Το Ισραήλ ανακοίνωσε ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης των Ενόπλων του Δυνάμεων, το οποίο θα υλοποιηθεί την πενταετία 2020-2024 και έχει ως στόχο την καλύτερη αντιμετώπιση των τρεχουσών και των μελλοντικών απειλών εθνικής ασφαλείας της χώρας. Το σχέδιο ονομάζεται «Tnufa», που σημαίνει «Δυναμική» και το παρουσίασε ο Στρατηγός Aviv Kochavi, Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Η κεντρική ιδέα του σχεδίου είναι η ικανότητα του Ισραήλ για ταυτόχρονη εμπλοκή σε διαφορετικά μέτωπα και η χρήση προηγμένης τεχνολογίας για τη μεταφορά μεγάλης ισχύος πυρός, από πολλαπλές πηγές, στην κατάλληλη θέση και την κατάλληλη στιγμή.

Ένα άλλα βασικό στοιχείο του σχεδίου είναι η μείωση του χρόνου ολοκλήρωσης μιας αποστολής, αλλά με επίτευξη συντριπτικού πλήγματος με ελάχιστες συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό. «Ταχεία και μαζική χρήση ισχύος κατά των εχθρού και των όπλων του», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Aviv Kochavi. Ωστόσο, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Σπουδών Εθνικής Ασφαλείας (INSS : Institute for National Security Studies) του Πανεπιστημίου του Tel Aviv, η πολιτική κατάσταση που υπάρχει στο Ισραήλ, δηλαδή μια κυβέρνηση χωρίς ξεκάθαρη πλειοψηφία, μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά και να καθυστερήσει την υλοποίηση του σχεδίου «Tnufa».

Το σχέδιο «Tnufa» είναι συνέχεια του προηγούμενου σχεδίου («Gideon»), το οποίο ξεκίνησε το 2015 και ολοκληρώθηκε το 2019 και αφορούσε κυρίως στις χερσαίες δυνάμεις και στο τακτικό επίπεδο, οι οποίες αναδιοργανώθηκαν, έγιναν πιο μικρές, αλλά πιο ευέλικτες και με νέα συστήματα όπως τα άρματα μάχης Merkava Mk.4 και τα τεθωρακισμένα οχήματα Namer και Eitan (8 x 8). Το σχέδιο «Tnufa» έρχεται να αναδιοργανώσει τις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις, σε επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο. Όπως είπε ο Aviv Kochavi: «Θέλουμε να διευρύνουμε δραστικά το χάσμα ικανοτήτων που υπάρχει μεταξύ του Ισραήλ και των αντιπάλων του σ’ όλο το φάσμα της στρατιωτικής δράσης».

Αυτό, σε στρατηγικό επίπεδο, σημαίνει ότι οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις θα πρέπει να είναι σε θέση να δρουν σε πολλαπλές διαστάσεις και με πολλές, διαφορετικές δυνάμεις: Στρατό, Ναυτικό, Αεροπορία, Πληροφορίες και Κυβερνοπόλεμο. Ένα από τα ζητήματα που θέτει το σχέδιο «Tnufa» είναι η καλύτερη και ταχύτερη διάκριση των απειλών τρομοκρατίας, δεδομένου ότι το Ισραήλ απειλείται από οργανώσεις (για παράδειγμα η Hamas και η Hezbollah), οι οποίες ενέχουν πολιτικά και στρατιωτικά στοιχεία, πολλές φορές δυσδιάκριτα.

Σε στρατιωτικό επίπεδο το Ισραήλ αντιλαμβάνεται ως απειλή τη διασπορά, στη Μέση Ανατολή, βαλλιστικών βλημάτων μικρού, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς, αλλά και μη-κατευθυνόμενων ρουκετών που καθημερινά εκτοξεύονται κατά πόλεων του Ισραήλ. Υπάρχει δηλαδή ανάγκη ενίσχυσης της αντιπυραυλικής άμυνας της χώρας, αλλά και της διαδικασίας άμεσου εντοπισμού και προσβολής των μέσων εκτόξευσης. Το σχέδιο «Tnufa» έρχεται να αντιμετωπίσει κάτι που το σχέδιο «Gideon» δεν έκανε: Να αλλάξει τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης και της δράσης των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για έναν πόλεμο, πολύ διαφορετικό από τους προηγούμενους.

«Μπορεί να αντιμετωπίσουμε πόλεμο σε δύο ή τρία μέτωπα εναντίων αντιπάλων με διαφορετικές ικανότητες. Πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε όλες … θέλουμε να μειώσουμε το χρόνο μάχης, αλλά με μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας και με μικρότερο κόστος για το Ισραήλ», δήλωσε ο Αντισυνταγματάρχης Jonathan Conricus, εκπρόσωπος τύπου των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Ένας τρόπος είναι η διεύρυνση του χάσματος τεχνολογίας και ικανοτήτων μεταξύ του Ισραήλ και των αντιπάλων του και η ταχεία, άμεση και επιτυχής εμπλοκή δύο (2) κρίσιμων ικανοτήτων του αντιπάλου: Της ικανότητας του να επικοινωνεί και να ανεφοδιάζεται. Ένας άλλος τρόπος είναι η ικανότητα του Ισραήλ να συναθροίζει διαφορετικές ικανότητες σ’ ένα σημείο ενδιαφέροντος προς υποστήριξη της χερσαίας δύναμης, που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και μάχεται.

Η διεύρυνση του τεχνολογικού και του χάσματος ικανοτήτων μεταξύ του Ισραήλ και των αντιπάλων του έχει τέσσερις (4) διαστάσεις. Η πρώτη είναι η ρομποτική τεχνολογία και η ακρίβεια προσβολών σε μεγάλες αποστάσεις. Η ρομποτική τεχνολογία θα επιτρέχει την αύξηση της ροής πληροφοριών, άρα της καλύτερης αντίληψης για το πεδίο μάχης και τη μείωση των παράπλευρων απωλειών. Από την άλλη, η ικανότητα προσβολής στόχων από απόσταση και με μεγάλη ακρίβεια του Ισραηλινού Στρατού, θα μειώσει το κόστος του πολέμου καθώς θα αποφορτίσει το έργο της Ισραηλινής Αεροπορίας.

Η δεύτερη διάσταση αφορά στο Στρατό και την ανάγκη του για ελαφρύτερα, ταχύτερα και με μικρότερες απαιτήσεις επάνδρωσης οχήματα, ικανά για επιθετικές και αμυντικές επιχειρήσεις. Η τρίτη διάσταση αφορά τον αποτελεσματικό έλεγχο του εδάφους και του υπεδάφους, ιδιαίτερα της αντιμετώπισης των εκατοντάδων υπόγειων τούνελ, που βρίσκονται στη Λωρίδα της Γάζας.

Τέλος, έμφαση θα δοθεί, όπως προαναφέραμε, στην ταχύτητα αντίδρασης και ανταπόκρισης. Το σύνολο σχεδόν των απειλών που δέχονται οι δυνάμεις ελιγμού του Ισραηλινού Στρατού προέρχονται από καλά κρυμμένες θέσεις και από αποστάσεις έως 5 χιλιόμετρα, απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Εδώ η πρόκληση είναι ο εντοπισμός και η καταστροφή του στόχου πριν εξαπολύσει την επίθεση του ή εάν αυτό δεν είναι εφικτό να υπάρξει εντοπισμός και καταστροφή της απειλής εντός δευτερολέπτων από την εκδήλωση της επίθεσης.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το Ισραήλ, αν και διατηρεί μια ισχυρή αεροπορική δύναμη, εντούτοις συνεχίζει να δίνει έμφαση στο Στρατό και τις δυνάμεις ελιγμού (Πεζικό και Τεθωρακισμένα). Όπως δήλωσε ο Jonathan Conricus: «Η νίκη δεν μπορεί να έρθει μόνο από τα βλήματα ακριβείας μεγάλου βεληνεκούς … Χρειαζόμαστε ισχυρές και ευέλικτες χερσαίες δυνάμεις και θα επενδύσουμε σ’ αυτό». Σε οργανωτικό επίπεδο αναμένεται η δημιουργία μιας δύναμης επιπέδου Μεραρχίας για ταχεία αντίδραση. Παράλληλα, θα υπάρξει «αποσυμφόρηση» του οπλοστασίου με την απόσυρση παλαιότερων συστημάτων, που βρίσκονται σε αποθήκευση, όπως οι παλαιότερες εκδόσεις των αρμάτων μάχης Merkava ή τα τεθωρακισμένα οχήματα M-113.

Αυτή η «εμμονή» του Ισραήλ στις χερσαίες δυνάμεις δεν είναι τυχαία ούτε είναι νέα. Το Ισραήλ, από την ανεξαρτησία του το 1948 μέχρι σήμερα, έχει πολεμήσει τέσσερις (4) πολέμους μεγάλης κλίμακας (τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας το 1948-1949, την Κρίση του Σουέζ το 1956, τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 και τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973) και δεκάδες άλλες συγκρούσεις μικρότερης κλίμακας. Με άλλα λόγια ο Ισραηλινός Στρατός έχει συσσωρευμένη πολεμική εμπειρία. Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, ο Ισραηλινός Στρατός, της περιόδου 1948-1956 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ερασιτεχνικός», υπό την έννοια ότι ήταν ανεπαρκής σε επίπεδο εκπαίδευσης και επίπεδο εξοπλισμού. Η ισχύς του Ισραηλινού Στρατού βρισκόταν στην επιτυχία της ατομικής πρωτοβουλίας των Διοικητών και στην καλή συνεργασία μεταξύ τους.

Αυτό το άναρχο μοντέλο λειτουργούσε καλά μέχρι τη στιγμή που η Σοβιετική Ένωση άρχισε να εξοπλίζει τους Άραβες (ιδιαίτερα τους Αιγυπτίους) με σύγχρονα, για την εποχή, όπλα. Από το 1956 μέχρι το 1967 το Ισραήλ βάσισε την στρατιωτική του ισχύ στο δίπτυχο «άρμα μάχης-μαχητικό αεροσκάφος» με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων δυνάμεων της χώρας (σε 4-8 Μηχανοκίνητες Ταξιαρχίες Πεζικού και 16 Τεθωρακισμένες Ταξιαρχίες αντίστοιχα). Όμως αυτή η  επένδυση στα άρματα μάχης και μαχητικά αεροσκάφη είχε ως αποτέλεσμα άλλοι, κρίσιμοι τομείς της άμυνας να παραμεριστούν. Για παράδειγμα, το Ισραήλ αρνήθηκε την αμερικανική προσφορά αντιαρματικών συστημάτων TOW με το σκεπτικό ότι το άρμα μάχης είναι το καλύτερο αντιαρματικό όπλο, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με το μαχητικό αεροσκάφος.

Η αντίληψη οδήγησε στον νικηφόρο Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967). Ωστόσο, λίγο αργότερα, λειτούργησε ως «δίκοπο μαχαίρι», στον πόλεμο του 1973. Η κατά κράτος ήττα του 1967 οδήγησε τους Αιγύπτιους να μελετήσουν σε βάθος τους λόγους και τις αιτίες. Το Κάιρο συνειδητοποίησε ότι ένας από τους λόγους της ήττας ήταν ότι τα Αραβικά κράτη εξανάγκασαν το Ισραήλ σε πρώτο προληπτικό πλήγμα, χωρίς να έχουν πρώτα σχεδιάσει και αξιολογήσει ένα ολοκληρωμένο πολεμικό σχέδιο για μια τέτοια περίπτωση. Έτσι αποφασίστηκε ότι ο επόμενος πόλεμος, δηλαδή του 1973, θα βασιζόταν σ’ ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, στην τακτική του πρώτου πλήγματος και στην αρχή του περιορισμένου πολέμου (δηλαδή πέριξ της Διώρυγας του Σουέζ).

Ο πόλεμος του 1973 οδήγησε το Ισραήλ στην απόφαση, φυσικά υπό την πίεση του αιφνιδιασμού που δέχτηκε στο πεδίο της μάχης, να αναθεωρήσει την αντίληψη του περί της αξίας και της χρήσης των μηχανοκίνητων δυνάμεων. Έτσι στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ισραηλινός Στρατός απέκτησε σύγχρονα τεθωρακισμένα οχήματα και όλμους για το Πεζικό.