Η επικείμενη ανανέωση της «Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας» μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, η οποία υπεγράφη το καλοκαίρι του 1990, έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα των ξένων βάσεων στο ελλαδικό χώρο. Ως γνωστόν, η ιστορία με τις στρατιωτικές Βάσεις τρίτων χωρών στην Ελλάδα ξεκινάει επί κυβερνήσεως στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου, τον Οκτώβριο του 1953, όταν αποφασίσθηκε να παραχωρηθεί «εις τας Ηνωμένας Πολιτείας το δικαίωμα όπως βελτιώσωσιν και χρησιμοποιήσωσιν από κοινού μετά της ελληνικής κυβερνήσεως ορισμένα αεροδρόμια και ναυτικάς εγκαταστάσεις εν Ελλάδι».
Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ για το SL PRESS
Ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό το γεγονός, ότι λίγα χρόνια πριν από την απόφαση του Παπάγου να προχωρήσει σε διευκολύνσεις προς τους Αμερικανούς, είχαμε μια ακόμα πρόταση, από ελληνικής πλευράς, προς τη σύμμαχο Βρετανία, η οποία, εκτός των άλλων, συνέπεσε με τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έτσι δεν τελεσφόρησε.
Πιο συγκεκριμένα, σε έγγραφο του Foreign Office, τον Σεπτέμβριο του 1941, ο τότε πρωθυπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, Εμμανουήλ Τσουδερός, στο πλαίσιο σύναψης της εκκρεμούς ελληνοβρετανικής στρατιωτικής συμφωνίας έκανε την εξής πρόταση στον Βρετανό Alexander Cadogan, μόνιμο υφυπουργό Εξωτερικών: Προσέφερε τη χρήση συγκεκριμένων ναυτικών και αεροπορικών βάσεων επί ελληνικού εδάφους, ώστε να δελεάσει τη βρετανική πλευρά (Βλ. το απόσπασμα: «M. Tsouderos indicated to Sir Alexander Cadogan that it would be the intention of the Greek Government to offer to H.M.G. the use of certain naval and air bases in Greek territory». F.O. 371/29817, R8810).
Η απόφασή του αυτή συνδεόταν με την προσπάθεια ενίσχυσης της μεταπολεμικής διαπραγματευτικής θέσης της χώρας, αναφορικά με τις εθνικές της διεκδικήσεις (Βόρεια Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κύπρος).
Οι βρετανικές επιφυλάξεις
Ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός, ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Βαρβαρέσσος και ο πρεσβευτής της Ελλάδος στο Λονδίνο Χαράλαμπος Σιμόπουλος, επισκεπτόμενοι το Foreign Office. (από το βιβλίο «Εμμανουήλ Τσουδερός» του Ηλία Βενέζη, Αθήνα 1966).
Ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός, ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Βαρβαρέσσος και ο πρεσβευτής της Ελλάδος στο Λονδίνο Χαράλαμπος Σιμόπουλος, επισκεπτόμενοι το Foreign Office. (από το βιβλίο «Εμμανουήλ Τσουδερός» του Ηλία Βενέζη, Αθήνα 1966).
Οι Βρετανοί, από την πλευρά τους, βρήκαν την πρόταση του Τσουδερού ενδιαφέρουσα και του ζήτησαν να γίνει πιο συγκεκριμένος στις επόμενες συνομιλίες τους. Ειδικά, το ναυτικό σκέλος της πρότασης ήταν αυτό που τους κέντρισε το ενδιαφέρον. Ωστόσο, ορισμένοι κύκλοι του Foreign Office ήταν διστακτικοί έως αρνητικοί στο ενδεχόμενο έναρξης διαπραγματεύσεων με την ελληνική πλευρά για τη σύναψη μιας μεταπολεμικής στρατιωτικής συμφωνίας.
Κατά αρχάς, οι Βρετανοί αξιωματούχοι γνώριζαν τις βαθύτερες σκέψεις του Έλληνα πολιτικού. Εν ολίγοις, πιθανή χρήση του ελληνικού εδάφους από τις δυνάμεις τους θα έπρεπε να αντισταθμιστεί με εδαφικά ανταλλάγματα για την Αθήνα.
Μην μας μιλάτε για Κύπρο
Για την περίπτωση της Κύπρου, στην οποία εμπλεκόταν και η τουρκική πλευρά, δεν ήθελαν να ακούνε κουβέντα, ενώ οι άλλες δυο εθνικές διεκδικήσεις, η Βόρεια Ήπειρος και τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία (βλ. στρατιωτική κατάληψη Αλβανίας από τον Απρίλιο του 1939) και πιθανή ενσωμάτωση τους στο ελληνικό κράτος δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, ακόμα και αν η Ιταλία έβγαινε ηττημένη από τον πόλεμο.
Για τη περίπτωση της Βορείου Ηπείρου, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον παράγοντα Γιουγκοσλαβία. Αλλά και στην περίπτωση της Δωδεκανήσου, το Λονδίνο δεν θα αποφάσιζε χωρίς να σταθμίσει τις τουρκικές αντιδράσεις. Σημειωτέον δε, ότι η Άγκυρα τηρούσε στάση ουδετερότητας, αναφορικά με την εμπλοκή της στον εν εξελίξει πόλεμο («Επιτήδειος Ουδέτερος»).
Η εξέλιξη των γεγονότων επιβεβαιώνει την άποψή μας. Ακόμη, η Βρετανία δεν στερούνταν ναυτικών βάσεων στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε. Αντιθέτως, μάλιστα, διέθετε γεωστρατηγικά σημεία, τα οποία ήταν ιδανικά για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών στο χώρο της Μεσογείου. Γιβραλτάρ, Μάλτα, Αίγυπτος, Κύπρος και Παλαιστίνη συνθέτουν τα κομμάτια της βρετανικής παρουσίας στο δρόμο για την Άπω Ανατολή.
Πρόταση για Βάσεις σε λάθος χρόνο
Κάτι άλλο που πρέπει να σημειώσουμε είναι το γεγονός ότι η ελληνική πρόταση είχε γίνει σε λάθος χρόνο. Τον Σεπτέμβριο του 1941, το στρατιωτικό και διπλωματικό παιχνίδι ήταν ακόμα ρευστό και εκ των πραγμάτων δεν προσφερόταν για «συμμαχίες» και δεσμεύσεις. Τρεις μήνες πριν, είχε ξεκινήσει η σύγκρουση δυο στρατιωτικών γιγάντων, Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας και το αποτέλεσμα της πάλης δεν μπορούσε να προβλεφθεί, ενώ οι ΗΠΑ δεν είχαν μπει καν στο πόλεμο (Δεκέμβριος του 1941).
Πράγματι, κανείς δεν μπορούσε να προδικάσει, το φθινόπωρο του 1941, προς ποια πλευρά θα έγερνε η πλάστιγγα της Ιστορίας και ποιο θα ήταν το μεταπολεμικό status quo στο χώρο των Βαλκανίων και της Ευρώπης γενικότερα. Επίσης, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ποιες θα ήταν οι μεταπολεμικές ανάγκες της Θαλασσοκράτειρας.
Θα παρέμενε μεγάλη δύναμη με παγκόσμιες ευθύνες; Θα συνέχιζαν τα Βαλκάνια και ο ευρύτερος χώρος της ανατολικής Μεσογείου να αποτελούν σημείο ενδιαφέροντος της βρετανικής πολιτικής; Ποιο εδαφικό κόστος (κατά βάση απώλεια αποικιών) θα πλήρωνε για τη συμμετοχή της στην παγκόσμια σύρραξη, ώστε να έχει ανάγκη από νέα εδαφικά ερείσματα; Τα ερωτήματα αυτά, απασχολούσαν έντονα τους αξιωματούχους του Foreign Office που χάραζαν τις κατευθυντήριες γραμμές της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής.
Εν τέλει, οι Βρετανοί, για να μην απογοητεύσουν τον μοναδικό δραστήριο σύμμαχο του Λονδίνου (Βλ. Εθνική Αντίσταση), αλλά και για να μην αναλάβουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις, πρότειναν στον Τσουδερό μια περισσότερο αόριστη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας των δυο χωρών, η οποία υπεγράφη τον Μάρτιο του 1942, χωρίς όμως καμία αναφορά σε στρατιωτικές βάσεις. Στα βασικά σημεία της συμφωνίας περιλαμβάνονταν η υπαγωγή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων της Μέσης Ανατολής στο βρετανικό στρατηγείο της περιοχής, καθώς και η δέσμευση του Λονδίνου για ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατεύματος.