ΗΠΑ που ήταν πιο κατατοπιστική σχετικά με το τουρκικό αίτημα. Βάση της ενημέρωσης αυτής η Τουρκία ζητούσε την προμήθεια 30 ατρακτιδίων AN/AAQ-33 Sniper και ίδιου αριθμού ατρακτιδίων ναυτιλίας AN/AAQ-13 LANTIRN ER. Το ύψος της συγκεκριμένης προμήθειας είχε υπολογιστεί σε 200 εκατομμύρια δολάρια.
ΑΝ/ΑΑQ-33 Sniper ATP (Advanced Targeting Pod)
Δεδομένης της έλλειψης ακριβών στοιχείων σχετικά με τον ακριβή αριθμό των ατρακτιδίων που θα αποκτήσει η ΤΗΚ, κρατάμε το ποιο σημαντικό στοιχείο από τα προαναφερόμενα. Ότι δηλαδή η Αεροπορία της γειτονικής χώρας επιχειρεί με το Sniper. Πρόκειται για σύστημα νέας γενιάς που αναπτύχθηκε στις αρχές της περασμένης δεκαετίας για τον εξοπλισμό όλων σχεδόν των τύπων μαχητικών, βομβαρδιστικών και επιθετικών αεροσκαφών της USAF. H επιλογή του από την τελευταία μέσω διαδικασίας διαγωνισμού, ανακοινώθηκε τον Αύγουστο του 2001 και στις βασικές προδιαγραφές σχεδίασης και ανάπτυξης του νέου ατρακτιδίου στοχοποίησης, περιλαμβάνονταν το ότι θα έπρεπε να προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες σε σχέση με το ΑΑQ-14 του LANTIRN και παράλληλα να έχει μικρότερο βάρος με απαιτήσεις και κόστος συντήρησης. Λίγο αργότερα η κατασκευάστρια εταιρεία υπέγραψε συμβόλαιο επταετούς διάρκειας με την USAF για την κατασκευή και παράδοση 522 μονάδων. Το ύψος του συμβολαίου τελικά ανήλθε (μέσα από τις ξεχωριστές-σε ετήσια βάση, συμβάσεις που υλοποιήθηκαν) σε 843 εκατομμύρια δολάρια.
Οι πρώτες δοκιμές του συστήματος επάνω σε μαχητικά F-15E και F-16 Block 30 και Block 50, έγιναν στην αεροπορική βάση Nellis, στο Λάς Βέγκας, την περίοδο Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2003, με πολύ καλά αποτελέσματα. Ακολούθησαν δοκιμές υπό συνθήκες πολύ χαμηλών θερμοκρασιών περιβάλλοντος στη Νορβηγία τον φεβρουάριο του 2004, επάνω σε ένα αναβαθμισμένο F-16A Block 15 MLU που επιχειρούσε από την αεροπορική βάση Bodo.
H Noρβηγία είχε υπογράψει την πρώτη εξαγωγική παραγγελία για το Sniper (το είχε προμηθευτεί ως PANTERA-Precision Attack Navigation & Targeting), ύψους 27 εκατομμυρίων δολαρίων, στις 8 Ιουλίου του 2002. Ακολούθησαν η Πολωνία, το Μαρόκο, το Ομάν, η Σιγκαπούρη, το Πακιστάν, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία, ενώ σήμερα το Sniper έχει ενσωματωθεί στα F-16, F-15E, A/OA-10 και A-10C, Β-1 και Ηarrier. To σύστημα έχει επίσης πιστοποιηθεί και στα F-16 Block 30 της αεροπορικής εθνοφρουράς των ΗΠΑ…
Οι πρώτες καθαρά επιχειρησιακού χαρακτήρα δοκιμές του συστήματος έγιναν επάνω σε αεροσκάφη F-15E το Μάιο του 2005. Τρία αεροπλάνα του τύπου αυτού μεταστάθμευσαν από την αεροπορική βάση Lakenheath στο Ιράκ για το σκοπό αυτό. Το 2006 αποδόθηκε αρχική επιχερησιακή ικανότητα στα F-16 Block 30 της Air national Guard με το Sniper και παράλληλα αυξήθηκε ο ρυθμός των παραδόσεων στην USAF.
Ας εξετάσουμε τώρα από τεχνικής πλευράς το ατρακτίδιο για να δούμε τι περισσότερο παρέχει σε σχέση με το LANTIRN. Ξεκινάμε πάλι από το FLIR του συστήματος που και εδώ είναι τρίτης γενιάς, μέσης κυματομορφής, αλλά με ακόμα ταχύτερο επεξεργαστή σήματος εικόνας.
Η κεφαλή των ηλεκτροοπτικών του Sniper (πυργίσκος) περιστρέφεται χωρίς περιορισμό περί τον διαμήκη άξονα (roll) σε οποιαδήποτε θέση, ενώ κατακόρυφα οι αισθητήρες μπορούν να «δουν» σε γωνίες μέχρι πέντε μοίρες (+5) και σε κατόπτευση μέχρι και -155 μοίρες. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να περιστραφούν προς τα κάτω και προς τα κάτω και πίσω τόσο ώστε να «βλέπουν» τις περιοχές πίσω από το αεροπλάνο.
Μέσω του FLIR ή της CCD κάμερας το σύστημα μπορεί να εντοπίσει και να εγκλωβίσει και ιπτάμενους στόχους, ενώ παρέχει ίδιες δυνατότητες για σταθερούς και κινούμενους στόχους στο έδαφος. Ο κατασκευαστής του συστήματος υποστηρίζει ότι το Sniper παρέχει μοναδικές δυνατότητες διατήρησης εγκλωβισμού κινούμενων στόχων και κατάδειξής τους, καθώς ακόμα και υπό ακραίες συνθήκες η στοχοποίηση δεν «σπάει», δεν διακόπτεται ως διαδικασία. Άλλο μοναδικό –πάντα κατά τον κατασκευαστή- χαρακτηριστικό του Sniper είναι η πρωτοποριακή πλατφόρμα σταθεροποίησης των ηλεκτροοπτικών του.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν Laser Spot Tracker, Laser Marker συμβατό με τη χρήση NVG, καταδείκτης-αποστασιόμετρο λέιζερ με δύο διαφορετικές συχνότητες εκπομπής (για επιχειρήσεις και εκπαίδευση), ακίνδυνο για την ανθρώπινη όραση, δυνατότητα αυτόματου –μέσω του ΙΝS του συστήματος- συνεχούς υπολογισμού της γωνίας απόκλισης του στόχου από τον διαμήκη άξονα του αεροσκάφους-φορέα, ψηφιακός καταγραφέας βίντεο (DVR), αυτόνομο σύστημα ζεύξης δεδομένων για τη μετάδοση και τη λήψη εικόνων βίντεο σε πραγματικό χρόνο, δυνατότητα καθοδήγησης όπλων (J Series) μέσω GPS με αυτόματο προσδιορισμό-αναπαραγωγή συντεταγμένων στόχων και καταδείκτη IR.
Όλα αυτά περικλείονται σε ένα ελαφρύτερο και αεροδυναμικότερο ατρακτίδιο συγκριτικά με τις άλλες σχεδιάσεις. Το βάρος του Sniper είναι 195 κιλά (το μικρότερο), το μήκος του 2,52 μέτρα (το μεγαλύτερο) και η διάμετρός του 30,5 εκατοστά (η μικρότερη). Με βάση στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα η LM, το Sniper έχει επιδείξει ακόμη μεγαλύτερο βαθμό διαθεσιμότητα από το LANTIRN ER που παραμένει στο 98% από την περίοδο των αρχικών επιχειρησιακών δοκιμών στο Ιράκ το Μάιο του 2005. Η απόλυτα σπονδυλωτή (τμηματική) κατασκευή του ατρακτιδίου (αποτελείται από 39 LRU!) επιτρέπει την αποκατάσταση βλαβών σε χρονικά διαστήματα της τάξης των 20 λεπτών στη γραμμή πτήσεων, ενώ ο μέσο χρόνος μεταξύ βλαβών έχει υπολογιστεί στις 600 ώρες λειτουργίας.
LITENING III και G4
Το LITENING της ισραηλινής RAFAEL είναι ένα πραγματικά επιτυχημένο ατρακτίδιο ναυτιλίας και σκόπευσης, από τις πρώτες του εκδόσεις. Η αμερικανική του κωδικοποίηση είναι ΑΝ/AAQ-28, καθώς από τη δεκαετία του ΄90 η Northrop-Grumman ανέλαβε (1995) σε συνεργασία με την ισραηλινή εταιρεία την παραγωγή του στις ΗΠΑ και την προώθησή του στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Στην προσπάθεια να προσφερθεί ένα ανταγωνιστικό σύστημα τόσο ως προς τις δυνατότητες, όσο και ως προς την τιμή αγοράς και το κόστος χρήσης, το αρχικό LITENING I μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ατρακτίδιο ναυτιλίας, με τον έλεγχο του αεροπλάνου στον ιπτάμενο και το σύστημα να υποδεικνύει τους αναγκαίους ελιγμούς (άνοδος, κάθοδος, στροφή) κάθε στιγμή, αλλά και ως ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό ατρακτίδιο στοχοποίησης.
Το ισραηλινό ατρακτίδιο λοιπόν εξοπλίστηκε με FLIR με δυνατότητα εντοπισμού και εγκλωβισμού στόχων από μεγάλες αποστάσεις, κάμερα ημέρας (ΤV) και καταδείκτη λέϊζερ που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως αποστασιόμετρο. Από επιχειρησιακής πλευράς επομένως προσέφερε ότι και το ατρακτίδιο στοχοποίησης του LANTIRN που λίγα χρόνια νωρίτερα (1987) ως ολοκληρωμένο σύστημα, είχε σταδιακά αρχίσει να εντάσσεται σε υπηρεσία στην USAF. Έδινε όμως και κάτι παραπάνω, σημαντικό τότε και σήμερα… Ήταν το πρώτο σύστημα του είδους που εξοπλίστηκε (από την αρχική του έκδοση) με το εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο που ακούει στο όνομα Laser Spot Tracker.
To LITENING έδειξε από τα πρώιμα στάδια της καριέρας του το πόσο ιδανικό ήταν για συνεργιστικές επιθετικές αποστολές. Όταν ο στόχος «φωτίζονταν» (καταδεικνύονταν) από άλλο αεροσκάφος (αεροπλάνο ή ελικόπτερο), ή από επίγειο σύστημα σήμανσης λέιζερ, το LST του Litening εντόπιζε αυτόματα την πηγή της ακτινοβολίας και έστρεφε επάνω της όλους τους αισθητήρες του, χωρίς καμία ενέργεια από την πλευρά του πληρώματος! Χρησιμοποιώντας το LANTIRN, το τελευταίο θα έπρεπε να ψάξει να βρει το στόχο σε συνεννόηση (φωνητική τότε) με το αεροσκάφος ή τον επίγειο καταδείκτη…
Από την έναρξη του προγράμματος ανάπτυξης του συστήματος το 1992 μέχρι και το 1999 που το διάδοχο LITENING II μπήκε σε υπηρεσία, το ισραηλινό ατρακτίδιο απέδειξε την αξία του ευθέως ανταγωνιζόμενο το LANTIRN. Mέχρι σήμερα δε έχει ενσωματωθεί σε 20 τύπους αεροπλάνων (μεταξύ αυτών και το Mirage 2000) και έχει αγοραστεί από 20 τουλάχιστον αεροπορικές δυνάμεις. Η ελληνική Πολεμική Αεροπορία εκμεταλλεύεται επιχειρησιακά το LITENING II επάνω στα F-4E AUP από την αρχική περίοδο της ένταξής τους σε υπηρεσία το δεύτερο εξάμηνο του 2003. Η ελληνική παραγγελία έγινε το 1999 και περιλάμβανε 20 ατρακτίδια που τελικά παραδόθηκαν στην 338 Μοίρα της 117 Πτέρυγας Μάχης.
Συμπέρασμα πρώτο: Και εδώ υπάρχει το πλεονέκτημα της αναβάθμισης των LITENING II σε επίπεδο ΙΙΙ, G4 ή 5 όπως θα δούμε παρακάτω. Επομένως και της διασφάλισης ομοιοτυπίας για την Πολεμική Αεροπορία. Να σημειώσουμε για την ιστορία ότι ενδιάμεσα, μεταξύ των LITENING I και ΙΙ, αναπτύχθηκε και αξιοποιήθηκε επιχειρησιακά το –ER από το 2001 και μετά. Το LITENING III που βρίσκεται ακόμα σε παραγωγή διαθέτει αισθητήρα FLIR τρίτης γενιάς (3-5 micron), μέσης κυματομορφής και ανάλυσης 640×512 pixel.
O ίδιος αισθητήρας είναι ο μοναδικός (με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία) που μπορεί να παρέχει απεικονίσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος με ευρύ (18,4 x 24 μοίρες), μέσο (2,8 x 2,8 μοίρες) και μικρό (0,77×0,77 μοίρες) εύρος πεδίου θέασης (FOV). Η κάμερα ημέρας (αισθητήρας CCD) παρέχει ανάλυση 659 (οριζόντιο) x 494 (κατακόρυφο) pixel με FOV 3,5 x 3,5 μοίρες, ενώ μία δεύτερη είναι διαθέσιμη με μικρότερο FOV 0,7×0,7 μοιρών. Φυσικά όπως και το FLIR, οι αισθητήρες ημέρας πέρα από εντοπισμό και πρόσκτηση στόχων μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων κάθε αποστολής (Bomb Damage Assessment) αλλά και για την άμεση παροχή εικόνας βίντεο σε άλλα αεροσκάφη ή επίγειους σταθμούς, μέσω του αυτόνομου συστήματος ζεύξης δεδομένων που διαθέτει.
Όπως και τα δύο ανταγωνιστικά αμερικανικά συστήματα που περιγράψαμε, μπορεί να καθοδηγήσει με ακρίβεια όπλα (JDAM, JSOW) μέσω GPS και αναπαραγωγή συντεταγμένων, διαθέτει αυτόνομο ψηφιακό σύστημα καταγραφής βίντεο (DVR), διπλής κυματομορφής καταδείκτη-αποστασιόμετρο λέιζερ (50K) που μπορεί να αξιοποιηθεί και για σκοπούς εκπαίδευσης καθώς είναι ακίνδυνο για το ανθρώπινο μάτι (1,06μm & 1,57μm), Laser Spot Tracker και Laser Marker συμβατό με διόπτρες νυχτερινής όρασης (NVG).
Τέλος, το σύστημα είναι εξοπλισμένο με αυτόνομο INS (αδρανειακό σύστημα ναυτιλίας) που αυτόματα υπολογίζει κάθε στιγμή τη γωνία απόκλισης του στόχου (boresight) από τον διαμήκη άξονα του αεροπλάνου-φορέα και παρέχει μεγάλη ακρίβεια στοχοποίησης ακόμα και κατά την εκτέλεση ελιγμών με υψηλές δυναμικές φορτίσεις (g).
Οι διαστάσεις και το βάρος του ατρακτιδίου στη νέα του μορφή δεν έχουν αλλάξει. Το βάρος φτάνει τα 208 κιλά, το μήκος τα 2,20 μέτρα και η διάμετρος τα 40,6 εκατοστά. Είναι δηλαδή μεγαλύτερων διαστάσεων και βαρύτερο από το Sniper, αλλά σε συγκρίσιμα επίπεδα με το ΑΝ/AAQ-14 του LANTIRN ER. Σε ότι αφορά τους αισθητήρες μπροστά στον περιστρεφόμενο πυργίσκο (μπάλα) μπορούν να «δουν» πάνω από τον ορίζοντα (ανόπτευση) σε γωνίες μέχρι και τις 45 μοίρες, κάτω μέχρι και τις 150 (και πίσω από το αεροπλάνο δηλαδή), ενώ περί τον διαμήκη άξονα (roll) η μπάλα μπορεί να περιστραφεί κατά 40 μοίρες από την αρχική της θέση…
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα η RAFAEL, τα LITENING όλων των εκδόσεων έχουν μέχρι σήμερα συμπληρώσει περισσότερες από 1.200.000 ώρες πτήσης ανά τον κόσμο, καταγράφοντας διαθεσιμότητα 97%. Ο μέσος χρόνος μεταξύ βλαβών που δίνεται είναι και εδώ οι 600 ώρες λειτουργίας, ενώ έμφαση αποδίδεται και στην ευκολία υποστήριξης και αποκατάστασης βλαβών, μέσω της δυνατότητας άμεσης αντικατάστασης και των έξι LRU του συστήματος στη γραμμή πτήσεων.
Πριν από δέκα περίπου χρόνια η Northrop-Grumman έκανε ένα ακόμη βήμα στην εξέλιξη του ατρακτιδίου, αναπτύσσοντας το G4 (Generation 4). Aυτά που άλλαξαν είναι το FLIR και ο καταδείκτης λέιζερ. Ο καινούριος αισθητήρας του FLIR είναι υψηλής ευκρίνειας (πολύ κοντά στα επίπεδα High Definition) με ανάλυση 1024x1024pixels (1020×1080 είναι η ανάλυση High Definition)! Eπιπρόσθετα ο καταδείκτης λέιζερ είναι νέας τεχνολογίας και όπως υποστηρίζει η κατασκευάστρια εταιρεία σημαντικά μεγαλύτερων δυνατοτήτων. Οι δοκιμές του G4 ολοκληρώθηκαν το φθινόπωρο του 2008 και αμέσως υπογράφηκαν παραγγελίες για αναβάθμιση παλιότερων LITENING ή αγορά G4 από την USAF, το Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ (USMC), την Aεροπορική Εθνοφρουρά (ANG) και την Air Force Reserve Corps.
Σε ότι αφορά τους αισθητήρες μπροστά στον περιστρεφόμενο πυργίσκο (μπάλα) μπορούν να «δουν» πάνω από τον ορίζοντα (ανόπτευση) σε γωνίες μέχρι και τις 45 μοίρες, κάτω μέχρι και τις 150 (και πίσω από το αεροπλάνο δηλαδή), ενώ περί τον διαμήκη άξονα (roll) η μπάλα μπορεί να περιστραφεί κατά 40 μοίρες από την αρχική της θέση…
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα η RAFAEL, τα LITENING όλων των εκδόσεων έχουν μέχρι σήμερα συμπληρώσει περισσότερες από 1.200.000 ώρες πτήσης ανά τον κόσμο, καταγράφοντας διαθεσιμότητα 97%. Ο μέσος χρόνος μεταξύ βλαβών που δίνεται είναι και εδώ οι 600 ώρες λειτουργίας, ενώ έμφαση αποδίδεται και στην ευκολία υποστήριξης και αποκατάστασης βλαβών, μέσω της δυνατότητας άμεσης αντικατάστασης και των έξι LRU του συστήματος στη γραμμή πτήσεων.
Πριν από δέκα περίπου χρόνια η Northrop-Grumman έκανε ένα ακόμη βήμα στην εξέλιξη του ατρακτιδίου, αναπτύσσοντας το G4 (Generation 4). Aυτά που άλλαξαν είναι το FLIR και ο καταδείκτης λέιζερ. Ο καινούριος αισθητήρας του FLIR είναι υψηλής ευκρίνειας (πολύ κοντά στα επίπεδα High Definition) με ανάλυση 1024x1024pixels (1020×1080 είναι η ανάλυση High Definition)! Eπιπρόσθετα ο καταδείκτης λέιζερ είναι νέας τεχνολογίας και όπως υποστηρίζει η κατασκευάστρια εταιρεία σημαντικά μεγαλύτερων δυνατοτήτων. Οι δοκιμές του G4 ολοκληρώθηκαν το φθινόπωρο του 2008 και αμέσως υπογράφηκαν παραγγελίες για αναβάθμιση παλιότερων LITENING ή αγορά G4 από την USAF, το Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ (USMC), την Aεροπορική Εθνοφρουρά (ANG) και την Air Force Reserve Corps.