Σύμφωνα με δημοσίευμα του αμερικανικού τύπου η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας αναμένεται να υποστεί σοβαρό πλήγμα, στην περίπτωση που η Τουρκία παραλάβει τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα S-400, οδηγηθεί σε ρήξη με τις ΗΠΑ, αποβληθεί από το πρόγραμμα απόκτησης και παραγωγής των μαχητικών αεροσκαφών F-35 Lightning II και τις επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις από την Ουάσιγκτον.

Το πρώτο μεγάλο πλήγμα για την τουρκική αμυντική βιομηχανία θα είναι άμεσο και αφορά στην αποβολή της από το πρόγραμμα F-35: «Η τουρκική συμμετοχή στο πρόγραμμα F-35, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής μηχανικών μερών, της επισκευής και συντήρησης κινητήρων, θα τερματιστεί, και οι τουρκικές εταιρίες θα βρεθούν εκτός της διαδικασίας παραγωγής και υποστήριξης του αεροσκάφους», όπως δηλώνουν Αμερικανοί Γερουσιαστές και μέλη του Κογκρέσου, τόσο δημοκρατικοί όσο και ρεπουμπλικάνοι. Και συμπληρώνουν: «Είμαστε αποφασισμένοι να ψηφίσουμε τις αναγκαίες νομοθετικές παρεμβάσεις για να εξασφαλίσουμε ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. Η Τουρκία είναι σημαντικός εταίρος στο F-35, αλλά δεν είναι αναντικατάστατος».

Ωστόσο, παρά τις ξεκάθαρες δηλώσεις της Ουάσιγκτον η Άγκυρα επιμένει και δηλώνει ότι η υπόθεση των S-400 είναι τελειωμένη και ότι τα συστήματα θα παραληφθούν κανονικά, ενώ η Άγκυρα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της προμήθειας επιπλέον συστημάτων S-400. Σύμφωνα με το δημοσίευμα του «Defense News», το οποίο επικαλείται υψηλόβαθμο Αμερικανό διπλωμάτη, το άμεσο κόστος για την τουρκική βιομηχανία, από τις αμερικανικές κυρώσεις, θα είναι της τάξεως των $ 12 δισεκατομμυρίων, χωρίς να υπολογιστεί το έμμεσο κόστος.

Η Τουρκία παράγει το 6-7% του αεροσκάφους, μεταξύ των οποίων τμήματα του συστήματος προσγείωσης, των οθονών του cockpit και των κινητήρων, ενώ σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία Lockheed Martin, η συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα F-35 θα της επιφέρει, διαχρονικά, $ 12 δισεκατομμύρια. Επίσης δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει και η περίπτωση του βλήματος SOM-J, το οποίο αναπτύσσει η Τουρκία, για χρήση από τα δικά της, πρωτίστως, F-35.

Εκτός από την μη παραλαβή των F-35 και την αποβολή από το πρόγραμμα, που σημαίνει απώλεια περί των $ 12 δισεκατομμυρίων (άμεσο κόστος), υπάρχει και το έμμεσο κόστος, το οποίο είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Το έμμεσο κόστος αφορά στην επιβολή κυρώσεων σε στελέχη εταιριών, αλλά και στις ίδιες τις εταιρίες, οι οποίες θα συμμετάσχουν, με τον έναν ή άλλο τρόπο, στην υλοποίηση του προγράμματος S-400. Αυτές οι κυρώσεις θα οδηγούσαν σε ένα δεύτερο κύμα απωλειών, μέσω της αδυναμίας εύρεσης πελατών και συνεργασιών στο εξωτερικό (οι αμερικανικές κυρώσεις, στο πλαίσιο του νόμου CAATSA αφορούν την εταιρία ενδιαφέροντος, άλλα και όσες άλλες εταιρίες συνεργαστούν μ’ αυτή) και, ίσως πιο σημαντικό, μέσω της παύσης κάθε διαδικασίας μεταφοράς τεχνολογίας και τεχνογνωσίας από τρίτες χώρες προς την Τουρκία.

Μια άλλη παράμετρος-απώλεια για την Τουρκία θα είναι η απώλεια εξαγωγών, για παράδειγμα του επιθετικού ελικοπτέρου T-129. Συγκεκριμένα, του προγράμματος προμήθειας 30 T-129 από το Πακιστάν, ύψους $ 1,5 δισεκατομμυρίων. Το πρόβλημα είναι ότι η κοινοπραξία LHTEC (Light Helicopter Turbine Engine Company) της βρετανικής Rolls-Royce και της αμερικανικής Honeywell παρέχουν τον κινητήρα CTS800-4A των ελικοπτέρων. Σε περίπτωση εξαγωγής θα πρέπει να αναζητηθεί η συγκατάθεση της LHTEC, μέσω του πιστοποιητικού τελικού χρήση. Μέχρι στιγμής θέμα μη-έκδοσης τέτοιου πιστοποιητικού για το Πακιστάν δεν έχει προκύψει, αλλά σε περίπτωση κυρώσεων προς την Τουρκία είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει απαγόρευση.

Πάντως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι επειδή το θέμα απασχόλησε και τα τουρκικά ειδησεογραφικά μέσα, στελέχη της TAI (κατασκευάστριας εταιρία των T-129) φάνηκαν καθησυχαστικά, σημειώνοντας ότι σε περίπτωση κυρώσεων και αδυναμίας χρήσης των CTS800-4A, υπάρχει η εναλλακτική επιλογή των γαλλικών κινητήρων της Snecma (Safran).