Το Αιγαίο, που αποτελεί το φυσικό θαλάσσιο σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είναι ένα μέτωπο μήκους 1.200 χιλιομέτρων περίπου. Είναι ένα μέτωπο διακεκομμένο από δεκάδες μεγάλα νησιά και εκατοντάδες άλλα μικρότερα. Αυτή η γεωγραφία δημιουργεί δυσχέρειες τόσο στον επιτιθέμενο (Τουρκία), επειδή θα πρέπει να δεσμεύσει σημαντικές στρατιωτικές, αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις, όσο και στον αμυνόμενο (Ελλάδα), που θα πρέπει να διασπάσει τις δυνάμεις του σ’ ολόκληρο το Αιγαίο.
Για την Ελλάδα, εκ των πραγμάτων, η παράκτια άμυνα είναι επιβεβλημένη. Η κατάληψη ενός νησιού του Αιγαίου, και μάλιστα μεγάλης έκτασης, δεν είναι μια απλή υπόθεση. Προϋποθέτει άρτιο και λεπτομερή σχεδιασμό και επιτυχία σε κάθε βήμα: Από τη συγκέντρωση των δυνάμεων, στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, στις προπαρασκευαστικές προσβολές, στη δημιουργία αεροπρογεφυρωμάτων επί της νήσου, την εξασφάλιση τοπικής αεροπορικής υπεροχής, την επιβολή ναυτικού αποκλεισμού, την ασφαλή πλεύση των αποβατικών σκαφών και πλοίων, την επιτυχημένη απόβαση στην ακτή, τη συνένωση του προγεφυρώματος της ακτής με τα αεροπρογεφυρώματα και την τελική εκκαθάριση και κατάληψη του νησιού.
Όλα οι παραπάνω είναι φάσεις μιας επιχειρησιακής αλυσίδας με αλληλένδετους και αλληλοεξαρτώμενους κρίκους. Η επιτυχία ή αποτυχία της τελικής προσπάθειας προϋποθέτει την επιτυχία ή την αποτυχία μιας τουλάχιστον από τις παραπάνω φάσεις. Και αυτό είναι το τακτικό πλεονέκτημα του αμυνόμενου. Για παράδειγμα, χωρίς τοπική αεροπορική υπεροχή ο ναυτικός αποκλεισμός είναι αδύνατος διότι τα εχθρικά πολεμικά πλοία και η επερχόμενη αποβατική δύναμη θα είναι έρμαια των ελληνικών AM-39 Exocet Block-2 και των παράκτιων MM-40 Exocet Block.2. Ομοίως χωρίς το ναυτικό αποκλεισμό η εκτέλεση της κύριας αποβατικής δύναμης δεν είναι εφικτή ή είναι πολύ επικίνδυνη.
Εάν η Τουρκία δεν θα είναι σε θέση να εκτελέσει την κύρια αποβατική ενέργεια τότε δεν πρόκειται να προσπαθήσει να δημιουργήσει προγεφύρωμα διότι η εξάλειψη του από τις ελληνικές δυνάμεις θα είναι θέμα χρόνου. Ομοίως, η προσπάθεια απόβασης στρατιωτικής δύναμης χωρίς την εξασφάλιση του αεροναυτικού αποκλεισμού και της ύπαρξης προγεφυρωμάτων στην ενδοχώρα του νησιού είναι καταδικασμένη καθώς τα φίλια πυρά από αέρα, θάλασσα και ξηρά θα προσβάλουν τα εχθρικά αποβατικά σκάφη από την ακτή επιβίβασης έως και την ακτή απόβασης.
Αντίθετα, με εξασφαλισμένο αεροναυτικό αποκλεισμό ακόμα και χωρίς την δημιουργία προγεφυρωμάτων η άμυνα ενός νησιού είναι ζήτημα χρόνου να υποκύψει αφού οι συνεχόμενες αεροναυτικές προσβολές και τα διαδοχικά αποβατικά κύματα θα άρουν, αργά ή γρήγορα, την αμυντική προσπάθεια επί της ακτής. Εάν η ακτή εκκαθαριστεί από τις εχθρικές δυνάμεις τότε και το εσωτερικό του νησιού θα καταληφθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι ακόμα και τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου στερούνται επαρκούς επιχειρησιακού βάθους, άρα οι φίλιες δυνάμεις δεν διαθέτουν περιθώρια ελιγμών. Κατά συνέπεια οι εχθρικές αποβατικές δυνάμεις, με συνδυασμένες ενέργειες ελιγμού, θα εκκαθαρίσουν τελικά κάθε εστία αντίστασης.
Η άμυνα ενός νησιού απαιτεί και προϋποθέτει τη διάθεση και χρήση πολλών διαφορετικών συστημάτων, αισθητήρων και όπλων. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο σύστημα με συγκεκριμένα μέσα, δηλαδή μια κοινή και ενιαία σύνθεση ενός ολοκληρωμένου συστήματος παράκτιας άμυνας, καθώς κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, ανάγκες και επιχειρησιακές απαιτήσεις. Ωστόσο, και επιγραμματικά, μια τυπική σύνθεση ενός ολοκληρωμένου συστήματος παράκτιας άμυνας ενσωματώνει:
1/ Κέντρο διοίκησης και ελέγχου των αισθητήρων και των όπλων με έμφαση στον συντονισμό των δράσεων και των επιχειρήσεων των φίλιων δυνάμεων.
2/ Ραντάρ και αισθητήρες παράκτιας άμυνας και επιτήρησης αέρος για τον έλεγχο της θάλασσας και του αέρα, τον έγκαιρο εντοπισμό της απειλής και την επίγνωση της τακτικής κατάστασης, η οποία, μέσω συστημάτων ζεύξης δεδομένων, θα είναι διαθέσιμη, σε πραγματικό χρόνο, σ’ όλα τα κλιμάκια διοίκησης, από το ανώτερο στο κατώτερο.
3/ Μη-επανδρωμένα αεροχήματα (UAV), με ή χωρίς την ικανότητα μεταφοράς οπλισμού. Η χρήση UAV λειτουργεί υπέρ της επίγνωσης της τακτικής κατάστασης, σε άλλη όμως διάσταση, σε σχέση με τα ραντάρ εδάφους. Η χρήση UAV, χωρίς την ικανότητα μεταφοράς και χρήσης οπλισμού, επιτρέπει την επίγνωση της τακτικής κατάστασης τόσο στο γενικό πλαίσιο (για παράδειγμα, πτήσεις περιπολίας περιμετρικά του νησιού) όσο και σε ειδικότερο πλαίσιο (για παράδειγμα, συνεχείς και επαναλαμβανόμενες πτήσεις στη δυτική ακτογραμμή ενός νησιού, για τον τοπικό έλεγχο συγκεκριμένης περιοχής). Εάν τα UAV μπορούν να μεταφέρουν οπλισμό (ρουκέτες ή κατευθυνόμενες βόμβες και βλήματα), η επιχειρησιακή τους αξία αυξάνει ακόμα περισσότερο, αφού λειτουργούν τόσο ως μέσα επίγνωσης της τακτικής κατάστασης, αλλά και ως μέσα πρώτης και άμεσης προσβολής, αντιδρώντας σ’ ένα τετελεσμένο ή σε μια ταχεία καταδρομική ενέργεια, για παράδειγμα.
4/ Συστήματα πυροβολικού παράκτιας άμυνας, δηλαδή βλήματα κατά πλοίων, μικρού και μεγάλου βεληνεκούς, αλλά και συμβατικά συστήματα πυροβολικού, κυρίως πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών (MLRS), τα οποία με την μεγάλη ισχύ πυρός και το μεγάλο βεληνεκές που διαθέτουν πλέον μπορούν να λειτουργήσουν τόσο ως συστήματα παράκτιας άμυνας όσο και ως συστήματα άρνησης πρόσβασης και άρνησης περιοχής. Αυτή τη διάσταση της παράκτιας άμυνας πραγματεύεται το παρών άρθρο.
5/ Αντιαεροπορική άμυνα για την άρνηση στον αντίπαλο της ευκαιρίας να πετύχει τοπική αεροπορική υπεροχή, την προστασία των φίλιων δυνάμεων και την ασφάλεια του πληθυσμού και των πολιτικών υποδομών του νησιού.
Όπως προαναφέραμε το παρών άρθρο πραγματεύεται την συμβατική διάσταση της παράκτιας άμυνας, που αφορά στα βλήματα, όπως είναι τα MM-40 Block.2 Exocet, τα οποία βρίσκονται σε υπηρεσία τόσο από την Ελλάδα, όσο και από την Κύπρο, και τη χρήση των συστημάτων MLRS και των τακτικών βλημάτων εδάφους-εδάφους ως μέσα άρνησης πρόσβασης εχθρικών δυνάμεων σε συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή, υπό το πρίσμα της εξέλιξης της τεχνολογίας, η οποία έχει αποδώσει κατευθυνόμενες ρουκέτες και βλήματα αυξημένου βεληνεκούς. Τόσο μεγάλου, που για τα ελληνικά δεδομένα και τη γεωγραφική πραγματικότητα του Αιγαίου, τα καθιστούν συστήματα ικανά να αρνηθούν την πρόσβαση των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων σε μεγάλα τμήματα της θάλασσας του Αιγαίου.
Ξεκινώντας από τα βλήματα παράκτιας άμυνας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε περιοριστεί στην εξέταση βλημάτων κατά πλοίων, τα οποία έχουν αναπτυχθεί σε εκδόσεις παράκτιας άμυνας και όχι σε όσα έχουν εκτοξεύονται μόνο από πλοία, ελικόπτερα και αεροσκάφη, όπως είναι τα ευρωπαϊκά βλήματα Sea Venom, που αντικαθιστούν τα Sea Skua, τα νορβηγικά Penguin και τα ευρωπαϊκά Brimstone, για τα οποία η MBDA έχει ανακοινώσει ότι εξετάζει την ανάπτυξη μιας έκδοσης παράκτιας άμυνας, εκτοξευόμενης από την ξηρά. Δεν αγνοούμε την ύπαρξη ή τις δυνατότητες τους, αλλά δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου.
Το πρώτο βλήμα κατά πλοίων, τεχνολογίας πλεύσης (cruise) ήταν το σοβιετικό SS-N-2 Styx, το οποίο εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1959, και παραμένει σε υπηρεσία μέχρι και σήμερα. Το Styx ζυγίζει 2.300 κιλά και ενσωματώνει πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας βάρους 1.000 λιβρών. Μετά την εκτόξευση κινείται με ταχύτητα Mach 9 και επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 45 χιλιομέτρων. Ακολουθεί προ-προγραμματισμένη πορεία με τη βοήθεια αδρανειακού συστήματος πλοήγησης και αισθητήρα ενεργητικού ραντάρ στην τερματική φάση της πτήσης. Στις αρχικές εκδόσεις πετούσε 100-300 μέτρα πάνω από της επιφάνεια της θάλασσας, ενώ σε νεότερες εκδόσεις πετά 30-50 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Η πρώτη επιχειρησιακή χρήση του Styx έγινε στις 21 Οκτωβρίου του 1967 όταν μια πυραυλάκατος του Αιγυπτιακού Ναυτικού εκτόξευσε τρία (3) Styx, με τα οποία βύθισε το ισραηλινό πλοίο «Eilat» ανοιχτά του Port Said. Ο συνδυασμός βλημάτων κατά πλοίων και μικρών σκαφών, κατηγορίας πυραυλακάτων, αποτέλεσε μια μικρή «επανάσταση» στο ναυτικό πόλεμο και οδήγησε, τις επόμενες δεκαετίες, στη γενίκευση της χρήσης του συνδυασμού βλήματα κατά πλοίων και πυραυλακάτων.
Η απάντηση των Αμερικανών ήρθε αργά, μόλις το 1977 με το γνωστό βλήμα Harpoon (RGM-84 για την έκδοση εκτόξευσης από πλοία ή το έδαφος, AGM-84 για την έκδοση εκτόξευσης από εναέρια μέσα και UGM-84 για την έκδοση εκτόξευσης από υποβρύχια). Ζυγίζει 689 κιλά, ενσωματώνει πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας βάρους 488 λιβρών και αισθητήρα ενεργητικού ραντάρ για τερματική καθοδήγηση. Η μέγιστη ταχύτητα που επιτυγχάνει ο Harpoon είναι 850 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ το μέγιστο βεληνεκές της πλέον νεότερης έκδοσης Block.2 ανέρχεται στα 278 χιλιόμετρα. Η έκδοση Block.2 εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2002 και ενσωματώνει σύστημα αδρανειακής πλοήγησης βοηθούμενο από σύστημα GPS, το οποίο επιτρέπει στο βλήμα να προσβάλει στόχους επιφανείας και εδάφους.
Τον Φεβρουάριο του 2019 το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό ανακοίνωσε ότι υπέγραψε σύμβαση, ύψους $ 15,9 εκατομμυρίων, για την προμήθεια 79 συλλογών αναβάθμισης βλημάτων της έκδοσης Block.1C στο επίπεδο Block.2+. Στην έκδοση Block.2+ το βλήμα δίνει έμφαση στην ικανότητα εκτέλεσης δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων, ενώ μπορεί να δεχθεί και δεδομένα εν πτήση έτσι ώστε να αυξηθεί η πιθανότητα προσβολής στόχων σε κίνηση. Σε σχέση με την έκδοση Block.1C, το βλήμα ενσωματώνει σύστημα καθοδήγησης GPS, νέο σύστημα ζεύξης δεδομένων, δυνατότητα ακύρωσης αποστολής εν πτήση και αυξημένη ανθεκτικότητα σε ηλεκτρονικές παρεμβολές και αντίμετρα. Η ανάπτυξη του ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2015. Το αμερικανικό πρόγραμμα αφορά σε βλήματα, τα οποία εξοπλίζουν πλοία επιφανείας, αλλά ως πακέτο αναβάθμισης το Block.2+ μπορεί να εφαρμοστεί και σε βλήματα της έκδοσης Block.1C παράκτιας άμυνας.
Την ίδια περίπου εποχή που εντάχθηκε σε υπηρεσία ο Harpoon, αλλά λίγο νωρίτερα, το 1973, εντάχθηκε σε υπηρεσία και ο γαλλικός Exocet ο οποίος έχει βάρος 670 κιλά και ενσωματώνει πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας, κοίλου γεμίσματος, θραυσμάτων βάρους 165 κιλών. Ο Exocet ενσωματώνει αδρανειακό σύστημα καθοδήγησης και αισθητήρα ενεργητικού ραντάρ για την καθοδήγηση του βλήματος κατά την τερματική φάση της πτήσης. Σήμερα, η τελευταία έκδοση, Block.3, του βλήματος επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές άνω των 170 χιλιομέτρων, ενώ έχει τη δυνατότητα προσβολής στόχων στο έδαφος.
Στην Ευρώπη, η Ιταλία ανέπτυξε το βλήμα Otomat το οποίο εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1977. Η νεότερη και πλέον σύγχρονη έκδοση του βλήματος είναι η Otomat Mk.2 Block.4 (Teseo Mk.2/A για την Ιταλία), η οποία ενσωματώνει νέα ηλεκτρονικά συστήματα, τα οποία αναπτύχθηκαν για την ανάπτυξη της έκδοσης Mk.2/S του βλήματος Marte. Το Otomat Mk.2 Block.4, το οποίο εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2007, έχει την ικανότητα επαναπροσδιορισμού του στόχου εν πτήση (Re-Attack), ενσωματώνει σύστημα τρισδιάστατης σχεδίασης αποστολής και ικανότητα συνδυασμένης επίθεσης με άλλα βλήματα (Coordinate Attack), ενώ εμφανίζει μεγάλη ανθεκτικότητα στα αντίμετρα. Επίσης, ενσωματώνει σύστημα καθοδήγησης GPS κάτι που επιτρέπει στο βλήμα να προσβάλει στόχους εδάφους. Το Otomat Mk.2 Block.4 επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 180 χιλιόμετρα, έχει βάρος 780 κιλά και ενσωματώνει πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας με δυνατότητα πυροδότησης κατά την επαφή ή κατά προσέγγιση.
Πριν την ανάπτυξη και ένταξη σε υπηρεσία του Otomat η Ιταλία είχε αναπτύξει, από το 1963, το βλήμα Sea Killer Mk.1 (Nettundo). Εξέλιξη του Sea Killer Mk.1 και της βελτιωμένης έκδοσης Sea Killer Mk.2 (Vulcano) αποτελεί η οικογένεια βλημάτων Marte. Η νεότερη έκδοση Marte-ER (Extended Range) βρίσκεται σε φάση δοκιμών και επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές άνω των 100 χιλιομέτρων. Το βάρος του είναι 340 κιλά, ενσωματώνει πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας με δυνατότητα πυροδότησης κατά την επαφή ή κατά προσέγγιση καθώς και σύστημα καθοδήγησης GPS που επιτρέπει στο βλήμα να προσβάλει στόχους στο έδαφος. Κατά τη διάρκεια της διεθνούς έκθεσης «DIMDEX 2018» η MBDA παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο σύστημα παράκτιας άμυνας, το οποίο βασίζεται στα βλήματα MM-40 Exocet Block.3 και Marte-ER.
Η Σκανδιναβία έχει μακρά παράδοση στην ανάπτυξη βλημάτων παράκτιας άμυνας. Τόσο η Σουηδία όσο και η Νορβηγία έχουν να επιδείξουν βλήματα εξαιρετικών επιδόσεων, το RBS-15 και το NSM (Naval Strike Missile) αντίστοιχα. To RBS-15, της σουηδικής Saab, εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1985. Η νεότερη έκδοση Mk.4 Gungnir του βλήματος ολοκλήρωσε την ανάπτυξη της το καλοκαίρι του 2018. Το βλήμα RBS-15 Mk.4 Gungnir, επιτυγχάνει αυξημένο βεληνεκές, μεταξύ 200 και 300 χιλιομέτρων, ενώ ενσωματώνει βελτιωμένο ερευνητή και έχει μειωμένο βάρος, σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση RBS-15 Mk.3. Είναι βλήμα τεχνολογίας Fire-and-Forget, ικανά να επιχειρούν κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, χάρη στον προηγμένο ερευνητή ραντάρ που διαθέτει. Ο σχεδιασμός της αποστολής γίνεται από το σύστημα MEPS (Missile Engagement Planning System), το οποίο προσφέρει στον χειριστή ικανότητες υποβοήθησης κατά τη φάση της λήψης της απόφασης, αλλά και δυνατότητες διαχείρισης μαζικού πλήγματος με πολλαπλά βλήματα RBS-15.
Το NSM βρίσκεται σε υπηρεσία από το 2012, στην έκδοση επιφανείας-επιφανείας. Έχει ελάχιστο βεληνεκές 3 χιλιόμετρα και μέγιστο 185, αν και ορισμένες πηγές κάνουν λόγο για μέγιστο βεληνεκές άνω των 200 χιλιομέτρων. Ενσωματώνει διατρητική πολεμική κεφαλή βάρους 120 κιλών και χρησιμοποιεί αδρανειακό σύστημα πλοήγησης, GPS και σύστημα αναφοράς ανάγλυφου. Σύμφωνα με την Kongsberg, το NSM ενσωματώνει χαρακτηριστικά χαμηλού ίχνους ραντάρ (Stealth), μπορεί να πετά σε πολύ χαμηλό ύψος και να εκτελέσει βίαιους ελιγμούς με πολλά G, ενώ ενσωματώνει σύστημα μνήμης με προφίλ πλοίων, το οποίο χρησιμοποιεί για την αναγνώριση του στόχου.
Το καλοκαίρι του 2018, η Kongsberg, σε συνεργασία με τη Raytheon πραγματοποίησαν δοκιμαστικές βολές του NSM, στην έκδοση παράκτιας άμυνας, από όχημα HEMTT (Heavy Expanded Mobility Tactical Truck). Ομοίως, το καλοκαίρι του 2018, η Αμερικανική Αεροπορία ανακοίνωσε ότι ολοκλήρωσε τις δοκιμές του βλήματος JSM (Joint Strike Missile), έκδοση του NSM, επί μαχητικού αεροσκάφους F-16. Το JSM σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε ως βλήμα κατά πλοίων, αλλά και κατά στόχων εδάφους, για χρήση από αεροσκάφη F-35A Lighting II. Όμως, αποφασίστηκε η πιστοποίηση του και στα F-16, για επιχειρησιακούς και εμπορικούς λόγους. Το JSM άρχισε να αναπτύσσεται το 2008 και ολοκλήρωσε την ανάπτυξη του 2018. Ενσωματώνει πολεμική κεφαλή βάρους 230 κιλών και επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές της τάξεως των 280 χιλιομέτρων.
Μια εξίσου εξαιρετική πρόταση έρχεται από τη Σερβία και την έκδοση παράκτιας άμυνας του αντιαρματικού βλήματος ALAS. Στην αντιαρματική έκδοση ALAS-A το βλήμα επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 25 χιλιόμετρα, ενώ στην έκδοση ALAS-B, το μέγιστο βεληνεκές έχει αυξηθεί σημαντικά στα 60 χιλιόμετρα. Στην έκδοση παράκτιας άμυνας ALAS-C, η οποία αναπτύχθηκε σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (HAE) για τα ΗΑΕ, η μέγιστη εμβέλεια είναι της τάξεως των 25 χιλιομέτρων, με προοπτική-στόχο την αύξηση του μέγιστου βεληνεκούς στα 60 χιλιόμετρα, στο εγγύς μέλλον. Στην έκδοση παράκτιας άμυνας το ALAS φέρεται επί τροχοφόρου οχήματος 6 x 6 με έξι (6) βλήματα έτοιμα προς βολή. Η έκδοση ALAS-C έχει αναπτυχθεί ως σύστημα που ολοκληρώνει τα βλήματα παράκτιας άμυνας μεγάλου βεληνεκούς, όπως οι Exocet, για παράδειγμα, και ενδείκνυται για χρήση κατά μικρών και ευέλικτων απειλών όπως λέμβοι και μη-επανδρωμένα θαλάσσια συστήματα.
Το ALAS-C ενσωματώνει αδρανειακό σύστημα πλοήγησης, ενώ μπορεί να εφοδιαστεί και με σύστημα καθοδήγησης GPS, άρα να αποκτήσει δυνατότητα προσβολής στόχων εδάφους. Φέρει πολεμική κεφαλή θραυσμάτων. Κατά την πτήση το βλήμα ακολουθεί προ-προγραμματισμένη διαδρομή, ενώ στην τερματική φάση χρησιμοποιεί αισθητήρα θερμικής απεικόνισης. Τα δεδομένα που συλλέγει ο θερμικός αισθητήρας αποστέλλονται, σε πραγματικό χρόνο, στο κέντρο διοίκησης και ελέγχου, μέσω οπτικής ίνας. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα ακύρωσης του πλήγματος ή επιλογής στόχου ενώ το βλήμα βρίσκεται σε πτήση. Μια τυπική πυροβολαρχία ALAS-C αποτελείται από ένα κέντρο διοίκησης και ελέγχου και τέσσερις (4) εκτοξευτές, δηλαδή συνολικά 24 βλήματα έτοιμα προς βολή.
Εκτός από την Αμερικής και την Ευρώπη, βλήματα παράκτιας άμυνας διαθέτει και η Ρωσία, αλλά και η Κίνα. Φυσικά γνωρίζουμε ότι για πολιτικούς λόγους η ρωσικές και πολύ περισσότερο οι κινεζικές επιλογές είναι μάλλον εκτός εξίσωσης, αλλά θεωρούμε αναγκαίο, για την πληρότητα του άρθρου να παρουσιάσουμε και τα συστήματα, από τη Ρωσία, η οποία έχει μακρά παράδοση στον τομέα της ανάπτυξης βλημάτων κατά πλοίων και παράκτιας άμυνας.
Η πλέον γνωστή και παλαιότερη σειρά ρωσικών βλημάτων κατά πλοίων παράκτιας άμυνας είναι τα βλήματα της οικογένειας Kalibr (στο ρωσικό οπλοστάσιο) ή Club (για εξαγωγές), με τα πρώτα βλήματα να εντάσσονται σε υπηρεσία το 1994. Την οικογένεια βλημάτων Club, η οποία αναπτύχθηκε για την αντικατάσταση των βλημάτων της σειράς P-270 Moskit, της δεκαετίας του 1970, αποτελούν οι εκδόσεις Club-N (επιφανείας-επιφανείας), Club-S (βυθού-επιφανείας) και Club-M (παράκτιας άμυνας, εδάφους-επιφανείας). Η έκδοση παρακτίου αμύνης Club-M επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές της τάξεως των 300 χιλιομέτρων. Η επόμενη επιλογή από τη Ρωσία, είναι το βλήμα Kh-35 (Bal) το οποίο εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2003, ως διάδοχος των βλημάτων Club, είναι υποηχητικό, φέρει πολεμική κεφαλή βάρους 145 κιλών και επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 130 χιλιόμετρα ή 260 χιλιόμετρα στην βελτιωμένη έκδοση Kh-35U.
Το νεότερο ρωσικό σύστημα παράκτια άμυνας είναι το αυτοκινούμενο K-300P Bastion το οποίο εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2015. Το βάρος του είναι 3.000 κιλά και ενσωματώνει πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας βάρους 250 κιλών. Το βλήμα μπορεί να προσβάλει στόχους στη θάλασσα, σε μέγιστη απόσταση 350 χιλιομέτρων ή στο έδαφος, σε μέγιστη απόσταση 450 χιλιομέτρων. Κινείται υπερηχητικά με μέγιστη ταχύτητα τα 2,5 Mach, κάτι που σημαίνει ότι από τη στιγμή της εκτόξευσης μέχρι την προσβολή του στόχου, σε απόσταση 350 χιλιομέτρων, μεσολαβούν 6-7 λεπτά. Το 2015 η Ρωσία ξεκίνησε ένα πρόγραμμα, το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2020, ένταξης σε υπηρεσίας συστημάτων παράκτιας άμυνας Bal, αλλά κυρίων του Bastion, προς αντικατάσταση όλων των παλαιότερων πυραυλικών συστημάτων παράκτιας άμυνας σε υπηρεσία.
Προϊόν συνεργασίας της Ρωσίας και της Ινδίας είναι και το βλήμα BrahMos, ένα υπερηχητικό βλήμα µε δυνατότητα πτήσης σε χαμηλό ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας, μέγιστου βεληνεκούς 450 χιλιομέτρων. Ενσωματώνει δύο κινητήρες. Ο πρώτος, ένας πυραυλοκινητήρας, αναλαμβάνει να επιταχύνει το βλήμα μέχρι το σημείο όπου ο κύριος προωθητής να αναλάβει την πρόωση του βλήματος. Μετά την εκτόξευση το βλήμα κινείται αδρανειακά προς το στόχο, με βάση τα στοιχεία που έχει λάβει. Στην τερματική φάση το BrahMos ενεργοποιεί τον αισθητήρα του, ενώ κινείται σε χαμηλό ύψος. O αισθητήρας ερευνά και μετά τον εντοπισμό του στόχου τον εγκλωβίζει και κινείται προς αυτόν.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε, για ευνόητους λόγους, την ύπαρξη του βλήματος Atmaca που είναι τουρκικής σχεδίασης και ανάπτυξης. Ο Atmaca ζυγίζει 800 κιλά και φέρει πολεμική κεφαλή βάρους 200 κιλών. Πετά με υποηχητική ταχύτητα, ενώ επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές άνω των 200 χιλιομέτρων, με πιθανότερη τιμή τα 220 χιλιόμετρα. Η καθοδήγηση του επιτυγχάνεται μέσω αδρανειακού και συστήματος GPS, ενώ στην τερματική φάση χρησιμοποιεί ενεργητικό ραντάρ για αυτόνομη έρευνα και ανίχνευση στόχου. Το Νοέμβριο του 2018 η Προεδρία Αμυντική Βιομηχανίας της Τουρκίας (SSB) ανακοίνωσε την υπογραφή συμβολαίου προμήθειας του βλήματος για τον εξοπλισμό των κορβετών MILGEM και των φρεγατών Oliver Hazard Perry.
Όπως προαναφέραμε, οι σημερινές ικανότητες, δηλαδή η ικανότητα προσβολής στόχων επιφανείας και εδάφους, καθώς και το αυξημένο βεληνεκές των βλημάτων παράκτιας άμυνας και των MLRS, επιτρέπουν στις χερσαίες δυνάμεις, που εμπλέκονται στην άμυνα ενός νησιού, να διευρύνουν το φάκελο εμπλοκής τους και να μην περιοριστούν στον παθητικό ρόλο του αμυνόμενου, αλλά να έχουν μια πιο ενεργητική και γενικευμένη στάση στην αντιμετώπιση της απειλής. Ουσιαστικά τα σημερινά βλήματα παράκτιας άμυνας, σε συνδυασμό με τα MLRS, επιτρέπουν στις δυνάμεις παράκτιας άμυνας να εφαρμόσουν μια απλοποιημένη εκδοχή του δόγματος A2/AD (Anti-Access/Area Denial : Αντί-Πρόσβαση/Άρνηση Περιοχής).
Στις πραγματικές του διαστάσεις το δόγμα A2/AD αφορά σε μέσα και τακτικές, οι οποίες έχουν στόχο την άρνηση, στον αντίπαλο, της δυνατότητας κατοχής και/ή προσπέλασης μιας χερσαίας, θαλάσσιας ή εναέριας περιοχής. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει αυτό το δόγμα στον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό, κατά της Κίνας, και ποιο συγκεκριμένα στη Θάλασσα της Ιαπωνίας, την Κίτρινη Θάλασσα, τις Θάλασσες της Ανατολικής και Νότιας Κίνας και της Θάλασσας των Φιλιππίνων. Στρατηγικός στόχος η ανάσχεση της κινεζικής ναυτικής παρουσίας και επιρροής στις θάλασσες αυτές και η δυνητική προστασίας των Φιλιππίνων, της Ταϊβάν, της Νότιας Κορέας και των Φιλιππίνων, όλες χώρες φίλα προσκείμενες προς τις ΗΠΑ.
Φυσικά στην κλειστή θάλασσα του Αιγαίου η ολοκληρωτική άρνηση περιοχής για την Τουρκία είναι αδύνατη. Αυτό που μπορεί να γίνει όμως είναι η εφαρμογή μια απλουστευμένη εκδοχής του δόγματος A2/AD με σκοπό της προστασίας των νησιών μας από πιθανή επιβουλή ή επιθετική ενέργεια της Τουρκίας. Και ακριβώς επειδή το Αιγαίο είναι μια κλειστή θάλασσα με συγκεκριμένες αποστάσεις μεταξύ των νησιών, μεγάλων ή μικρών, σε συνδυασμό με το αυξημένο βεληνεκές των σύγχρονων βλημάτων παράκτιας άμυνας και συστημάτων MLRS, δημιουργεί τις προϋποθέσεις έτσι ώστε η Ελλάδα να πετύχει άρνηση πρόσβασης θαλάσσιων περιοχών, σε τοπικό επίπεδο, για τις τουρκικές ναυτικές δυνάμεις.
Μια τέτοια δυνατότητα, εάν και εφόσον αναπτυχθεί φυσικά, θα λειτουργούσε αποτρεπτικά στην ειρήνη και καταστροφικά στον πόλεμο, μέσω της προσβολής των τουρκικών πλοίων επιφανείας (πολεμικών και/ή αποβατικών), σε περιπτώσεις εντός βεληνεκούς, ή μέσω την εκούσιας απουσίας του Τουρκικού Ναυτικού από συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου, υπό το φόβο της προσβολής και του πλήγματος, μεμονωμένου ή κορεσμού. Με άλλα λόγια, θα αυξανόταν το ρίσκο, που θα έπρεπε να αναλάβει, η Τουρκία, εάν ήθελε να εκδηλώσει τα επιθετικά της σχέδια, για παράδειγμα να καταλάβει ένα ελληνικό νησί. Και όσο αυξάνει το ρίσκο του Τουρκικού Ναυτικού στο Αιγαίο, τόσο μειώνεται η ικανότητα του να προβάλει ισχύ, ενώ την ίδια στιγμή θα αυξάνει η ικανότητα της Ελλάδας να προβάλει αποτρεπτική ισχύ.
Η άρνηση θαλάσσιας περιοχής δεν επιτυγχάνεται μόνο με τα τυπικά βλήματα παράκτιας άμυνας. Πλέον, η τεχνολογίας στον τομέα των ρουκετοβόλων, αλλά και των κατευθυνόμενων βομβών, εκτοξευόμενων από το έδαφος, επιτρέπει τη χρήση των MLRS ως συστήματα άρνησης θαλάσσιας περιοχής. Η ικανότητα χρήσης, από την ίδια πλατφόρμα, κατευθυνόμενων ρουκετών ή τακτικών βλημάτων εδάφους-εδάφους (για παράδειγμα, τα M-270 MLRS, τα αναβαθμισμένα RM-70 ή τα ισραηλινά Lynx) επιτρέπει στα MLRS να εκτελούν προσβολές με ακρίβεια σε μεγάλες αποστάσεις, και στην περίπτωση της Ελλάδας, κατά μήκος των Μικρασιατικών ακτών. Την ίδια στιγμή μπορούν να λειτουργήσουν και ως συστήματα παράκτιας άμυνας, σαρώνοντας με πυρ μια ακτή, προσβάλλοντας τις εχθρικές αποβατικές δυνάμεις.
Η χρήση των MLRS ως συστήματα άρνησης πρόσβασης θαλάσσιας περιοχής δεν χρειάζεται τη μεσολάβηση κάποιου ιδιαίτερου συστήματος, παρά μόνο την παροχή δεδομένων στοχοποίησης, από UAV ή μη-επανδρωμένα θαλάσσιας συστήματα (USV : Unmanned Surface Vehicles). Δηλαδή με «λίγα» κερδίζουμε «πολλά». Πώς; Ελέγχοντας θαλάσσια σημεία διέλευσης, τακτικής ή στρατηγικής σημασίας, ακόμα και συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές, για τις οποίες υπάρχει ενδιαφέρον ελέγχου. Και όχι μόνο. Η εγγύτητα των ελληνικών νησιών προς τις Μικρασιατικές ακτές, σε συνδυασμό με το μεγάλο βεληνεκές, που πλέον διαθέτουν τα MLRS, συνθέτουν ένα ιδανικό περιβάλλον για την Ελλάδα, πάνω στο οποίο μπορεί να χτίσει την αποτροπή της, δηλαδή να περάσει το μήνυμα στην Τουρκία ότι οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια εναντίων ελληνικών νησιών σημαίνει προσβολή τουρκικών στόχων και υποδομών κατά μήκος των Μικρασιατικών ακτών.
Φυσικά, την ίδια αποτροπή μπορεί να αποκτήσει και η Τουρκία, αποκτώντας το δικό της ολοκληρωμένο σύστημα παράκτιας άμυνας, το οποίο να λειτουργεί εξίσου αποτρεπτικά και για το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ). Αλλά το ζητούμενο είναι τι αποτρεπτική ισχύ έχουμε και προβάλουμε εμείς προς την Τουρκία., διότι η πιθανότητα αλληλοεξόντωσης ευνοεί τον αμυνόμενο και όχι τον επιτιθέμενο. Ο αμυνόμενος δεν έχει να χάσει τίποτα, καθώς αμύνεται στον έσχατο αγώνα να μην χάσει εθνικό έδαφος, ενώ ο επιτιθέμενος επιτίθεται για να αποσπάσει έδαφος και όχι να χάσει. Εάν λοιπόν το κόστος την κατάληψης ενός ελληνικού νησιού για την Τουρκία είναι η απώλεια των στρατηγικών υποδομών της στις Μικρασιατικές ακτές και την εγγύς ενδοχώρα, τότε το κόστος υπερβαίνει το όφελος, υπάρχουν δεύτερες σκέψεις, άρα έχει επιτευχθεί το ζητούμενο της αποτροπής.
Στην πράξη και την ελληνική πραγματικότητα, οι ρουκέτες Μ-26, που χρησιμοποιεί ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ), έχουν μέγιστο βεληνεκές 32,2 χιλιόμετρα. Οι ρουκέτες αυξημένου βεληνεκούς M-26A2 έχουν μέγιστο βεληνεκές 45 χιλιόμετρα, ενώ οι ρουκέτες M-30 GMLRS (Guided MLRS) έχουν μέγιστο βεληνεκές 84 χιλιόμετρα, ίδιο με το μέγιστο βεληνεκές των ρουκετών M-30A1 GMLRS-AW, ενώ τον Οκτώβριο του 2018 η Lockheed Martin ανακοίνωσε ότι η πρώτη δοκιμαστική πτήση της κατευθυνόμενης ρουκέτας εκτεταμένου βεληνεκούς ER GMLRS γίνει στα μέσα του 2019. Οι δοκιμές της ρουκέτας ER GMLRS αναμένεται να ολοκληρωθούν το 2020 με στόχο την έναρξη παραγωγής το 2021. Οι ER GMLRS αναμένεται να σημειώνουν μέγιστο βεληνεκές της τάξεως των 150 χιλιομέτρων.
Ομοίως, η Raytheon αναπτύσσει το βλήμα DeepStrike, μέγιστου βεληνεκούς 300-500 χιλιομέτρων, για τα ρουκετοβόλα M-270A1 MLRS και M-142 HIMARS (High Mobility Artillery Rocket System). Το πρόγραμμα DeepStrike αφορά στην ανάπτυξη ενός τακτικού βλήματος εδάφους-εδάφους, στον πλαίσιο του προγράμματος Precision Strike Missile του Αμερικανικού Στρατούς, για την αντικατάσταση των εν υπηρεσία ATACMS. Κάθε κάλαθος ρουκετών ενσωματώνει δύο (2) βλήματα DeepStrike, αντί του ενός ATACMS, δηλαδή κάθε MLRS θα ενσωματώνει έως τέσσερα (4) βλήματα και κάθε HIMARS έως δύο (2) βλήματα.
Υπάρχει όμως οικονομικότερες και πιο ευέλικτες λύσεις, αυτές των κατευθυνόμενων βομβών, εκτοξευόμενων από το έδαφος και των αιωρούμενων πυρομαχικών. Παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας είναι το σύστημα GLSDB (Ground Launched Small Diameter Bomb), που αναπτύσσει η Saab, σε συνεργασία με την Boeing. Το GLSDB είναι η χερσαία έκδοση εκτόξευσης των κατευθυνόμενων βομβών SDB. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών τα GLSDB πέτυχαν μέγιστο βεληνεκές της τάξεως των 100 χιλιομέτρων. Ενσωματώνουν σύστημα καθοδήγησης λέιζερ και μπορούν να εμπλέξουν και κινούμενους στόχους. Ουσιαστικά πρόκειται για κατευθυνόμενα βλήματα πυροβολικού αυξημένου βεληνεκούς, σε σχέση με τα συμβατικά. Μετά την εκτόξευση η βόμβα SDB αποχωρίζεται από τον κινητήρα, σε προκαθορισμένο ύψος, και στη συνέχεια κινείται για την προσβολή στόχων στο έδαφος ή στη θάλασσα, λειτουργεί δηλαδή και ως σύστημα παράκτιας άμυνας.
Ομοίως τα αιωρούμενα πυρομαχικά, τα οποία είναι UAV εφοδιασμένα με πολεμική κεφαλή έχουν την ιδιότητα να πετούν πάνω από μια συγκεκριμένη περιοχή και μόλις εντοπίσουν έναν στόχο τον προσβάλουν. Έχουν τη δυνατότητα προσβολής στόχων στο έδαφος ή τη θάλασσα, ενώ ανάλογα με το σύστημα ο χρόνος πτήσης τους, και το μέγιστο βεληνεκές κυμαίνεται από τα 5 έως τα 250 χιλιόμετρα. Επίσης, ανάλογα με την πολεμική κεφαλή που ενσωματώνουν μπορούν να εκτελέσουν σειρά αποστολών όπως επιτήρηση, ανίχνευση και αναγνώριση (με ηλεκτροπτικό και υπέρυθρο αισθητήρα), προσβολή προσωπικού (με ηλεκτροπτικό αισθητήρα και πολεμική κεφαλή θραυσμάτων) και προσβολή ελαφρά θωρακισμένων οχημάτων ή σκαφών (με ηλεκτροπτικό αισθητήρα και πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας).
Η μετατροπή των ελληνικών M-270 MLRS και των RM-70 σε συστήματα ικανά να φέρουν και να εκτοξεύουν ρουκέτες και βλήματα μέγιστου βεληνεκούς 84 και 300-500 χιλιομέτρων, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τα βλήματα παράκτιας άμυνας και τις κατευθυνόμενες βόμβες, εκτοξευόμενες από το έδαφος, θα αποτελούσαν μια καταλυτική κίνηση η οποία θα «κλείδωνε» το Αιγαίο και θα επέτρεπε στην Ελλάδα να προσβάλει στόχους με ακρίβεια και σε βάθος στην τουρκική ενδοχώρα, να εκτελεί τακτικά πυρά κατά ναυστάθμων, σημείων συγκέντρωσης προσωπικού και υλικού κατά μήκος των Μικρασιατικών ακτών και να υποστηρίζει την άμυνα νησίδων και βραχονησίδων από απόσταση και με ασφάλεια. Δηλαδή θα επέτρεπε στην Ελλάδα να έχει και να προβάλει ισχύ και αποτροπή στην Τουρκία.