Τρεις Έλληνες παρακολούθησαν κρυφά και με κίνδυνο της ζωής του την όλη διαδικασία του φρικτού θανάτου του εθνομάρτυρα όπως διέδωσαν προφορικά οι απόγονοί τους κατόπιν διασταυρωμένων μαρτυριών. Μετά τη σύλληψη του Διάκου στη Δαμάστα τον έφεραν τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας τον από τη νότια είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτήριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) τον έκλεισαν μέσα σ’ ένα παλιό χάνι όπου σήμερα έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο. Τρεις Τούρκοι τον έδεσαν με σκοινιά σ’ ένα παχνί και έφυγαν. Ο Διάκος πονούσε πολύ από τα τραύματά του και φαινόταν ταλαιπωρημένος.
Του Αθανασίου Β. Ραούλη, εκπαιδευτικός, οικονομολόγος, τέως Περιφερειακός Διευθυντής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσσαλίας
Ξαφνικά μπαίνουν μέσα ο Ομέρ Βρυώνης και ο Χαλήλ Μπέης. Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις Έλληνες απ’ τις αναλαμπές των δαυλών ξεχώριζαν την αγριότητα του Χαλήλ που φώναζε και χειρονομούσε ενώ ο Διάκος τους αντιμετώπιζε ατάραχα. Μιλούσαν αρκετή ώρα μεταξύ τους ο Ομέρ Βρυώνης και ο Χαλήλ παρουσία του επικεφαλής της Φρουράς και στη συνέχεια ο Ομέρ Βρυώνης έφυγε αφού έριξε μια περιφρονητική ματιά στο Διάκο. Τρεις Τούρκοι άναψαν φωτιά έξω σε μια άκρη. Πάνω της έβαλαν μια σιδεροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι γεμίζοντάς το με λάδι που έφεραν σ’ ένα γκιούμι. Αμέσως υποπτεύτηκαν τα χειρότερα.
Ο Χαλήλ με τον επικεφαλής κάθισαν το Διάκο δεμένος όπως ήταν σ’ ένα παλιό ξύλινο σκαμνί ώστε να κρέμονται τα πόδια του. Αναλογίστηκαν τι θέλουν να τον κάνουν. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν κάτι και αυτός επίμονα κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά τού έμπηγαν μυτερά καρφιά στις πατούσες των ποδιών του και αυτός αναταραζόταν από τον πόνο. Οι βασανιστές του παίρνοντας απ’ το κακάβι καυτό λάδι το έριχναν βασανιστικά στα πόδια του… Αφού είδαν πως δεν αντιδρούσε έντονα άφησαν τα πόδια και έσκισαν γιλέκο και πουκαμίσα που φορούσε ρίχνοντάς τον καυτό λάδι στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του με αργές κινήσεις. Βουβά οδυρόταν ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά απ’ το στόμα του. Κι όσο δεν μιλούσε, τόσο αγρίευαν περισσότερο οι βασανιστές του. Είχαν όμως εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς να πεθάνει. Έτσι συνέχιζαν…
Το σώμα του Διάκου άρχισε να νεκρώνεται. Είδαν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημιουργούνταν στο δέρμα απ’ το καυτό λάδι. Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, σταμάτησαν. Πριν ξημερώσει οι τρεις παρατηρητές για να μη γίνουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνόμενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος. Κι όταν πια ο ήλιος είχε ανέβη ψηλά, έλυσαν το Διάκο και σέρνοντάς τον έβγαλαν έξω χωρίς όμως να δείχνει πως καταλαβαίνει. Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντάς τον δεν τον αναγνώριζαν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που έβλεπαν ήταν τα κακοποιημένα ρούχα του.
Αφού τον έσυραν τον πέρασαν πέρα από το ρέμα όπου ετοίμαζαν το στήσιμο της… ψησταριάς! Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη για να βλέπει ο κόσμος τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Μέσα στο πλήθος που παρακολουθούσε με αγωνία, ξεχώρισε μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Ήταν η δόλια μάνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι.
Για μια στιγμή βουβάθηκαν όλοι βλέποντας να φτάνει εκεί ο γύφτος δήμιος, ονόματι Αλεξίου, που κρατούσε ένα σουβλί και αμέσως κατάλαβαν τι επρόκειτο να γίνει. Αυτός έτρεμε απ’ το φόβο του, γιατί είχε αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος, όταν θα τον σούβλιζε.
Έτσι άρχισε το τελευταίο πια μαρτύριο. Τον έδεσαν ανάσκελα σ’ ένα σαμάρι με τα πόδια του ανοιχτά ενώ ο δήμιος έχωνε την πολύ καλά λεπτυσμένη άκρη του σουβλιού ξεκινώντας απ’ τη βουβωνική χώρα και προχωρούσε προς τα επάνω περνώντας το σουβλί κάτω από το δέρμα μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του λίγο κάτω απ’ το δεξί του αυτί. Από κάποιες μικροκινήσεις που έκανε ο Διάκος κάθε φορά που έσπρωχνε το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, έδειχνε πως ήταν ακόμα ζωντανός. Μόλις τελείωσε ο γύφτος όρμησαν Τούρκοι με σκοινιά που έδεσαν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και τον ακούμπησαν όρθιο με το σουβλί σ’ ένα δέντρο. Ενώ συγύριζαν τη φωτιά ξαφνικά εμφανίστηκε ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο μπροστά στο σουβλισμένο Διάκο που με τη διμούτσουνη κουμπούρα τού έριξε δυο κουμπουριές που βρήκαν κατάστηθα το Διάκο και χάθηκε στην ανηφόρα. Ο Χαλήλ Μπέης το είδε και άφρισε απ’ το θυμό του και έδωσε εντολή να βάλουν το Διάκο πάνω στη φωτιά και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθούσε αυτή την κτηνωδία έμεινε άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος έδωσε εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νεκρό το Διάκο και να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στάβλους. Εκεί άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο σχεδόν τρεις ημέρες φρουρούμενο. Την τρίτη ημέρα αποχώρησαν οι φρουροί, αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε κάποιοι χριστιανοί βρήκαν ευκαιρία που περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του. Πήγαν τού έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και τον έθαψαν χωρίς να βάλουν σταυρό από φόβο.
Αργότερα το 1861 ο Συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θάψει το Διάκο έκανε έρευνες και βρήκε το σκελετό του διαλυμένο. Μάζεψαν τα κόκαλα σ’ ένα ξύλινο κουτί και το έθαψαν στο ίδιο σημείο τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομά του. Τέλος στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διάκο όπως έπρεπε με έναν υπέρλαμπρο ανδριάντα στην πλατεία Διάκου με αποκαλυπτήρια επίσημα παρουσία του Βασιλέως Γεωργίου Α’, της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρατιωτικών και άλλων επισήμων στις 23 Απριλίου 1903.
Πηγή: Ελευθερία