Σημασία δεν έχει τόσο η κωμική διαβεβαίωση του συμβούλου του Ερντογάν ότι η Τουρκία μπορεί να καταστρέψει την Ελλάδα σε λίγες ώρες, αλλά η προϋπόθεσή της. Η οποία είναι επί λέξη: «εάν η Ελλάδα επιτεθεί στην Τουρκία» («if it wages a war against Turkey»).
Αυτό, γιά όσους παρακολουθούν ψύχραιμα και προσεκτικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σημαίνει ότι υπάρχει μία ποιοτική διαφορά εν σχέσει με το πρόσφατο παρελθόν: η τουρκική πλευρά θέτει, ως απαραίτητη προϋπόθεση οιασδήποτε στρατιωτικής αναμέτρησης ή θερμού επεισοδίου, η πρώτη κίνηση να προέλθει από την ελληνική πλευρά. Να χτυπήσει, δηλαδή, η Ελλάδα πρώτη.
Προφανώς, η Τουρκία αισθάνεται «στριμωγμένη» από διάφορες πλευρές. Ένοιωσε την οργή του Τραμπ με την παρ’ ολίγον θανάσιμη επίθεση στο νόμισμά της. Οι ενταξιακές διαδικασίες με την ΕΕ διακόπηκαν μάλλον οριστικά. Γύρω της συγκροτήθηκε πλέγμα συμμαχιών από Ελλάδα, Ισραήλ, Κύπρο, Αίγυπτο. Ενώ αποκλείσθηκε από τις κοινοπραξίες για τους υδρογονάνθρακες. Κινείται στο όριο της αποβολής της από τον δυτικό συνασπισμό.
Ναι μεν, λοιπόν, η Τουρκία δεν εγκαταλείπει τις επιδιώξεις της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά γνωρίζει ότι εάν προκαλέσει η ίδια κάποιο ελληνοτουρκικό επεισόδιο:
- θα απομονωθεί αμέσως από την διεθνή κοινότητα.
- θα οδηγήσει σε μεγάλη υπαρξιακή κρίση το ΝΑΤΟ,
- θα οδηγήσει σε οριστικό τέρμα τις όποιες σχέσεις της με την Ευρώπη,
- θα προκαλέσει την μήνι των ΗΠΑ, όπου άλλωστε υπάρχει πολιτικά και οικονομικά ισχυρό ελληνικό στοιχείο, το οποίο θα συσπειρωθεί και θα ενεργοποιηθεί αμέσως,
- θα δώσει την ευκαιρία στην Ρωσία να παρέμβει σε ρόλο διαιτητού, κάτι στο οποίο είναι εντελώς αντίθετη η Δύση,
- θα οδηγήσει το Ισραήλ σε άμεση στρατηγική ταύτιση πλέον, και όχι απλώς συμμαχία, με την Ελλάδα και την Κύπρο,
- θα οδηγηθεί σε διπλωματική ρήξη με τις αραβικές χώρες,
- θα διακυβεύσει τις εμπορικές σχέσεις της με την Κίνα.
Επομένως, από την δήλωση του συμβούλου του Ερντογάν, φαίνεται ότι η Τουρκία προσανατολίζεται στο εξής σενάριο: να οδηγήσει (υπάρχουν διάφοροι τρόποι) την Ελλάδα να ρίξει την πρώτη «ντουφεκιά». Οπότε η Τουρκία να μπορεί να επικαλεσθεί το δικαίωμα της αυτοάμυνας. Και η Ελλάδα να θεωρηθεί ως άρξασα χειρών αδίκων.
Και η μεν Ελλάδα ασφαλώς θα είναι προσεκτική, αλλά η Τουρκία ίσως να παραγνωρίζει δύο πράγματα: πρώτον, ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν η Ελλάδα εκ των πραγμάτων αναγκασθεί από την τουρκική προκλητικότητα να κινηθεί πρώτη, οι παραπάνω διεθνείς συνέπειες θα επέλθουν ούτως ή άλλως. Και δεύτερον, ότι η έκβαση μίας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, τοπικής ή γενικευμένης, δεν είναι καθόλου δεδομένη, όπως δεν ήταν τελικά καθόλου δεδομένη για τους Πέρσες του Ξέρξη, τους Οθωμανούς του Δράμαλη, τους Ιταλούς του Μουσσολίνι κλπ.
Σε αυτό το σκηνικό, καλύτερη για την Τουρκία θα ήταν η παράταση του υφιστάμενου ατέρμονου διαλόγου, παρά η εκβίαση μίας «λύσης» που μπορεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Μπορεί στο μέλλον η Ελλάδα και η Τουρκία, με άλλες ηγεσίες, να μπορέσουν να συνεννοηθούν καλύτερα.