Αυτό κι αν είναι παραλογισμός. Να δούμε πόσους θα ζήσουμε ακόμα· δεν έχουν τελειωμό. Ένας Τουρκοκύπριος ως διαχειριστής της περιουσίας των γονιών του ζητά αποζημιώσεις από την Κυπριακή Δημοκρατία, διότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι και τα καταστήματά τους στον Ταχτακαλά. Όχι το 1974, αλλά το 1963. Είναι μια αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, που δικάζεται τις επόμενες μέρες, και ανοίγει ακόμα ένα τραγικό κεφάλαιο της ιστορίας μας, όπως θέλουν να το ανοίξουν οι Τουρκοκύπριοι. Δηλαδή, παριστάνοντας τα θύματα, ακόμα και για τα γεγονότα του 1963, και με την ενθάρρυνση βεβαίως όλης της πλύσης εγκεφάλου των τελευταίων πολλών χρόνων, που στρεβλώνει τα γεγονότα και παρουσιάζει την ιστορία με θύτες τους Ελληνοκύπριους και θύματα τους Τουρκοκύπριους. Στην αγωγή, λοιπόν, ο Τουρκοκύπριος παρουσιάζεται ως ο ιδιοκτήτης του κτηρίου που στεγάζει το δημοτικό σχολείου Αγίου Κασσιανού, και ζητά από την Κυπριακή Δημοκρατία αποζημιώσεις, ορίζοντας ως «ενοικιακή αξία» του κτηρίου, τουλάχιστον €5.000 τον μήνα από το 1963 μέχρι σήμερα, όπως αναφέρει στην έκθεση απαιτήσεως, που κατέθεσε ο Ελληνοκύπριος δικηγόρος του Ανδρέας Π. Ποιητής & ΣΙΑ ΔΕΠΕ.

Γράφει ο ΑΡΙΣΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ για τον ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ

Το πιο σημαντικό είναι οι λόγοι που επικαλείται. Το 1963, λέει, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το κτήριο «γιατί συνόρευε με την ελληνική περιοχή» και «τότε δημιουργήθηκαν συνοριακές γραμμές μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων» και «έπρεπε να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας για να γλυτώσουμε τη ζωή μας».

Όπως καταθέτει, «η οικογένειά μας μεταφέρθηκε στην περιοχή που κατείχετο από τους Τουρκοκύπριους χωρίς να έχουμε επικοινωνία με την περιοχή του σπιτιού μας». Και τώρα ζητά αποζημιώσεις διότι, όπως υποστηρίζει, «η Δημοκρατία κατέχει το κτήμα μας σαν επεμβασίας, χωρίς οποιαδήποτε άδεια ή συγκατάθεση ή έστω έγκριση τω ιδιοκτητών».

Ακούγονται τόσο λογικά όλα αυτά, που θα μπορούσε ένας να διερωτηθεί, πού είναι το παράδοξο; Ένας πολίτης διεκδικεί το δίκαιό του από το κράτος που του άρπαξε την περιουσία του. Μάναμου, ρε, εν κρίμα, θα πει ο κάθε επιπόλαιος της νεοκυπριακής νομενκλατούρας. Ίσως και η Νομική Υπηρεσία να το σκέφτεται τόσο απλοϊκά και γι’ αυτό η μόνη μάρτυρας που βρήκε να πάρει στη δίκη είναι μια γυναίκα που τότε ήταν δέκα χρονών και θα πάει να μιλήσει για την ανθρωπιστική πλευρά των γεγονότων, όπως τα θυμάται. Αλλά, το θέμα δεν είναι ανθρωπιστικό, είναι πολιτικό και θα έπρεπε στο δικαστήριο να παρελάσουν δεκάδες μάρτυρες που έζησαν τα γεγονότα είτε ως κάτοικοι της περιοχής, είτε ως πολιτικοί της εποχής, είτε ως αστυνομικοί, που αντιμετώπισαν τη βία της τουρκανταρσίας. Διότι, αν χαθεί αυτή η υπόθεση θα ακολουθήσουν δεκάδες αγωγές από Τουρκοκύπριους, που μαζεύτηκαν στους θύλακες και περίμεναν να πάρουν άλλες περιουσίες, ίσως και καλύτερες, από αυτές που εγκατέλειπαν.

Οι γονείς του Τ/κ μπορεί να έφυγαν το ‘63 από το σπίτι τους γιατί ανησυχούσαν πράγματι για τη ζωή τους, αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι ακολούθησαν την τουρκοκυπριακή ηγεσία, που μάζευε τους Τ/κ σε συγκεκριμένες περιοχές για να επιβάλει τη διχοτόμηση. Και όσοι θέλουν να κάνουν αγωγή πρέπει να την κάνουν κατά της τουρκοκυπριακής ηγεσίας που τους εξαπάτησε. Αλλά, αυτό είναι δική τους δουλειά. Η ουσία είναι ότι η Κυπριακή Δημοκρατία τότε καλούσε τους Τουρκοκύπριους να επιστρέψουν στα σπίτια τους, αλλά φοβούνταν ότι αν επέστρεφαν θα είχαν να κάνουν με την ΤΜΤ. Ήταν η ΤΜΤ που δολοφονούσε Τουρκοκύπριους, δεν ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία. Εξάλλου, οι Ελληνοκύπριοι είναι από το 1958, που μετρούσαν σε εκείνες τις περιοχές (Ταχτακαλά, Αγίου Κασσιανού, Ομορφίτας) επιθέσεις και λεηλασίες των περιουσιών τους και αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να σώσουν τις ζωές τους. Περιμένουν κι αυτοί, όπως όλους τους πρόσφυγες, την αποχώρηση του κατοχικού στρατού για να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Θα μπορούσαν να κάνουν κι αυτοί αγωγές κατά της Δημοκρατίας. Αλλά, μάλλον, δεν έχουν μέσα τους την τουρκική λογική.

ΠΗΓΗ: ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ