Η χθεσινή επίσημη αναφορά του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τη προοπτική παραχώρησης αμερικανικών πλοίων (δεν ανέφερε ευθέως τις LCS αλλά είναι τα μοναδικά διαθέσιμα) στο Πολεμικό Ναυτικό έχει προκαλέσει ένα μεγάλο προβληματισμό. Πολλάκις, κατά το παρελθόν έχουμε επισημάνει πως τα LCS δεν ικανοποιούν τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του Πολεμικού Ναυτικού. Ως εκ τούτων, σεβόμενοι τη δεοντολογία μας και τους αναγνώστες μας, θα τοποθετηθούμε εκτενώς στη παρακάτω ανάλυση τεκμηριώνοντας τα γραφόμενα μας και αναφέροντας γεγονότα όπως αυτά λέγονται από το ίδιο το Αμερικανικό Ναυτικό.
Δεν τα αναφέρουμε για πρώτη φορά δεδομένου πως κατ’ επανάληψη μέσα από το DefenceReview.gr έχουμε τοποθετηθεί πως οι LCS είναι ακατάλληλες για το Πολεμικό Ναυτικό. Οφείλουμε όμως δεδομένων των εξελίξεων να προβούμε σε μια συνολική ανασκόπηση των λόγων για τους οποίους τις θεωρούμε ακατάλληλες και να επιχειρηματολογήσουμε τα γραφόμενα μας.
Eπιμέλεια της ανάλυσης: Αναστάσιος Παπανδρέου, Ευθύμιος Λάζος, Γιάννης Νικήτας
Μηχανική αξιοπιστία
Η πρόωση των πλοίων διασφαλίζεται μέσω ενός συνδυασμού που αποτελείται από αεροστρόβιλους, πετρελαιοκινητήρες και υδροπροωθητές. Τα πλοία έχουν αντιμετωπίσει κατ’ επανάληψη πρόβλημα στη πρόωση και πολλές φορές έχουν μείνει πλήρως ακυβέρνητα, αναγκαζόμενα να επιστρέψουν στους ναυστάθμους του Αμερικανικού Ναυτικού με τη συνδρομή ρυμουλκών πλοίων. Στο μεταξύ τα εν υπηρεσία πλοία τα οποία δεν έχουν επιδιορθώσει πλήρως τα μηχανικά προβλήματα, περιορίζουν τη χρήση του συνδυαστικού συστήματος πρόωσης τους, απόφαση που περιορίζει τα πλοία, τα οποία σχεδιάστηκαν για ταχύτητα, να πλέουν με ταχύτητα περίπου 10 κόμβων.
Με τη χρήση των πετρελαιοκινητήρων τα «Freedom» κινούνται με ταχύτητες 10-12 κόμβων, αλλά για να επιτύχουν μεγαλύτερες ταχύτητες πρέπει να ενεργοποιήσει τους αεροστρόβιλους. Το όλο σύστημα ενσωματώνει πολλά σύνθετα μηχανικά μέρη και έχει αποδειχθεί αναξιόπιστο. Το ζήτημα είναι παλιό, τουλάχιστον από το 2015, όταν το «Milwaukee» αστόχησε στο παρθενικό του ταξίδι και έπρεπε να ρυμουλκηθεί. Η επισκευή ενός δομικού, σχεδιαστικού σφάλματος δεν είναι εύκολη. Το ερώτημα είναι πόσο θα κοστίσει και ποιος θα πληρώσει. Η λύση στο πρόβλημα σχεδιάστηκε από την γερμανική εταιρεία RENK και το εκτιμώμενο κόστος διόρθωσης του προβλήματος στο σύστημα εναλλαγής της πρόωσης των πλοίων τύπου LCS κλάσης «Freedom» ανέρχεται στα $ 8-10 εκατομμύρια ανά πλοίο.
Το πρόβλημα φαίνεται να έχει «επιλυθεί» εν μέρει αλλά και πάλι το Αμερικανικό Ναυτικό εμφανίζεται εξαιρετικά επιφυλακτικό λαμβάνοντας υπόψιν πως αποσύρει πρόωρα τα πλοία λόγω υψηλού λειτουργικού κόστους. Άγνωστο παραμένει επίσης, εάν τα πλοία που προορίζονται για το ΠΝ έχουν επιδιορθωθεί με βάση τη τεχνική λύση της RENK ή θα πρέπει η ελληνική πλευρά να επωμιστεί αυτό το κόστος.
Επίσης, αξίζει να επισημανθεί το γεγονός πως το αρχικό πρόβλημα στο προωστήριο σκεύος των πλοίων έχει δημιουργήσει και επιπρόσθετα τεχνικά προβλήματα όπως αναφέρεται στις περιπτώσεις των, LCS-7 «Detroit» και LCS-9 «Little Rock» όπου το κόστος επιδιόρθωσης των θα είναι μεγαλύτερο από τα άλλα πλοία, καθώς τα δύο αυτά πλοία αντιμετώπισαν εκτός της αστοχίας του συστήματος εναλλαγής της μεθόδου πρόωσης και επιπρόσθετα προβλήματα στα πλοία.
Ανακεφαλαιώνοντας, σύμφωνα με την έκθεση του Κογκρέσου τα πλοία LCS-19, LCS-21 και LCS-23 έχουν ήδη επισκευαστεί ενώ τα πλοία LCS-25, LCS-27, LCS-29 και LCS-31 θα παραδοθούν στο Αμερικανικό Ναυτικό επισκευασμένα και με διορθωμένο το σύστημα εναλλαγής της πρόωσης. Επίσης, τα πλοία LCS-11, LCS-13, LCS-15 και LCS-17 είτε βρίσκονται σε φάση επισκευής ή αναμένεται σύντομα να ξεκινήσουν οι σχετικές εργασίες για την επισκευή τους. Για τα πλοία LCS-5, LCS-7 και LCS-9, τα οποία αναμένεται να αποσυρθούν από την ενεργό υπηρεσία εντός του 2023, δεν έχει ληφθεί ακόμα κάποια απόφαση επισκευής τους, αν και κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό, καθώς μετά την απόσυρση τους μάλλον θα διατεθούν προς πώληση σε τρίτες χώρες.
Συνολικά για τη μηχανική αξιοπιστία των πλοίων έχουν καταγραφεί 32 παρατηρήσεις.
Διαθεσιμότητες – Χρόνοι επισκευής
Η προβληματική μηχανική αξιοπιστία των πλοίων οδηγεί σε περιορισμένη διαθεσιμότητα. Σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές του Υποναυάρχου Robert Nowakowski, υπεύθυνο για το πρόγραμμα: «Υπάρχουν περί τα 32 κύρια ζητήματα αξιοπιστίας και στις δύο εκδόσεις του LCS», δήλωσε ο Αντιναύαρχος Roy Kitchener του US Navy σε συνέντευξη τύπου την περασμένη Δευτέρα. (δείτε ΕΔΩ και ΕΔΩ)
Συμπερασματικα΄με βάση τις παραπάνω αναφορές σήμερα, ο μέσος όρος επισκευών – συντήρησης (με βάση τις αποστολές και τους πλόες του US Navy) είναι δύο εβδομάδες ανά μήνα, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που συντήρηση-επισκευή πρέπει να γίνει σε λιμάνι εκτός ΗΠΑ, όταν το πλοίο βρίσκεται σε αποστολή. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της επισκευής είναι περί τις 20 ημέρες το μήνα. Αυτό έχει προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα των πλοίων.
Κόστος Κύκλου Ζωής – Λειτουργικό κόστος
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ελεγκτικού γραφείου GAO του Αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών (GAO) το ετήσιο κόστος λειτουργίας ενός LCS της κλάσης Freedom ανέρχεται στα $ 42 εκατομμύρια εκ των οποίων τα $ 26.7 αφορούν τη κάλυψη των πάγιων ανελαστικών δαπανών συντήρησης. Η έκθεση του ελεγκτικού γραφείου GAO (US Government Accountability Office) με τίτλο«Weapon System Sustainment: Navy Ship Usage Has Decreased as Challenges and Costs Have Increased» (δείτε ΕΔΩ) η οποία δημοσιεύτηκε πριν δυο μήνες. Τα πλοία που κατέγραψαν το μεγαλύτερο ποσοστό «κανιβαλισμού» είναι τα LCS κλάσης «Freedom και τα πλοία αμφίβιων επιχειρήσεων κλάσης «Wasp». Επιπλέον, τα «Wasp» και τα LCS κλάσης «Freedom» και «Independence» κατέγραψαν τα περισσότερα σοβαρά περιστατικά αστοχιών («αναφορές απωλειών» κατηγορίας 3 και 4).
Θα εστιάσουμε στο δεύτερο νούμερο της ετήσιας υποστήριξης (26,7 εκατ.) που περιλαμβάνει τα λειτουργικά κόστη για τη συντήρηση των πλοίων. Ακόμη και εάν δεχθούμε πως το ΠΝ θα μειώσει αισθητά τους πλόες των πλοίων (με σαφή αντίκτυπο στη μαχητική ικανότητα των πλοίων και των πληρωμάτων τους καθότι δεν θα εκπαιδεύονται σε χρόνους ανάλογους με εκείνους μιας άλλης σχεδίασης φρεγάτας ή άλλου πλοίου του ΠΝ) το κόστος παραμένει υψηλό συγκριτικά με μια φρεγάτα της οποίας το ετήσιο λειτουργικό κόστος δεν ξεπερνά τα 10 εκατομμύρια ευρώ. Συνεπώς, το ερώτημα είναι το εξής:
Θέλουμε πλοία για να επιχειρούν και να ταξιδεύουν ή πλοία για να είναι δεμένα στους ναυστάθμους προκειμένου να μην έχουν υψηλό κόστος συντήρησης;
Επιβιωσιμότητα
Όπως γράφαμε σε προγενέστερη ανάλυση μας από τον συντάκτη Naval Strategy, στις 29/12/2022, η επιβιωσιμότητα μάχης του LCS δεν υπερβαίνει το Επίπεδο I της Οδηγίας 9070.1 του Γραφείου του CNO (OPNAV), άρα είναι ίση ενός περιπολικού σκάφους (PC) ή ενός ναρκαλιευτικού (MineHunter – MHC), που δεν αναμένονται να συνεχίσουν να μάχονται μετά από πλήγμα, και χαμηλότερη του Επιπέδου ΙΙ μίας φρεγάτας κλάσης O.H. Perry. Την υπερβολική τρωτότητα του LCS θα υποκαθιστούσαν η υψηλή ταχύτητα και ευελιξία, η μείωση και διαχείριση υπογραφών, οι οργανικοί αισθητήρες, η έμφαση στην τερματική άμυνα και η κατανεμημένη ισχύς, συνεπώς η ελάττωση της επιρρέπειας (susceptibility) στην προσέλκυση πληγμάτων.
Η δυσαρέσκεια του USN επέβαλε την τήρηση κάποιων Κανόνων Πολεμικών Πλοίων (NVR) του ABS, όπως υδατοστεγή διαμερίσματα που αποτρέπουν τη βύθιση παρά την κατάκλυση 15% του ολικού μήκους, 3 ανεξάρτητα συστήματα πυρόσβεσης, εφεδρικότητα και ανθεκτικότητα συστημάτων σε κραδασμούς. Τα συστήματα μάχης του LCS θεωρείται ότι εξασφαλίζουν επαρκή άμυνα κατά μικρών ομοβροντιών (small salvos) Βλημάτων Εναντίον Πλοίων (ASM), ενώ το MP για αποστολές ASW εγκαταλείφθηκε ολοσχερώς, εξαρτώντας πια τη σχετική δυνατότητα αποκλειστικά από το οργανικό ελικόπτερο MH-60R!
Το Σεπτέμβριο 2012 η OPNAV 9070.1 αναθεωρήθηκε σε 1A, καταργώντας τα Επίπεδα επιβιωσιμότητας μάχης όλων των πλοίων του USN και εξαρτώντας την πια από άλλα κριτήρια. Το LCS κατατάχθηκε στο (ανύπαρκτο πάντως) Επίπεδο I+, που επιτρέπει την επιστροφή στη βάση του μετά από πλήγμα. Τέλος, λόγω κόστους δεν εγκαταστάθηκε Σύστημα Συλλογικής Προστασίας (CPS) έναντι Χημικών, Βιολογικών, Ραδιολογικών και Πυρηνικών (CBRN) εναέριων μολυντών, που θα επέτρεπε τον εσωτερικό χειρισμό κρίσιμων συστημάτων του LCS, αλλά απολυμαντικοί σταθμοί και προστατευτικές στολές.
Κατανάλωση καυσίμων – Ακτίνα δράσης
Βασικό μειονέκτημα της συγκεκριμένης σχεδίασης είναι η εξαιρετική υψηλή κατανάλωση καυσίμων γεγονός που οδηγεί σε αυξημένες απαιτήσεις διοικητικής μέριμνας. Ενδεικτικά αναφέρεται πως η κατανάλωση των Freedom είναι 3 με 4 φορές υψηλότερες μιας σημερινής φρεγάτας του ΠΝ.
Το περιορισμένο εκτόπισμα συνεπαγόταν αυτονομία χωρίς ανεφοδιασμό 3.500nm με 16kts, που συρρικνωνόταν σε 1.000-1.500nm κατά τον πλου υψηλής ταχύτητας, με συνέπεια απαίτηση για Ανεφοδιασμό Εν πλω (UNREP) κάθε 3-5 ημέρες.
Επίσης η υψηλή ταχύτητα συνεπαγόταν αναγκαστικά μέγιστο βύθισμα 10-20ft, στο εκτόπισμα πλήρους φόρτου, έναντι 15ft του πλοίου MCM κλάσης Avenger και 26ft της φρεγάτας κλάσης O.H. Perry, με προφανώς δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπλοΐα υπό αντίξοες συνθήκες Κατάστασης Θάλασσας.
Αδυναμία επιχειρήσεων σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες
Λόγω της αλουμινένιας υπερκατασκευής, τα πλοία δεν μπορούν να επιχειρήσουν σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Συγκεκριμένα είναι απαγορευτικός ο πλους των πλοίων από κατάσταση θαλάσσης 6 και πάνω λόγω πρόκλησης ρωγμών στην αλουμινένια υπερκατασκευή των πλοίων. Τα παραπάνω έχουν διαπιστωθεί στη πράξη από το Αμερικανικό Ναυτικό.
Σε τι κατάσταση θα έρθουν τα πλοία
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπενθυμίσουμε την άσχημη εμπειρία στο Πολεμικό Ναυτικό από την εποχή που παρέλαβε τα αμερικανικά αντιτορπιλικά Adams δεδομένου πως το Αμερικανικό Ναυτικό κυριολεκτικά απογύμνωσε τα πλοία από κρίσιμα συστήματα. Ως εκ τούτων, εγείρεται το ερώτημα, με τι οπλικά συστήματα θα έρθουν τα πλοία; Για παράδειγμα θα διαθέτουν το αντιπυραυλικό σύστημα RAM ή θα είναι πλήρως ή μερικώς ελλιπή;
Αδυναμία εκτέλεσης πλήρους φάσματος ναυτικών επιχειρήσεων
Οι LCS έχουν σχεδιασθεί ως πλοία ναυτικών επιχειρήσεων χαμηλής έντασης και γι αυτό και ο οπλισμός τους είναι εφάμιλλος περιπολικού ανοικτής θαλάσσης ή κανονιοφόρου ή πυραυλακάτου, οπότε εκ των πραγμάτων είναι εκτός των επιχειρησιακών αναγκών του ΠΝ. Δεδομένης της ικανότητας τα LCS της κλασης Freedom να εξοπλίζονται με αντιπλοϊκούς πυραύλους, τα πλοία θα είναι σε θέση να εκτελούν πόλεμο επιφανείας ενώ για τις ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις βασίζονται εξ ολοκλήρου στο ελικόπτερο MH-60R. Σε τακτικό επίπεδο όμως το ελικόπτερο MH-60R μπορεί να μην είναι διαθέσιμο για τεχνικούς λόγους, να μην να επιχειρήσει λόγω αυξημένης απειλής ή να μην μπορεί να ενεργήσει απόρροια δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Τα πλοία δεν διαθέτουν σόναρ τρόπιδας και δεν μπορούν να πάρουν ενώ το συρόμενο (VDS) ρυμουλκούμενο μεταβλητού βάθους σόναρ AN/SQS-62 της Raytheon του ανθυποβρυχιακού πακέτου αποστολής απέτυχε να αποδώσει τα αναμενόμενα και εγκαταλείφθηκε. Ως εκ τούτου, για τις φρεγάτες FFG-62 επιλέχθηκε το γνωστό σόναρ CAPTAS 4 της Thales. Παράλληλα δεν διαθέτουν τορπιλοσωλήνες για προσβολή υποβρυχίων και είναι άγνωστο εάν μπορούν να πάρουν και με τι κόστος μπορούν να ολοκληρωθούν στο τακτικό σύστημα των πλοίων.
Με τα οπλικά και τα ηλεκτρονικά συστήματα που φέρουν δεν μπορούν πραγματικά να εμπλακούν με αξιώσεις σε κανένα είδος ναυτικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, ούτε αντιαεροπορικό πόλεμο δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν ούτε ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις στις οποίες βασίζονται εξ ολοκλήρου στο ελικόπτερο.
Χρειάζεται σοβαρή συμπλήρωση/αντικατάσταση οπλισμού για να μπορέσουν τα πλοία αυτά να έρθουν σε ένα αποδεκτό σημείο που όμως θα κοστίσει σχεδόν όσο η αγορά και τοποθέτηση οπλισμού σε ένα νεότευκτο πλοίο. Το ερώτημα είναι τι κόστος θα έχει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού. Παράλληλλα όμως όσον αφορά τον Α/Υ πόλεμο δε θα μπορέσουν ποτέ να σταθούν στα ίσια απέναντυ στις προτεινόμενες κορβέτες με πλήρη σουίτα σόναρ.
Σοβαρές παθογένειες με την υπερκατασκευή των LCS λόγω αλουμινίου
Βασικό μειονέκτημα των LCS της κλασης Freedom είναι η υπερκατασκευή αλουμινίου. Σημειώνεται πως η υπερκατασκευή των φρεγατών είτε των υφιστάμενων είτε των γαλλικών FDI ή άλλων σχεδιάσεων βασίζονται στον χάλυβα, υλικό ανθεκτικότερο. Σημειώνεται ότι ζητήματα με κατασκευές αλουμινίου σε πολεμικά πλοία έχουν διαπιστωθεί ήδη από το 1987.Ωστόσο, αποκαλύφθηκε πρόγραμμα ρωγμών στην υπερκατασκευή των πλοίων Freedom, μόλις 4 χρόνια από την έναρξη της χρήσης τους. Επίσης μέσα σε ένα χρόνο το USS Independence (LCS-2) σημείωσε σοβαρή διάβρωση. Το πρόβλημα διάβρωσης φαινομενικά επιλύθηκε, αλλά ένα νέο πρόβλημα που σχετίζεται με το αλουμίνιο έχει εμφανιστεί στα Independence: Οι ρωγμές στο κύτος. Ως αποτέλεσμα, τα Independence περιορίζονται από μέγιστη ταχύτητα 15 κόμβους σε κατάσταση ανοικτής θάλασσας και δεν μπορούν να λειτουργούν σε θάλασσες μεγαλύτερες από 8,2 πόδια. Οι περιορισμοί αυτοί επηρεάζουν την κίνηση των πλοίων και εκμηδενίζουν κάθε πλεονέκτημα ταχύτητας στη μάχη. Αναλυτικά: (https://defencereview.gr/irthe-i-ora-na-apallaxoyme-ta-lcs-apo-ti-mi/)
Τα δεδομένα όπως τα αναφέρει επίσημα το Αμερικανικό Ναυτικό
Μιλώντας στην Επιτροπή Ενόπλων Υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων τον Μάιο του 2019, ο τότε Αρχηγός Επιχειρήσεων του Αμερικανικού Ναυτικού, Ναύαρχος Michael Gilday, υπεραμύνθηκε της πρότασης του Ναυτικού για απόσυρση εννέα LCS κλάσης «Freedom». Το δημοσίευμα προέχεται από το Αμερικανικό CNN και μπορείτε να διαβάσετε αυτούσιο εδώ: US Navy chief defends plan to scrap troubled warships even though some are less than 3 years old (https://edition.cnn.com/2022/05/12/politics/us-navy-scrap-warships/index.html)
«Αρνούμαι να καταβάλλω ένα επιπλέον δολάριο σε ένα σύστημα που δεν θα μπορούσε να εντοπίσει ένα υποβρύχιο υψηλής τεχνολογίας στο σημερινό περιβάλλον», είπε ο Ναύαρχος Michael Gilday στην επιτροπή, και συμπλήρωσε ότι ο κύριος λόγος για την πρόωρη απόσυρση τους είναι ότι το σύστημα ανθυποβρυχιακού πολέμου «δεν λειτούργησε για τεχνικούς λόγους».
Ο παροπλισμός των πλοίων θα εξοικονομήσει στο Ναυτικό περίπου $ 391 εκατομμύρια, σύμφωνα με το προσχέδιο του αμυντικού προϋπολογισμού για το 2023, τη στιγμή που το κόστος ναυπήγησης των εννέα πλοίων ανήλθε σε περίπου $ 3,2 δισεκατομμύρια. Παρά τα σχέδια του Ναυτικού να παροπλίσει τα πλοία, το Κογκρέσο έχει τον τελευταίο λόγο για τον στρατιωτικό προϋπολογισμό και δεν έχει εγκρίνει ανάλογα προηγούμενα αιτήματα.
Η μείωση του αριθμού των πολεμικών πλοίων είναι μια δύσκολη υπόθεση, δεδομένης της αύξησης της ναυτικής ισχύος της Κίνας. Τα προβλήματα των πλοίων LCS είναι γνωστά. «Δεν μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε. Πρώτον, διότι δεν είναι έτοιμα να κάνουν το οτιδήποτε. Δεύτερον, όταν κάνουν κάτι συνεχίζουν να παρουσιάζουν αστοχίες», είπε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών, Adam Smith.
Ωστόσο, μόνο ο εξοπλισμός πολέμου επιφανείας είναι πλήρως διαθέσιμος σήμερα. Ο εξοπλισμός ναρκοπολέμου είναι μερικώς διαθέσιμος, ενώ ο κύριος ανθυποβρυχιακός εξοπλισμός, δηλαδή το συρόμενο σόναρ πολλαπλών λειτουργιών SQQ-89, αντιμετωπίζει τεχνικά προβλήματα. Τα προβλήματα στον ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό των LCS ήταν ένας από τους κύριους λόγους που το Αμερικανικό Ναυτικό αποφάσισε οι νέες φρεγάτες κλάσης «Constellation» να ενσωματώνουν σόναρ τρόπιδας.
Μπορούν τα πλοία να εκσυγχρονιστούν;
Ευρέως κυκλοφορεί η άποψη πως τα LCS της κλάσης Freedom θα μπορούσαν να καταπλεύσουν άμεσα και ακολούθως να εκσυγχρονιστούν. Τι πραγματικά ισχύει όμως; Ουδείς όμως έχει προϋπολογίσει ακριβώς ποιο θα είναι το τελικό κόστος ενός προγράμματος εκσυγχρονισμού και με τι συνέπειες στην μαχητική ικανότητα των πλοίων. Ο εκσυγχρονισμός των πλοίων δεν είναι μια «απλή και εύκολη» υπόθεση αλλά ένα πρόγραμμα αυξημένου τεχνικού ρίσκου και κυρίως υψηλού κόστους. Και εξηγούμαστε:
Η Lockheed στο πακέτο αναβάθμισης (Lethality & Survivability Upgrades) προσφέρει την τοποθέτηση ενός οκταπλό εκτοξευτή Mk41 στη θέση του ενός πυροβόλου Bushmaster. Στις 2 Ιουνίου 2023 οι ΗΠΑ ενέκριναν την πώληση οκτώ οκταπλών εκτοξευτών Mk41 Baseline VII Strike Module στο Ολλανδικό ναυτικό ύψους 110 εκ. δολαρίων. Ήτοι ο εξοπλισμός των τεσσάρων πλοίων με έναν κάθετο εκτοξευτή Mk41 Tactical θα κοστίσει περίπου 52 εκατ. δολάρια χωρίς τους πυραύλους. Ο κάθε εκτοξευτής μπορεί να φέρει μέχρι 32 ESSM Block 2 σε κάνιστρα Mk25 επομένως για τέσσερα πλοία θα χρειαστούν 128 ESSM Block 2 το συνολικό κόστος αυτών με 1,8 εκατ. ανά μονάδα υπολογίζεται σε περίπου 230,4 εκατ. δολάρια.
Η εγκατάσταση του εκτοξευτή Mk41 στη θέση του πυροβόλου δεν είναι μια απλή υπόθεση. Υπάρχει το θέμα του βάρους του εκτοξευτή καθώς και των περιφερειακών συστημάτων που χρειάζονται. Το βάρος ενός εκτοξευτή Mk41 Tactical κενού είναι 13,5 τόνοι και το κάθε κάνιστρο Mk25 με τέσσερις ESSM υπερβαίνει σε βάρος τους δύο τόνους. Επομένως, ένας πλήρως φορτωμένος Mk41 έχει βάρος γύρω στους 30 τόνους. Παράλληλα για να λειτουργήσει ο εκτοξευτής πλέον της παροχής ρεύματος, χρειάζεται παροχή νερού και αέρα χαμηλής πίεσης από μόνιμα δίκτυα. Επομένως η εγκατάσταση ενός Mk41 απαιτεί την ενίσχυση της υπερκατασκευής για να αντέξει το επιπλέον βάρος και τοποθέτηση μόνιμων δικτύων νερού και αέρα. Όμως η τοποθέτηση σε ένα σκάφος 3400 τόνων ενός τόσο μεγάλου βάρους τόσο ψηλά ενδεχομένως να επηρεάζει την ευστάθεια. Ενδεικτικά οι Αυστραλιανές MEKO 200 που φέρουν δύο εκτοξευτές Mk41 στην ίδια θέση με τον Mk48 των ελληνικών ΜΕΚΟ ποτέ φορτώνονται στο μέγιστο φόρτο όπλων για λόγους ευστάθειας.