Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε εκτενώς στην τακτική κατάσταση της περιοχής του Αιγαίου και του εκεί πιθανού θεάτρου επιχειρήσεων αναλύοντας όλες τις πτυχές αποκάλυψης και αντιμετώπισης ναυτικών και αποβατικών δυνάμεων. Στο σημερινό άρθρο θα αναφερθούμε στο νέο αναδυόμενο πεδίο αντιπαράθεσης που είναι η ανατολική Μεσόγειος.

Η ανατολική Μεσόγειος για τους Έλληνες δεν είναι κάτι καινούριο. Υπήρξε από πάντα το μέσο ανάπτυξης του ελληνισμού μέσω των κτήσεων αλλά και του εμπορίου με τους γειτονικούς λαούς που διαβίωναν και συνεχίζουν να διαβιώνουν στην περιοχή για χιλιάδες χρόνια. Σήμερα, το μέγεθος της σύγχρονης Ελλάδας, πληθυσμιακά, οικονομικά, τεχνολογικά και γεωπολιτικά είχε ως αποτέλεσμα τον γεωπολιτικό περιορισμό της τις τελευταίες δεκαετίες μέσα στα στενά όρια της θάλασσας του Αιγαίου. Βλέπουμε όμως τα τελευταία χρόνια μια μετατόπιση του πεδίου ενδιαφέροντος στην ανατολική Μεσόγειο λόγω των μεγάλων αποθεμάτων υδρογονανθράκων που κρύβονται στο υπέδαφος του πυθμένα της θάλασσας. Έτσι έχουμε τις γνωστές ενέργειες αμφισβήτησης από πλευράς Τουρκίας για ακόμη μία φορά των δικαιωμάτων της Ελλάδας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μέσω μιας αυθαίρετης ανάγνωσης του Δίκαιου της Θάλασσας από την Τουρκική πλευρά που η ίδια όμως δεν το έχει συνυπογράψει.

Με εξαίρεση τη δεκαετία του 1990 και το δόγμα του ΕΑΧ που συμφωνήθηκε με την Κύπρο μετά και τα επεισόδια στα Ίμια, που όμως σχετικά γρήγορα ατόνισε, η Ελλάδα χρειάζεται να εξέλθει ξανά στην ανοιχτή θάλασσα της Μεσογείου που ήταν πάντα προέκταση του φυσικού της χώρου και να εδραιωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω των συμμαχιών, της ειρηνικής συμβίωσης και οριοθέτησης των οικονομικών ζωνών με όλα τα συνορεύοντα παραλιακά κράτη μέσω των κανόνων του Δίκαιου της θάλασσας αλλά χωρίς εκπτώσεις και σίγουρα χωρίς τις πέρα από κάθε λογική θέσεις της Τουρκικής πλευράς.

Στο πλαίσιο λοιπόν της προάσπισης των ελληνικών συμφερόντων και της ελληνικής ΑΟΖ, όπως αυτή οριοθετείται από τους διεθνείς κανόνες, οι ΕΕΔ και το Λ.Σ. χρειάζεται να έχουν τα κατάλληλα μέσα για την κάλυψη της ΑΟΖ σε όλο το φάσμα των επιχειρησιακών αναγκών και σχεδίων. Δηλαδή:

  1. Θαλάσσια Επιτήρηση.
  2. Θαλάσσια Αστυνόμευση.
  3. Έρευνα & Διάσωση.
  4. Επίδειξη Σημαίας.
  5. Αντιμετώπιση καταστάσεων χαμηλής έντασης.
  6. Εμπλοκή σε πολεμικές επιχειρήσεις πλήρους κλίμακας.

Για τις πρώτες πέντε επιχειρησιακές ανάγκες το Λ.Σ. θα παίξει πρωτεύοντα ρόλο για τον οποίο θα χρειαστεί αντίστοιχα και τα κατάλληλα μέσα. Χρειάζεται δηλαδή αριθμό σκαφών μεγαλύτερου εκτοπίσματος, 1500-2000 τόνων ικανά να επιχειρούν σε ανοιχτή θάλασσα με δύσκολες καιρικές συνθήκες. Πλοία με αναβαθμισμένα ηλεκτρονικά και οπλισμό και ελικοδρόμιο με υπόστεγο ικανά να εξυπηρετούν ελικόπτερα SAR. Ο αναβαθμισμένος οπλισμός σημαίνει πυροβόλο 76χιλ και δύο τηλεχειριζόμενα σταθεροποιημένα των 20-30 χιλ και πλήρης ηλεκτρονικός εξοπλισμός με ΚΠΜ (Tacticos) ραντάρ επιφανείας μακράς εμβέλειας, Η/Ο αισθητήρες και Link 16 για διασύνδεση με τις ΕΕΔ και μεταφορά δεδομένων και εικόνας στο ΕΘΚΕΠΙΧ. Στην προκειμένη περίπτωση το μεγάλο εκτόπισμα ενός πλοίου βοηθάει:

  1. Στην ενσωμάτωση περισσότερων οπλικών και ηλεκτρονικών συστημάτων.
  2. Στην ικανότητα επιχειρήσεων στις δύσκολες συνθήκες της ανοιχτής θάλασσας.
  3. Στην ικανότητα μεταφοράς μεγαλύτερης ποσότητας καυσίμου και εφοδίων και άρα εκτεταμένης περιόδου επιχειρήσεων, επομένως δυνατότητα παρουσίας στα όρια της ΑΟΖ.
  4. Στη μεγαλύτερη μεταφορική ικανότητα διασωθέντων ή μεγαλύτερης ομάδας ειδικών επιχειρήσεων.
  5. Στην ικανότητα μεταφοράς UAV.
  6. Ο εκτεταμένος οπλισμός θα ελευθερώσει το Π.Ν. από αστυνόμευση και νηοψίες στην ανοιχτή θάλασσα και ταυτόχρονα θα βοηθήσει στην επίδειξη σημαίας όταν αυτό χρειάζεται σε περιόδους χαμηλής έντασης αποφεύγοντας την κλιμάκωση που θα μπορούσε να επιφέρει η παρουσία πολεμικού πλοίου.

Από την άλλη πλευρά οι ΕΕΔ θα πρέπει να εξοπλιστούν επίσης με τα κατάλληλα μέσα και αισθητήρες για την προάσπιση της ελληνικής ΑΟΖ και τη διαφύλαξη της ελληνικής κυριαρχίας σε ξηρά και θάλασσα. Η Κρήτη σε αυτό το κομμάτι παίζει καίριο ρόλο ως ένα τεράστιο αβύθιστο αεροπλανοφόρο ικανό να φιλοξενήσει όλες τις κατάλληλες αεροναυτικές δυνάμεις και αισθητήρες έγκαιρης προειδοποίησης καθώς και τις μονάδες στρατού που θα μπορούσαν να επέμβουν ως ενισχύσεις στα κοντινά νησιά, στο σύμπλεγμα της Μεγίστης και στην Κύπρο εάν ποτέ αυτό χρειαστεί. Ήδη στην Κρήτη εδράζονται μία κύρια αεροπορική βάση και ένας ναύσταθμος, στον οποίο πολύ σωστά πρόκειται να αναβαθμιστούν οι λιμενικές του εγκαταστάσεις, και ραντάρ επιτήρησης αέρος πολύ μεγάλης εμβέλειας καθώς και η πυροβολαρχία S-300. Σε συνέχεια λοιπόν του προηγούμενου άρθρου, σε πρώτη φάση στην Κρήτη πρέπει να αναβαθμιστούν και να εμπλουτιστούν οι αισθητήρες έγκαιρης προειδοποίησης και τα αντίστοιχα οπλικά συστήματα έτσι ώστε να μπορούν να καλύπτουν όσο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Μεσογείου είναι εφικτό. Αυτό σημαίνει αντικατάσταση του ραντάρ HADR-3000 με νέας τεχνολογίας AESA νιτριδίου του γαλίου, εγκατάσταση ραντάρ επιτήρησης επιφανείας με εμβέλεια άνω των 200 χλμ, αντικατάσταση των ρωσικών S-300 με δυτικού τύπου Α/Α συστήματος μεγάλου βεληνεκούς όπως το Patriot, το SAMP/T, το Barak 8 και εγκατάσταση δύο συστοιχιών anti-ship πυραύλων μεγάλου-πολύ μεγάλου βεληνεκούς. Εδώ όσο και αν ίσως φαίνεται δύσκολο, η νούμερο ένα επιλογή θα ήταν η εγκατάσταση πυραυλικών συστημάτων Brahmos με εμβέλειες της τάξης των 500 χλμ και ταχύτητα πλεύσης 3 mach που σημαίνει πλήρης κάλυψη όλης της ελληνικής ΑΟΖ από ένα όπλο πολύ δύσκολα ανασχέσιμο απο τα υπάρχοντα συστήματα CIWS των πλοίων. Η πρόσφατη εμβάθυνση της Ινδο-ελληνικής αμυντικής συνεργασίας θα βοηθούσε στην απόκτηση ενός τέτοιου οπλικού συστήματος που θα ήταν καθαρά game-changer στην περιοχή. Βέβαια στην πραγματικότητα, ίσως θα ήταν δύσκολο να αποκτηθεί ένα τέτοιο σύστημα λόγω διαμαρτυρίας αρκετών χωρών της περιοχής και όχι μόνο. Στον αντίποδα υπάρχουν βέβαια άμεσα διαθέσιμες λύσεις όπως οι πυροβολαρχίες Exocet, RBS-15MkIV, NSM με εμβέλειες περί τα 200 χλμ.

Όσον αφορά τα πλοία του Π.Ν. χρειάζονται σκάφη μεγάλου εκτοπίσματος με πλήρεις δυνατότητες Αντιαεροπορικού, Ανθυποβρυχιακού πολέμου και πολέμου επιφανείας. Το μεγάλο εκτόπισμα και εδώ σημαίνει μεγαλύτερα ραντάρ, περισσότερα όπλα, μεγαλύτερη εμβέλεια και καλύτερη διαγώγη του σκάφους και άρα μεγαλύτερος επιχειρησιακός φάκελος σε υψηλό κυματισμό. Σκάφη των 5000-5500 τόνων θα ήταν ικανά να καλύψουν αυτές τις απαιτήσεις, όπως οι FDI extended, AH-140 και Fremm. Επίσης καίριο ρόλο θα παίξει και ο υποβρύχιος στόλος. Υποβρύχια νέας τεχνολογίας καλά κρυμμένα στα βάθη της ανατολικής Μεσογείου θα αποτελέσουν τεράστιο κίνδυνο για όποιον προσπαθήσει να περάσει και να αμφισβητίσει την ελληνική ΑΟΖ. Για να καλυφθεί επιχειρησιακά και η ανατολική Μεσόγειο ο στόλος των ελληνικών υποβρυχίων θα πρέπει να απαρτίζεται από τουλάχιστον 10 υποβρύχια νέας τεχνολογίας. Ειδικά για την Αν. Μεσόγειο χρειάζεται ένα μεγαλύτερο σκάφος που θα προσδώσει μεγαλύτερες επιχειρησιακές δυνατότητες. Σκάφη όπως τα Type 212 NFS ή Type 212 CD θα ήταν μεγάλη αναβάθμιση για τον υποβρύχιο στόλο όπως επίσης και τυχόν επιλογή του γαλλικού Scorpene με δυνατότητα εκτόξευσης πυραύλων κρούζ Scalp Naval με δυνατότητα χειρουσργικού πλήγματος σε πολύ μεγάλες αποστάσεις στην ξηρά. Τέλος πολύ σημαντικό ρόλο θα παίξουν και τα αναβαθμισμένα Ρ-3, όταν αυτά παραδωθούν. Τα αναβαθμισμένα ηλεκτρονικά θα βοηθήσουν στην από αέρος αποκάλυψη και στοχοποίηση των αντίπαλων μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων. Στον αντίποδα, UAVs τύπου MALE όπως τα HERON και τα Patroller που ήδη υπηρετούν με τις ΕΕΔ μπορούν από καιρό ειρήνης να μεταφέρουν εικόνα από την ανατολική Μεσόγειο με χαμηλό κόστος χωρίς να χρειάζεται να επιβαρύνονται τα πολύτιμα Ρ-3 του ναυτικού. Να σημειώσουμε εδώ ότι είναι επιβεβλημένος ο εξοπλισμός των μέσων του ναυτικού με τα αντίστοιχα όπλα, ήτοι αεροεκτοξευόμενους πυραύλους Harpoon για τα P-3 Orion και NSM για τα καινούρια ναυτικά ελικόπτερα UH-60R.

Όσον αφορά την αεροπορία θα χρειαστεί να γίνει επένδυση στα αεροσκάφη EAW&C της Π.Α. με αναβάθμιση των ικανοτήτων του υπάρχοντος υλικού καθώς και αγορά δύο επιπλέον συστημάτων του νεότερου μοντέλου Globaleye. Στην έκδοση αυτή, εκτός του αναβαθμισμένου ραντάρ επιτήρησης αέρος που προσδίδει μεγαλύτερη εμβέλεια έρευνας αέρος, το αεροσκάφος φορέας διαθέτει ραντάρ έρευνας θαλάσσης τοποθετημένο στην κοιλιά του αεροσκάφους καθώς και Η/Ο σύστημα έρευνας επιφανείας όλα μαζί ολοκληρωμένα στο σύστημα διαχείρισης ιχνών του συστήματος Globaleye υποβοηθώντας και το έργο των ελληνικών εκσυγχρονισμένων Ρ-3. Επίσης στο μέλλον θα ήταν συνετό να αποκτηθεί μια δεύτερη μοίρα αεροσκαφών Rafale. Το συγκεκριμένο αεροσκάφος είναι το μοναδικό στην Π.Α. που είναι εξοπλισμένο με anti-ship πυραύλους (Μιας και για τον πολυπληθή στόλο των F-16 δεν έχει αποκτηθεί ο Harpoon, καθώς και πολλά άλλα σημαντικά όπλα) από τους οποίους μπορεί να φέρει δύο τον αριθμό, είναι δικινητήριο που σημαίνει αυξημένη ασφάλεια πτήσης χαρακτηριστικό πολύ σημαντικό ειδικά για πτήση πάνω από εκτεταμένες θαλάσσιες περιοχές, φέρει εξελιγμένα ηλεκτρονικά και ΑΑ όπλα μακρού βεληνεκούς ιδανικά για αντιαεροπορική κάλυψη του ελληνικού στόλου και τέλος μεγάλη ακτίνα δράσης. Επίσης πολύ σημαντική είναι η απόκτηση ιπτάμενων ραντάρ που όπως θα αναλύσουμε διεξοδικά σε επόμενο άρθρο θα βοηθήσει στην επέκταση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των εναέριων μέσων των ΕΕΔ μέσω της αύξησης της εμβέλειας ή του χρόνου παραμονής στο πεδίο ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο αυτό να σημειώσουμε ότι με την απόκτηση των ιπτάμενων ραντάρ θα πρέπει ένας αριθμός αεροσκαφών και ελικοπτέρων να αποκτήσουν δυνατότητα ανεφοδιασμού εν πτήση πέρα των μαχητικών αεροσκαφών που ήδη διαθέτουν τέτοια δυνατότητα. Σε αυτά συγκαταλέγονται τα C-27J, SAR/CSAR ελικόπτερα, CH-47 και τα αεροσκάφη AEW&C.   

Όσον αφορά τον Σ.Ξ.,  μια πρώτη πολύ σημαντική κίνηση ήταν η μετατροπή της 5ης ΤΑΞ ΠΖ στην Κρήτη σε αερομεταφερόμενη. Μια κίνηση που όμως δεν έχει ολοκληρωθεί αφού μια Α/Μ ταξιαρχία ειδικά σε ένα νησιωτικό περιβάλλον χρειάζεται και τα κατάλληλα μέσα. Αυτό σημαίνει, δημιουργία μιας βάσης της αεροπορίας στρατού με μεταφορικά ελικόπτερα και ΟΗ-58 για την κάλυψη του νοτιοανατολικού Αιγαίου και του Καστελόριζου και υπό προϋποθέσεις την Κύπρο. Η βάση αυτή έστω και ως βάση μεταστάθμευσης για κάποιους τύπους ελικοπτέρων θα ήταν καίρια για επιχειρήσεις ενίσχυσης ή ανακατάλυψης βραχονησίδων από τμήματα της 5ης Α/Μ ΤΑΞ ή της μοίρας αλεξιπτωτιστών που εδρεύει στο νησί. Η συνεχής παρουσία δε, ελικοπτέρων στην Κρήτη θα αυξήσει και τη ρεαλιστικότητα της εκπαίδευσης των σχηματισμών αυτών. Να σημειώσουμε ότι για μακρινές επιχειρήσεις π.χ. στην Κύπρο τα ελικόπτερα θα πρέπει να είναι εφοδιασμένα με συστήματα ανεφοδιασμού καυσίμου εν πτήση για συνεργασία και μεταφορά καυσίμου από τα ελληνικά ιπτάμενα τάνκερ.

Τέλος αλλά ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα τα παραπάνω είναι η ύπαρξη συστημάτων ζεύξης δεδομένων από όλα τα επι μέρους οπλικά συστήματα και η δημιουργία ενός ενοποιημένου περιβάλλοντος όπου όλες οι πλατφόρμες θα μοιράζονται σε πραγματικό χρόνο στοιχεία αποκάλυψης και στοχοποίησης για την καλύτερη αντιμετώπιση των αντίπαλων μονάδων αποφεύγοντας την κατασπατάλιση πόρων και πυρομαχικών.