Τα κατευθυνόμενα όπλα υπήρξαν ανέκαθεν απαίτηση κάθε ένοπλης δύναμης. Η απαίτηση, ή η ανάγκη αν θέλουμε να το θέσουμε διαφορετικά, έγινε ακόμα πιο επιτακτική κατά τον Β’ Π.Π., ιδίως για τις δυνάμεις που δεν είχαν στη διαθεσή τους τον απαιτούμενο όγκο (ισχύ) πυρός για να πλήξουν τον αντίπαλο. Από τα χρόνια του Α’ Π.Π. διαπιστώθηκε ότι το Αεροπορικό Όπλο παρείχε τη δυνατότητα πληγμάτων ακριβείας, σε συνδυασμό με σημαντική επιχειρησιακή ευελιξία.
Παρά την πολύ μικρή ισχύ πυρός που μπορούσαν να μεταφέρουν και να αξιοποιήσουν τα ελαφρά διπλάνα την περιόδου εκείνης, παρείχαν τη δυνατότητα να πλήξουν στόχους στο έδαφος του εχθρού σε ελάχιστο χρόνο. Στόχους που θα απαιτούσαν ολόκληρες εκστρατείες για να βληθούν από χερσαίο ή ναυτικό πυροβολικό. Στόχοι εκτός βεληνεκούς των συμβατικών πυροβόλων μεγάλου διαμετρήματος σε ασφαλείς περιοχές, αλλά μεγάλης σπουδαιότητας, επίσης μπορούσαν να πληγούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βρετανία, που ήταν πλήρως εξασφαλισμένη από χερσαίες και ναυτικές προσβολές.
Στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνεπώς αναγνωρίστηκε ότι παρά την τότε ελάχιστη ισχύ πυρός του Αεροπορικού Όπλου, αυτό ήταν σημειακά εξόχως καταστροφικό. Η δε αυξημένη ισχύς πυρός θα μπορούσε να καταστεί πολύ πιο αποτελεσματική μόνο αν συνδυαζόταν με το αεροπλάνο. Στον Β’ Π.Π. οι Γερμανοί πρώτοι αποπειράθηκαν να αντισταθμίσουν τη μαζικότητα των αεροπορικών βομβαρδισμών των συμμάχων και το μέγεθος με τη συντριπτική ισχύ του σοβιετικού γίγαντα, με την κατευθυνόμενη μέσω ραδιοσυχνοτήτων βόμβα ανεμοπορίας F-X. Αξιοποιήθηκε κυρίως εναντίον στόχων επιφανείας.
Στα χρόνια αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Π.Π. η γερμανική τεχνολογία σε αυτό τον τομέα δεν αξιοποιήθηκε καθώς αποδόθηκε έμφαση αποκλειστικά και μόνο στην περαιτέρω ανάπτυξη της γερμανικής πυραυλικής τεχνολογίας. Και από τους Αμερικανούς αλλά και από τους Ρώσους (ΕΣΣΔ). Η επανάσταση που έφερε ο στροβιλοκινητήρας και η ραγδαία ανάπτυξή του σε συνδυασμό με την παράλληλη ανάπτυξη της πυραυλικής τεχνολογίας, οδήγησε σε μία ξέφρενη κούρσα παραγωγής νέων ταχύτερων και μεγαλύτερου ύψους πτήσης μαχητικών και βομβαρδιστικών αεριωθουμένων αλλά και αντιαεροπορικών πυραύλων για την καταστροφή τους. Η κατάρριψη του U-2 του Πάουερς πάνω από την ΕΣΣΔ (Σβερντλοφσκ) την 1η Μαίου του 1960, αποτελεί τυπικότατο δείγμα αυτής της κούρσας.
Τα βομβαρδιστικά Β-58 Hustler και XB-70 Valkyrie αποτέλεσαν προσπάθεια αδρανοποίησης των σοβιετικών ΑΑ πυραύλων. Γιατί στα στρατηγικά βομβαρδιστικά, ερμπεριέχονταν η φοβερή ισχύς της πυρηνικής βόμβας. Ένα μόνο αεροπλάνο επαρκούσε για την καταστροφή στόχων περιοχής που παλαιότερα απαιτούσε την εμπλοκή εκατοντάδων βομβαρδιστικών! Η ευκολία διείσδυσης ενός στρατηγικού βομβαρδιστικού αντί εκατοντάδων είναι εμφανής, όπως και η μικρή σημασία της ακρίβειας όταν χρησιμοποιούνται πυρηνικά όπλα. Το δεδομένο αυτό φυσικά δεν ίσχυε σε περίπτωση προσβολής τακτικών στόχων.
Κάπως έτσι φτάσαμε στην περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ. Εκεί οι στόχοι έπρεπε να καταστρέφονται με συμβατικά όπλα. Η μαζική άφεση τους (carpet bombing) δεν ήταν εφικτή γιατί οι αντιαεροπορικοί πύραυλοι (SA-2, SA-3) ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι εναντίον βομβαρδιστικών οποιουδήποτε τύπου που πετούσαν σε οποιοδήποτε ύψος (ποτέ μεγαλύτερο των 40.000 ποδών). Επίσης η διάταξη πολλών στόχων, ακύρωνε τη μαζική ρίψη βομβών. Όπως και το γεγονός ότι οι περισσότεροι ήταν στόχοι σημείου. Η ακριβής προσβολής τους ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση, με όρια ακρίβειας σαφώς κάτω του αναμενόμενου λόγω εγγενών περιορισμών.
Ο σημαντικότερος ήταν φυσικά τα αντιαεροπορικά πυροβόλα. Αύξηση της ακρίβειας προσβολής σήμαινε κάθοδο σε μικρό ύψος και άρα μεγαλύτερες πιθανότητες απωλειών λόγω της δράσης του αντιαεροπορικού πυροβολικού, ενώ η αποφυγή του συνεπάγονταν αυτόματα δραματική μείωση της ακρίβειας.
Υπό αυτές τις συνθήκες δοκιμάστηκαν τα πρώτα αερομεταφερόμενα, κατευθυνόμενα τακτικά όπλα μαζικής παραγωγής. Οι πρώτες προσπάθειες φυσικά αφορούσαν την ενσωμάτωση κάποιου αισθητήρα, ώστε να είναι δυνατή η διάκριση του στόχου, αλλά και κάποιων αεροδυναμικών επιφανειών ελέγχου που θα αύξαναν τις κινηματικές επιδόσεις όχι μόνο για αύξηση της ακτίνας προσβολής, αλλά και για να υπάρχει το περιθώριο διορθώσεων (πορείας ή τροχιάς) ώστε να προσβληθεί ο στόχος. Στις βόμβες προστέθηκαν πτερύγια ελέγχου που συνδέονταν με τον αισθητήρα μέσω υπολογιστικού συστήματος, στους δε πυραύλους, απλώς ο αισθητήρας «έδινε» στα πτερύγια εντολές διόρθωσης ώστε να πληγεί με ακρίβεια ο στόχος.
Οι συλλογές κατεύθυνσης λέιζερ των οικογενειών Paveway
Οι πρώτες προσπάθειες, περιλάμβαναν βαριές βόμβες που θα χρησιμοποιούνταν για την καταστροφή σημαντικών στόχων (HVU-HighValueUnits). Ως μέθοδος καθοδήγησης υιοθετήθηκε η αναζήτηση ακτινοβολίας λέιζερ επειδή έχει μεγάλα πλεονεκτήματα. Είναι πολύ «οξύτερη» (η ακτινοβολία) και διαχέεται δυσκολότερα σε σχέση με άλλες, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει καλά χαρακτηριστικά ανακλασιμότητας και χρήσης από απομακρυσμένα συστήματα καταυγασμού. Οι πρώτες προσπάθειες αφορούσαν τις κτηνώδεις βόμβες Μ-117 (BOLT-117 ήταν η κωδική ονομασία της πρώτης προσπάθειας, με κινούμενα ουραία πτερύγια), όπου δέκτες εντοπισμού ακτινοβολίας λέιζερ τοποθετούνταν σε τρίποδα που προεξείχαν από τις ουραίες επιφάνειες.
Προς βελτίωση της αεροδυναμικής συμπεριφοράς του όπλου (βόμβα με συλλογή καθοδήγησης), πολύ σύντομα επιλέχθηκε η τοποθέτηση του αισθητήρα στο ρύγχος, με μηχανισμό περιστροφής του προκειμένου να παρακολουθείται εύκολα η πηγή ακτινοβολίας. Τα ουραία πτερύγια ήταν μεγάλα αλλά σταθερά, ενώ κινητά ήταν μόνο τα πρόσθια που τοποθετήθηκαν κοντά στο ρύγχος της βόμβας. Το πρώτο όπλο ήταν μια έκδοση της βόμβας Mk-84 των 2.000 λιβρών (907 κιλά), πράγμα φυσικό αφού το κόστος της συλλογής μετατροπής ήταν σημαντικό και προοριζόταν για μεγάλους στόχους.
Το όπλο πήρε την επωνυμία GBU- 10 (GBU= Guided bomb Unit) Paveway (Pave: Precision Avionics Vectoring Equipment), καθώς τα δύο προηγούμενα νούμερα ήταν τα GBU-8/-9 HOBOS (ηλεκτροοπτική καθοδήγηση). Εκτός από την Mk-84, αναπτύχθηκε και μια συλλογή καθοδήγησης για τη θηριώδη Μ-118 των 3.000 λιβρών, μια βόμβα υποδεέστερων αεροδυναμικών χαρακτηριστικών, που αντιπροσώπευε για την εποχή της μια διαφορετική προσέγγιση στο πρόβλημα της καταστροφής ενισχυμένων στόχων από αυτήν της μεταγενέστερης αντίστοιχης, της διατρητικής BLU-109 (BLU= Bomb Live Unit). Το όπλο ονομάστηκε GBU-11 και αμέσως μετά εμφανίστηκε ο Βενιαμίν της οικογένειας. Η GBU-12, βασισμένη στη Mk-82, ώστε ένα πλήττονται περισσότεροι στόχοι ανά έξοδο, πρακτική που ευνοούσε τις επιθέσεις εναντίον αρμάτων μάχης.
Η οικογένεια PavewayI είχε σταθερά πτερύγια, πράγμα που δυσχέραινε τη μεταφορά των βομβών σε μεγάλους αριθμούς (μόλις δύο GBU-10 μπορούσαν να μεταφερθούν από F-4, με θεωρητική δυνατότητα για τέσσερα). Η οικογένεια, PavewayII που ακολούθησε, είχε το πλεονέκτημα του μικρού κόστους παραγωγής, της αυξημένης αξιοπιστίας, της αντοχής στα αντίμετρα και τις μέτριες συνθήκες ορατότητας και των πτυσσόμενων πτερυγίων, που επέτρεπαν τη μαζική μεταφορά και αποθήκευση σε περιορισμένους χώρους. Δεν ήταν τυχαίο ότι έγινε η πλέον αγαπημένη έκδοση του Ναυτικού των Η.Π.Α., που είχε πάντα αντιμετώπιζε προβλήματα χώρου στα αεροπλανοφόρα.
Επιπρόσθετα, οι νέοι αισθητήρες είχαν μεγαλύτερη ευαισθησία και εύρος πεδίου θέασης, μικρότερο κόστος, ενώ η μπαταρία τους είχε μικρότερη υστέρηση ενεργοποίησής μετά την άφεση του όπλου.
Τέλος, τα πτερύγια είχαν μεγαλύτερο εύρος περιστροφής, για μεγαλύτερες και αμεσότερες αλλαγές πορείας. Οι κωδικοί παρέμειναν οι ίδιοι για τα όπλα των 500 και των 2.000 λιβρών και επόμενη έκδοση ήταν η μετατροπή της ενδιάμεσης Μk.83 των 1.000 λιβρών ως GBU-16, ιδίως για χρήση από το USN, του οποίου τα αεροσκάφη δεν μπορούσαν εύκολα να επιχειρούν με όπλα μεγαλύτερα των 2000 λιβρών. Ο ενδιάμεσος κωδικός GBU-15 αναφερόταν στο διάδοχο της GBU-8, μια βόμβα ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης.
Η οικογένεια Paveway III, προσέφερε δύο σημαντικές νέες δυνατότητες. Την άφεση από μικρά ύψη σε αρκετά ικανοποιητική απόσταση (18 χλμ), λόγω μεγαλύτερων σταθερών πτερυγίων ελέγχου και δυνατότητα επιλογής τροχιάς μέσω εξελιγμένου υπολογιστή. Ο αισθητήρας έγινε κυλινδρικός, αντί του μικρού προβόλου εντός δακτυλίου της προηγούμενης οικογένειας, με μεγαλύτερο εύρος πεδίου θέασης και αυξημένη ευαισθησία, αλλά και αντοχή στις ψευδείς αντανακλάσεις λόγω καιρικών φαινομένων. Οι χρησιμοποιούμενοι μικροϋπολογιστές (ψηφιακός αυτόματος πιλότος) επιτρέπουν πολύ καλύτερη επίδοση ακτίνας και επιλογή της τροχιάς και της γωνίας πρόσκρουσης στο στόχο, ενώ σε συνδυασμό με το νέο αισθητήρα, επιτρέπουν προσβολή από μικρό ύψος, αφού ο τελευταίος δεν απαιτεί μεγάλο ύψος άφεσης για να «δει» την αντανάκλαση και οι υπολογιστές στρέφουν, με τις μεγάλες, αποτελεσματικότερες πτέρυγες, ταχύτερα τη βόμβα ώστε να πλήξει το στόχο της.
Οι δύο πρώτες γενιές Paveway (Ι & ΙΙ) ήταν όπλα που για να έχουν μια αξιοπρεπή ακτίνα, που με τη σειρά της θα αύξανε σημαντικά την επιβιωσιμότητα του μαχητικού-φορέα, έπρεπε να εξαπολύονται από μέσα ύψη. Αυτό διευκόλυνε τον αισθητήρα, να εγκλωβίζει τους στόχους, αλλά και τις πτέρυγες να προσφέρουν ακρίβεια στην καθοδήγηση και κάποια αυξημένη σχετικώς ακτίνα, κατά την κατολίσθηση. Αν όμως επικρατούσαν νεφώσεις, τότε η άφεση έπρεπε να γίνεται από μικρό ύψος, ώστε η ακτινοβολία λέιζερ να μη «κρύβεται» από τα σύννεφα. Αυτό όμως περιόριζε την ακτίνα σε περίπου τρία χιλιόμετρα για όπλο το 2.000 λιβρών, κάτι που σήμαινε ότι το μαχητικό ήταν εντός της ακτίνας συστημάτων όπως το ZSU-23 και το SA-7.
Μεγάλη επιτυχία εξαγωγική γνώρισε μόνο η GBU-24 σε δύο διαφορετικές διαμορφώσεις. Την GBU-24B με κεφαλή Mk-84 και την Α/Β, με κεφαλή διατρητική βόμβα ίδιου βάρους BLU-109, για διάτρηση σημαντικών στόχων. Μια ακόμη έκδοση, η 2Β αφορά πυρομαχικό ίδιου τύπου (BLU-109), με μηχανικά όμως συστήματα ασφάλειας/όπλισης, για ακίνδυνη χρήση στο ηλεκτρομαγνητικά φορτισμένο περιβάλλον των αεροπλανοφόρων του USN. Η έκδοση GBU-24C\B (της USAF) και η αντίστοιχη, αλλά με μηχανική συσκευή όπλισης/ασφάλισης GBU- 24D\B (του USN) χρησιμοποιούν ως γόμωση τη διατρητική βόμβα BLU-116 (γνωστή ως AUP -Advanced Unitary Penetrator), που εξασφαλίζει 50 έως 100% μεγαλύτερη διατρητικότητα σε σχέση με την BLU-109, διατηρώντας τα ίδια πτητικά χαρακτηριστικά και το συνδυασμό διαστάσεων/βάρους.