Η κινητήρια δύναμη πίσω από την ανάπτυξη των κατευθυνόμενων βλημάτων πυροβολικού είναι το γεγονός ότι παρά τα εκτεταμένα προγράμματα εκσυγχρονισμού και τις συνεχείς βελτιώσεις των πυροβόλων, κυρίως των αυτοκινούμενων, η προσβολή ενός και μόνο στόχου απαιτεί σημαντικό αριθμό συμβατικών βλημάτων. Τα κατευθυνόμενα βλήματα ήρθαν με τη λογική: «Προσβολή του επιλεγμένου στόχου με επιτυχία και με ένα βλήμα».
Πριν αναφερθούμε στην ευκαιρία που παρουσιάζουν τα κατευθυνόμενα βλήματα για το Ελληνικό Αυτοκινούμενο Πυροβολικό, θα ήταν χρήσιμο να δούμε, με αριθμούς, πως έχει εξελιχθεί η ισχύς του, από το 1996 μέχρι σήμερα, το 2018.
Το 1996, ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) μπορούσε να παρατάξει στο πεδίο της μάχης 533 αυτοκινούμενα συστήματα πυροβολικού, εκ των οποίων 134 πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων (ΠΕΠ) και 399 πυροβόλα.
Από τα 134 ΠΕΠ, τα 18 ήταν M-270 MLRS (12 x 227 χιλιοστών) και 116 ήταν RM-70 (40 x 122 χιλιοστών). Από τα 399 πυροβόλα, τα 181 ήταν M-110A2 (203 χιλιοστών), 12 ήταν M-107 (175 χιλιοστών), 82 ήταν M-109A2 (155 χιλιοστών), 51 ήταν M-109A1B (155 χιλιοστών) και 73 ήταν M-52A1 (105 χιλιοστών).
Τα 533 συστήματα ανήκαν σε έξι (6) διαφορετικούς τύπους, σε επτά (7) διαφορετικές διαμορφώσεις και σε έξι (6) διαφορετικά διαμετρήματα με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται η Διοικητική Μέριμνα σε επίπεδο προμήθειας, φύλαξης, συντήρησης και διανομής διαφόρων τύπων πυρομαχικών, αναλώσιμων υλικών και ανταλλακτικών.
Η πολυτυπία αυτή είχε επιβάρυνση στις δαπάνες συντήρησης και αποθήκευσης, στην εκπαίδευση και στις ανάγκες επάνδρωσης: Οι συνολικές απαιτήσεις επάνδρωσης των 533 πυροβόλων ήταν της τάξεως των 4.422 ατόμων.
Σήμερα, ο ΕΣ διαθέτει 594 αυτοκινούμενα συστήματα πυροβολικού (αύξηση κατά 61 συστήματα σε απόλυτους αριθμούς ή κατά 11,44% σε ποσοστό, σε σχέση με το 1996), εκ των οποίων 152 ΠΕΠ (36 M-270 MLRS και 116 RM-70) και 442 πυροβόλα (24 PzH-2000 και 418 Μ-109A1B/-A2/-A3GEA1/-109A3GEA2/-109A5). Επιπλέον, υπάρχουν και 153 τακτικά πυραυλικά συστήματα εδάφους-εδάφους MGM-140 ATACMS, τα οποία χρησιμοποιούν την πλατφόρμα εκτόξευσης των M-270 (τα 418 M-109 διαμοιράζονται στους εξής τύπους: 51 M-109A1B, 82 M-109A2, 50 M-109GEA1, 223 M-109GEA2 και 12 M-109A5).
Την περίοδο 1996-2018, ο ΕΣ παρέλαβε: (α) 153 βλήματα MGM-140 ATACMS (β) 18 M-270 (γ) 24 PzH-2000 (δ) 12 M-109A5 (ε) 223 M-109A3GEA2 και (στ) 50 M-109A3GEA1. Συνολικά, ο ΕΣ ενέταξε σε υπηρεσία 480 στοιχεία πυροβολικού (153 βλήματα εδάφους-εδάφους, 18 ΠΕΠ και 309 πυροβόλα), ενώ την ίδια περίοδο απόσυρε 162 πυροβόλα, εκ των οποίων 77 M-110A2 (η διαδικασία απόσυρσης των υπολοίπων 104 εν υπηρεσία συστημάτων πραγματοποιείται σταδιακά, παράλληλα με την κατανάλωση του αποθέματος βλημάτων των 203 χιλιοστών), τα 12 M-107 (λόγω της κατανάλωσης του αποθέματος βλημάτων των 175 χιλιοστών) και τα 73 M-52A1 (ως παρωχημένα).
Στον τομέα της ομοιοτυπίας τα 594 εν υπηρεσία αυτοκινούμενα συστήματα ανήκουν σε τέσσερις (4) τύπους, οκτώ (8) διαμορφώσεις και τρία (3) διαφορετικά διαμετρήματα. Η μείωση των τύπων και των διαμετρημάτων σε υπηρεσία έχει ως αποτέλεσμα τη διευκόλυνση και απλοποίηση της Διοικητικής Μέριμνας. Επίσης, σε επίπεδο επάνδρωσης, οι συνολικές απαιτήσεις είναι πλέον της τάξεως των 3.432 ατόμων, δηλαδή υπάρχει μείωση της απαίτησης επάνδρωσης κατά 990 άτομα σε απόλυτους αριθμούς ή κατά 22,39% σε ποσοστό, σε σχέση με το 1996.
Συνεπώς, σημαντική ελάφρυνση έχει επέλθει στο θέμα την ομοιοτυπίας, σε επίπεδο συστημάτων (η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοκινούμενων πυροβόλων ανήκει στον τύπο M-109) όσο και σε επίπεδο διαμετρήματος (πλέον όλα τα αυτοκινούμενα πυροβόλα του ΕΣ, με εξαίρεση τα M-110A2, ανήκουν στο διαμέτρημα των 155 χιλιοστών). Αυτό πρακτικά σημαίνει έναν τύπο πυρομαχικών, άρα οικονομίες κλίμακας στις διαδικασίες Διοικητής Μέριμνας. Ομοίως, μεγάλη εξοικονόμηση παρατηρείται και στον τομέα της επάνδρωσης με λιγότερες ανάγκες.
Το ζήτημα είναι βέβαια εάν η συνολική ισχύς του Πυροβολικού έχει αυξηθεί, έχει μειωθεί ή έχει παραμείνει στάσιμη. Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και άλλες παραμέτρους όπως η παλαιότητα ενός όπλου, το δίκτυο υποστηρίξεως πυροβολικού, το βαθμό εκπαίδευσης των πληρωμάτων κ.ά.
Ένα διαχρονικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Ελληνικό Πυροβολικό είναι η υποστήριξη, λόγω των σημαντικών ελλείψεων που υπάρχουν σε σύγχρονα βλήματα και σε εξειδικευμένα οχήματα μεταφοράς πυρομαχικών.
Η επίτευξη ομοιοτυπίας των μέσων επιτρέπει και κάτι ακόμα: Την αύξηση της ισχύος του συνόλου των αυτοκινούμενων συστημάτων του Ελληνικού Πυροβολικού μέσω προγραμμάτων εκσυγχρονισμού, οψέποτε και εάν υλοποιηθούν (ιδιαίτερα των RM-70 και των M-109).
Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και την αύξηση των επιπέδων ισχύος από δύο επίπεδα (πυροβόλο και ΠΕΠ) σε τρία επίπεδα (πυροβόλο, ΠΕΠ και βλήματα εδάφους-εδάφους). Η προσθήκη των MGM-140 ATACMS έχουν προσδώσει στο Ελληνικό Πυροβολικό «στρατηγική» αξία, δηλαδή την ικανότητα συντριπτικού πλήγματος σε μεγάλες αποστάσεις και σε ευρύ μέτωπο.
Σήμερα, με τα δύσκολα οικονομικά της χώρας, είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν, ούτε περισσεύουν, χρήματα για εξοπλιστικά προγράμματα. Ωστόσο, με στοχευμένες και φτηνές λύσεις το Ελληνικό Πυροβολικό θα μπορούσε να αυξήσει ακόμα περισσότερο την ικανότητα και την αποτελεσματικότητα του.
Η προμήθεια συστημάτων παρατήρησης για τους προωθημένους παρατηρητές πυροβολικού, η προμήθεια ακουστικών συστημάτων εντοπισμού πυρών, η αναβάθμιση του ΣΤΤΕΠ «ΔΙΑΣ» (Σύστημα Τακτικού και Τεχνικού Ελέγχου Πυρός), η προμήθεια ψηφιακών γωνιόμετρων για τους σταθμούς παρατήρησης και κυρίως η προμήθεια πυρομαχικών ακριβείας θα μπορούσαν να προσδώσουν στο Ελληνικό Πυροβολικό μεγαλύτερη αποτρεπτική ισχύ απ’ αυτή που έχει.
Όπως προαναφέραμε, η φιλοσοφία πίσω από την ανάπτυξη των κατευθυνόμενων βλημάτων πυροβολικού συνοψίζεται στη φράση: «Προσβολή του επιλεγμένου στόχου με επιτυχία και με ένα βλήμα». Επιπλέον η εμφάνιση νέων απειλών, όπως οι «ασύμμετρες», ιδιαίτερα ο ανταρτοπόλεμος εντός πόλεων, άλλαξε τις προδιαγραφές τις οποίες θα πρέπει να τηρεί ένα συμβατικό ή κατευθυνόμενο βλήμα πυροβολικού. Πλέον, τα βλήματα πυροβολικού θα πρέπει να προσβάλουν και στόχους μέσα σε κατοικημένες περιοχές. Συνεπώς η ανάπτυξη τέτοιων βλημάτων έχει ως στόχους:
-Τη μείωση του αριθμού των βλημάτων που χρειάζονται για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, και
-Τη διευκόλυνση της χρήσης έμμεσων πυρών κοντά στις θέσεις των φίλιων στρατευμάτων, με παράλληλη αύξηση της ευελιξίας των φίλιων δυνάμεων και με περιορισμό των απωλειών από φίλια πυρά.
Ο επιχειρησιακός κύκλος των κατευθυνόμενων βλημάτων πυροβολικού έχει ως εξής: Το βλήμα εκτοξεύεται και κινείται ανοδικά, όπως ένα συμβατικό βλήμα πυροβολικού. Όταν το βλήμα φτάσει σε προκαθορισμένο ύψος (συνήθως στα 3.000 μέτρα) διαχωρίζεται και απελευθερώνει δύο υπό-πυρομαχικά, τα οποία συνδυάζουν αισθητήρα υπέρυθρων, αισθητήρα χιλιομετρικού κύματος και πολεμική κεφαλή υψηλής εκρηκτικότητας.
Τα υπό-πυρομαχικά αρχίζουν να ερευνούν το χώρο για πιθανούς στόχους. Ευθύς μόλις ανιχνευτεί ένας στόχος (κυρίων θωρακισμένος, στατικός ή εν κινήσει, υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες), τα υπό-πυρομαχικά ξεκινούν τη διαδικασία προσβολής του, ενώ το σύστημα καθοδήγησης τροποποιεί ανάλογα την πορεία τους έτσι ώστε να κινηθούν προς τον στόχο. Σε περίπτωση μη ανίχνευσης στόχου, τα υπό-πυρομαχικά διαθέτουν μηχανισμό αυτοκαταστροφής, ο οποίος ενεργοποιείται μόλις πέσουν στο έδαφος.
Από εκεί και πέρα κάθε βλήμα, που βρίσκεται διαθέσιμο στην αγορά σήμερα, παρουσιάζει επιπρόσθετες δυνατότητες. Για παράδειγμα, το Bonus της βρετανικής BAE Systems (μέγιστου βεληνεκούς 35 χιλιομέτρων) έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει τον πιθανό στόχο. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η πιθανότητα προσβολής ενός στόχου ο οποίος δεν μπορεί να καταστραφεί από τα υπό-πυρομαχικά. Η διαδικασία ανίχνευσης και αναγνώρισης του στόχου πραγματοποιείται με τη μέθοδο της επεξεργασίας εικόνας, την οποία τα υπό-πυρομαχικά λαμβάνουν από τον υπέρυθρο αισθητήρα.
Οι εικόνες του στόχου που λαμβάνονται συγκρίνονται με τα δεδομένα που λαμβάνει ο αισθητήρας ανίχνευσης του στόχου. Με αυτό τον τρόπο διαχωρίζονται οι στόχοι που μπορούν να προσβληθούν αποτελεσματικά από αυτούς τους στόχους, οι οποίοι δεν μπορούν να προσβληθούν ή ακόμα και εάν προσβληθούν δεν θα καταστραφούν.
Σ’ ένα άλλο παράδειγμα το Μ-982 Excalibur μετά την εκτόξευση ακολουθεί βαλλιστική τροχιά μέχρι να φτάσει στο ανώτατο όριο ανόδου, όπου και αναπτύσσει πτερύγια σταθεροποίησης πτήσης τύπου canard. Από το ανώτατο όριο ανόδου μέχρι την προσβολή η πορεία του βλήματος ελέγχεται από έναν συνδυασμό δορυφορικής καθοδήγησης και αδρανειακής πλοήγησης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το M-982 Excalibur μπορεί να ενσωματώσει μια μονοκόμματη πολεμική κεφαλή αντί δύο υπό-πυρομαχικών SADARM (Sense And Destroy Armor).
Το μέγιστο βεληνεκές του M-982 Excalibur είναι 23 χιλιόμετρα, ενώ νεότερες εκδόσεις επιτυγχάνουν βεληνεκές 35-40 χιλιομέτρων (48 χιλιόμετρα με τη χρήση του Saber της Alliant Techsystems). Μια άλλη καινοτομία του βλήματος, την οποία χρησιμοποιεί ο Σουηδικός Στρατός είναι η χρήση συστήματος μετάδοσης δεδομένων (data-link), έτσι ώστε τα δεδομένα του στόχου να ανανεώνονται κατά τη διάρκεια της πτήσης (τα M-982 Excalibur αντικαθιστούν στον Αμερικανικό Στρατό τα M-712 Copperhead, η παραγωγή των οποίων σταμάτησε το 1990).
Ένα εξίσου ικανό βλήμα είναι το γερμανικής προέλευσης DM-702 SMArt-155 το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα πυροβόλα PzH-2000. Σε συνδυασμό με τα προωθητικά γεμίσματα MLTS, το βλήμα επιτυγχάνει βεληνεκές της τάξεως των 28 χιλιομέτρων. Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα, παράλληλα με την προμήθεια των 24 PzH-2000 που διαθέτει, αγόρασε το 2002 περί τα 1.000 βλήματα DM-702 SMArt-155 τα οποία παρελήφθησαν την περίοδο 2003-2005. Σε δοκιμές το βλήμα έχει αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις, ιδιαίτερα σε σενάρια άρνησης περιοχής σε εχθρικές δυνάμεις (τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες).
Βλήμα ανάλογων δυνατοτήτων έχει αναπτύξει και η ρωσική KBP. Πρόκειται για το Krasnopol διαμετρήματος 152 ή 155 χιλιοστών (εξαγωγική έκδοση). Είναι βλήμα ημιενεργού καθοδήγησης λέιζερ και ενσωματώνει κεφαλή θραυσμάτων ικανή να πλήξει οχυρωμένα καταφύγια, σταθμούς διοίκησης και τεθωρακισμένα οχήματα. Η μέγιστη εμβέλεια του είναι 20 χιλιόμετρα, ενώ η μέγιστη εμβέλεια της έκδοσης Krasnopol-Μ2 είναι 25 χιλιόμετρα. To βλήμα βρίσκεται σε υπηρεσία και από την Ελλάδα (περίπου 500 βλήματα).
Έχει πιθανότητα επιτυχούς πλήγματος της τάξεως του 90%. Εάν όμως οι καιρικές συνθήκες είναι δυσμενείς, η πιθανότητα επιτυχίας περιορίζεται στο 40%-70%. Η πτήση του Krasnopol έχει τρεις διαφορετικές φάσεις. Αρχικά κινείται βαλλιστικά, ενώ στη συνέχεια αδρανειακά. Στην τερματική φάση, το βλήμα ανυψώνεται έτσι ώστε να προσβάλει τον στόχο από πάνω (top-attack) και με γωνία 35-45ο.
Το μεγάλο μειονέκτημα των κατευθυνόμενων βλημάτων πυροβολικού είναι το μεγάλο τους κόστος (€ 50-80.000 περίπου, ανάλογα με το βλήμα). Επιχειρησιακά ωστόσο πρόκειται για βλήματα που αυξάνουν την αξία των πυροβόλων.
Η χρήση τέτοιων βλημάτων κατά μιας περιοχής όπου κινούνται εχθρικές τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες δυνάμεις μπορεί να επιτύχει την μείωση της επιθετικής ορμής του εχθρού ή, εάν οι απώλειες αυξάνουν, να σταματήσει την επίθεση στο σύνολο της. Πρόκειται για ένα βλήμα «πολλαπλασιαστής ισχύος» για τον ΕΣ, ο οποίος εκ των πραγμάτων και λόγω της οικονομικής δυσκολίας της χώρας, οφείλει να επενδύει στην ποιότητα πρωτίστως.
Βέβαια υπάρχουν και ποιο φτηνές λύσεις, όπως η συλλογή M-1156 PGK, η οποία σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε από την Alliant Techsystems σε συνεργασία με την Interstate Electronics Corporation.
Πρόκειται για μια συλλογή τροποποίησης συμβατικών βλημάτων πυροβολικού των 155 χιλιοστών σε πυρομαχικά ακριβείας. Η συλλογή PGK τοποθετείται στο ρύγχος του βλήματος και ενσωματώνει σύστημα καθοδήγησης GPS και πτερύγια για έλεγχο και διόρθωση πτήσης. Ουσιαστικά πρόκειται για μια συλλογή ανάλογη της JDAM (Joint Direct Attack Munition). Η παραγωγή της PGK ξεκίνησε το 2009 και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε πραγματικές συνθήκες μάχης το 2013 στο Αφγανιστάν.