Χθες, 11 Φεβρουαρίου, υπεγράφη η «Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας» για το πρόγραμμα υποβρυχίων «Future», μεταξύ της Αυστραλίας και των γαλλικών ναυπηγείων Naval Group. H συμφωνία υπεγράφη παρουσία του Αυστραλιανού Πρωθυπουργού, Scott Morrison, του Αυστραλού Υπουργού Αμύνης, Christopher Pyne, και της Υπουργού Αμύνης της Γαλλίας, Florence Parly. Η Συμφωνία θέτει τις αρχές συνεργασίας μεταξύ των δύο εταίρων για το πρόγραμμα κατασκευής υποβρυχίων κλάσης «Attack» που περιλαμβάνει:
1/ Την παράδοση 12 προηγμένων υποβρυχίων με εξαιρετικά υψηλές δυνατότητες.
2/ Τη μεταβίβαση νέων τεχνολογιών και προηγμένων κατασκευαστικών δυνατοτήτων στην Αυστραλία, εγκαινιάζοντας την επόμενη φάση της αυστραλιανής εθνικής κυριαρχίας μέσω της απόκτησης σημαντικής υποβρύχιας δύναμης.
3/ Τη δημιουργία χιλιάδων άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας στη χώρα που θα έχει θετικό αντίκτυπο για πολλές γενιές Αυστραλών, και
4/ Τη διασφάλιση ευκαιριών και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για τη βιομηχανία, γεγονός που θα επιτρέψει στις αυστραλιανές εταιρείας που συμμετέχουν στο πρόγραμμα να επενδύσουν σε υποδομές προκειμένου να υποστηρίξουν τη συμμετοχή τους στην κατασκευή και τις δραστηριότητες συντήρησης.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Διευθύνων Σύμβουλος της Naval Group, Hervé Guillou: «Η Naval Group φημίζεται για την κατασκευή υποβρυχίων με τεχνολογική υπεροχή, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχοντας κατασκευάσει περί τα 100 για εννέα διαφορετικές χώρες. Η μεταβίβαση τεχνογνωσίας από τη Naval Group θα δώσει στην Αυστραλία την ευκαιρία να αναδειχθεί σε κυρίαρχο έθνος με ισχυρή υποβρύχια δύναμη. Είμαστε ιδιαιτέρως ενθουσιασμένοι για τις ευκαιρίες που υπάρχουν μπροστά μας και έχουμε δεσμευθεί για την επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος. Τέλος θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για τις ομάδες που εργάστηκαν σκληρά για την επίτευξη αυτής της συμφωνίας».
Από την επιλογή της Naval Group για την υλοποίηση του προγράμματος κατασκευής των υποβρυχίων κλάσης Attack, τον Απρίλιο του 2016, έχουν επιτευχθεί μια σειρά σημαντικών διαδικασιών, όπως:
1/ Ολοκληρώθηκε το pre-sizing.
2/ Ολοκληρώθηκε, στη Γαλλία με την υποστήριξη Αυστραλών μηχανικών, η φάση της Μελέτης Σκοπιμότητας του συμβολαίου σχεδιασμού. Αυτό περιλαμβάνει στενή συνεργασία με την Αυστραλία ώστε το Πρόγραμμα να ανταποκρίνεται στις ανάγκες λειτουργικότητας, προγραμματισμού και κόστους.
3/ Ξεκίνησαν οι εργασίες στις εγκαταστάσεις στην Αδελαΐδα. Η 1η φάση εργασιών θα επικεντρωθεί στη διαμόρφωση του εργοταξίου, χωματουργικά έργα και λοιπές εργασίες για τις νέες εγκαταστάσεις, δημιουργώντας τουλάχιστον 600 θέσεις εργασίας.
4/ Η μεταβίβαση τεχνολογίας άρχισε με τη μετάβαση της πρώτης ομάδας Αυστραλών μηχανικών στη Γαλλία, προκειμένου να εκπαιδευθούν στον τρόπο υλοποίησης τους λεπτομερούς σχεδιασμού των υποβρυχίων «Future». Η επόμενη ομάδα μηχανικών θα αναχωρήσει για τη Γαλλία τον Μάρτιο του 2019.
5/ Άνοιξαν, επισήμως, τα γραφεία του Προγράμματος στο Cherbourg, που στεγάζουν προσωπικό της Naval Group μαζί με συναδέλφους από το Υπουργείο Αμύνης και την Lockheed Martin Australia.
6/ Συνεχίστηκε η συνεργασία με εκπαιδευτικούς φορείς, σχολές τεχνικής κατάρτισης και πανεπιστήμια, διαμορφώνοντας ένα Μνημόνιο Κατανόησης με το Πανεπιστήμιο New South Wales στους τομείς της Μηχανικής και της Έρευνας.
7/ Προμηθευτές για τα 5 βασικότερα κομμάτια του εξοπλισμού, που περιλαμβάνει τον βασικών κινητήρα, γεννήτριες ντίζελ, ηλεκτρικούς πίνακες, μπαταρίες και συστήματα αποδέσμευσης όπλων, έχουν αξιολογηθεί και θα ανακοινωθούν εντός του 2019.
Παράλληλα, συνεχίζεται η μεγιστοποίηση των ευκαιριών για τη συμμετοχή της αυστραλιανής αμυντικής βιομηχανίας στο πρόγραμμα, σε όλες τις φάσεις, πάντα στο πλαίσιο των απαιτήσεων αναφορικά με τις δυνατότητες, τον προγραμματισμό και το κόστος.
Μέχρι σήμερα, η Naval Group απασχολεί πάνω από 1.000 Αυστραλούς προμηθευτές μέσω διαδικασίας εκδήλωσης ενδιαφέροντος, συναντήσεων και κλαδικών διοργανώσεων προκειμένου να αποκτηθεί εις βάθος κατανόηση των δυνατοτήτων της αυστραλιανής βιομηχανίας. Επίσης, 169 Αυστραλοί προμηθευτές έχουν προκριθεί για το πρόγραμμα από τη Naval Group Australia, ενώ έχει υλοποιηθεί σειρά διοργανώσεων και στις δύο χώρες, προκειμένου να έρθουν σε επαφή εν δυνάμει Ευρωπαίοι και Αυστραλοί προμηθευτές.
Ήδη έχουν ανακοινωθεί διαγωνιστικές διαδικασίες για σημαντικά κομμάτια εξοπλισμού και κοινό τεχνολογικό εξοπλισμό για το Πρόγραμμα, ενώ έχουν ξεκινήσει προσπάθειες προμήθειας κεφαλαιακού εξοπλισμού για τις εγκαταστάσεις κατασκευής των υποβρυχίων όπως μηχανολογικός εξοπλισμός, θάλαμοι βαφής και μία σειρά ειδικών μηχανημάτων κοπής και διαμόρφωσης μετάλλων. Τέλος, έχουν πραγματοποιηθεί εννέα ενημερώσεις για το Πρόγραμμα σε όλη τη χώρα, παρέχοντας πληροφόρηση σε Αυστραλιανές επιχειρήσεις για τους τρόπους συμμετοχής τους στο Πρόγραμμα.
Από την πλευρά της η Naval Group Australia ήδη έχει προχωρήσει στη δημιουργία κεντρικών γραφείων στο Keswick, ενώ έχει διευρύνει την ομάδα εργασίας από 15 άτομα σε πάνω από 100. Μέχρι το 2028-2029, οπότε η παραγωγή θα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, το προσωπικό αναμένεται να αριθμεί 1.600 άτομα. Τέλος, πιστοποιήθηκε επιτυχώς κατά ISO 9001.
H Naval Group είναι η ηγέτιδα ευρωπαϊκή εταιρεία στον κλάδο των ναυτικών αμυντικών εξοπλισμών. Όντας μία διεθνής εταιρεία υψηλής τεχνολογίας, η Naval Group χρησιμοποιεί την υψηλή της τεχνογνωσία και τους μοναδικούς βιομηχανικούς της πόρους για τη δημιουργία στρατηγικών συνεργασιών με στόχο την κάλυψη των απαιτήσεων των πελατών της. Ο Όμιλος σχεδιάζει, κατασκευάζει και υποστηρίζει συνολικά υποβρύχια και πλοία επιφανείας. Επίσης παρέχει υπηρεσίες σε ναυπηγεία και ναυτικές βάσεις. Επιπροσθέτως, παρέχει ένα μεγάλο εύρος λύσεων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Προσηλωμένος στην Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη ο Όμιλος έχει προσχωρήσει στο Οικουμενικό Σύμφωνο του ΟΗΕ. Ο κύκλος εργασιών του Ομίλου ανέρχεται σε €3,7 δισ. και απασχολεί 13.429 εργαζομένους (στοιχεία 2017).
Το πρόγραμμα της Αυστραλίας έρχεται ως παράδειγμα προς μίμηση, και για την Ελλάδα, έγκαιρου προγραμματισμού, απόκτησης πολλαπλών οφελών, τεχνολογικών και βιομηχανικών, και προμήθειας ενός υποβρυχίου «κομμένου και ραμμένου» στις επιχειρησιακές ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού της Αυστραλίας.
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να μελετήσει το αυστραλιανό πρόγραμμα και τις πτυχές του, αφενός να διδαχθεί πως μια χώρα, μπορεί μέσω των εξοπλισμών να αποκομίσει τεράστια οφέλη, αφετέρου διότι έχει μεγάλη ανάγκη για νέα υποβρύχια, δεδομένου ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία η χώρας μας θα πρέπει να αντικαταστήσει όλα τα υποβρύχια τύπου T-209 με νέες σχεδιάσεις, εκτός ίσος του αναβαθμισμένου T-209.1200, το οποίο μπορεί να παραμείνει σε υπηρεσία μέχρι τα τέλη της επόμενης δεκαετίας. Η ηλικία των υποβρυχίων αυτών καταμαρτυρούν αυτή την μεγάλη ανάγκη.
Ο ελληνικός στόλος των υποβρυχίων T-209 διαμορφώθηκε κατόπιν δύο διαδοχικών ναυπηγικών προγραμμάτων και δύο προγραμμάτων αναβάθμισης. Η σύμβαση για τη ναυπήγηση τεσσάρων υποβρυχίων τύπου T-209.1100 κλάσης «Γλαύκος», εκτοπίσματος 1.100 τόνων, της γερμανικής HDW, υπογράφηκε το 1967. Όλα τα «Γλαύκος» ναυπηγήθηκαν στο Κίελο της Γερμανίας την περίοδο 1968-1972. Μετρούν δηλαδή 47-51 χρόνια υπηρεσίας και 19-26 χρόνια υπηρεσίας ως αναβαθμισμένα, στο πλαίσιο του προγράμματος «Neptune I»
Η εφαρμογή του προγράμματος εκσυγχρονισμού «Neptune I» αποφασίστηκε τον Δεκέμβριο του 1988 με κόστος 69 δισεκατομμύρια δραχμές (το σχετικό συμβόλαιο υπογράφηκε το Φεβρουάριο του 1989). Πρώτα αναβαθμίστηκε, στο Κίελο, το S-112 «Τρίτων» (Αύγουστος 1991-Αύγουστος 1993) και ακολούθησαν το S-113 «Πρωτεύς» (Ιανουάριος 1993-Μάρτιος 1996), το S-110 «Γλαύκος» (Μάρτιος 1996-Αύγουστος 1998) και το S-111 «Νηρεύς» (Φεβρουάριος 1998-Φεβρουάριος 2000), τα οποία εκσυγχρονίστηκαν στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Σήμερα, σε υπηρεσία παραμένουν τρία υποβρύχια, μετά τον παροπλισμό του S-110 «Γλαύκος», τον Ιούνιο του 2011.
Ακολούθησε η σύμβαση για τη ναυπήγηση τεσσάρων υποβρυχίων τύπου T-209.1200 κλάσης «Ποσειδών», εκτοπίσματος 1.200 τόνων, η οποία υπογράφηκε το 1975. Και αυτά τα υποβρύχια ναυπηγήθηκαν στο Κίελο της Γερμανία την περίοδο 1976-1980. Άρα μετράνε ήδη 39-43 χρόνια υπηρεσίας.
Τον Μάιο του 2002 υπογράφηκε σύμβαση, ύψους € 826.173.947, για τον εκσυγχρονισμό μέσης ζωής και γενικής επισκευής (πρόγραμμα «Neptune IΙ»). Οι εργασίες αναβάθμισης του S-118 «Ωκεανός» ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2004 και το αναβαθμισμένο υποβρύχιο καθελκύστηκε τον Φεβρουάριο του 2009. Με τη σύμβαση του Μαρτίου του 2010, το πρόγραμμα «Neptune II» ακυρώθηκε (αντί του εκσυγχρονισμού των υπολοίπων υποβρυχίων συμπεριλήφθητε προαίρεση για τη ναυπήγηση δύο επιπλέον T-214.1700 AIP, η ενεργοποίηση της οποίας δεν έχει πραγματοποιηθεί). Έτσι, στο πλαίσιο της υλοποίησης της σύμβαση του 2010 το S-118 «Ωκεανός» καθελκύστηκε, οριστικά αυτή τη φορά, τον Οκτώβριο του 2014. Τα τρία μη αναβαθμισμένα υποβρύχια της κλάσης «Ποσειδών» θα παραμείνουν σε υπηρεσία ως έχουν μέχρι να παροπλιστούν.
Οι αριθμοί και τα χρόνια υπηρεσίας των ελληνικών T-209 είναι ξεκάθαρα, όπως και τα δεδομένα. Σήμερα, το ΠΝ διατηρεί σε υπηρεσία 11 υποβρύχια, έξι εκ των οποίων θα πρέπει, από το 2020 και μετά, να αντικατασταθούν (δηλαδή τα τρία αναβαθμισμένα μεν, αλλά μεγάλης ηλικίας «Γλαύκος», και τα τρία μη αναβαθμισμένα και μεγάλης ηλικίας «Ποσειδών»).
Εάν το ΠΝ επιθυμεί μια οροφή δυνάμεων 10 υποβρυχίων, τότε το όποιο πρόγραμμα αναμένεται να αφορά στη ναυπήγηση τουλάχιστον πέντε υποβρυχίων. Βέβαια, καλό θα ήταν πριν γίνει η οποιαδήποτε σκέψη για ναυπήγηση νέων υποβρυχίων να λυθεί επιτέλους το χρόνιο και μείζων πρόβλημα την προμήθεια σύγχρονων τορπιλών βαρέως τύπου. Με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα, αλλά και τις πιεστικές αμυντικές ανάγκες της χώρας η πλέον συμφέρουσα λύση θα ήταν η ναυπήγηση νέων υποβρυχίων στην Ελλάδα, σε βάθος δεκαετίας και με τη μέθοδο της χρηματοδότησης ώστε η δαπάνη να επιμεριστεί σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Σε περίπτωση πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το Αιγαίο θα αποτελέσει πεδίο αεροναυτικής αντιπαράθεσης. Στην κλειστή θάλασσα του Αιγαίοι υποβρύχια, πλοία επιφανείας και αεροσκάφη θα εμπλακούν σε σειρά επιχειρήσεων όπως περιπολίες, ενέδρες, απαγόρευση πρόσβασης σε συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές, προσβολές εχθρικών μονάδων κ.ά. Η γεωγραφία του Αιγαίου καθιστά τα υποβρύχια και την ισχύ τους σημαντικό παράγοντα της αμυντικής ικανότητας της Ελλάδας. Η αξία τους αυξάνει ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι σε κλειστές θάλασσες τα μεγάλα πλοία επιφανείας είναι ευάλωτα σε επιθέσεις, ιδιαίτερα σε επιθέσεις κορεσμού, σε αντίθεση με το υποβρύχιο που είναι δυσκολότερος στόχος.