Ο έταιρος μεγάλος ευρωπαίος κατασκευαστής υποβρυχίων πέραν της γερμανικής Thyssen Krupp είναι ο γαλλικός όμιλος Naval Group. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η τότε DCNS σε συνεργασία με τον ισπανικό όμιλο Izar, πρόδρομο της σημερινής Navantia συνεργάστηκαν πάνω στη σχεδίαση και την κατασκευή ενός νέου πρωτοπόρου συμβατικής πρόωσης υποβρυχίου, του S-80 Scorpène, βασισμένου στα γαλλικά πυρηνικά υποβρύχια.

Τα S-80 Scorpène προσφέρονται σε τρεις εκδόσεις, την αρχική CM-2000 που είναι η συμβατική diesel-electric έκδοση του υποβρυχίου, την ΑΜ-2000 που είναι η έκδοση ΑΙΡ και την CA-2000 που είναι μια diesel-electric έκδοση μικρότερου εκτοπίσματος και δυνατοτήτων για παράκτια ύδατα. Μέχρι σήμερα έχουν παραδοθεί ή είναι υπό κατασκευή 14 μονάδες για τέσσερα ναυτικά. Η αρχή έγινε τη δεκαετία του 2000 με δύο υποβρύχια για το ναυτικό της Χιλής και δύο για το ναυτικό της Μαλαισίας που κατασκευάστηκαν από κοινού μεταξύ των δύο εταίρων. Μετά την αποχώρηση της Navantia από τη συνεργασία η Naval Group έχει επιτύχει πωλήσεις για τέσσερα υποβρύχια στο ναυτικό της Βραζιλίας και έξι στο ινδικό ναυτικό τα οποία κατασκευάζονται όλα τοπικά. Παράλληλα η Navantia χτίζει τέσσερα υποβρύχια S-80Α, παράγωγα του γαλλικού S-80 Scorpène προσαρμοσμένα στις ισπανικές επιχειρησιακές απαιτήσεις.

Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία το Scorpène, είναι ιδανικό για δράση και έχει υψηλή λειτουργική αποτελεσματικότητα. Στιβαρό και ανθεκτικό, είναι ένα ωκεάνιο υποβρύχιο σχεδιασμένο και για επιχειρήσεις σε ρηχά νερά. Πολλαπλών χρήσεων, εκπληρώνει όλο το φάσμα των αποστολών, όπως Αντι-Επιφανειακό και Αντι-Υποβρυχιακό Πόλεμο, ειδικές επιχειρήσεις, επιθετική ναρκοθέτηση και συλλογή πληροφοριών.

Ο σχεδιασμός της γάστρας του Scorpène ακολουθεί γενεαλογικά την προτεινόμενη diesel-electric έκδοση του πυρηνικού επιθετικού υποβρύχιου κλάσης Amethyste. Η ίδια η μορφή του κύτους έχει υδροδυναμικά αποδοτικό σχεδιασμό με εκτεταμένο παράλληλο μεσαίο τμήμα και στρογγυλεμένη πλώρη. Η πρύμνη είναι επιμήκης και χαρακτηρίζεται από τα πτερύγια διεύθυνσης σχήματος σταυρού που καταλήγουν σε μια επτάφυλη προπέλα χαμηλού θορύβου. Το υποβρύχιο έχει μήκος 66-82 μέτρα, διάμετρο ανθεκτικού σκάφους 6,2 μέτρα, ολικό ύψος 12,3 μέτρα, βύθισμα 5,8 μέτρα και εκτόπισμα σε κατάδυση 1600-2000 τόνους. Το κύτος του υποβρυχίου είναι κατασκευασμένο από χάλυβα αντοχής HLES 80 (ισοδύναμο του HY80) για βελτιστοποίηση του βάρους της γάστρας πίεσης σε σχέση με την αντοχή. Κατά συνέπεια το υποβρύχιο μπορεί να φέρει μεγαλύτερο φορτίο όπλων και καυσίμων επί του σκάφους σε σχέση με συμβατικά σχέδια.

Εσωτερικά, η διάταξη είναι συμβατική, με δύο καταστρώματα. Τα καταλύματα, το ΚΠΜ, οι χώροι διαβίωσης και λειτουργίας του υποβρυχίου βρίσκονται στο επάνω κατάστρωμα. Στο κατώτερο κατάστρωμα βρίσκονται οι μπαταρίες, μοιρασμένες πλώρα και πρύμνα, οι δεξαμενές θαλάσσιου έρματος και οι δεξαμενές καυσίμου. Στην πλώρη βρίσκεται το διαμέρισμα των τορπιλοσωλήνων και οι συστοιχίες του σόναρ, ακολουθεί το διαμέρισμα των όπλων και μετά το διαμέρισμα με το κέντρο πληροφοριών μάχης. Ακριβώς από πάνω του βρίσκεται ο πύργος του υποβρυχίου με το σύστημα των περισκοπίων, το οποίο σε σχέση με συμβατικές σχεδιάσεις βρίσκεται πολύ μπροστά σε σχέση με το ολικό μήκος, κάτι που συνήθως συναντάμε σε πυρηνικά επιθετικά υποβρύχια. Ο πύργος φέρει επίσης και τα πτερύγια ανόδου-καθόδου. Συνεχίζοντας, αμέσως μετά ακολουθούν τα διαμερίσματα των ενδιαιτήσεων και διαβίωσης και τέλος το μηχανοστάσιο. Στα υποβρύχια με σύστημα αναερόβιας πρόωσης υπάρχει και το διαμέρισμα AIP.

Το πλοίο διαθέτει καταλύματα για 31 άνδρες, όμως η τυπική ομάδα ελέγχου του υποβρυχίου/ βάρδιας είναι μόλις εννέα ατόμων χάρις των αυξημένων αυτοματισμών που διαθέτει το υποβρύχιο. Το ΚΠΜ και οι χώροι διαβίωσης είναι τοποθετημένα σε ελαστικά υποστηριζόμενη και ακουστικά απομονωμένη ‘πλωτή’ πλατφόρμα. Όλοι οι χώροι διαβίωσης και λειτουργίας είναι κλιματιζόμενοι. Το υποβρύχιο έχει επίσης χώρο για έξι επιπλέον αναδιπλούμενες κουκέτες για τμήμα ειδικών επιχειρήσεων.

Η κίνηση του υποβρυχίου γίνεται από έναν ηλεκτροκινητήρα Magtronic 2900 kW που κινεί μια προπέλα πολύ χαμηλού θορύβου με επτά πτερύγια. Ο ηλεκτροκινητήρας τροφοδοτείται με ρεύμα είτε από τις τέσσερις ηλεκτρογεννήτριες με πετρελαιοκινητήρες τύπου MTU 12V 396 SE 84 των 632 kW έκαστος είτε από δύο SEPT-Pielstick 12 PA4 200 των 1250 kW έκαστος, είτε από τις δύο συστοιχίες μπαταριών μολύβδου-οξέος των 180 στοιχείων έκαστη είτε από το σύστημα ΑΙΡ στα υποβρύχια που φέρουν τέτοιο σύστημα. Η ταχύτητα που επιτυγχάνει το υποβρύχιο είναι 12 κόμβους στην επιφάνεια της θάλασσας, 20 κόμβους σε κατάδυση και 4 κόμβους με το σύστημα ΑΙΡ MESMA. Επίσης το υποβρύχιο μπορεί να καταδυθεί σε βάθη μεγαλύτερα των 350 μέτρων.

Σύστημα ΑΙΡ για τα Scorpène

Το γαλλικό σύστημα ΑΙΡ, Module d’Energie Sous-Marine Autonome (MESMA) προσφέρεται από τη Naval Group για τα υποβρύχια κλάσης Scorpène. Πρόκειται ουσιαστικά για μια τροποποιημένη έκδοση του συστήματος πυρηνικής πρόωσης με θερμότητα που παράγεται από αιθανόλη και οξυγόνο. Η καύση της αιθανόλης και του αποθηκευμένου οξυγόνου, σε πίεση 60 atm, παράγει ατμό που τροφοδοτεί μια συμβατική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τουρμπίνα. Αυτή η πυροδότηση με πίεση επιτρέπει την αποβολή του διοξειδίου του άνθρακα των καυσαερίων στη θάλασσα σε οποιοδήποτε βάθος χωρίς συμπιεστή καυσαερίων.

Το MESMA ουσιαστικά απαιτεί την προσθήκη ενός τμήματος γάστρας 8,3 μέτρων, 305 τόνων περίπου στο υποβρύχιο και επιτρέπει στο υποβρύχιο να λειτουργεί για περισσότερες από 21 ημέρες κάτω από το νερό, ανάλογα με την ταχύτητα σε σύγκριση με τις επτά μέρες αντοχής των μπαταριών.

Το συγκεκριμένο σύστημα έχει μικρότερη απόδοση (25%) σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά (55%) συστήματα AIP καταναλώνοντας ταυτόχρονα περισσότερο καύσιμο γι αυτό και η Naval Group αναπτύσσει επίσης μονάδες AIP κυψελών καυσίμου υδρογόνου δεύτερης γενιάς για τα μελλοντικά μοντέλα Scorpène. Προχωρώντας πέρα από τo Mesma και για να παραμείνει μπροστά από τους ανταγωνιστές της, η Naval Group αποφάσισε να αναπτύξει την κυψέλη καυσίμου δεύτερης γενιάς FC-2G που παράγει ενσωματωμένο υδρογόνο από τυπικό καύσιμο ντίζελ με χημικό ανασχηματισμό. Παράλληλα με αυτή την προσπάθεια, η ομάδα ανέπτυξε επίσης ένα πατενταρισμένο σύστημα για την έγχυση αζώτου στη γραμμή παροχής οξυγόνου στην ίδια αναλογία όπως στον κανονικό αέρα, με αποτέλεσμα ένα μείγμα που είναι πολύ λιγότερο αντιδραστικό από το καθαρό οξυγόνο. Αυτός ο «συνθετικός αέρας» στη συνέχεια εγχέεται στις κυψέλες καυσίμου όπου αντιδρά με το υδρογόνο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα του συστήματος FC-2G της Naval Group είναι ο αρθρωτός σχεδιασμός του. Πιο συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι όπως και ο προκάτοχός του, το σύστημα είναι συσκευασμένο ως ενιαίο μεγάλο τμήμα κύτους, γνωστό και ως μονάδα. Αυτό το τμήμα μήκους 10 μέτρων μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε SSK με διάμετρο κύτους τουλάχιστον 6 μέτρα, συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, της οικογένειας Scorpene. Το μισό τμήμα της γάστρας καταλαμβάνεται από τη δεξαμενή οξυγόνου. Η μονάδα FC-2G μπορεί να ενσωματωθεί σε υποβρύχια νέας κατασκευής ή ως μέρος μετασκευής. Το σύστημα FC-2G είναι εξίσου συμβατό τόσο με μπαταρίες νέας γενιάς όσο και με συμβατικού τύπου μολύβδου-οξέος. Σε όλη τη διαδικασία ανάπτυξης του FC-2G, η Naval Group εστίασε επίσης σε νέες τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των μπαταριών ιόντων λιθίου, που προσφέρουν σημαντικά βελτιωμένη απόδοση. Όπως το Mesma, η μονάδα FC-2G περιλαμβάνει τη δική της μπαταρία, η οποία αυξάνει περαιτέρω την αντοχή της πλατφόρμας σε κατάδυση.

Μεγάλο μέρος της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται στα υποβρύχια Scorpène προέρχεται από τα πυρηνικά υποβρύχια κλάσης Le Triomphant και Baracuda, όπως το αυτοματοποιημένο σύστημα ελέγχου υποβρυχίων και το Submarine Tactical Integrated Combat System (SUBTICS). Τα ηλεκτρονικά συστήματα του σκάφους είναι ενσωματωμένα με το (SUBTICS) το οποίο ελέγχεται από έξι πολυλειτουργικές κονσόλες Colibri Mk II COTS με δύο οθόνες 19 ιντσών. Το SUBTICS βασίζεται στην πολιτική τεχνολογία και το σύστημα Linux. Το λογισμικό του γράφτηκε σε Java και C++ για να απλοποιήσει τις μελλοντικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού. Το σύστημα ενσωματώνει πληροφορίες από το σόναρ, το ναυτικό ραντάρ Kelvin-Hughes 1007, τα Συστήματα Αναγνώρισης EDO AR-9000, το σύστημα ιστού αναζήτησης SMS optronic και το περισκόπιο APS που παράγεται από τη SAGEM. Έχει σχεδιαστεί για να ενσωματώνει διάφορους τύπους εξοπλισμού, επιτρέποντας την εγκατάσταση συστήματος πλοήγησης της επιλογής του πελάτη. To σόναρ που μπορεί να φέρει το υποβρύχιο είναι είτε το TSM 2233 Mk II είτε το S-Cube Integrated and Modular Submarine Sonar Suite. Το S-Cube μπορεί να περιλαμβάνει συστοιχίες πλώρης, πρύμνης, πλευρικές, κατανεμημένη, ρυμουλκούμενη, αναχαίτισης και ενεργή συστοιχία, παρακολούθηση αυτοθορύβου, τρισδιάστατο MOAS, καθώς και σχετικές λειτουργίες.

Το υποβρύχιο μπορεί να φέρει και να εξαπολύσει από τους έξι τορπιλοσωλήνες στο σύνολο, συνδυασμό 18 τορπιλών ή πυραύλων είτε σε αποστολές ναρκοθέτησης μέχρι 30 ναρκών. Οι τορπίλες βαρέως τύπου 533mm που είναι ενσωματωμένες στο σύστημα του πλοίου είναι οι γαλλικές F21 και οι ιταλικές BlackShark. Επίσης οι υποβρυχίως εκτοξευόμενοι πύραυλοι κατά πλοίων επιφανείας είναι βέβαια οι γαλλικοί SM39 Exocet. Τέλος η Naval Group έχει ενσωματώσει και προσφέρει στους διεθνείς πελάτες της και τον πύραυλο πλεύσης μακράς εμβέλειας Scalp Naval. Ακριβώς εδώ έγκειται και η ουσία του τίτλου του άρθρου. Τα συγκεκριμένα υποβρύχια μπορούν να δράσουν ως φορείς στρατηγικών όπλων απαραίτητων για την ελληνική αποτροπή δίχως να αναιρείται η επιχειρησιακή τους ικανότητα στις υπόλοιπες παραδοσιακές αποστολές των υποβρυχίων.

Η ύπαρξη των Scalp Naval στο ελληνικό οπλοστάσιο μεγιστοποιεί τις διαστάσεις και το αποτύπωμα της ελληνικής αποτροπής. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων δεν ισχυριζόμαστε πως οι Scalp Naval είναι το ιερό δισκοπότηρο για τα πάντα αλλά πως αποτελούν ένα πυραυλικό σύστημα το οποίο είναι ένα καθαρά επιθετικό όπλο κρούσης και προσβολής στόχων.

Το πολεμικό ναυτικό έχει επενδύσει από το 70’ κι ύστερα σε υποβρύχια γερμανικής τεχνολογίας και όχι άδικα αφού σε όλες τις χρονικές περιόδους τα ελληνικά υποβρύχια διέπρεπαν στις νατοϊκές ασκήσεις. Η αλήθεια είναι ότι τα γαλλικά υποβρύχια δεν είναι γνώριμα και μέχρι στιγμής δεν έχουν μπει σε υπηρεσία με κάποιο νατοϊκό ή ευρωπαϊκό κράτος ώστε να μπορούν οι έλληνες αξιωματικοί να αποκτήσουν κάποια γνώση πάνω σε αυτά. Το Π.Ν. κάποια στιγμή στο μέλλον θα χρειαστεί νέα υποβρύχια για να αντικαταστήσει τα παλαιά Τ-209 και τα Scorpène είναι μια αξιολογότατη λύση που δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρηστη από τους έλληνες επιτελείς.