Έχουν περάσει 23 χρόνια από την κρίση στα Ίμια, αλλά οι Τούρκοι δεν παραλείπουν να εκμεταλλεύονται την επέτειο για να υπογραμμίζουν αυτό που είχαν τότε κερδίσει: «γκριζάρισαν» τις δύο βραχονησίδες και κυρίως χρησιμοποίησαν αυτό το «γκριζάρισμα» για να αμφισβητήσουν την ελληνική κυριαρχία σε ένα μεγάλο αριθμό ελληνικών νησίδων στο Αιγαίο.

Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS

Φέτος, σύσσωμα τα τουρκικά ΜΜΕ, χρησιμοποιώντας πολεμικούς τόνους, θριαμβολογούν που τουρκικά πολεμικά σκάφη εμποδίζουν την Ελλάδα από το να προβεί σε πρόκληση. Και ως πρόκληση εννοούν να ρίξει κάποιος επίσημος ένα στεφάνι στη βραχονησίδα ή στη γύρω θαλάσσια περιοχή όπου βρήκαν τότε τον θάνατο τα τρία μέλη του πληρώματος του συντριβέντος (λόγω τουρκικών πυρών;) ελικοπτέρου! Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα ούτε να τιμήσει με ένα στεφάνι τους νεκρούς της! Προφανώς, θα το επέτρεπαν, αν τους ζητούσαμε άδεια!

Κι όλα αυτά, ενώ ο Τσίπρας ετοιμάζει τις βαλίτσες του για την Τουρκία, προς ανταπόδοση της επίσκεψης Ερντογάν το Δεκέμβριο του 2017. Δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε σ’ αυτή την επίσκεψη, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι η Άγκυρα ενορχηστρώνει αυτή την επικοινωνιακή επίθεση μέσω των τουρκικών ΜΜΕ, η οποία έχει αποκλειστικό στόχο να υπενθυμίσει την τουρκική νίκη του 1996 και να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είναι σε θέση και σήμερα να ρυθμίζει το τι μπορεί να κάνει και τι όχι η Ελλάδα όχι μόνο στα Ίμια, αλλά συνολικότερα στο ανατολικό Αιγαίο.

Πίσω στο 1996

Ας κάνουμε, όμως, ένα άλμα στο παρελθόν, γιατί εκείνη η κρίση έχει πολλά να μας διδάξει και για το σήμερα. Πριν καλά καλά, λοιπόν, καθίσει στον πρωθυπουργικό θώκο (Ιανουάριος 1996), ο Σημίτης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κρίση στα Ίμια. Οι ελληνικοί χειρισμοί οδήγησαν την Ελλάδα σε μία ήττα, που προκάλεσε αίσθημα ταπείνωσης. Η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων είχε σοβαρή ευθύνη, αλλά την κύρια ευθύνη την φέρει πάντα η κυβέρνηση. Με αυτή την κρίση η Άγκυρα δοκίμασε τις αντοχές της τότε νέας ελληνικής κυβέρνησης και έβγαλε επικίνδυνα συμπεράσματα.

Οι Τούρκοι παγίως εγείρουν επεκτατικές διεκδικήσεις και στη συνέχεια καλούν την Αθήνα να διαπραγματευθεί, δηλαδή να μοιράσει ελληνικά δικαιώματα. Στα Ίμια, όμως, για πρώτη φορά η Άγκυρα όχι μόνο διεκδίκησε έδαφος, αλλά και δημιούργησε τετελεσμένο. Γι’ αυτό και ήχησε ειρωνικά η διαβεβαίωση Σημίτη στη Βουλή αμέσως μετά την κρίση ότι δεν άλλαξε τίποτα από ό,τι ίσχυε πριν.

Το πρώτο λάθος της ελληνικής πλευράς ήταν ότι στρατικοποίησε την κρίση με την αποστολή αγήματος στα Ίμια. Οι βραχονησίδες και των δύο κρατών είναι πολλές και δεν φυλάσσονται. Θα αρκούσε οι λιμενικοί να αφαιρέσουν την τουρκική σημαία. Από τη στιγμή, που η Αθήνα αποφάσισε να στείλει στρατιώτες, ήταν ολέθριο λάθος που δεν τους τοποθέτησε και στις δύο βραχονησίδες. Τη νύκτα και με κακές καιρικές συνθήκες ήταν σχετικά εύκολο να ξεφύγει της προσοχής μία λέμβος με Τούρκους κομάντος και να δημιουργηθεί η εντύπωση μίας τουρκικής στρατιωτικής επιτυχίας.

Ο συμβιβασμός της ήττας

Εκεί έγειρε η ζυγαριά. Εάν μετά την αποβίβαση των Τούρκων, το ελληνικό ναυτικό επιχειρούσε να εκκαθαρίσει τη δεύτερη βραχονησίδα από τους Τούρκους κομάντος θα κλιμάκωνε καθέτως την αντιπαράθεση με απρόβλεπτες συνέπειες. Και το πιθανό θερμό επεισόδιο θα χρεωνόταν στην Ελλάδα. Υπήρχε, βεβαίως, και η εναλλακτική λύση το ελληνικό ναυτικό να αποβιβάσει κομάντος σε γειτονική τουρκική βραχονησίδα για να δημιουργήσει ισοδύναμο τετελεσμένο και ως εκ τούτου η Αθήνα να διαπραγματευθεί από ισότιμη βάση με την Άγκυρα. Για μία τέτοια κίνηση, όμως, δεν υπήρχε ούτε πρόβλεψη ούτε επιτελικό σχέδιο.

Με τους λάθος χειρισμούς, η κυβέρνηση Σημίτη εγκλωβίσθηκε στο ημιψευδές δίλημμα «πόλεμος ή συμβιβασμός ήττας» και αποδέχθηκε τη φόρμουλα Χόλμπρουκ (όχι στρατιώτες, όχι σημαίες, όχι πλοία). Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η φόρμουλα είχε ουσιαστικά γίνει δεκτή από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Πάγκαλο πριν ακόμα αποβιβασθούν οι Τούρκοι.

Η κυβέρνηση Σημίτη είχε αιφνιδιασθεί πλήρως. Γι’ αυτό και είχε υποτιμήσει ανεπίτρεπτα το επεισόδιο με την προσάραξη του τουρκικού εμπορικού πλοίου στα Ίμια που είχε συμβεί αρκετές ημέρες πριν. Είναι χαρακτηριστική η σχετική δήλωση Πάγκαλου στο «Βήμα» εκείνες τις ημέρες. Κι όμως, η ποιοτική κλιμάκωση του τουρκικού επεκτατισμού με την προβολή και εδαφικών διεκδικήσεων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.

Το μήνυμα Τινάζ του 1991

Τον Ιούνιο 1991, λίγο πριν την επίσκεψη του τότε Αμερικανού προέδρου Μπους σε Αθήνα και Άγκυρα, ο τότε αρχηγός του τουρκικού στόλου ναύαρχος Ιλφάν Τινάζ είχε δημοσίως ισχυρισθεί ότι οι βραχονησίδες του Αιγαίου δεν είναι ελληνικό έδαφος. Στα τέλη 1989, μάλιστα, η Τουρκία είχε χρησιμοποιήσει την ελληνική βραχονησίδα Ζουράφα ανατολικά της Σαμοθράκης για βολές κατά τη διάρκεια ναυτικής άσκησης. Τότε, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε αποφύγει να προβεί σε διάβημα για να μην οξύνει το κλίμα!

Με την προβολή της επεκτατικής θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», η Τουρκία δεν είχε στόχο να αποσπάσει από την ελληνική επικράτεια δύο βαχονησίδες που βρίσκονται δίπλα στην οριογραμμή. Στόχος της ήταν και παραμένει να επεκτείνει την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και να μετατρέψει σε «γκρίζα ζώνη» ένα σημαντικό τμήμα του Αιγαίου. Η δήλωση Τσιλέρ στη Χουριέτ εκείνες τις ημέρες ήταν σαφέστατη.

Ήγειρε διεκδικήσεις για το σύνολο των βραχονησίδων, ισχυριζόμενη ότι «μέχρι τώρα η Τουρκία υποσυνείδητα αποδεχόταν ότι τα νησιά αυτά έμπρακτα ανήκουν στην Ελλάδα. Εμείς θα το αλλάξουμε αυτό». Ας σημειωθεί ότι με το ιταλοτουρκικό πρωτόκολλο του 1932 για τη χάραξη της μεθοριακής γραμμής μεταξύ Τουρκίας και Δωδεκανήσων, η Άγκυρα είχε επισήμως αναγνωρίσει ότι τα Ίμια ανήκουν στα Δωδεκάνησα.

Μετά την κρίση, η Αθήνα ζήτησε από τους Αμερικανούς να εμφανίσουν σαν δική τους την ελληνική ιδέα για παραπομπή των «γκρίζων ζωνών» στο Διεθνές Δικαστήριο. Όταν η πρόταση έγινε, η κυβέρνηση Σημίτη έσπευσε να την αποδεχθεί, αλλά την επόμενη ημέρα, μετά και από την εκδήλωση αντιδράσεων, δήλωσε ότι η Ελλάδα δεν είχε κανένα λόγο να ζητάει την παραπομπή.

Η αλήθεια είναι ότι καμία χώρα δεν προτείνει τον τρόπο, με τον οποίο ο αντίπαλός της θα προωθήσει την αμφισβήτηση της εθνικής της κυριαρχίας. Εάν η Τουρκία θεωρεί ότι αδικείται ας αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και ας ζητήσει εκεί το δίκιο της. Η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία και είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί την απόφασή του.

ΠΗΓΗ: SL PRESS