Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο «ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ» του δημοσιογράφου και πολιτικού ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΨΗ, Εκδόσεις «Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη», Αθήνα 1989, Σελίδες 264-270.
Η τελευταία λειτουργία
Η ελληνική σημαία υποστέλλεται, τα τελευταία τμήματα του Στρατού μας φεύγουν από τη Σμύρνη. Και μαζί τους φεύγουν όσοι μπορούν να σωθούν. Οι αρχιερείς της Ανατολής, όσοι έχουν διαφύγει τον μαρτυρικό θάνατο, σπεύδουν στη Μητρόπολη και προτρέπουν τον Χρυσόστομο να τους ακολουθήσει. Αλλ’ εκείνος αρνείται κι όταν ακόμη τον πιέζουν οι δημογέροντες. «Όλοι φεύγετε», ψιθυρίζει, «κι’ όμως κάποιος πρέπει να μείνει εδώ». Ακόμη και αυτός ο Αρχιεπίσκοπος των Καθολικών εξασφαλίζει θέση σ’ ένα πλοίο της γραμμής και προσπαθεί να μεταπείσει τον Χρυσόστομο. Μάταιος ο κόπος του. Ο Χρυσόστομος προτιμά να σπεύσει στον Αμερικανό πρόξενο Τζων Χόρτον, τον υπέροχο αυτό φιλέλληνα, και να του ζητήσει τη βοήθειά του για τη σωτηρία των Χριστιανών, της Σμύρνης.
«Ό Μητροπολίτης»-γράφει ο Χόρτον στο βιβλίο του «Ή μάστιξ τής Ασίας»-ήταν κάτωχρος, ή σκιά τού έγγίζοντος θανάτου ηπλούτο επί του προσώπου του. Ολίγοι, εξ όσων αναγνώσουν τάς γραμμάς αυτάς, θά εννοήσουν τήν σημασίαν του φαινομένου τούτου…». Και προσθέτει: «Δέν μού ώμίλησε περί του κινδύνου, τον οποίον ό ίδιος διέτρεχεν, αλλά μέ παρεκάλεσε να πράξω πάν το δυνατόν πρός σωτηρίαν των κατοίκων της Σμύρνης».
Ο Χρυσόστομος αγωνίσθηκε να πετύχει την προστασία του πληθυσμού υπό των Συμμάχων, δεν παρέλειψε το παραμικρό. Αντιλαμβάνεται, όμως, ότι μοναδική ελπίδα είναι ο Θεός.
Η 27η Αυγούστου βρίσκει τη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής γεμάτη πρόσφυγες. Έσπευσαν να βρουν προστασία στην εκκλησία τους. Είναι ακόμη νωρίς, μόλις 7 το πρωί, όταν ανοίγει η Ωραία Πύλη κι εμφανίζεται ο Μητροπολίτης. Φέρει τα μεγάλα άμφια του κι είναι ωχρός, αλλά το βλέμμα του αστραποβολεί. Γονατίζει, σαν αμαρτωλός, μπροστά στο Άγιο Βήμα, κι αρχίζει να προσεύχεται κατανυκτικά μαζί με τους πρόσφυγες.
Είχε μια τραγική μεγαλοπρέπεια η τελευταία εκείνη λειτουργία. Ήταν ένας Μυστικός Δείπνος. Ο Χρυσόστομος είχε ανακαλύψει το Σταυρό του κι ετοιμάζεται. Όταν τελειώνει την προσευχή του και σηκώνεται, μια θεϊκή γαλήνη έχει απλωθεί στο πρόσωπο του. Είναι έτοιμος να περάσει από την φθαρτή ζωή στην αθανασία-από την πραγματικότητα στον θρύλο, να γίνει ο Χρυσόστομος Σμύρνης.
Τις τελευταίες του ώρες, ο Χρυσόστομος διαθέτει προς βοήθεια του ποιμνίου του-διανέμει συσσίτιο, κλινοσκεπάσματα, φάρμακα στους πληγωμένους. Κι όταν εξαντλεί όλα τα μέσα, που έχει στη διάθεσή του, ανεβαίνει στον άμβωνα κι αρχίζει να τους εξηγεί περικοπές από το Ευαγγέλιο της Μεγάλης Εβδομάδας-της εβδομάδας των Παθών, που έχει σημάνει για τη μαρτυρική Σμύρνη. Οι δυστυχισμένοι πρόσφυγες κρέμονται από τα χείλη του, τα λόγια του είναι βάλσαμο για τις ψυχές τους.
Βρισκόταν ακόμη στο άμβωνα όταν Τούρκος υπαστυνόμος, συνοδευόμενος από ένοπλο στρατιώτη, ανοίγει με τρομερό πάταγο την πύλη της εκκλησίας. Στη θέα τους οι πρόσφυγες τρομάζουν, οι γυναίκες σταυροκοπιούνται, τα παιδιά ξεσπούν σε κλάματα. Αλλ’ οι άνδρες συσπειρώνονται γύρω από τον Μητροπολίτη θέλουν να τον προστατεύσουν με τα στήθη τους. Για μια ακόμη φορά ο Χρυσόστομος κατορθώνει να μεταβάλει τους λαγούς-τους πανικόβλητους πρόσφυγες-σε λιοντάρια. Αυτή τη φορά όμως η θυσία τους θα είναι άσκοπη και μ’ ένα βλέμμα τους συγκρατεί.
Ο υπαστυνόμος, με περιφρονητικό ύφος, φωνάζει στο Χρυσόστομο:
-Παπά… σε φωνάζει ο φρούραρχος. Να παρουσιασθείς αμέσως εμπρός του.
Οι πρόσφυγες θέλουν να τον συγκρατήσουν προτιμούν να πεθάνουν όλοι μαζί, να τινάξουν την Αγία Φωτεινή στον Αέρα και να ταφούν κάτω από τα ερείπια της, παρά να αφήσουν το Μητροπολίτη στα χέρια των Τούρκων. Είναι ο μόνος προστάτης τους-ο μόνος που έχει μείνει, τη στιγμή που όλοι φεύγουν για να σωθούν. Και πάλι, όμως, ο Χρυσόστομος τους συγκρατεί και γαλήνιος ετοιμάζεται ν’ ακολουθήσει τον υπαστυνόμο. Τη στιγμή που οι κλητήρες ανοίγουν την πύλη για να περάσει ο Χρυσόστομος, τη γαλήνη της Αγίας Φωτεινής ταράζει ένας δαιμονισμένος θόρυβος, κραυγές θριάμβου βαρβαρικών ορδών. Είναι οι άνδρες του 4ου Σώματος Ιππικού του Μεχμέτ Τζακή Μπέη, που μπαίνουν στη Σμύρνη. Και τους ακολουθεί ο νέος στρατιωτικός διοικητής της Σμύρνης στρατηγός Νουρεντίν πασάς-το αιμοβόρο θηρίο, που ικανοποιούσε τα κανιβαλικά ένστικτά του με αίμα χριστιανικό. Ο Χρυσόστομος δεν μπορούσε ν’ αμφιβάλλει για την τύχη του.
Μια πολύτιμη μαρτυρία υπάρχει για τις τελευταίες ώρες του Χρυσόστομου; Είναι η κατάθεση του κλητήρα Θωμά Βουλτσίου, που για 20 χρόνια υπηρετούσε πιστά τον Χρυσόστομο:
«Ό αστυνόμος-αναφέρει-ώδήγησε τόν Δεσπότη, στον φρούραρχον, ενα μαυρειδερόν Άλβανόν. ‘Η πόρτα είχε μείνει μισάνοικτη κι έβλεπε μέσα. Έχαιρετίσθηκαν κι ο φρούραρχος παρήγγειλε βυσσινάδα γιά τόν Δεσπότη. Έπειτα άρχισε κάτι νά λέγη κι’ ό Δεσπότης έγραφε. Σέ λίγη ώρα έτελείωσαν. Όταν εβγήκαμε έξω, μαζί μέ τόν αστυνόμο, έλειπε τ’ αμάξι μας. Γιά καλή τύχη έφθασαν τήν ώραν έκείνην δύο Αμερικανοί αξιωματικοί κι είχαν την καλωσύνη νά μας δώσουν τό αυτοκίνητό τους νά γυρίσουμε. Εφθάσαμε στήν Μητρόπολι ή ώρα πέντε. Χαρά όλων πού μας είδαν. Ό Μητροπολίτης έγραψε τήν προκήρυξι πού του έδωσεν ό φρούραρχος – έλεγε νά μείνουν όλοι στά σπίτια τους καί νά παραδώσουν τά όπλα στίς Αρχές.
»Στίς οκτώ τό βράδυ έρχεται ενα αυτοκίνητο στήν Μητρόπολι μέ τόν ίδιο αστυνόμο καί δύο στρατιώτες, ώπλισμένους μέ λόγχες. Ήλθαν νά πάρουν τόν Δεσπότη, πώς τόν ζητούσεν ό νομάρχης, χωρίς νά πούν τό όνομά του, νά πάη στο διοικητήριο μέ τρεις δημογέροντες. Επήραμε τόν Τσουρουκτσόγλου καί τόν Κλιμάνογλου καί μπήκαν οί τρεις καί οί αστυνομικοί στό αυτοκίνητο. Για μένα δέν υπήρχε θέσις καί ό Δεσπότης μούπε να περιμένω στήν Μητρόπολι. Στίς δέκα τό βράδυ ένας άπό τούς στρατιώτες, πού ήλθαν τό απόγευμα, έφερε μιά κάρτα τού Δεσπότη γιά τόν αδελφό του Ευγένιο. Τού έγραφε: « Αγαπητέ αδελφέ. Μας εκράτησαν απόψε εμέ ως πρόεδρο τής Μικρασιατικής Αμύνης καί τούς άλλους ως μέλη. Μήν ανησυχήτε». Ό Ευγένιος άρχισε νά κλαίη. Τό άλλο πρωί, Κυριακή, μέ στέλνει νά μάθω γιά τόν Δεσπότη, Ευρήκα τον Ζαδέ τής Τραπέζης. Πρίν μισή ώρα είχα συναντήσει τόν υπαστυνόμο, πού είχε πάρει τόν Δεσπότη. Αυτός τούς είπε πώς τον Δεσπότη τόν χάλασαν, καθώς καί τούς δύο δημογέροντες. Έτσι έγιναν. Ως τήν Τετάρτη, πού έφυγα, δέν μπόρεσα νά μάθω τίποτε άλλο».
Ο δολοφόνος αποκαλύπτει
Η ιστορία δεν αναφέρει πώς πέθανε ο Χρυσόστομος. Βαθύ, μυστήριο ήλθε να καλύψει τις τελευταίες ώρες του μαρτυρίου του. Οι Τούρκοι δεν μίλησαν ποτέ-τρόμαξαν κι οι ίδιοι μπροστά στην αποκάλυψη της θηριωδίας τους. Κι οι Ευρωπαίοι ιστορικοί, που δεν δυσκολεύτηκαν να εξιχνιάσουν και την τελευταία λεπτομέρεια του θανάτου του Χίτλερ, που έγραψαν τόμους ολόκληρους για την εκτέλεση του Μουσολίνι και της ερωμένης του, απέστρεψαν το πρόσωπο από τη θυσία του μεγάλου ιεράρχου. Η στάση τους θα ήταν ανεξήγητη αν δεν ήταν σ’ όλους γνωστό, ότι ο Χρυσόστομος μαρτύρησε υπό τη σκιά των πυροβόλων του συμμαχικού Στόλου.
Την ώρα, που ο θηριώδης όχλος σκύλευε το πτώμα του, ο Νουρεντίν, ο δήμιος του, με νωπό το αίμα του Δεσπότη στα χέρια του, συνομιλούσε φιλικά με τον Γάλλο ναύαρχο… πάνω στο καταδρομικό «Ερνέστος Ρενάν»!…
Θα παρέμενε άγνωστο το μαρτύριο του, αν ένας από τους πρωταγωνιστές των δραματικών γεγονότων της 30ης Αυγούστου, ο διοικητής του αποσπάσματος, που τον οδήγησε στον Γολγοθά του, δεν αποφάσιζε να μιλήσει. Δεν τον καταδίωκαν οι τύψεις, δεν σκέφθηκε την ιστορική έρευνα, απλώς είχε οικονομικές δυσχέρειες και σκέφθηκε να πωλήσει τις πληροφορίες του κι ένα τραγικό κειμήλιο: το χέρι του οικτρά διαμελισθέντος Μητροπολίτη. Οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα θα φρικιούσε και μόνο στην ιδέα μιας τόσο ανίερης συναλλαγής, αλλ’ όχι ο Τούρκος δήμιος του Χρυσόστομου. Άλλωστε, μόλις είχαν γίνει οι θηριωδίες της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και το ανθελληνικό μίσος είχε φουντώσει και πάλι στην Τουρκία. Και ο Ρουστέμ μπέης Βάσιτς έστειλε ανθρώπους του να βολιδοσκοπήσουν ομογενής της Σμύρνης, αν ήθελε ν’ αγοράσει το χέρι του Χρυσόστομου. Η συναλλαγή αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ αλλ’ ο Βάσιτς μίλησε μετά από αδρή αμοιβή.
Ο Νουρεντίν δεν ήθελε να εκτελέσει το Χρυσόστομο-δεν του αρκούσε η εκδίκηση αυτή. Ήθελε να τον ταπεινώσει, να τον εξευτελίσει και στη συνέχεια να τον παραδώσει στο μαρτύριό του. Τη δεύτερη φορά, που τον συνέλαβε, διέταξε να τον φέρουν εμπρός του. Και μόλις τον είδε, άφησε να ξεσπάσει όλη η λύσσα του, να ξεχειλίσει ο βόρβορος της ψυχής του:
-Εσύ είσαι ο παπάς, που βρίζεις τους Τούρκους; του φώναξε. Γουρούνι, θα δεις τι τιμωρία σου ετοιμάζω. Εσύ κι οι Έλληνές σου είστε Λαός χαμάληδων και χαμάληδες θα σε δικάσουν.
Έτσι κι έγινε. Σε μια από τις αίθουσες τους Διοικητηρίου είχε συγκεντρώσει χαμάληδες της Σμύρνης, τύπους κτηνώδεις, αδίστακτους-ήταν οι «λαϊκοί δικασταί», που θα δίκαζαν τον Χρυσόστομο. Μόλις τον είδαν, άρχισαν να καγχάζουν, να τραβούν τα ράσα του, να τον φτύνουν και να τον προπηλακίζουν. Μαζί με τον Χρυσόστομο βρίσκονταν και οι δύο δημογέροντες, ο Κλιμάνογλου και ο Τσουρουκτσόγλου. Αν και γνώριζαν, ότι πλησιάζει το τέλος τους, δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν. Βλέποντας τον εξευτελισμό του Χρυσοστόμου, θέλησαν να ορμήσουν, να τον προστατεύσουν με τα γεροντικά στήθη τους. Δεν τους άφησαν όμως-τους έδεσαν και τους υποχρέωσαν να παρακολουθήσουν το μαρτύριο του ποιμενάρχη τους. Έκλαιγαν σπαρακτικά οι δύο δημογέροντες και η απελπισία τους κέντριζε τη θηριωδία των Τούρκων έκανε τις βρωμερές ψυχές τους ν’ αναγαλλιάζουν. Μόνο ο Χρυσόστομος διατηρούσε τη ψυχραιμία του. Μια θεϊκή γαλήνη είχε απλωθεί στο πρόσωπο του.
Τι να σκεπτόταν, άραγε, τη στιγμή εκείνη, ο σεπτός ιεράρχης; Όσοι τον γνώριζαν δεν αμφιβάλλουν, ότι θ’ αναλογιζόταν το μαρτύριο του Διδασκάλου του κι η ψυχή του θα πλημμυρούσε χαρά στη σκέψη, ότι είχε βρει το Σταυρό, που αναζητούσε. Οποιοσδήποτε θα δείλιαζε. Ο Χρυσόστομος δεν μπορεί παρά να ψιθύριζε: «Γενηθήτω τό θέλημά Σου, Κύριε…».
-Ήταν παλληκάρι ο παπάς σας, ομολόγησε με κάποιο ενστικτώδη σεβασμό, ο Βάσιτς. Δεν τον άκουσα να ικετεύει, να παραπονεθεί-ως την τελευταία στιγμή δεν άκουσα τη φωνή του.
Κάποτε, το δικαστήριο των χαμάληδων εξέδωσε την απόφαση του: «Νά σταυρωθεί… νά σταυρωθεί όπως ο Χριστός τους…», ούρλιαζαν, όταν αυτός, που εκτελούσε χρέη… προέδρου, τους ρώτησε ποια έπρεπε να ήταν η ποινή. Ο Νουρεντίν φώναξε αμέσως τον Ρουστέμ μπέη Βάσιτς και τον διέταξε να εκτελέσει την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου.
Ο Ρουστέμ μπέη Βάσιτς ήταν έφεδρος λοχαγός του τουρκικού Στρατού. Καταγόταν από τη Βοσνία κι ο πατέρας του ήταν έμπορος στη Σμύρνη. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής Κατοχής δεν έφυγε, ήταν ένας από τους πολυάριθμους κατάσκοπους του Κεμάλ. Και μόλις ο Στρατός μας εγκατέλειψε την πόλη φόρεσε τη στολή του και συγκρότησε το περιβόητο «απόσπασμα εκτελέσεων»-μια ορδή εγκληματιών, που εξόντωσε χιλιάδες Ελλήνων. Μετά ο Βάσιτς έγινε δικολάβος στη Σμύρνη.
Στον Βάσιτς αναθέτει ο Νουρεντίν να οδηγήσει τον Χρυσόστομο στον Γολγοθά του-το Τρικυλίκ-κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Δεν αντέχει όμως, τον μισεί τόσο, ώστε την ώρα, που το απόσπασμα με τους τρεις μελλοθάνατους κατέβαινε τις σκάλες του Διοικητήριο, ο Νουρεντίν προβάλλει στο κεφαλόσκαλο. Ήταν έξαλλος, σαν λυσσασμένο θηρίο. Τα μάτια του κατακόκκινα, σαν να έσταζαν αίμα, το στόμα του γεμάτο αφρούς-ήταν ο πραγματικός Νουρεντίν, χωρίς καμιά προσποίηση.
-Σκυλί, φωνάζει στον Χρυσόστομο, από δικό μου βόλι θα πας.
Και, τραβώντας το περίστροφό του, τον πυροβολεί. Αλλ’ έτρεμε απ’ την οργή του κι η σφαίρα αστοχεί. Αντί να πλήξει τον Χρυσόστομο, τραυματίζει θανάσιμα τον Κλιμάνογλου.
Το λιντσάρισμα
Ο πυροβολισμός του Νουρεντίν ήταν το σύνθημα. Στο προαύλιο του Διοικητηρίου ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι φονιάδες, οι ληστές, τ’ αποβράσματα της Σμύρνης. Πράκτορες του Κομιτάτου τους είχαν συγκεντρώσει έναντι αδρής αμοιβής. Κι όσο διαρκούσε η αποτροπιαστική εκείνη παρωδία της δίκης, τους πότιζαν ρακί. Είχαν κι όλας μεθύσει, όταν φάνηκε ο Χρυσόστομος με τους δύο συγκαταδίκους του. Περίμεναν ποιος θα κάνει την αρχή και την έκανε ο Νουρεντίν. Μόλις ακούν τον πυροβολισμό, ορμούν στ’ ανυπεράσπιστα θύματα τους.
Θα χρειαζότανε η τραγική φαντασία ενός Δάντη για ν’ αποδώσει τις φρικιαστικές σκηνές, που συνέβησαν μπρος στα μάτια του Νουρεντίν. Η ορδή των φονιάδων ορμά-δεν έχουν όπλα, θα ήταν πολύ ευσπλαχνικός ο θάνατος. Με τα χέρια τους, με πέτρες και ξύλα, κτυπούν τον Χρυσόστομο. Του ξεριζώνουν, αλαλάζοντας με μανία, τα κατάλευκα γένια του. Το αίμα τρέχει άφθονο, μουσκεύει τα ράσα του και η μυρωδιά του εξαγριώνει ακόμη περισσότερο τον διψασμένο για αίμα όχλο. Ένας βαστάζος του λιμανιού θέλει να διακριθεί και με το μαχαίρι του βγάζει το ένα μάτι του Χρυσόστομου. Κλονίζεται ο Δεσπότης, γονατίζει. Αλλ’ οι δήμιοί του δεν τον αφήνουν. Οι άνδρες του Βάσιτς τον σηκώνουν και υποβαστάζοντας τον τον υποχρεώνουν να συνεχίσει τη μαρτυρική πορεία του προς τον Γολγοθά. Φυσικά, δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να συγκρατήσουν τον όχλο που συνεχίζει το αιματηρό όργιό του.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο Χρυσόστομος έχει τυφλωθεί. Τα μαλλιά και τα γένια του έχουν ξεριζωθεί, το πρόσωπο του είναι μια τεράστια πληγή-τον έχουν γδάρει κυριολεκτικά. Δεν βαδίζει πλέον τον σέρνουν και τον ανασκολοπίζουν, αργά, μεθοδικά, με μανία. Κι όμως δεν παραπονιέται, δεν ικετεύει, δεν λυγίζει στον Τούρκο. Μόνο την τελευταία στιγμή, την ώρα, που σωριάζεται, αφήνοντας την τελευταία πνοή του, αναφωνεί: «Θεέ μου…».
Ο Χρυσόστομος είναι νεκρός, αλλά το μαρτυρικό τέλος του τον μεταβάλλει σε αθάνατο. Ο Βάσιτς φορτώνει το σακατεμένο πτώμα του σε μια βοϊδάμαξα και συνεχίζει την πορεία του προς το Τρικυλίκ. Αλλ’ ο όχλος δεν έχει κορέσει τη μανία του-παρακολουθεί την άμαξα και ξεσχίζει τις άψυχες σάρκες. Δεν έχει απομείνει παρά ένα ανατριχιαστικό κουφάρι και το κουφάρι αυτό ο Βάσιτς το κρεμά στην αγχόνη, που περίμενε τον Δεσπότη.
-Έπρεπε να τον κρεμάσω. Ήταν διαταγή, λέει, σαν να ήθελε να δικαιολογηθεί, και κλείνει την αφήγηση του.
Ο Νουρεντίν δεν «εχάλασε» τον Χρυσόστομο από εκδίκηση μόνο. Το προσωπικό του μίσος τον βοήθησε, απλώς, να δείξει όλη τη θηριωδία του, να κάμει φρικιαστικότερο το μαρτύριο του ιεράρχη. Ο Χρυσόστομος έπρεπε να πεθάνει. Μόνο μετά το θάνατό του μπορούσαν να ελπίζουν οι Τούρκοι στο οριστικό ξεκλήρισμα του μικρασιατικού Ελληνισμού-στην καταστροφή της Σμύρνης. Κι απόδειξη είναι ότι το μακελειό αρχίζει λίγες ώρες μετά το θάνατό του. Αν ζούσε, ασφαλώς, θα κατόρθωνε να συνεγείρει τον χριστιανικό κόσμο, να μεταβάλει τους τρομοκρατημένους λαγούς σε ατρόμητα λιοντάρια.
Οι Τούρκοι «χάλασαν» τον Δεσπότη. Έλπιζαν έτσι ν’ αποκόψουν κάθε δεσμό του Ελληνισμού με την ιωνική γη. Ήταν το μεγαλύτερο σφάλμα τους. Η φυγή μας από τη Μικρά Ασία, η εγκατάλειψη της Σμύρνης, ήταν μια από τις ντροπιασμένες σελίδες της ιστορίας μας-δεν θα υπάρχει Έλληνας που να μην ήθελε να την λησμονήσει, να τη διώξει από τη σκέψη του σαν ανατριχιαστικό εφιάλτη. Ήλθε όμως το μαρτύριο του Χρυσόστομου κι ήταν αρκετό για να εξιλεώσει την ντροπή ενός ολόκληρου Έθνους. Το αίμα του, που πότισε τα καλντερίμια της Σμύρνης, γίνηκε ο άρρηκτος δεσμός των νοσταλγών, ολόκληρου της Φυλής, με τις χαμένες μας και αλησμόνητες Πατρίδες. Όσο θα ζει η ανάμνηση του μαρτυρίου του Χρυσόστομου, η ιωνική γη θα είναι ελληνική. Και το μαρτύριο του δεν θα λησμονηθεί ποτέ.