Είναι γνωστή τοις πάσοι η απειλή που συνιστά για την ελληνική πλευρά το πρόγραμμα ανάπτυξης και κατασκευής βαλλιστικών βλημάτων από πλευράς Τουρκίας. Η εμφάνιση προσφάτως του τουρκικού βαλλιστικού βλήματος TAYFUN έγινε αφορμή για την διατύπωση πολλών σχολίων, που κινούνται από την δραματοποίηση έως την εμφανή υποτίμηση της απειλής, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά, πως στο ελληνικό περιβάλλον διαλόγου απουσιάζει η ψυχρή και αντικειμενική ανάγνωση της πραγματικότητας και αντιθέτως κυριαρχεί η αμετροέπεια.
Η δημόσια συζήτηση όσον αφορά τις δυνατότητες αντιμετώπισης της απειλής περιστράφηκε γύρω από την ικανότητα της ελληνικής αεράμυνας να αντιμετωπίσει την απειλή που συνιστούν τα τουρκικά βαλλιστικά βλήματα και τις αναγκαίες προσθήκες που πρέπει να γίνουν σε αυτήν, ώστε να καταστεί αυτή πιο αξιόπιστη. Ελάχιστη αντιθέτως προσοχή τράβηξε στην σφαίρα του δημοσίου διαλόγου, το τι κινήσεις πρέπει να λάβουν χώρα σε «επιθετικό» επίπεδο ώστε να αντισταθμιστεί η απειλή. Και εξηγούμαστε. Είναι γνωστό πως, σε κάθε τομέα της στρατιωτικής τέχνης και επιστήμης, δεν αρκούν τα αμυντικά μέσα αντιμετώπισης μιας δεδομένης απειλής, αλλά αυτά οφείλουν να συνδυάζονται, στην βάση ενός κατάλληλου και ισορροπημένου «μίγματος», με επιθετικά ανάλογα. Για να γίνουμε λίγο πιο γλαφυροί, από έναν πολεμιστή δεν γίνεται να απουσιάζει το «δόρυ» και αυτός να αρκείται στην «ασπίδα». Έτσι λοιπόν ο ελληνικός στρατιωτικός μηχανισμός δεν μπορεί να αρκείται σε αμυντικά μέσα αλλά να κατέχει και ικανό αριθμό επιθετικών αντιστοίχων. Τα τελευταία μπορεί να περιλαμβάνουν διάφορα συστήματα. Αυτά διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες: τα βαλλιστικά βλήματα και τα βλήματα πλεύσης.
Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τα πρώτα και θα αναπτύξουμε την πιθανότητα εξοπλισμού των ΕΕΔ με ένα όπλο της κατηγορίας, το ισραηλινό LORA. Όπως έχει παρουσιαστεί παλαιότερα, ο πύραυλος LORA πρωτοεμφανίσθηκε το 2003 σε έκθεση του Ισραηλινού Στρατού, κατασκευάστηκε από τις ΙΑΙ, MLM Division και IMI, ενώ πέραν του Ισραηλινού, τον χρησιμοποιεί και ο Αζερικός Στρατός. Σύμφωνα με την ΙΑΙ, ο LORA έχει διάμετρο 0,624 μέτρα, μήκος 5,2 μέτρα και βάρος εκτόξευσης περίπου 1.600 κιλά. Μπορεί να μεταφέρει ωφέλιμο φορτίο έως 600 κιλά και να αναπτύξει μία μόνο κεφαλή (είτε συμβατική είτε πολλαπλών χρήσεων). Χρησιμοποιεί αδρανειακό σύστημα ναυσιπλοΐας INS, ενώ για τερματική καθοδήγηση πλοηγείται τηλεχειριζόμενα μέσω κάμερας. Ο πύραυλος έχει μέγιστη εμβέλεια 430 χιλιομέτρων, κινούμενος με υπερηχητικές ταχύτητες και ακρίβεια 10 μέτρων CEP με ικανότητα ελιγμών και αλλαγής δεδομένων πτήσης μέσω δορυφορικής υποβοήθησης GPS.
Το οπλικό σύστημα περιλαμβάνει κυρίως έναν βαλλιστικό πύραυλο και έναν εκτοξευτή μαζί με ένα σύστημα Διοίκησης-Ελέγχου, καθώς και ένα σύστημα επίγειας/θαλάσσιας υποστήριξης. Μπορεί να χτυπήσει με ακρίβεια μια σειρά στόχων, συμπεριλαμβανομένων τακτικών πυραύλων εδάφους-εδάφους (SSM), αεροπορικών βάσεων, πολλαπλών συστοιχιών πυροβολικού, μονάδων αεράμυνας και εχθρικών θέσεων Διοίκησης-Ελέγχου. Παρέχει βελτιωμένο χρόνο απόκρισης στην αλλαγή δεδομένων πτήσης αγνοώντας τους καιρικούς περιορισμούς. Το κόστος συντήρησης του πυραύλου είναι πολύ χαμηλό, καθώς στεγάζεται σε σφραγισμένο κάνιστρο. Μπορεί εύκολα να μεταφερθεί εύκολα καθώς απαιτεί πολύ μικρό χώρο καταστρώματος κατά τη διάρκεια των θαλάσσιων δραστηριοτήτων του.
Επιχειρησιακές εφαρμογές του LORA σε ελληνική υπηρεσία
Τυχόν εισαγωγή του LORA σε υπηρεσία με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις θα είχε ευεργετικές, σχεδόν στρατηγικής σημασίας, συνέπειες για την αποτρεπτική ισχύ της χώρας. Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια παρένθεση: πολλοί, στην προσπάθεια τους να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα της εισόδου στο ελληνικό οπλοστάσιο παρόμοιας τεχνολογίας οπλικών συστημάτων, προβαίνουν σε ένα καίριο, δομικής σημασίας λάθος, επικαλούμενοι το δόγμα MAD (Mutual Assured Destruction) που επικράτησε μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο δόγμα αναπτύχθηκε στο περιβάλλον της πυρηνικής αντιπαράθεσης και υπό τους όρους που αυτή επέβαλε. Η μηχανιστική μεταφορά του συγκεκριμένου υποδείγματος στο ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης, ορισμένο με συμβατικά όπλα, αποτελεί στρατηγικό σφάλμα ανάλυσης και οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Τυχόν απόκτηση του LORA από την Ελλάδα θα επέτρεπε στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να πλήξουν με μεγάλη ακρίβεια και να εξουδετερώσουν τα κέντρα βάρους της τουρκικής πολεμικής μηχανής. Ως τέτοια ορίζονται αεροδρόμια, στρατιωτικές βάσεις, ναύσταθμοι, κέντρα ανεφοδιασμού, συγκοινωνιακοί κόμβοι, σταθμοί έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου, στρατηγεία, χώροι συγκέντρωσης χερσαίων δυνάμεων κ.α. Επίσης η ναυτική έκδοση του LORA προσφέρεται για την προσβολή στόχων όπως κύριες μονάδες μάχης και αποβατικές του αντιπάλου, οι οποίες στην παρούσα φάση, στερούνται μέτρων ισχυρής προστασίας έναντι παρόμοιων απειλών.
Τυχόν προσβολή αυτών των στόχων με ομοβροντίες (Salvo) LORA θα υποβάθμιζε καίρια την συνολική ικανότητα του εχθρού να διεξάγει επιχειρήσεις, διαμορφώνοντας ευνοϊκότερους όρους συνέχισης των επιχειρήσεων από ελληνικής πλευράς. Όπλα ωστόσο όπως το LORA καλό είναι να μην αντιμετωπίζονται ως πανάκεια. Κι αυτό διότι ο όγκος πυρός που δύναται να εξαπολυθεί από αυτά και από τα υπόλοιπα μέσα εκπομπής πυρός που διαθέτουν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι πεπερασμένος και μάλλον περιορισμένος και δεν είναι δυνατόν να «γονατίσουν» έναν αντίπαλο όπως η Τουρκία. Προς επίρρωση του σχετικού ισχυρισμού παραθέτονται τόσο τα παραδείγματα του Ιράκ και της Γιουγκοσλαβίας όσο και πιο πρόσφατα της Ουκρανίας, που συνέχισαν να πολεμούν, αν και δέχθηκαν πολλαπλάσιο όγκο πυρομαχικών, ακριβείας και μη, που εξαπολύθηκε εναντίον τους σε σχέση με αυτόν που μπορούν να εκπέμψουν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Επίσης, η αποτελεσματικότητα τέτοιων μέσων μεγιστοποιείται με την ύπαρξη ενός κατάλληλα δομημένου συστήματος ISTAR αποτελούμενου από στρατηγικά UAV, αεροσκάφη επιτήρησης εδάφους και δορυφορικά συστήματα. Τυχόν έλλειψη ή πλημμελή επένδυση επί αυτών, είναι ικανή να ελαχιστοποιήσει από μόνη της την όποια επένδυση γίνει σε όπλα όπως το LORA, χωρίς σε αυτό να υπολογίζονται τα μέσα ενεργητικής και παθητικής άμυνας που ενδέχεται να λάβει ο αντίπαλος.
Οργανωτικοί-επιχειρησιακοί φορείς αξιοποίησης του LORA σε ελληνική υπηρεσία
Όπλα σαν το LORA προσφέρονται για υιοθέτηση από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Στον ΕΣ ο μόνος κατάλληλος φορέας αξιοποίησης του LORA είναι το Πυροβολικό Μάχης, του οποίου δύναται να επεκτείνει τον επιχειρησιακό ορίζοντα. Φρονούμε πως η απόκτηση LORA με προσανατολισμό χρήσης τόσο από την 1η Στρατιά όσο και από την ΑΣΔΕΝ θα ήταν πολύ σημαντική κίνηση ώστε να αναβαθμιστούν οι δυνατότητες του Πυροβολικού Μάχης και να αποκτήσει η ελληνική αποτροπή ένα σχετικό βάθος, τουλάχιστον από πλευράς ΕΣ.
Αλλά και το ΠΝ μπορεί να επωφεληθεί από τα LORA. Επάκτιες συστοιχίες βλημάτων της αντιπλοϊκής έκδοσης του βλήματος, δύναται να καταστήσουν εφικτή την δημιουργία ζωνών Anti-Access/Area Denial (A2AD) δημιουργώντας χώρους απαγόρευσης/ καταστροφής του τουρκικού στόλου επιφανείας. Επίσης η πιστοποιημένη δυνατότητα τοποθέτησης του LORA πάνω σε πολεμικά ή και εμπορικά πλοία, αυξάνει τον βαθμό αβεβαιότητας του εχθρού, προσφέρει την δυνατότητα προσβολής στόχων από μη αναμενόμενη κατεύθυνση και αυξάνει συνολικά την ισχύ πυρός της φίλιας ναυτικής δύναμης. Ας σκεφτεί κανείς για λίγο την πιθανότητα προσβολής τουρκικών στόχων από «αθώα» εμπορικά πλοία που πλέουν ανυποψίαστα για τον αντίπαλο κατά μήκος των νότιων μικρασιατικών ακτών.
Αναμφίβολα για το κεφάλαιο που ανοίγεται όσον αφορά την είσοδο στο ελληνικό οπλοστάσιο συστημάτων όπως το LORA, θα μπορούσαν να λεχθούν και να γραφούν περισσότερα. Εμείς επιχειρήσαμε μια όσο πιο συνοπτική περιγραφή των επιχειρησιακών παραμέτρων που τίθενται σε ο, τι έχει να κάνει με την χρήση του LORA από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και της πιθανής χρησιμότητας που μπορεί να έχει. Επιφυλασσόμεθα να επανέλθουμε σε πρώτη ευκαιρία, μόλις γίνουν γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες γύρω από την πιθανότητα πρόσκτησης του συστήματος από ελληνικής πλευράς.