Για να κατανοηθούν οι κινήσεις της Άγκυρας όλο αυτό το διάστημα, πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο παράγοντες: Πρώτον, ότι το γεωστρατηγικό τοπίο αφήνει χώρο στην επιθετικότητά του. Δεύτερον, ότι-ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016-ο Ερντογάν θεώρησε ότι στο πλαίσιο της κυοφορούμενης νέας τάξης πραγμάτων στην περιοχή μεθοδεύεται και ο δυνάμει ακρωτηριασμός της Τουρκίας.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Είναι ξεκάθαρο, άλλωστε, πως το Κουρδικό Ζήτημα έχει για τα καλά μπει στη γεωπολιτική ατζέντα και είναι μάλλον απίθανο να διαγραφεί. Το γεγονός ότι το Ισραήλ έχει αναφανδόν ταχθεί υπέρ της ίδρυσης και αναγνώρισης κουρδικού κράτους είναι μία ένδειξη και για τον προσανατολισμό του αμερικανικού βαθέος κράτους. Μπορεί ο πρόεδρος Τραμπ να αντιστέκεται, αλλά δεν θα μπορεί για πολύ ακόμα.
Πριν από το αποτυχημένο πραξικόπημα, ο Ερντογάν δεν περιοριζόταν στη νεοοθωμανική ρητορική του Νταβούτογλου πως η Τουρκία πρέπει να ενδιαφέρεται για τους «αδελφούς» της στον ευρύτερο μουσουλμανικό-σουνιτικό κόσμο. Ούτε έμεινε στη δήλωση πως «Τουρκία δεν είναι μόνο η Τουρκία». Έχει κάνει ένα κρίσιμο βήμα παραπέρα. Όπως είπε το 2017, «όταν αλλάζουν τα πάντα, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο σημείο που βρεθήκαμε τότε», δηλαδή στα σύνορα που χάραξε η συνθήκη της Λωζάννης.
Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία για το τι εννοεί, μιλώντας στους υπουργούς του είχε πει τα εξής αποκαλυπτικά αναφερόμενος στη νέα ιστορική φάση: «η Τουρκία ή θα χάσει, ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί για να κερδίσει εδάφη. Κι αυτό ακριβώς κάνει όλο αυτό το διάστημα τόσο στη Συρία όσο και στην κυπριακή ΑΟΖ, αλλά προσεχώς και στο ελλαδοτουρκικό μέτωπο.
Μέχρι στιγμής, μάλιστα, το κάνει με επιτυχία, επειδή οι μεγάλες δυνάμεις δεν ανάβουν στον Ερντογάν «κόκκινο φως». Στις ΗΠΑ είναι δεδομένη η αντίθεση του Τραμπ με το Κογκρέσο και το βαθύ κράτος σχετικά με τους Κούρδους, αλλά και οι δύο πλευρές ελπίζουν ακόμα ότι θα επαναφέρουν την Τουρκία στο «δυτικό μαντρί». Άρα, ακόμα και όσοι προωθούν κυρώσεις εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν δεν είναι έτοιμοι να ωθήσουν τις διμερείς σχέσεις σε ρήξη, γεγονός που ο Τούρκος πρόεδρος αξιοποιεί στο έπακρο.
Το γεωστρατηγικό τοπίο
Από την πλευρά της, η ΕΕ, ως ένωση, παραμένει στρατιωτικά «νάνος» και πολιτικά κατακερματισμένη και αδύναμη, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να παραμένει θεατής. Προφανώς καταδικάζει την εισβολή και ορισμένες μεγάλες χώρες-μέλη απαγόρευσαν και την πώληση όπλων στην Τουρκία. Αυτό, ωστόσο, δεν πρόκειται να επηρεάσει για το επόμενο διάστημα τη μαχητική ικανότητα του τουρκικού στρατού. Άρα, δεν συνιστά αποτελεσματική κίνηση.
Από την πλευρά της, η Ρωσία, παρά τις επιφυλάξεις της και τα αντικρουόμενα συμφέροντα που έχει με την Άγκυρα στη Συρία, κρίνει ότι το μείζον είναι να αποσπάσει την Τουρκία από το δυτικό στρατόπεδο. Εκτός αυτού, τη συμφέρει να στριμωχτούν οι Κούρδοι από τον τουρκικό στρατό. Ειδικά τώρα που η Ουάσιγκτον τους άφησε απροστάτευτους, είναι πιθανόν οι Κούρδοι να στραφούν προς το καθεστώς Άσαντ για να επιβιώσουν.
Ήδη, όπως αναφέρουν οι τελευταίες πληροφορίες, οι Κούρδοι συμφώνησαν να παραδώσουν στον στρατό του Άσαντ την παραμεθόρια περιοχή μεταξύ των πόλεων Μανμπίτζ (δυτικά του Ευφράτη) και Κομπάνι (ανατολικά του Ευφράτη). Αυτό σημαίνει ότι ακυρώνεται ο στόχος του Ερντογάν να αποκτήσει τον έλεγχο όλης της παραμεθόριας συριακής ζώνης νοτίως των συνόρων με την Τουρκία. Εκτός κι αν-μάλλον απίθανο-ο τουρκικός στρατός στραφεί και εναντίον του συριακού στρατού, οπότε θα έχουμε άλλου τύπου εμπλοκές.
Αλλά και οι δυνάμεις της περιοχής παραμένουν μάλλον αμήχανες και πάντως «παγωμένες». Αποφεύγουν να εμπλακούν σε μία σύγκρουση που τις αφορά, αλλά δεν είναι με τη στενή έννοια δική τους υπόθεση. Αυτό αφορά κυρίως το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ναι μεν είναι απέναντι στον Ερντογάν και θεωρούν βλαπτική για τα συμφέροντά τους την ενίσχυση της Τουρκίας, αλλά δεν είναι-τουλάχιστον προς το παρόν-διατεθειμένες να εμπλακούν πέρα από το πολιτικό-διπλωματικό πλαίσιο.
Το ίδιο ισχύει και για το Ιράν, το οποίο έχει ζωτικά συμφέροντα και στρατιωτική παρουσία στη Συρία. Περιορίσθηκε σε πολιτική καταδίκη, αλλά δεν έχει λόγο να εμπλακεί ενόπλως για να σώσει τους Κούρδους. Πρώτον, επειδή έχει και το ίδιο πρόβλημα με την πολυπληθή κουρδική μειονότητα στη βορειοδυτική επικράτειά του. Δεύτερον, επειδή κι αυτό θέλει να δημιουργήσει ρήγμα στις σχέσεις των Κούρδων με τις ΗΠΑ και να τους στρέψει προς τη Δαμασκό. Τρίτον, επειδή αυτή την περίοδο, όπως και η Μόσχα, παρά τις διαφορές συμπλέει με την Άγκυρα.
Ο χρόνος δουλεύει σε βάρος του Ερντογάν
Έτσι όπως διαμορφώνεται το γεωστρατηγικό τοπίο στην ευρύτερη περιοχή, ο Ερντογάν δεν έχει να φοβάται στρατιωτική παρέμβαση τρίτου στον πόλεμο που διεξάγει εναντίον των Κούρδων στη βορειοανατολική Συρία. Ο χρόνος, ωστόσο, θα αρχίσει να δουλεύει εναντίον του εάν η επιχείρηση δεν ολοκληρώσει σύντομα, στις επόμενες εβδομάδες, τον αντικειμενικό στόχο της.
Με άλλα λόγια, εάν οι Κούρδοι καταφέρουν να αντισταθούν και παραλλήλως εάν επιδοθούν σε παρατεταμένο ανταρτοπόλεμο φθοράς των εισβολέων, η «Πηγή Ειρήνης» είναι πολύ πιθανόν να μετατραπεί σε στρατιωτικό και κατ’ επέκταση και σε πολιτικό-διπλωματικό μπούμεραγκ. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως τόσο οι μεγάλες δυνάμεις, όσο και οι δυνάμεις της περιοχής θα στραφούν εναντίον της Τουρκίας με πολύ μεγαλύτερη ένταση.
Για τον Ερντογάν η επίσκεψη στην Ουάσιγκτον στα μέσα Νοεμβρίου είναι ένα χρονικό ορόσημο. Μέχρι τότε πρέπει να έχει τελειώσει το στρατιωτικό σκέλος της εισβολής, ώστε να διαπραγματευθεί με τον Τραμπ τους όρους της νέας τάξης πραγμάτων στη βορειοανατολική Συρία. Το κλίμα είναι ήδη πολύ βαρύ για την Άγκυρα τόσο στο Κογκρέσο όσο και στο κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Εάν, όμως, η εισβολή δεν έχει ολοκληρωθεί και οι Κούρδοι συνεχίζουν να αντιστέκονται, πιθανότατα ο Τούρκος πρόεδρος θα βρεθεί σε πολύ δυσχερή θέση…