Προχθές, στις 24 Αυγούστου, δημοσιεύσαμε την είδηση ότι το Λονδίνο ενημέρωσε την Αθήνα για τη διάθεση μεταχειρισμένων φρεγατών Type-23 (κλάσης «Duke») με πιθανότερα έτη αποδέσμευσης το 2022-2023. Με το παρόν άρθρο θα θέλαμε να καταθέσουμε και τη δική μας άποψη μας για την περίπτωση των Type-23 και αν αξίζει η απόκτηση τους. Οι Type-23 θα αντικατασταθούν από τις φρεγάτες Type-26 και Type-31. Συνολικά ναυπηγήθηκαν 16 πλοία, εκ των οποίων 13 παραμένουν σε υπηρεσία στο Βρετανικό Ναυτικό και τρία (3) έχουν πωληθεί και βρίσκονται σε υπηρεσία από το Πολεμικό Ναυτικό της Χιλής. Η ναυπήγηση του πρώτου πλοίου (F-230 «Norfolk») ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1985, καθελκύστηκε τον Ιούλιο του 1987 και εντάχθηκε σε υπηρεσία τον Ιούνιο του 1990, ενώ το τελευταίο πλοίο (F-83 «St Albans») εντάχθηκε σε υπηρεσία τον Ιούνιο του 2002.
Η Χιλή παρέλαβε τα πλοία F-230 «Norfolk» (ένταξη σε υπηρεσία τον Ιούνιο του 1990), F-233 «Marlborough» (ένταξη σε υπηρεσία τον Ιούνιο του 1991) και το F-80 «Grafton» (ένταξη σε υπηρεσία τον Μάιο του 1997). Συνεπώς, οι φρεγάτες που παραμένουν σε υπηρεσία στο Βρετανικό Ναυτικό είναι ηλικίας από 18 ετών το νεότερο έως και 29 ετών το γηραιότερο. Οι Type-23 έχουν διαστάσεις (μήκος x πλάτος x βύθισμα) 133 μέτρα x 16,1 μέτρα x 7,3 μέτρα και εκτόπισμα 4.900 τόνους. Το σύστημα πρόωσης τους είναι τύπου CODLAG (Combined Diesel-Electric and Gas) με τέσσερις (4) γεννήτριες πετρελαίου Paxman Valenta 12CM ισχύος 2.025 ίππων έκαστη ή MTU 12V4000 M53 ισχύος 2.210 ίππων έκαστη (η αλλαγή θα γίνει στο πλαίσιο του προγράμματος PGMU : Power Generation Machinery Update), δύο (2) ηλεκτροκινητήρες των 3.996 ίππων έκαστος και δύο (2) στροβιλοκινητήρες Rolls-Royce Spey SM1C ισχύος 26.150 ίππων έκαστος.
Η μέγιστη ταχύτητα των πλοίων είναι 28 κόμβοι (51 χιλιόμετρα την ώρα), αν και σε δοκιμές, το Νοέμβριο του 2008, το F-81 «Sutherland» κατέγραψε μέγιστη ταχύτητα 34,4 κόμβων (64 χιλιομέτρων την ώρα). Με ταχύτητα πλεύσης 15 κόμβους (28 χιλιόμετρα την ώρα) η μέγιστη εμβέλεια των Type-23 ανέρχεται στα 7.500 ναυτικά μίλια (13.890 χιλιόμετρα). Οι ελάχιστες απαιτήσεις επάνδρωσης των πλοίων είναι τα 185 άτομα ενώ υπάρχουν ενδιαιτήσεις για την υποστήριξη πληρώματος 205 ατόμων. Στον εξοπλισμό των πλοίων περιλαμβάνονται και δύο (2) σκάφη Pacific-24 Mark.4 (τύπου RHIB : Rigid Hull Inflatable Boat) μήκους 7,8 μέτρων και δυνατότητα μεταφοράς έως οκτώ (8) άτομα (δύο άτομα πλήρωμα και έξι επιβάτες). Το ελικοδρόμιο των πλοίων μπορεί να υποστηρίξει ελικόπτερα κατηγορίας AW-101 Merlin (Westland Merlin HM2) ή AW-159 Wildcat (Wildcat HMA2).
Το Νοέμβριο του 2000 ξεκίνησε το πρόγραμμα αναβάθμισης SWMLU (Sea Wolf Mid-Life Update), κόστους £ 260 εκατομμυρίων. Το πρόγραμμα αφορούσε στην βελτίωση της κινητικότητας και της οικονομίας του πλοίου (με αύξηση μέγιστης ταχύτητας κατά έναν κόμβο και μείωση της κατανάλωσης καυσίμου κατά 13%) και στην βελτίωση του αντιαεροπορικού συστήματος Sea Wolf, μέγιστου βεληνεκούς 10 χιλιομέτρων, με την ενσωμάτωση μιας (1) υπέρυθρης κάμερας, την αναβάθμιση του συστήματος ιχνήλασης Type-911 με νέο λογισμικό και της εγκατάστασης νέων οθονών για τους χειριστές. Επίσης, εγκαταστάθηκαν δύο (2) τηλεχειριζόμενοι πύργοι με πυροβόλο των 30 χιλιοστών και αναβαθμίστηκε το κύριο πυροβόλο Mark.8 των 114 χιλιοστών στο επίπεδο Mod.1 (ηλεκτρικό σύστημα γέμισης και μείωση του ίχνους ραντάρ). Βελτιώσεις έγιναν και στα συστήματα επικοινωνιών και διοίκησης του πλοίου.
Τα αντιαεροπορικά συστήματα Sea Wolf αντικαθίσταται από το νεότερο και ικανότερο Sea Ceptor, στο πλαίσιο του προγράμματος LIFEX (Life Extension Upkeep), αρχής γενομένης το 2017. To Sea Ceptor βασίζεται στο CAMM (Common Anti-air Modular Missile), μέγιστου βεληνεκούς άνω των 25 χιλιομέτρων ή άνω των 45 χιλιομέτρων στην έκδοση CAMM-ER. Ο Sea Ceptor χρησιμοποιεί ενεργό ερευνητή ραντάρ με αμφίδρομη ζεύξη δεδομένων για την εμπλοκή πολλαπλών στόχων ταυτόχρονα, χωρίς να απαιτούνται ραντάρ ιχνηλάτισης και καταύγασης στο πλοίο. Οι αμφίδρομες ζεύξεις δεδομένων βασίζονται σε δύο (2) τερματικά που στέλνουν στα βλήματα ενημερώσεις θέσης στόχων κατά την διάρκεια της πτήσης, ενώ πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των πυραύλων και τα διαγνωστικά τους, μπορούν να διαβιβαστούν πίσω στο πλοίο. Ο κάθετος εκτοξευτής ενσωματώνει έμβολο, για την εκτόξευση του βλήματος, η λειτουργία του οποίου στηρίζεται σε φορτίο εκρηκτικού αερίου εντός του κανίστρου. Στη συνέχεια, ενώ το βλήμα έχει εξέλθει του κανίστρου, ενεργοποιεί τον κινητήρα του.
Την περίοδο 2004-2012 οκτώ (8) πλοία αναβαθμίστηκαν με το ποντιζόμενο σονάρ Type-2087. Τα πέντε (5) πλοία που δεν αναβαθμίστηκαν με το συγκεκριμένο σονάρ είναι το F-236 «Montrose» (ένταξη σε υπηρεσία το 1994), F-235 «Monmouth» (ένταξη σε υπηρεσία το 1993), F-234 «Iron Duke» (ένταξη σε υπηρεσία το 1993), F-229 «Lancaster» (ένταξη σε υπηρεσία το 1992) και F-231 «Argyll» (ένταξη σε υπηρεσία το 1991). Επίσης, αρχής γενομένης από το 2012 και το F-234 «Iron Duke», το σύνολο των πλοίων έχουν εφοδιαστεί με το τρισδιάστατο (3D) ραντάρ Type-997 Artisan, έρευνας αέρος και επιφανείας μέσου βεληνεκούς (200 χιλιόμετρα περίπου) και δυνατότητας ιχνήλασης 800 στόχων ταυτόχρονα. Μετά από τα παραπάνω προγράμματα αναβάθμισης οι Type-23 ενσωματώνουν τα εξής ηλεκτρονικά συστήματα: Ραντάρ έρευνας αέρος και επιφανείας Type-997 Artisan, δύο (2) ραντάρ ελέγχου πυρός Type-911, δύο (2) ραντάρ ναυτιλίας Type-1007 και Type-1008, σύστημα ελέγχου πυρός Sea Archer 30 και σύστημα διαχείρισης μάχης DNA(2). Επίσης ενσωματώνουν σύστημα αυτοπροστασίας αναλώσιμων αντιμέτρων και ηλεκτρονικών αντιμέτρων/ηλεκτρονικών μέσων υποστήριξης.
Όπως είπαμε η αντιαεροπορική άμυνα των πλοίων βασίζεται σε 32 βλήματα CAMM, ενώ δεν υπάρχουν βλήματα αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής. Εκτός των βλημάτων CAMM οι Type-23 ενσωματώνουν δύο (2) τετραπλούς εκτοξευτές βλημάτων κατά πλοίων RGM-84 Harpoon, ένα (1) κύριο πυροβόλο Mk.8 Mod.1 των 114 χιλιοστών, δύο (2) τηλεχειριζόμενους πύργους DS-30M Mk.2 με πυροβόλο των 30 χιλιοστών, δύο (2) Minigun (Gatling), τέσσερα (4) πολυβόλα γενικής χρήσης και δύο (2) διπλούς εκτοξευτές τορπιλών των 324 χιλιοστών (το Βρετανικό Ναυτικό έχει επιλέξει τις τορπίλες Sting Ray). Εκτός του σονάρ Type-2087 τα πλοία ενσωματώνουν και σονάρ τρόπιδας Type-2050 με πρόθεση αντικατάστασης του με το νεότερο Type-2150. Ένα σοβαρό μειονέκτημα των Type-23 είναι ότι δεν ενσωματώνουν συστήματος εγγύς αντιαεροπορικής-αντιπυραυλικής άμυνας (CIWS : Close-In Weapon System), συμβατικό (Phalanx) ή πυραυλικό (RAM : Rolling Airframe Missile).
Όπως αναφέραμε παραπάνω, αρχής γενομένης από το 2017, οι φρεγάτες Type-23 βρίσκονται σε φάση αναβάθμισης στο πλαίσιο του προγράμματος LIFEX, το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2024 και περιλαμβάνει: (α) Εγκατάσταση του ραντάρ Type-997 Artisan (για όσα πλοία δεν το είχαν πριν το 2017) (β) Αντικατάσταση του αντιαεροπορικού συστήματος Sea Wolf από το Sea Captor (γ) Αναβάθμιση του πυροβόλου Mk.8 με αύξηση της ταχυβολίας, στα 24 βλήματα το λεπτό (δ) Εργονομικές βελτιώσεις στο εσωτερικό του πλοίου για της βελτίωση τις διαβίωσης του πληρώματος (ε) Εφαρμογή του προγράμματος PGMU αλλαγής των τεσσάρων (4) γεννητριών πετρελαίου Paxman Valenta 12CM με ισάριθμες MTU 12V4000 M53 (το πρόγραμμα PGMU δεν θα εφαρμοστεί στα F-229 «Lancaster» και F-231 «Argyll», που είναι τα πρώτα που θα αποσυρθούν από την υπηρεσία το 2022-2023) και (ε) Υιοθέτηση νέας βαφής μείωσης της διάβρωσης των πλοίων. Το συνολικό κόστος του προγράμματος LIFEX ανέρχεται στα £ 600 εκατομμύρια περίπου ή £ 46 εκατομμύρια ανά πλοίο (περίπου € 51 εκατομμύρια σε σημερινές τιμές).
Επιγραμματικά, οι φρεγάτες, οι οποίες έχουν υποβληθεί στο πρόγραμμα SWMLU, ενσωματώνουν το νεότερο σονάρ Type-2087 και θα υποβληθούν στα προγράμματα LIFEX και PGMU, μέχρι το 2024, είναι οι: F-239 «Richmond» (εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1995), F-79 «Portland» (εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2001), HMS «Somerset» (εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1996), F-83 «St Albans» (εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2002), F-237 «Westminster» (εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1994), F-78 «Kent» (εντάχθηκε σε υπηρεσία το 2000), F-238 «Northumberland» (εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1994) και F-81 «Sutherland» (εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1997). Οι φρεγάτες F-236 «Montrose» (1994), F-235 «Monmouth» (1993) και F-234 «Iron Duke» (1993) έχουν αναβαθμιστεί ή θα αναβαθμιστούν στο πλαίσιο των προγραμμάτων SWMLU και LIFEX/PGMU, αλλά δεν ενσωματώνουν το σονάρ Type-2087. Τέλος, οι φρεγάτες F-229 «Lancaster» (1992) και F-231 «Argyll» δεν ενσωματώνουν το σονάρ Type-2087, ενώ θα αναβαθμιστούν μεν με το πρόγραμμα LIFEX, αλλά χωρίς την παράμετρο του προγράμματος PGMU.
Κατά την άποψη μας οι φρεγάτες Type-23, ιδιαίτερα οι οκτώ (8) που έχουν δεχθεί ή θα δεχθούν, μέχρι το 2024, το σύνολο των προγραμμάτων αναβάθμισης θα μπορούσαν να αξιολογηθούν από το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ). Σε τελική ανάλυση το ΠΝ είναι αυτό που θα αποφασίσει αν του κάνουν τα πλοία ή όχι. Ο χρόνος της πιθανής αποδέσμευσης τους, δηλαδή το 2022-2023, αφορά στα δύο (2) λιγότερο αναβαθμισμένα πλοία (F-229 «Lancaster» και F-231 «Argyll»), ενώ από το 2024 θα υπάρχουν διαθέσιμα ικανότερα και νεότερα πλοία, αν και είναι γνωστό ότι το ΠΝ θα προτιμούσε πλοία το συντομότερο δυνατό, ενώ δεν είναι γνωστό αν το Λονδίνο θα δεχόταν να αποδεσμεύσει πλοία που μόλις ολοκλήρωσαν πρόγραμμα αναβάθμισης. Υπάρχει βέβαια και το ζήτημα σε τη τεχνική κατάσταση βρίσκονται τα πλοία, δηλαδή αν είναι καταπονημένα και πόσο, αλλά το πρόγραμμα LIFEX αφορά και στην γενική επιθεώρηση και την επισκευή των πλοίων, άρα με το πέρας του προγράμματος τα πλοία θα βρίσκονται σε καλή κατάσταση.
Ως προς το κόστος, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν και μια λογική υπόθεση είναι ότι τα πλοία δεν θα πωληθούν σε τιμή χαμηλότερη του κόστους του προγράμματος LIFEX/PGMU, δηλαδή € 51 εκατομμύρια περίπου ανά πλοίο, χωρίς τα επιπλέον κόστη, όπως είναι η εκπαίδευση των πληρωμάτων και των τεχνικών, η προμήθειας ανταλλακτικών και υλικών υποστήριξης, η δημιουργία υποδομών υποστήριξης και η προμήθεια των όπλων. Η ηλικία των πλοίων, ο χρόνος αποδέσμευσης των ικανότερων πλοίων και το συνολικό κόστος δεν είναι απαγορευτικό για το ΠΝ, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη την άμεση ανάγκη απόσυρσης των τριών (3) μη-αναβαθμισμένων Standard. Μια αγορά τεσσάρων (4) Type-23, με ορίζοντα παραλαβής το 2024 και κόστος απόκτησης € 51 εκατομμύρια ανά πλοίο, πιστεύουμε πως είναι μια ενδιαφέρουσα προοπτική, την οποία αξίζει να εξετάσει και να αξιολογήσει το ΠΝ, πάντα έχοντας κατά νου την αντικατάσταση των μη-αναβαθμισμένων Standard.
Η πιθανή αντικατάσταση των μη-αναβαθμισμένων Standard, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση των MEKO-200 (με ένα ολοκληρωμένο και όχι μερικό πρόγραμμα) και την προμήθεια τουλάχιστον δύο (2) Belh@rra, θα δημιουργούσε μια νέα δυναμική για το ΠΝ το οποίο θα παρόπλιζε τις παλαιές και τεχνολογικά ξεπερασμένες μη-αναβαθμισμένες Standard και παράλληλα θα ξεκινούσε και τη διαδικασία της αντικατάστασης των αναβαθμισμένων Standard. Μειονεκτήματα των Type-23, για το ΠΝ, είναι τα διαφορετικά ηλεκτρονικά συστήματα που ενσωματώνουν, σε σχέση με τις εν υπηρεσία φρεγάτες, το πυροβόλο του διαμετρήματος των 114 χιλιοστών, που δεν υπάρχει στο ΠΝ, και η έλλειψη ενός συστήματος CIWS. Ωστόσο, οι μη-αναβαθμισμένες Standard έχουν και CIWS και πυροβόλο των 76 χιλιοστών, που θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στις Type-23 με σχετικά χαμηλό κόστος.
Συμπερασματικά και κατά την άποψη μας: Η προμήθεια τεσσάρων (4) Type-23, από τα οκτώ (8) πλοία, που έχουν υποστεί ή θα υποστούν το σύνολο των προγραμμάτων αναβάθμισης, είναι μια περίπτωση που θα πρέπει να εξετάσει και να αξιολογήσει από το ΠΝ. Παράλληλα με την προμήθεια δύο (2) με τελικό σκοπό την προμήθεια έξι (6) Belh@rra, στη διαμόρφωση που έχει ήδη καταλήξει το ΠΝ, θα διαμόρφωνε μια δυναμική όπου το ΠΝ θα είχε φρεγάτες καλύτερες των εν υπηρεσία και άνεση χρόνου να σχεδιάσει και να προγραμματίσει, από το 2035 και μετά, την αντικατάσταση των οκτώ (8) MEKO-200 (ελπίζουμε ριζικά αναβαθμισμένων) και Type-23. Άποψη μας είναι ότι το ΠΝ δεν πρέπει να απορρίψει δίχως σκέψη τις Type-23, που είναι πλοία περίπου συνομήλικα με τις ελληνικές MEKO-200, αλλά να αξιολογήσει την περίπτωση ως μια ευκαιρία απόσυρσης των μη-αναβαθμισμένων Standard.