Παρότι η ηττημένη Γερμανία ευνοήθηκε γενναιόδωρα από τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ανταποκρίθηκε στην ηθική και συμβατική υποχρέωσή της προς την Ελλάδα για την καταβολή επανορθώσεων και βεβαίως για εξόφληση του αναγκαστικού κατοχικού δανείου. Ακολούθησε παρελκυστική τακτική όσον αφορά τις γερμανικές οφειλές. Παρέπεμψε την ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, το Βερολίνο ισχυρίσθηκε ότι το θέμα έχει κλείσει!
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Ο πρώτος γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι το ζήτημα έχει κλείσει με υπογραφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1960 και την καταβολή εκ μέρους της Γερμανίας 115 εκατ. μάρκων. Η αλήθεια είναι πως για να επιτύχουν την αποφυλάκιση του δημίου των 54.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν, που είχε καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκιση, η γερμανική κυβέρνηση κατέβαλε 115 εκατ. μάρκα ως αποζημίωση, την οποία «δικαιούνται Έλληνες υπήκοοι διωχθέντες από 6 Απριλίου 1941 μέχρι τέλους του 1945, υπό οργάνων του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν». Δηλαδή για αποζημίωση κυρίως των Εβραίων θυμάτων του Γ’ Ράιχ.
Για να μην υπάρξει, μάλιστα, η οποιαδήποτε παρεξήγηση, σε επιστολή του (αποτελεί μέρος της συμφωνίας) προς τον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας ο τότε Έλληνας πρεσβευτής στη Βόννη Θωμάς Υψηλάντης αναφέρει: «(η Ελλάδα) επιφυλάσσεται εντούτοις όπως προβάλη νέας απαιτήσεις, αίτινες προέρχονται εξ εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής». Με άλλα λόγια, η Αθήνα δεν έχει ποτέ παραιτηθεί από τις αξιώσεις της, κάτι που ομολογεί και η Γερμανία σε απαντητική ρηματική διακοίνωσή της στις 31-3-1967.
Ο δεύτερος γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι μετά από τόσες δεκαετίες, οι ελληνικές διεκδικήσεις έχουν χάσει τη νομιμοποιητική τους βάση. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όμως, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται. Ειδικά για το κατοχικό δάνειο υπάρχει σύμβαση που δεσμεύει τη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι η ναζιστική Γερμανία είχε αρχίσει να πληρώνει τις δόσεις γι’ αυτό το δάνειο.
Η Διάσκεψη των Παρισίων και η «Συνθήκη 2+4»
Το ζήτημα των αποζημιώσεων ετέθη από την ελληνική πλευρά στη Διάσκεψη των Παρισίων (τέλη 1945-αρχές 1946). Η διάσκεψη είχε προσδιορίσει κατά προσέγγιση το ύψος των αποζημιώσεων προς την Ελλάδα σε 7,5 δισ. δολάρια. Η συμφωνία του Λονδίνου το 1953 δεν χάρισε στη Γερμανία τις οφειλές λόγω πολεμικών αποζημιώσεων. Απλώς τις πάγωσε έως την υπογραφή συμφώνου ειρήνης μεταξύ της ηττημένης και των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να μπορέσει η Γερμανία να ανακάμψει οικονομικά.
Μετά την επανένωση της Γερμανίας (31-8-1990) με την υπογραφή της «Συνθήκης 2+4», το εμπόδιο έχει εκλείψει. Πολύ περισσότερο που η ηττημένη του πολέμου είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Το Βερολίνο, όμως, αντιστρέφει την πραγματικότητα και επικαλείται τη «Συνθήκη 2+4» για να υπεκφύγει, ισχυριζόμενο αυθαιρέτως ότι το θέμα των αποζημιώσεων έχει γενικά κλείσει.
Εάν το ζήτημα των αποζημιώσεων είχε χάσει τη νομιμοποιητική του βάση και είχε κλείσει, γιατί τον Μάιο 2013 το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών με υπογραφή Σόιμπλε ανέλαβε την υποχρέωση πρόσθετης αποζημίωσης των Εβραίων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος; Στους Εβραίους δόθηκαν 772 εκατ. ευρώ για παροχή ιατρικής φροντίδας, καθώς και σύνταξη για το υπόλοιπο του βίου τους ύψους 300 ευρώ το μήνα! Ας σημειωθεί ότι και το 2000, η κυβέρνηση Σρέντερ είχε αποζημιώσει εκατοντάδες χιλιάδες ομήρους που είχαν μαρτυρήσει στα ναζιστικά στρατόπεδα.
Η απόφαση της Χάγης
Ο τρίτος γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το 2012 έκλεισε οριστικά το θέμα των αποζημιώσεων. Η αλήθεια είναι πως εκείνη η απόφαση αναγνώρισε την ετεροδικία, αλλά δεν αναφέρει πουθενά ότι οι αποζημιώσεις είναι αβάσιμες. Αντίθετα, αναγνωρίζει ότι το ζήτημα δεν παραγράφεται κι ότι αποτελεί διακρατική διαφορά, για την επίλυση της οποίας προτρέπει τα κράτη να συνεργαστούν.
Υπενθυμίζουμε ότι η δίκη εκείνη αφορούσε την προσπάθεια των κατοίκων του Διστόμου να αποζημιωθούν μέσω απόφασης ιταλικού δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, αφορούσε διεκδικήσεις ιδιωτών κι όχι του ελληνικού κράτους. Τον Οκτώβριο 2014, μάλιστα, το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η ετεροδικία δεν ισχύει όταν πρόκειται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Επίσης ότι πολίτες μπορούν να εγείρουν ατομικές αξιώσεις εναντίον κράτους. Η απόφαση αυτή των Ιταλών δικαστών ανοίγει νέους δρόμους για τη δικαίωση των θυμάτων του ναζισμού.
Ο τέταρτος γερμανικός ισχυρισμός είναι πολιτικός κι όχι νομικοφανής. Προσπαθεί να αποδώσει τις ελληνικές διεκδικήσεις στην κρίση και ειδικότερα σε μία προσπάθεια της Αθήνας να συμψηφίσει τις αποζημιώσεις με τις οφειλές προς τη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι πιεζόμενες από τη γερμανική διπλωματία οι ελληνικές κυβερνήσεις ολιγώρησαν. Καμία εξ αυτών, όμως, δεν παραιτήθηκε απ’ αυτές. Εάν είχε συμβεί αυτό το Βερολίνο θα είχε, βεβαίως, προσκομίσει το σχετικό έγγραφο.
Η επαναφορά του ζητήματος του κατοχικού δανείου και των αποζημιώσεων από την κυβέρνηση Τσίπρα το 2015 μπορεί να συμπίπτει χρονικά με τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, αλλά ποτέ η Αθήνα δεν συνέδεσε τα δύο αυτά ζητήματα. Το γεγονός ότι η ίδια κυβέρνηση μετά την υπογραφή του 3ου Μνημονίου έβαλε το ζήτημα στο ράφι για να μην ενοχλεί το Βερολίνο δεν σημαίνει τίποτα στο νομικό επίπεδο. Απλώς δείχνει το πως ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβανόταν αυτή την υπόθεση και βεβαίως μας υποψιάζει βασίμως ότι η τωρινή ανακίνηση έχει προεκλογικό χαρακτήρα.
Ο υπολογισμός του Γενικού Λογιστηρίου
Ο πέμπτος γερμανικός ισχυρισμός είναι αβάσιμος σε βαθμό γελοιότητας. Ισχυρίζονται ότι τα κοινοτικά κονδύλια που έλαβε η Ελλάδα από την ΕΕ είναι μία μορφή αποζημίωσης! Τα κοινοτικά κονδύλια δεν είναι βεβαίως, γερμανικά χρήματα και ούτε έχουν την παραμικρή σχέση με τις αποζημιώσεις για τα ναζιστικά εγκλήματα. Γι’ αυτό και κοινοτικά κονδύλια έλαβαν χώρες-μέλη που δεν συμμετείχαν στον πόλεμο, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Το προφανές επιβεβαιώνεται και από απάντηση της Κομισιόν το 1995 σε σχετική ερώτηση του τότε ευρωβουλευτή Αλαβάνου.
Η τελευταία προσπάθεια του Βερολίνου να προβάλει ένα νέο επιχείρημα προήλθε από διαρροή στην εφημερίδα Die Welt. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της, στον υπ’ αριθμόν R27320 φάκελο του (γερμανικού) υπουργείου Εξωτερικών υπάρχει έγγραφο που αναγνωρίζει «γερμανικό υπόλοιπο χρέους ύψους 476 εκατομμυρίων… Δεν πρόκειται, όμως, ούτε για δάνειο, ούτε για πίστωση, αλλά απλώς για ποσό που έχει υπολογιστεί»!
Ειδικά μετά τη συγκέντρωση και την ταξινόμηση όλων των επισήμων εγγράφων που συνδέονται με το κατοχικό δάνειο και τις κάθε είδους αποζημιώσεις, οι ελληνικές διεκδικήσεις είναι όχι μόνο ηθικά ισχυρές, αλλά και νομικά τεκμηριωμένες. Αυτό που πρέπει να προσδιορισθεί με διμερείς διαπραγματεύσεις είναι το ύψος των οφειλών της Γερμανίας αφενός λόγω του κατοχικού δανείου, αφετέρου λόγω των αποζημιώσεων. Η Επιτροπή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το κατοχικό δάνειο εκτιμάει το ύψος της γερμανικής οφειλής στα 11 δισ ευρώ.
Η εκτίμηση θεωρήθηκε πολύ χαμηλή, αφού σύμφωνα με άλλους μάλλον μετριοπαθείς υπολογισμούς το ύψος της οφειλής κυμαίνεται γύρω στα 60 δισ ευρώ. Ο υπολογισμός, ωστόσο, είναι υπόθεση μίας επόμενης φάσης. Πρώτα, το Βερολίνο πρέπει να υποχρεωθεί να αναγνωρίσει την οφειλή του και στη συνέχεια να διαπραγματευθεί το ύψος της. Το ίδιο ισχύει και για τις κάθε είδους αποζημιώσεις, το ύψος των οποίων υπολογίζεται ότι είναι αρκετά πάνω από 100 δισ.
«Πρωτίστως ηθικό ζήτημα»!
Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς (1997) για την αποζημίωση των κατοίκων του Διστόμου, την οποία επικύρωσε και κατέστησε τελεσίδικη η απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου (2000) άνοιξε τον δρόμο για τις διεκδικήσεις ιδιωτών και επανέφερε στο προσκήνιο το ευρύτερο ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων.
Από τότε, όμως, έχουμε αλλάξει και φάση και γήπεδο. Η μπάλα έδειξε το 2015 να φεύγει από τα χέρια των ιδιωτών και την υπόθεση να αναλαμβάνει το κράτος. Αυτό τουλάχιστον είχε φανεί τότε από τις διακηρύξεις της κυβέρνησης Τσίπρα. Η δήλωσή του ενώπιον της Μέρκελ για πρωτίστως ηθικό ζήτημα, όμως, άφησε πολύ γρήγορα πικρή γεύση. Δεν άλλαξε, ωστόσο, ούτε κατά κεραία την ισχύ των ελληνικών διεκδικήσεων.
Το νεοαποικιακού χαρακτήρα σύμφωνο ελληνογερμανικής συνεργασίας, που υπέγραψαν οι Γιώργος Παπανδρέου και Άγκελα Μέρκελ τον Μάιο 2010, και που επέτρεψε στον Γερμανό υφυπουργό Φούχτελ να αλωνίζει την Ελλάδα δεν ήταν, βεβαίως, ο τρόπος για να εκκαθαρισθεί το ναζιστικό παρελθόν. Ούτε, βεβαίως, το «Γερμανοελληνικό Ταμείο για το Μέλλον» (με προϋπολογισμό ένα εκατ ευρώ!), στόχος του οποίου ήταν-κατά ομολογία του ίδιου του Γερμανού πρεσβευτή Πέτερ Σόοφ-«η αναζήτηση ενδεδειγμένων δράσεων για την επεξεργασία του παρελθόντος»! Με άλλα λόγια στόχος του ήταν να χρηματοδοτήσει το ξαναγράψιμο της ιστορίας…