Ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Νικόλαος Παναγιωτόπουλος συμμετείχε τη, Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022, στις εργασίες του 33ου “Greek Economic Summit” που διοργάνωσε στην Αθήνα το Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο. Ο Υπουργός συμμετείχε στην ενότητα υπό τον τίτλο «Η αναγέννηση της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας».

Από τη τοποθέτηση του ΥΕΘΑ ξεχώρισε η αναφορά του στην ανάγκη αντικατάστασης των ρωσικών οπλικών συστημάτων που υπηρετούν στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις καθώς και η σαφής τοποθέτηση του για τον Εκσυγχρονισμό Μέσης Ζωής των Φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ στον οποίο εξέφρασε τον λογικό προβληματισμό κατά πόσο με τα περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ μπορεί να υπάρξει ένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Τόνισε όμως πως ξεκινά το επόμενο χρονικό διάστημα και πως το κονδύλι είναι στα 500 εκατομμύρια ευρώ περίπου λόγω δημοσιονομικών δεδομένων.

Ακολουθεί η εισαγωγική τοποθέτηση του κ. Υπουργού:

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Υπάρχουν δυο πολύ βασικοί θεμελιώδεις λόγοι για τους οποίους πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειες, γιατί προσπάθειες γίνονται, εκτιμώ όμως ότι πρέπει να ενταθούν για την ανάταξη της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας. Δεν θα προτιμούσα τον όρο «αναγέννηση», διότι η αναγέννηση προϋποθέτει να έχει προϋπάρξει θάνατος, δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ θάνατος. Μπορεί να πούμε για υπολειτουργία, μπορεί να πούμε για λειτουργία με ελλείψεις και προβλήματα αλλά σαφώς όχι για παντελή απουσία λειτουργίας. Θα προτιμούσα την λέξη «ανάταση», δεδομένου ότι οι δυνατότητες υπάρχουν, έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν, απλά νομίζω ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε αρκετά καλύτερα και με την ενεργό συμμετοχή της Πολιτείας.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι είναι δύο οι βασικοί λόγοι για τους οποίους τώρα είναι η καλύτερη στιγμή -θα έλεγα- και μία ιστορικής τάξεως ευκαιρία να γίνει αυτό.

Ο πρώτος είναι ο Εθνικός λόγος που απλά έχει να κάνει με το ότι μία χώρα, που εκ των πραγμάτων έχει αναπτύξει αυτές τις Ένοπλες Δυνάμεις, με αυτό το βαθμό ετοιμότητας, με αυτό το βαθμό αξιόμαχου, με αυτό το βαθμό ύπαρξης αυτών των οπλικών συστημάτων, είτε των υπερσύγχρονων, τα οποία σταδιακά αποκτούμε, είτε των υφιστάμενων τα οποία όμως, έχουν μεγάλες ανάγκες υποστήριξης, γιατί όχι και αναβάθμισης. Μία χώρα, λοιπόν, όπως η Ελλάδα του σήμερα με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, υποχρεούται να στηρίζεται για την υποστήριξη αυτών των συστημάτων και σε μία ενεργό και αποδοτική και αποτελεσματική και εξωστρεφή αμυντική βιομηχανία. Αυτό είναι το πρώτο.

Το δεύτερο είναι ότι υπάρχει μία μοναδική, θα έλεγα, ευκαιρία λόγω της συγκυρίας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία τα έχει αλλάξει όλα, η Ευρώπη πλέον αποφασίζει συντεταγμένα να επενδύσει τεράστια ποσά στην άμυνα, αυτό συνεπακόλουθα συνεπάγεται και συμμετοχή των Αμυντικών Βιομηχανιών κάθε κράτους – μέλους αλλά και ένα μεγαλύτερο ή μία μεγαλύτερη ανάγκη συντονισμού των Αμυντικών Βιομηχανιών από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Υπάρχουν οι ανάγκες, οι χώρες εισφέρουν αμυντικό υλικό στην Ουκρανία, επομένως ανακύπτει αφ’ ενός η ανάγκη αντικατάστασης από τις χώρες, από τις Ένοπλες Δυνάμεις των χωρών του αμυντικού υλικού που έχουν ήδη εισφέρει, και δεν είναι λίγο, μεγάλες οι ποσότητες αμυντικών συστημάτων που διατίθενται στην Ουκρανία για να αντιμετωπίσει τη Ρωσική εισβολή.

Υπάρχει, θα έλεγα εδώ και εκεί, η καινούρια ανάγκη απεξάρτησης από συστήματα Ρωσικής ή παλιότερης Σοβιετικής κατασκευής. Επομένως, να μία καινούρια διάσταση στην οποία μπαίνει η συμμετοχή σε αυτό, αμυντικής βιομηχανίας στην υποστήριξη των συστημάτων που θα έρθουν.

Και επίσης, υπάρχει το γενικό πλαίσιο μίας Ευρώπης που έρχεται να επενδύσει πάρα πολλά στην Άμυνα. Αυτό συνεπάγεται ευκαιρίες για την κάθε χώρα μέλος και για την Αμυντική Βιομηχανία.

Χρειάζεται, όμως ένας γενικός συντονισμός. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω εκτεταμένα με φορείς της Ευρώπης της Άμυνας, το European Defense Fund (EDF), την European Defense Agency (EDA), τον Οργανισμό Προμηθειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να ανταλλάξω απόψεις μαζί τους. Προσεχώς θα έχω την ευκαιρία να συμμετάσχω και σε μια σχετική ημερίδα που γίνεται στις Βρυξέλλες. Δυστυχώς όχι διά ζώσης, όπως θα το προτιμούσα, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων εδώ, αλλά η συζήτηση αναπτύσσεται και έχει πάρει «φωτιά».

Θεωρώ ότι τώρα, είναι η ώρα, η Ευρώπη να συντονίσει καλύτερα το σύνολο της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανίας που και αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά τον καλύτερο συντονισμό των αμυντικών βιομηχανιών του κάθε Κράτους – Μέλους. Έχω, να το πω έτσι, προτάξει κάποιες προτεραιότητες. Θα μπορούσε, ας πούμε, σε κάθε κύριο οπλικό σύστημα να υπάρχουνε ενώσεις χωρών Κρατών – Μελών με κάποια, ίσως, σε ηγετικό ρόλο, κάποιες άλλες από πίσω, αλλά συμμετέχουσες.

Αρκεί να υπάρχει μια ορθολογική και σωστή κατανομή του κάθε project. Εκεί, όμως, υπάρχουνε οι δυσκολίες, αυτές οι δυσκολίες αντιμετωπίζονται εδώ και πολύ καιρό από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι όλες οι χώρες πιέζονται από τις εγχώριες αμυντικές βιομηχανίες οι οποίες προφανώς θέλουν  να προασπίσουν τα συμφέροντα τους. Κι είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει αυτός ο συντονισμός. Αν όχι, όμως, τώρα, πότε άραγε; Αυτό είναι το κύριο ερώτημα, το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε.

Τώρα, στην Ελλάδα θεωρώ ότι έχουν γίνει προσπάθειες. Οι προσπάθειες αυτές έχουν παράξει κάποια αποτελέσματα. Θεωρώ ότι δεν έχουν παράξει τα αναμενόμενα, όλα τα αποτελέσματα ή τα καλύτερα που θα μπορούσαμε να περιμένουμε. Όμως κινούνται πράγματα προς την σωστή κατεύθυνση. Ακόμα υπάρχουν θέματα. Θα ήθελα να ξεχωρίσω το κομμάτι της αμυντικής βιομηχανίας που ελέγχεται από το Κράτος, από το κομμάτι της ιδιωτικής αμυντικής βιομηχανίας, το οποίο απεξαρτημένο από την ανάγκη να υπάρχει και να συντηρείται από το Κράτος (δηλαδή, τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων), έχει αναπτύξει την εξωστρέφεια που θα θέλαμε η κρατικώς ελεγχόμενη αμυντική βιομηχανία να έχει αναπτύξει. Και που δεν το έχει πετύχει στον βαθμό που θα θέλαμε, ενδεχομένως. Πλην όμως, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε αυτές τις συνθήκες.

Υπάρχουν εταιρείες της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, της ιδιωτικής -μικρά διαμάντια θα έλεγα- που έχουν αναπτύξει πλούσια δραστηριότητα, εξωστρεφή, στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, ο οποίος είναι σκληρός και δύσκολος. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι. Πλην όμως τώρα θεωρώ ότι υπάρχει ένα πλαίσιο μεγαλύτερων ευκαιριών. Και νομίζω ότι η ιστορική συγκυρία που βιώνουμε τώρα επιβάλλει να εντείνουμε τις προσπάθειες μας για να βοηθήσουμε και τις εταιρείες της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, του ιδιωτικού τομέα, αλλά και τις κρατικώς ελεγχόμενες εταιρείες, έτσι ώστε να αδράξουν αυτή την ιστορική ευκαιρία.

Και φυσικά να μην ξεχνάμε και το άλλο, το οποίο ίσως είναι και το μείζον, άμα το βάλουμε υπό το εθνικό πρίσμα, να υποστηρίξουν στο βαθμό που πρέπει να υποστηρίζουν αυτές τις Ένοπλες Δυνάμεις με αυτή την ποιότητα, αυτή την ετοιμότητα, αυτό το αξιόμαχο και αυτά τα συστήματα τα οποία ιδίως κατά το τελευταίο διάστημα με τη δραστηριότητα που υπάρχει στα Εξοπλιστικά, αυξάνονται και πληθύνονται και πρέπει να τύχουν αυτής της υποστήριξης και εκεί, η συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας ασφαλώς είναι ένα μεγάλο στοίχημα.

Γίνονται προσπάθειες, μπροστά μου βλέπω τον Γενικό Διευθυντή της ΓΔΑΕΕ, βλέπω τον κ. Κυριακίδη ο οποίος έχει κάτσει στο τιμόνι της ΓΔΑΕΕ, άνθρωποι οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα και συνεχίζουν να ασχολούνται βεβαίως. Νομίζω ότι τώρα όμως είναι η ευκαιρία να εντείνουμε τις προσπάθειές μας. Δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθεί αυτή η ευκαιρία και όσον αφορά στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και όσον αφορά το εθνικό ελληνικό». 

Σχετικώς με το πρόγραμμα ενισχύσεως του Πολεμικού Ναυτικού, τον επικείμενο εκσυγχρονισμό μέσης ζωής των φρεγατών ΜΕΚΟ, την προοπτική προσκτήσεως κορβετών και το ρόλο της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας:

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Για να το συνδέσω με αυτά που είπε και ο κ. Παπάτσας τα πολύ ενδιαφέροντα. Πρώτον πρόθεσή μου δεν είναι να απαντήσω γιατί δεν αντιδικούμε εδώ με τον κ. Παπάτσα, ακούμε τις απόψεις και τις εύλογες θέσεις της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας.

Ασφαλώς και η θέση ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα για μια πιο οργανωμένη, ενδεχομένως και θεσμικά οργανωμένη συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στα προγράμματα εξοπλισμών που εξελίσσονται αυτή τη στιγμή στη χώρα, είναι μία θέση κατά βάση σωστή και επιδίωξή μας είναι να βρούμε τον τρόπο, οργανωμένα όμως και προς όφελος αν θέλετε και της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Ασφαλώς και τώρα το ενδιαφέρον έχει αναθερμανθεί, διότι τρέχουν πάρα πολλά τέτοια εξοπλιστικά προγράμματα, αντιθέτως ενδεχομένως με ότι γινόταν στο παρελθόν. Είναι  μία ευκαιρία. Ας την εκμεταλλευτούμε.

Όσον αφορά τα προγράμματα του Πολεμικού Ναυτικού που επίκεινται. Γιατί ήδη είναι  σε εξέλιξη η ναυπήγηση της πρώτης Ελληνικής FDI φρεγάτας, στα ναυπηγεία βέβαια της “Naval Group” στη Γαλλία πλην όμως και εκεί έχουμε κάποια συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Έχουν ήδη υπογραφεί δώδεκα συμβάσεις μεταξύ Ελληνικών εταιρειών και του κύριου προμηθευτή. Μπορεί, δεν γνωρίζω το ακριβές ύψος και ασφαλώς δεν είναι  ένας στόχος ο οποίος  θα έλεγα ότι είναι εξαιρετικό αποτέλεσμα.

Θα μπορούσαν να υπογραφούν περισσότερες, πλην όμως οι συμφωνίες – πλαίσιο πάνω στις οποίες πατάνε αυτά τα εξοπλιστικά, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο- προβλέπουν και αμυντική συνεργασία και σε επίπεδο αμυντικών βιομηχανιών.

Ομοίως επιδιώκεται να γίνει με τους Ιταλούς,  οι οποίοι είναι  μία από τις βασικές υποψήφιες χώρες για το πρόγραμμα των κορβετών. Αντιστοίχως και οι Γάλλοι οι οποίοι έχουν θέσει το στόχο του 30%. Ασφαλώς είναι ένας ελκυστικός παράγων αυτός, όταν σου λένε 30% εγχώρια συμμετοχή στο πρόγραμμα της ναυπήγησης των κορβετών . Το κατά πόσο είναι εφικτό ή είναι ρεαλιστικό ή υποκρύπτει κάποια παραπλάνηση, μένει να αποδειχθεί. Όμως υπάρχει στη βάση η πρόθεση αποτυπωμένη στο κείμενο της διακρατικής συμφωνίας για συνεργασία στον τομέα αυτό.

Ομοίως και με τους Γερμανούς, αν εξελιχθούν άλλα προγράμματα τα οποία είναι στο τραπέζι και εξετάζονται αυτή τη στιγμή και από τα Γενικά Επιτελεία, διότι εμείς ακολουθούμε τις εισηγήσεις των Γενικών Επιτελείων για τις προτάσεις τους για αναβάθμιση των συστημάτων ή πρόσκτηση καινούριων που χρησιμοποιούν οι Ένοπλες Δυνάμεις. Θα δούμε.

Η πρόθεσή μας ως Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ως Κυβέρνηση, είναι ότι όλες αυτές οι συνεργασίες να στηρίζονται θεσμικά σε ένα κείμενο διμερούς συνεργασίας στην Άμυνα που περιλαμβάνει και την αμυντική βιομηχανία. Τα προγράμματα του Πολεμικού Ναυτικού μόνο και μόνο το γεγονός ότι είναι δεδομένο.

Το θεωρώ ως δεδομένο ότι κάποιες κορβέτες για το Πολεμικό Ναυτικό θα ναυπηγηθούν σε ελληνικό ναυπηγείο. Είναι ήδη στοιχείο των προτάσεων και των δύο φιναλίστ των τελικών υποψηφίων «να πάρουν αυτή τη δουλειά», για να μιλήσουμε με πιο «ωμούς» όρους της αγοράς. Οι κορβέτες αυτές, όχι το πρώτο πλοίο (το πρώτο δεν υπάρχει δυνατότητα, θα ναυπηγηθεί προφανώς στα ναυπηγεία της εταιρίας που θα πάρει τη δουλειά), αλλά τα επόμενα (δηλαδή το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο αν ασκηθεί η εναλλακτική option) πρόκειται να ναυπηγηθούν σε Ελληνικά ναυπηγεία.

Και οι δυο εταιρίες έχουν θα έλεγα φτάσει σε προχωρημένο στάδιο συνεννόησης με τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά αφ’ ενός και τα ναυπηγεία Ελευσίνας αφ’ ετέρου. Είναι δεδομένο λοιπόν ότι θα υπάρξει ναυπήγηση σε Ελληνικό ναυπηγείο.

Η ναυπήγηση δεν είναι το άπαν ασφαλώς για ένα πολεμικό πλοίο. Ξέρετε καλύτερα από εμένα ότι τα συστήματα που μπαίνουν πάνω σε αυτό (οπτικά, οπλικά, ανθυποβρυχιακά, ηλεκτρονικού πολέμου κλπ.), δίνουν το μεγαλύτερο μέρος προστιθέμενης αξίας και της  βιομηχανικής συμμετοχής. Η ναυπήγηση είναι για το πλοίο, για το σκαρί. Σημαντικό και αυτό αλλά όχι το μόνο. Λοιπόν, εκεί πέρα ασφαλώς και θα γίνει προσπάθεια να συμμετάσχουν και εταιρείες εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας που μπορούν να αναλάβουν κομμάτι αυτής της δουλειάς.

Η  ΓΔΑΕΕ διά του Γενικού Διευθυντή της και της ομάδας που θα συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις όταν πάρουμε την τελική απόφαση και δεν αργεί αυτό, δεδομένου ότι η τελική πρόταση, οι τελικές προτάσεις είναι ήδη στα χέρια των Επιτελών του Πολεμικού Ναυτικού προς τελική αξιολόγηση. Η διαπραγμάτευση που θα ξεκινήσει όπως καταλαβαίνετε, θα έχει  αρκετό ενδιαφέρον, δεν θα είναι εύκολη. Κάθε διαπραγμάτευση είναι μια περίπλοκη διαδικασία. Όποτε φτάνουμε σε μια συμβασιοποίηση και δεν έχουμε φτάσει σε λίγες τα τελευταία δύο χρόνια, η διαπραγμάτευση ασφαλώς και συμπεριελάμβανε το κομμάτι της εγχώριας συμμετοχής. Επομένως θεωρώ δεδομένο ότι όχι μόνο και ως προς τη ναυπήγηση, αλλά και ως προς τη συμμετοχή στη δημιουργία των εξοπλισμών με τα υπόλοιπα συστήματα, θα υπάρχει κάτι τέτοιο και αυτό νομίζω είναι και το ζητούμενο.

Από εκεί και πέρα υπάρχουν και τα άλλα προγράμματα που τρέχουν. Σε κάθε περίπτωση όμως το γεγονός ότι τα Ελληνικά ναυπηγεία θα είναι έτοιμα, όχι άμεσα, ασφαλώς και εκεί πρέπει να επενδυθούν κεφάλαια και να δαπανηθεί και κάποιος χρόνος προκειμένου να έρθουν σε κατάσταση απολύτως λειτουργική, έτοιμα τουλάχιστον να αναλάβουν ένα έργο φιλόδοξο, ναυπήγησης πλοίου επιπέδου κορβέτας ή του έργου της αναβάθμισης του εκσυγχρονισμού μέσης ζωής μάλλον, όσο μπορεί να είναι μέση ζωή τα 40 και βάλε χρόνια για μια φρεγάτα, των φρεγατών κλάσης MEKO. Κι αυτό είναι ένα έργο το οποίο αρχίζει να εξελίσσεται και να  δρομολογείται στην τελική του φάση στο αμέσως επόμενο διάστημα.

Ξέρετε όσοι ασχολείστε με αυτά ότι ο τεχνικός διάλογος με την εταιρεία θα πάρει τουλάχιστον ένα χρόνο. Ένα χρόνο με πολύ αισιόδοξα σενάρια, προκειμένου να διερευνηθεί και να προσδιοριστεί ακριβώς τι εύρος θα έχει αυτή η αναβάθμιση. Υπάρχουν αμφιβολίες και κατά πόσον ο προϋπολογισμός που έχουμε υπολογίσει, δηλαδή τα 500 εκατ. -άντε και κάτι παραπάνω- θα είναι αρκετά για ένα πλήρη εκσυγχρονισμό μέσης ζωής αυτών των πλοίων. Πλην όμως, έχουμε και τους περιορισμούς από τον Προϋπολογισμό μας, από τα δημοσιονομικά μας περιθώρια και πρέπει εκεί να κινηθούμε. Θα είναι, όμως, ένας αρκετά εκτεταμένος, σίγουρα, εκσυγχρονισμός. Το ποια συστήματα με ποια και ποιοι θα καταπιαστούν με την αναβάθμιση αυτών των συστημάτων, ξεκινά στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και θα περάσει αρκετός χρόνος μέχρις ότου να πάμε στην συμφωνία και στην έναρξη της υλοποίησης του έργου αυτού.

Επομένως υπάρχει στο άμεσο προσεχές μέλλον πολύ περιθώριο, πολλή δουλειά μπροστά και με δεδομένη τη συμμετοχή της Ελληνικής ναυπηγικής και αμυντικής βιομηχανίας. Είναι κι άλλα προγράμματα ασφαλώς.

Θα πω το εξής, γιατί νομίζω ένα στοιχείο που αξίζει να συγκρατήσουμε: Στο πλαίσιο του EDF, του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Ταμείου, ενώ το 2019 είχαμε πέντε (αν δεν κάνω λάθος) προγράμματα Έρευνας και Τεχνολογίας με συμμετοχή Ελληνικών εταιρειών, το 2022 έχουμε 44 τέτοια. Σαράντατέσσερα λοιπόν, προγράμματα Έρευνας και Τεχνολογίας με Ελληνική συμμετοχή και χρηματοδοτημένα κατά το συντριπτικό τους ποσοστό, από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του EDF! Εταιρείες, φορείς ακαδημαϊκοί, φορείς έρευνας από την Ελλάδα συμμετέχουν σε αυτό που γίνεται αυτή την στιγμή στο EDF, σε προγράμματα τα οποία στην ουσία θα προσδιορίσουν το μέλλον της Άμυνας. Εκεί προσανατολίζεται ασφαλώς και πάντα η Έρευνα και η Ανάπτυξη ή κοινά Ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως η Ευρωπαϊκή Κορβέτα, με συμμετοχή πολλών χωρών, παραδοσιακές δυνάμεις στον ναυπηγοεπισκευαστικό τομέα, αλλά και Ελληνική συμμετοχή.

Επομένως αυτό σημαίνει ότι κάτι γίνεται και κάτι κινείται προς την σωστή κατεύθυνση. Οι Ελληνικές εταιρείες είναι ζωντανές και συμμετέχουν. Και δεν είναι, αν θέλετε, πάντα παραδοσιακές εταιρείες της αμυντικής βιομηχανίας που παράγουν το xy, ω, αμυντικό υλικό. Είναι και εταιρείες, ας πούμε, λογισμικού, εταιρείες που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους προγράμματα Έρευνας και Ανάπτυξης. Αλλά η δικτυοκεντρικότητα, η ανάπτυξη νέων λογισμικών, προσαρμοσμένα στις επιχειρησιακές ανάγκες κάθε Κλάδου, σε αέρα, στεριά και θάλασσα, ασφαλώς εμπλέκουν και αυτές τις εταιρείες με την εισφορά τους  στον σχεδιασμό και την υλοποίηση νέων συστημάτων. Όχι μόνο υπάρχει σφυγμός, υπάρχει αυξανόμενη συμμετοχή και ως εκ τούτου και αισιοδοξία.

Γι’ αυτό και η Ελλάδα χαίρει εκτίμησης στο EDF, στην EDA, στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας και αναζητείται η συμμετοχή πλέον και εισακούγονται όλο και περισσότερο Ελληνικές εταιρείες και χαίρομαι που κατά τούτο το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας αλλά και η ΓΔΑΕΕ ως εποπτεύων φορέας συμβάλλουν στην ανάδειξη και των δυνατοτήτων των Ελληνικών εταιρειών. Όμως πάντα -και επιμένω κάθε φορά που εκφράζω δημόσιο λόγο- πρέπει να μας διέπει το αίσθημα του ανικανοποίητου. Ασφαλώς δεν υπάρχει ικανοποίηση ότι έχουμε φτάσει κάπου ή εν πάση περιπτώσει, ατενίζουμε τα πράγματα με αισιοδοξία, πρέπει να δουλέψουμε για να συμβεί και στην πράξη.

Όντως στα προγράμματα που έχουμε υλοποιήσει μέχρι τώρα, τα μεγάλα, αν θέλετε από μία προτεραιότητα να εξελιχθούν αυτά στο συντομότερο δυνατό χρόνο, σας θυμίζω ότι είχαμε “Rafale” που είχαν παραδοθεί στην Τανάγρα στη βάση τους μέσα σε ένα χρόνο από την υπογραφή των συμβάσεων. Δεν ξέρω τι λέτε, για μένα είναι κάποιο ρεκόρ ταχύτητας αυτό, σίγουρα πανελλήνιο, ίσως και έξω από τα Ελληνικά δεδομένα, έτσι μου λένε τουλάχιστον οι άνθρωποι οι ομόλογοί μου από την Ευρώπη και όχι μόνο, με τους οποίους συζητώ. Αυτό όμως ασφαλώς και οφείλεται στις ειδικές συνθήκες αυτής της προμήθειας, ότι δηλαδή με τη συνεργασία Ελληνικής και Γαλλικής πλευράς έγινε μία διαλογή μεταχειρισμένων “Rafale” σε καλή κατάσταση από τη Γαλλική Αεροπορία, αυτά ασφαλώς δεν είχαν τόσο μεγάλη δυνατότητα παρέμβασης ή συμμετοχής σε αυτό το project και ελληνικών εταιρειών, τα οποία γρήγορα-γρήγορα επελέγησαν, εκπαιδεύτηκε το προσωπικό (γιατί κι αυτό είναι σημαντικό κομμάτι) και παραδόθηκαν στην Πολεμική Αεροπορία.

Αυτό το διάστημα γίνεται και παράδοση της δεύτερης εξάδας σταδιακά, έχουμε παραλάβει δύο, έρχονται άλλα δύο τις επόμενες μέρες και θα ολοκληρωθεί και η παράδοση της δεύτερης εξάδας στις αρχές του νέου έτους κι έπονται η τρίτη και η τέταρτη εξάδα. Θεωρώ, γιατί και στην σχετική σύμβαση πρόσκτησης των Rafale υπάρχει η πρόβλεψη γενικόλογη βέβαια, σαν γενική δήλωση πρόθεσης, συμμετοχής της ΕΑΒΙ σε αυτό το project, θα δούμε.

Πρόθεση υπάρχει. Η πίεση θα ασκηθεί προς τη Γαλλική πλευρά, ξέρετε καλύτερα από μένα ότι οι κατασκευάστριες εταιρείες πρέπει να αναπτύξουν μία διάθεση συνεργασίας με την ΕΑΒΙ, όμως η πρόθεση υπάρχει και από τη στιγμή που είμαστε προτιμώμενοι πελάτες, θα ήθελα να σημειώσω ότι μετά την Πολεμική Αεροπορία που ήταν η πρώτη εκτός Γαλλίας Πολεμική Αεροπορία που απέκτησε Rafale εντός Ε.Ε., ακολούθησαν κι άλλες, ακολούθησε η Κροατία και ίσως ακολουθήσουν και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

Άλλες χώρες εκτός Ευρώπης είχαν ήδη αποκτήσει Rafale. Μου έρχεται στο μυαλό το Κατάρ και η ιστορία που είδα ότι χρησιμοποιήθηκε η αγορά των Rafale και ως μοχλός πίεσης προς τη Γαλλική πλευρά να ψηφίσει για την διοργάνωση του Μουντιάλ από το Κατάρ, αλλά αυτό είναι μια άλλη περίπλοκη ιστορία…

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ: Ίσως να τους δώσουν το Μουντιάλ. Σήμερα να ξέρετε ότι ανακοινώθηκε ότι η Σαουδική Αραβία θα αγοράσει διακόσια “Rafale”. Ποια καλύτερη ευκαιρία, να αφήσουμε τις δικαιολογίες των δώδεκα μεταχειρισμένων και των δώδεκα καινούριων και μια και έχουμε και  καλές σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία σαν χώρα, να συμμετάσχουμε κι εμείς σε αυτήν την κατασκευή και να πάρουμε αυτό το τίμημα ή αυτό το κομμάτι που αναλογεί στην αμυντική βιομηχανία. Με τα παραδείγματα που είπα και πριν…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Θα ήθελα για 24 ώρες να είμαι Σαουδάραβας Υπουργός Άμυνας με το budget. Όπως είπε και ο Πρωθυπουργός, θα ήθελα να είναι στη θέση με τις δυνατότητες αυτές τις χρηματοδοτικές που υπάρχουν. Αλλά νομίζω ότι με τις αποφάσεις που πήραμε ήδη νομίζω ότι ανοίξαμε μία νέα εποχή για την Εθνική Άμυνα και τις Ένοπλες Δυνάμεις.

Ένοπλες Δυνάμεις με αυτά τα συστήματα, αυτές τις προοπτικές, αυτό το αξιόμαχο, αυτό το εκπαιδευμένο προσωπικό με την αίσθηση του καθήκοντος, την επαγγελματική προσέγγιση, αξίζουν να υποστηρίζονται και από μία ανταγωνιστική και ικανή να υποστηρίξει αμυντική βιομηχανία κι εδώ έχουμε και εμείς την ευθύνη να δημιουργήσουμε αυτές τις συνθήκες.

Αναφορικά με την κατάσταση και τις προοπτικές της ΕΑΒ:

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ΕΑΒ είναι πολύτιμο και απαραίτητο στοιχείο της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Έχει αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει και να ανταπεξέλθει σε προγράμματα που υλοποιούνται, είτε για λογαριασμό και προς όφελος της Πολεμικής Αεροπορίας, γιατί η ΕΑΒ όπως καταλαβαίνετε συντηρεί σε επίπεδο εργοστασιακής συντήρησης το στόλο των αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας, αλλά και σε προγράμματα συνεργασίας κατασκευής «απαρτίων», κομματιών δηλαδή αεροσκαφών για λογαριασμό εταιρείας από το εξωτερικό, του γίγαντα που είναι η “Lockheed Martin”.

Ασφαλώς και είναι ύψιστη στρατηγική προτεραιότητα και της Κυβέρνησης και οποιαδήποτε Κυβέρνησης θα ήθελα να πιστεύω και του Υπουργείου βεβαίως, να υπάρχει μια ΕΑΒ λειτουργική, παραγωγική, αποτελεσματική τελικά και εξωστρεφής. Προς τούτο επικεντρώνονται οι προσπάθειές μας.

Έχω να λέω και λέω πάντα στη Βουλή, πρωτίστως στο πλαίσιο του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου, ότι το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ενδιαφέρεται ως πελάτης για το αποτέλεσμα της εργασίας της ΕΑΒ, δεν είναι ο εποπτεύων φορέας, άλλο Υπουργείο είναι. Υπάρχει ένα σχέδιο στρατηγικής συνεργασίας με τη συγκεκριμένη εταιρία.

Τα τελευταία δυο χρόνια έγιναν πάρα πολλές προσπάθειες σύγκλισης προς τούτο, ασφαλώς  υπάρχουν και  θέματα. Υπάρχουν όμως και σημεία βελτίωσης ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία πρόσληψης καινούργιου προσωπικού. Το θέμα είναι το προσωπικό αυτό, όπως είναι εκπαιδευόμενο για να αναλάβει σύντομα θέσεις σημαντικές στην αλυσίδα της παραγωγής, να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει προοπτική στην ΕΑΒ. Αυτό έχει να κάνει και με το σύστημα των αποδοχών, έχει να κάνει όμως και με την παραγωγή ή θα ήθελα σε ένα ιδανικό σύμπαν, η παραγωγικότητα, η απόδοση έργου να συνδέεται και με την αμοιβή. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ξεπεράσουμε κάποιες από τις δυσκαμψίες του δημόσιου λογιστικού όμως και εκεί έχουν διατυπωθεί προτάσεις.

Αυτή τη στιγμή αρκεί να υπογραμμίσουμε ότι το πρόγραμμα αναβάθμισης 83 αεροσκαφών F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας στην εκδοχή Viper, την πιο σύγχρονη εκδοχή του F-16 στον κόσμο αυτή τη στιγμή, εξελίσσεται όχι απλά ομαλά αλλά πάρα πολύ ικανοποιητικά. Έχουν παραδοθεί τα πρώτα αεροσκάφη, τα δύο, αν δεν κάνω λάθος ακολουθεί σύντομα, μέχρι το τέλος του χρόνου και το τρίτο. Από εκεί και πέρα με ένα ρυθμό ένα ή δυο κάθε μήνα θα παραδίδονται μέχρι να παραδοθούν και τα 83. Και το πρόγραμμα βαίνει ομαλώς.

Άλλα προγράμματα έχουν προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση όμως το πρόγραμμα  Viper, είναι το εμβληματικό πρόγραμμα αυτή τη στιγμή που τρέχει στην ΕΑΒ. Πρέπει να τα δούμε όμως όλα. Και στο κέντρο, αν θέλετε, της λύσης όλων αυτών των προβλημάτων είναι η ορθολογική κατανομή του προσωπικού, έτσι ώστε να αφιερωθεί ο κάθε εργαζόμενος και να εξειδικευτεί στο πρόγραμμά του κι εκεί απερίσπαστος να λειτουργεί για να παράξει και έργο, όπως πρέπει να γίνεται σε μια ομαλώς λειτουργούσα βιομηχανία.

Η ΕΑΒ έχει δυνατότητες. Στο σχεδιασμό της για να  το πω και αυτό, είναι και η ανάπτυξη ενός τύπου μη επανδρωμένου οχήματος. Δεν θα είναι η μόνη προσπάθεια, υπάρχουν κι άλλες, αλλά έχει δημιουργηθεί η ομάδα της ΕΑΒ που τουλάχιστον σε σχεδιαστικό επίπεδο έχει ήδη αρχίσει να ασχολείται με αυτό. Όπως καταλαβαίνετε είναι ένα πρόγραμμα το οποίο γίνεται κάποια προσπάθεια μαζί με τις άλλες, που ασφαλώς κι έχει ανάγκη η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία και όχι μόνο. Άρα γίνονται βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Θεωρώ ότι τα πράγματα θα γίνουν πολύ πιο εύκολα και θα προχωρήσουν πολύ πιο γρήγορα όταν λυθεί το θέμα της ορθολογικής κατανομής εκπαίδευσης και απόδοσης σε παραγωγικές θέσεις του νεοπροσληφθέντος προσωπικού. Γιατί είναι μία διαδικασία που πρέπει να γίνει με συγκεκριμένους όρους και συνθήκες, δεν μπορούμε να φύγουμε από αυτές, από τους κανόνες που υφίστανται, αλλά νομίζω ότι είναι, θα έλεγα «όλα τα λεφτά» ή αν θέλετε το μέλλον και η προοπτική της ΕΑΒ.

Απαντώντας στην πιθανότητα συνεργειών μεταξύ Κυβέρνησης και φορέων της Αμυντικής Βιομηχανίας:

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Επειδή από τη συζήτηση το μυαλό δουλεύει και γεννά ιδέες, θα μπορούσαμε με δική σας πρωτοβουλία ας πούμε να επιχειρήσουμε μία σύγκληση των Υπουργείων Ανάπτυξης και Άμυνας, με αποκλειστικό αντικείμενο την Έρευνα και την Ανάπτυξη στο πλαίσιο της Αμυντικής Βιομηχανίας. Εποπτεύοντα φορέα για παράδειγμα τη ΓΔΑΕΕ που ασχολείται με το κομμάτι αυτό. Ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔΑΕΕ το ξέρει καλά, αλλά να φέρουμε τα δύο Υπουργεία κοντά, διότι το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει τον κύριο όγκο των κονδυλίων.

Εμείς επιχειρήσαμε να διεκδικήσουμε για τον εαυτό μας ενδιάμεσο φορέα, να υπάρχει πρόσβαση στα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας, το EDF, αλλά δεν θα είχα καμία αντίρρηση αυτό να γίνει από κοινού με το υπουργείο Ανάπτυξης. Πλην, όμως, πρέπει να συγκληθούν οι δυο φορείς προς όφελος της ΕΑΒΙ, της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, και από τον εποπτεύοντα φορέα αυτού που ήδη κάνει αυτή την δουλειά, της ΓΔΑΕΕ και ενός αντίστοιχου φορέα από το Υπουργείο Ανάπτυξης.

Μια ιδέα προς επεξεργασία! Ασφαλώς και θα υπάρξει χρόνος γιατί το ζητούμενο, η πρόκληση είναι μπροστά μας κι είναι διαρκής. Δεν έχει ορίζοντα μια κυβερνητική θητεία. Είναι μια διαρκής προσπάθεια. Η προσπάθεια για καλύτερες, πιο αξιόμαχες Ένοπλες Δυνάμεις με καλύτερα συστήματα, τα πλέον σύγχρονα, και την υποστήριξη της αμυντικής βιομηχανίας, είναι μια προσπάθεια που είναι διαρκής. Απλά οι συγκυρίες επιβάλλουν τώρα να ενταθεί.