Στη Βόρεια Συρία και την εξουδετέρωση των Κούρδων, που ακόμη έχουν τη στήριξη των ΗΠΑ, φαίνεται ότι αναζητά ένα ακόμη κλειδί για έναν εύσχημο συμβιβασμό στο ζήτημα των S-400 ο Ταγίπ Ερντογάν, μετά και την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε τη Δευτέρα με τον Αμερικανό προέδρο Ντ. Τραμπ.
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ για το LIBERAL
Η ανακοίνωση του τουρκικού προεδρικού μεγάρου έκανε λόγο για συζήτηση του θέματος των S-400 και της τουρκικής πρότασης για σύσταση μικτής ομάδας για το θέμα αυτό, ενώ αντιθέτως η ενημέρωση του Λευκού Οίκου δεν έκανε καμιά αναφορά στην πρόταση αυτή και αρκέστηκε εκτός των άλλων να αναφέρει ότι συζητήθηκε «η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση των αντίστοιχων ανησυχιών ασφαλείας στη Βόρεια Συρία και της σχεδιαζόμενης αγοράς από την Τουρκία του πυραυλικού συστήματος S-400».
Δεν είναι η πρώτη φορά που έστω και σε ρητορικό επίπεδο συνδέονται η απόφαση της Τουρκίας για αγορά των ρωσικών πυραύλων, που απειλεί να οδηγήσει σε ρήξη τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον και τη Δύση, με την επιδίωξη της Τουρκίας να περιορίσει ή ακόμη και να εξουδετερώσει την απειλή που αισθάνεται ότι συνιστά για την ασφάλειά της η παρουσία μιας ισχυρής και στρατιωτικά αποτελεσματικής κουρδικής οργάνωσης στη Βόρεια Συρία, που με τη στήριξη των Αμερικανών αλλά και των Γάλλων έχει αναβαθμιστεί λόγω των πληγμάτων που επέφερε στο ISIS και διεκδικεί ρόλο στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής Συρίας.
Ο φόβος της Τουρκίας είναι ότι το YPG θα κατορθώσει να διατηρήσει τον έλεγχο ενός μεγάλου τμήματος της Βόρειας Συρίας ειδικά ανατολικά του Ευφράτη και να διεκδικήσει την επαναφορά των περιοχών που τώρα κατέχει η Τουρκία δυτικά του Ευφράτη, ώστε στη μεταπολεμική Συρία να συγκροτηθεί μια μεγάλη αυτόνομη κουρδική περιοχή, πραγματικός εφιάλτης για την Τουρκία, καθώς στη Βόρεια Συρία, σε αντίθεση με το Ιράκ, κυριαρχεί το ριζοσπαστικό κουρδικό στοιχείο, αυτό που η Άγκυρα θεωρεί «τρομοκράτες και μακρύ χέρι του ΡΚΚ».
Όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που οδηγείται σε κορύφωση η αμερικανοτουρκική αντιπαράθεση για το θέμα των S-400: Η Ουάσιγκτον απορρίπτει κατηγορηματικά την πρόταση Ερντογάν για συγκρότηση μικτής ομάδας εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι θα επεξεργασθούν σχέδια ώστε να διασκεδαστεί η ανησυχία ότι η εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων θα βοηθήσει τους Ρώσους να αποκρυπτογραφήσουν τα ραντάρ και το λογισμικό των F35.
Για τους Αμερικανούς-αυτό έχει δηλωθεί πολλές φορές και σε κάθε επίπεδο- δεν πρόκειται να υπάρξει «συμβίωση» κάτω από την ίδια ομπρέλα των S-400 με τα F-35 και αυτό πλέον καταγράφεται ως θέμα μείζονος εθνικής ασφάλειας για τις ΗΠΑ.
Ο Τ. Ερντογάν προειδοποίησε την Τρίτη τις ΗΠΑ ότι εάν αποκλειστεί η Τουρκία από το πρόγραμμα των F35, τότε όλο το πρόγραμμα θα καταρρεύσει. Ο Τούρκος πρόεδρος φυσικά γνωρίζει ότι πέραν μιας μικρής καθυστέρησης δεν πρόκειται να ακυρωθεί το πρόγραμμα παραγωγής του F35, στο οποίο συμμετέχει η Τουρκία με την κατασκευή συγκεκριμένων εξαρτημάτων, καθώς υπάρχουν εναλλακτικοί πάροχοι, αλλά βεβαίως παραβλέπει το γεγονός ότι η τουρκική αμυντική βιομηχανία θα υποστεί σημαντικό πλήγμα, μιας και προβλέπεται ένας κύκλος εργασιών σχεδόν 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η απειλή Ερντογάν έχει πάντως περιεχόμενο μόνο υπό την έννοια ότι η Lockheed Martin και η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να αναζητήσουν άλλους «πελάτες» για τα εκατό F35 που έχει προγραμματιστεί να αγοράσει η Τουρκία…
Καθώς ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την πρώτη παράδοση υλικού των S-400 τον Ιούλιο στην Τουρκία, ο κ. Ερντογάν αισθάνεται την πίεση και από τη Μόσχα, καθώς η ενεργός παρουσία της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία εξασφαλίστηκε με τη συναίνεση και τις ευλογίες Πούτιν, ο οποίος πάντως κάθε άλλο παρά δίνει «λευκή επιταγή» στον Τούρκο πρόεδρο.
Για την Άγκυρα είναι εξαιρετικής σημασίας η εξασφάλιση, αν όχι του πλήρους ελέγχου μιας ζώνης ασφαλείας στη Βόρεια Συρία, τουλάχιστον η συμμετοχή σημαντικής τουρκικής δύναμης, ώστε να μπορεί η ίδια η Τουρκία να περιορίσει αυτό που θεωρεί ως απειλή, δηλαδή τις κουρδικές δυνάμεις του YPG.
Αυτό θα αποτελούσε ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του Τ. Ερντογάν, ο οποίος, εφόσον του αναγνώριζαν το δικαίωμα αυτό οι Αμερικανοί, θα μπορούσε να διαπραγματευθεί με άλλον «αέρα» με τη Μόσχα.
Από χθες βρίσκονται στην Άγκυρα δύο υψηλόβαθμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, ο Τζέιμς Τζέφρι, ειδικός απεσταλμένος για την αντιμετώπιση του ISIS, και ο ειδικός εκπρόσωπος Τζόελ Ρέιμπουρν, με βασικό θέμα συζήτησης την αναζήτηση πολιτικής λύσης στη Συρία και τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας στη Βόρεια Συρία.
Η Τουρκία αντιδρά στην πρόταση των Αμερικανών να αποσυρθούν οι κουρδικές δυνάμεις, αλλά να μην υπάρχει ούτε τουρκική στρατιωτική παρουσία στη ζώνη ασφαλείας, και με εναλλακτικές προτάσεις επιχειρεί να εξασφαλίσει ότι θα είναι παρούσα σε όποια ζώνη ασφαλείας δημιουργηθεί.
Όμως μια τέτοια παραχώρηση στην Τουρκία, ειδικά εάν πρόκειται η ζώνη ασφαλείας να επεκταθεί και ανατολικά του Ευφράτη, θα είναι casus belli για τους Κούρδους του YPG, αλλά και για τον ίδιο τον Ασαντ, καθώς η Τουρκία μέχρι τώρα έχει δώσει αρνητικό δείγμα γραφής σε περιοχές που έχει εισβάλει στη Βόρεια Συρία, επιχειρώντας πολιτική αφομοίωσης και πληθυσμιακής αλλοίωσης.
Η απόφαση για τη ζώνη ασφαλείας δεν είναι εύκολη επιλογή, γιατί μπορεί να ανατρέψει όλες τις ισορροπίες στη Συρία, τη στιγμή που το ISIS έχει σε μεγάλο βαθμό εξουδετερωθεί και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να ξεκινήσει η διαδικασία για την ειρηνική-πολιτική λύση της συριακής κρίσης.
Και είναι προφανές ότι δεν εξαρτάται μόνο από τους Αμερικανούς η αναγνώριση ρόλου και η αποδοχή συμμετοχής τουρκικών στρατευμάτων στη ζώνη ασφαλείας στη Συρία, καθώς τον σημαντικότερο λόγο έχουν η Δαμασκός και η Μόσχα και δευτερευόντως και το Ιράν.
Πολύ περισσότερο μάλιστα εάν η Μόσχα αντιληφθεί ότι επιχειρείται αμερικανοτουρκική συνεννόηση στη Συρία με αντάλλαγμα τη «θυσία» των S-400 θα αντιδράσει και είναι στο χέρι της η υπονόμευση κάθε τέτοιας συνεννόησης.
Πάντως φαίνεται ότι κορυφώνεται και παρασκηνιακά το παζάρι και οι διαβουλεύσεις για το θέμα των S-400 το οποίο μπορεί να εκτροχιασθεί σε μια πολύ σοβαρή κρίση, με έντονες γεωστρατηγικές συνέπειες…
ΠΗΓΗ: LIBERAL (Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ της Πέμπτης, 2 Μαΐου 2019)