Το αντέχει η Δύση να «χάσει» την Τουρκία από σύμμαχο; Το ερώτημα, κομβικό για το μέλλον των συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας, επανέρχεται εμφατικά στη σκιά των τελευταίων αμερικανο-ρωσο-τουρκικών εξελίξεων, με τις απαντήσεις ωστόσο να διίστανται ακόμη και εντός των ΗΠΑ.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΦΙΔΑΣ για το HELLAS JOURNAL
Οι Τούρκοι από την πλευρά τους θέλουν να προβάλλονται ως αναντικατάστατοι και πολύτιμοι έναντι όλων. Πάνω σε ένα εκβιαστικό δίλημμα τύπου «χωρίς εμάς δεν μπορείτε» χτίζουν άλλωστε παλαιόθεν τις σχέσεις τους με όλες τις μεγάλες δυνάμεις, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ και την ΕΕ, είτε για τη Ρωσία.
Ο Ερντογάν ήταν σαφής την περασμένη Κυριακή: «Εάν πέσει η Ανατολία, πέφτει (σ.σ. αποσταθεροποιείται) η Αφρική. Πέφτει ο Καύκασος. Πέφτει η Μέση Ανατολή. Πέφτει η Κεντρική Ασία», διακήρυξε ο ίδιος στο πλαίσιο των εορτασμών για την επέτειο συμπλήρωσης 947 ετών από τη Mάχη του Μαντζικέρτ.
Οι Ευρωπαίοι από τη μεριά τους… συμφωνούν και επαυξάνουν, προσεγγίζοντας την Τουρκία ως πολύφερνη νύφη που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να «χαθεί»… γιατί μετά καήκαμε όλοι.
Η γερμανική κυβέρνηση το έχει υπογραμμίσει σε όλους τους τόνους τις τελευταίες εβδομάδες, προσφέροντας στήριξη στην Άγκυρα την ώρα που η τελευταία συγκρούεται με τις ΗΠΑ του Τραμπ. Κι αυτό, εν όψει των επίσημων επισκέψεων που αναμένεται να πραγματοποιήσουν ο (προερχόμενος από τους παραδοσιακά τουρκόφιλους Σοσιαλδημοκράτες του SPD) Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας στην Άγκυρα στις 5 Σεπτεμβρίου και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Βερολίνο στις 28 του ιδίου μήνα.
Όσο για τους Αμερικανούς, εκείνοι έχουν μεν έτοιμα (ή σχεδόν έτοιμα) εναλλακτικά (προ)σχέδια… παράκαμψης της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, τα οποία όμως προς το παρόν διστάζουν ή δεν επιθυμούν να υλοποιήσουν. Γιατί; Υπό το φόβο ότι μια ενδεχόμενη απώλεια της Τουρκίας ως συμμάχου θα μπορούσε μακροπρόθεσμα πιο πολύ να βλάψει παρά να ωφελήσει τους αμερικανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς.
Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και σήμερα, έπειτα από όσα επεισοδιακά έχουν προηγηθεί τα τελευταία δύο χρόνια στον άξονα Ουάσιγκτον-Άγκυρας, υπάρχουν Ρεπουμπλικάνοι αλλά και Δημοκρατικοί γερουσιαστές (ο Τομ Τίλις, ο Λίντσεϊ Γκρέιχαμ, η Τζιν Σαχίν) που καλούν σε αποκατάσταση των δεσμών με το καθεστώς Ερντογάν, διακινώντας ακόμη και σενάρια περί συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ.
Παράλληλα, έγκυροι Αμερικανοί αναλυτές αφήνουν να εννοηθεί, επικαλούμενοι «φήμες», ότι το αμερικανικό Κογκρέσο θα μπορούσε ξαφνικά να γίνει «πολύ γενναιόδωρο» απέναντι στον Ερντογάν εάν ο τελευταίος αποφασίσει να αλλάξει πορεία ακυρώνοντας, για παράδειγμα, την αγορά των ρωσικών S-400. «Κάπως πρέπει να προστατευθούμε. Μπορείτε να εγγυηθείτε ότι θα μας πουλήσετε πυραύλους Patriot», διερωτήθηκε προ ημερών ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, απευθυνόμενος στην Ουάσιγκτον.
Καλά ενημερωμένοι παρατηρητές σημειώνουν με νόημα ότι παρά την κρίση στις διμερείς σχέσεις, οι εργασίες συνεχίζονται κανονικά για τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας σε νέα τοποθεσία (στην περιοχή Τσουκουραμπάρ) στην Άγκυρα.
Αλλά και η συμφωνία για τα μαχητικά F-35, στο πρότζεκτ ανάπτυξης των οποίων η Τουρκία συμμετέχει ως συμπαραγωγός χώρα (έχοντας επενδύσει μέχρι στιγμής πάνω από 1,2 δισ. δολ.), στην πράξη δεν έχει ακυρωθεί. Απλώς έχει μπει στον πάγο μέχρι νεωτέρας, με την Άγκυρα να συνεχίζει θεωρητικά να συμμετέχει στο πρότζεκτ… υπό την προοπτική ότι κάποια στιγμή θα αρχίσει να παραλαμβάνει αεροσκάφη. Ο ίδιος ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Τζέιμς Μάτις, είχε με επιστολή του τον Ιούλιο πάρει ανοιχτά θέση υπέρ της παραμονής της Τουρκίας στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35.
Κατά τα λοιπά πάντως, αμερικανικά ελικόπτερα τύπου CH-47 Chinook συνεχίζουν να «πετούν» κανονικά προς Τουρκία (προσφάτως παραδόθηκε η δεύτερη φουρνιά που εκκρεμούσε από παλαιότερη συμφωνία του 2011), ενώ ανοιχτό παραμένει και το ενδεχόμενο η Άγκυρα τελικώς να αγοράσει αμερικανικούς Patriot (ως εναλλακτική στους ρωσικούς S-400).
Υπενθυμίζεται ότι οι Αμερικανοί είχαν αποσύρει συστοιχίες πυραύλων Patriot από τη νοτιοανατολική Τουρκία τον Οκτώβριο του 2015, προκαλώντας τότε δυσφορία στην Άγκυρα. «Κατά σύμπτωση», περίπου ένα μήνα μετά (Νοέμβριος 2015), οι Τούρκοι θα κατέρριπταν ένα ρωσικό μαχητικό στη Συρία, «εκβιάζοντας» έτσι τη στήριξη του ΝΑΤΟ μέσα σε ένα πλαίσιο κλιμακούμενης έντασης…
Πίσω στο παρόν, το ερώτημα ωστόσο παραμένει: Αντέχει η Δύση να «χάσει» την Τουρκία από σύμμαχο ή τουλάχιστον να ρισκάρει μια τέτοια απώλεια δοκιμάζοντας άλλες εναλλακτικές, όπως κάνει άλλωστε κατά πάγια πρακτική ο ίδιος ο Ερντογάν τα τελευταία χρόνια; Εάν ναι, τότε η Δύση δεν έχει πια λόγο να υποκύπτει «πάση θυσία» σε κάθε τουρκικό εκβιασμό; Διμερείς σχέσεις που δεν είναι αμοιβαία επωφελείς δεν υπάρχει άλλωστε λόγος να διαιωνίζονται, εκτός και αν πρόκειται για σχέσεις… εκβιαστικές.
Η ίδια η Τουρκία, λειτουργώντας διαχρονικά ως «επιτήδειος ουδέτερος», πιστεύει ότι μπορεί να συνεχίσει να εκβιάζει τους πάντες… με το επιχείρημα ότι εκείνοι δεν αντέχουν να την χάσουν. Γιατί; Οι λόγοι πολλοί:
-Επειδή έχει το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στις τάξεις του ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ.
-Επειδή συνορεύει με τη Συρία και το Ιράν (ενώ είχε κοινά σύνορα και με την Σοβιετική Ένωση) πράγμα που της επιτρέπει να λειτουργεί ως ανάχωμα στην επέκταση της επιρροής «μη-Δυτικών» δυνάμεων αλλά και ως γέφυρα επικοινωνίας ή διαμεσολάβησης.
-Επειδή «βλέπει» Μεσόγειο αλλά και Μαύρη Θάλασσα.
-Επειδή φιλοξενεί πάνω από 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες και ελέγχει μέρος των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη.
-Επειδή, με έναν πληθυσμό 80 εκατομμυρίων, είναι πια πολύ μεγάλη και πρόσφορη ως αγορά για εξαγωγές και επενδύσεις.
-Επειδή φιλοξενεί ΝΑΤΟικές βάσεις και αμερικανικά στρατεύματα σε στρατηγικά «πολύτιμες» θέσεις.
-Επειδή λειτουργεί ως διαμετακομιστικός κόμβος για τη μεταφορά ενέργειας (φυσικού αερίου και πετρελαίου) από την Ασία (Αζερμπαϊτζάν), τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή (Κιρκούκ) προς τη Μεσόγειο (Τσεϊχάν) και την Ελλάδα (αγωγός TANAP).
-Επειδή μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα με τον ισλαμικό κόσμο.
-Επειδή υπάρχουν μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες (UniCredit, BNP Paribas, BBVA, ING, HSBC) με σημαντική έκθεση στην Τουρκία που δεν μπορούν να ρισκάρουν ενδεχόμενες ζημίες κ.α…
Υπάρχει όμως και αντίλογος:
Η τουρκική ηγεσία υπό τον Ερντογάν έχει αποδειχθεί εντυπωσιακά αναξιόπιστη, με την αναξιοπιστίας της μάλιστα να εντείνεται από το 2013 και μετά, γεγονός που αποτρέπει ή δυσκολεύει τη χάραξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής συμμαχιών στην περιοχή.
Πλέον, αν και μέλος του ΝΑΤΟ, η Άγκυρα συμπρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση μιας άλλου τύπου ανταγωνιστικής προς το ΝΑΤΟ συμμαχίας στο πλευρό χωρών όπως είναι η Ρωσία, το Ιράν, το Κατάρ και το Πακιστάν.
Η τουρκική ηγεσία εμφορείται από μεγαλοϊδεατικά οράματα εγείροντας επεκτατικές διεκδικήσεις έναντι των γειτόνων σε Ελλάδα, Κύπρο, Συρία και Ιράκ. Απώτερος στόχος της: να γίνει περιφερειακή «υπερδύναμη» με γείτονες δορυφόρους.
Όσο περνάει ο καιρός, και ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ο αντιαμερικανισμός στη χώρα γιγαντώνεται, με τις κινήσεις της τουρκικής ηγεσίας (την συνεχιζόμενη υπόθεση ομηρίας του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον για παράδειγμα) να διαρρηγνύουν παράλληλα και τα όποια ίχνη εμπιστοσύνης στις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας.
Ως ηγέτης που θρέφεται από την ένταση και την πόλωση, ο Ερντογάν έχει την τάση προκαλεί τριγμούς διεθνώς για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, με ότι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τις διεθνείς (αν)ισορροπίες.
Παράλληλα, εκείνος οδηγεί την Τουρκία ολοένα μακρύτερα από τα (κοσμικά, δημοκρατικά) δυτικά ιδεώδη, προς κατευθύνσεις θεοκρατικές, ανελεύθερες και ανταγωνιστικές προς το δυτικό μοντέλο.
Αλλά και ως προς τη γεωγραφική της θέση, η Τουρκία είναι σαφώς σημαντική αλλά ίσως όχι αναντικατάστατη. Ιορδανία, Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Ρουμανία, Βουλγαρία, αλλά και Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, Ομάν (ως εναλλακτικές στο Κατάρ) θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ορμητήρια των συμμαχικών δυνάμεων, στη θέση που κατείχαν άλλοτε εγκαταστάσεις όπως η αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία.
Αλλά και στο χώρο της ενέργειας, η ανακάλυψη σημαντικών ενεργειακών κοιτασμάτων στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου (στις ΑΟΖ Αιγύπτου, Ισραήλ και Κύπρου) δημιουργεί προοπτικές διαφοροποίησης και χάραξης νέων ενεργειακών οδών που θα μπορούσαν να παρακάμπτουν τα τουρκικά εδάφη.
Κατά τα λοιπά, αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι ήταν η Τουρκία του Ερντογάν εκείνη που έθρεφε έως και το 2015 το τζιχαντιστικό φαινόμενο στη Συρία με σκοπό να ανατρέψει τον Άσαντ, αλλά και εκείνη που χρησιμοποίησε εργαλειακά το προσφυγικό ανοιγοκλείνοντας τις ροές στη Μεσόγειο προκειμένου να εξασφαλίσει εκβιαστικά ανταλλάγματα (οικονομική στήριξη, βίζα, τελωνειακή ένωση κ.α.) από την ΕΕ. Ήταν η Τουρκία του Ερντογάν, επίσης, εκείνη που είχε στηρίξει στο παρελθόν την Χαμάς αλλά και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα…
Τούτων λεχθέντων, το ερώτημα παραμένει: Το αντέχει η Δύση να «χάσει» την Τουρκία από σύμμαχο; Η απάντηση δεν είναι εύκολη αλλά θα κρίνει το μέλλον.