Τι πραγματικά ισχύει για αεροσκάφη-συστήματα-όπλα
Μέσα από τη σειρά των αφιερωμάτων μας με τίτλο «Πολεμική Αεροπορία: Τι πραγματικά χρειαζόμαστε» πέρα από την ανάλυση του πώς θα αντιμετωπίσουμε υφιστάμενες και μελλοντικές προκλήσεις, είδαμε ότι η έννοια «μαχητικό αεροπλάνο» είναι πολυδιάστατη. Ένα από τα πράγματα που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε και ίσως να μην καταφέραμε στο βαθμό που θα έπρεπε, είναι ότι το μαχητικό αεροπλάνο δεν είναι μόνο αυτό που αναφέρει η φράση… Δεν είναι μόνο το μηχάνημα και τα συστήματά του δηλαδή. Είναι και πολλά άλλα πράγματα… Τα οποία σε ένα σύγχρονο πεδίο επιχειρήσεων έχουν καταλυτικό ρόλο.
Αυτά τα «πολλά πράγματα» θα επιχειρήσουμε, απαντώντας στα σχόλια και τις ενστάσεις σας, να διερευνήσουμε εδώ. Για αυτά δε τα σχόλια και τις ενστάσεις, σας ευχαριστούμε για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι για εμάς αποτελούν τροφή για διάλογο και σκέψη. Και αυτοί οι δύο παράγοντες είναι που οδηγούν σε περαιτέρω διερεύνηση και μελέτη. ΚΑΝΕΝΑΣ δεν έχει το αλάθητο του Πάπα… Ο δεύτερος είναι καθαρά ψυχολογικός… Και έχει να κάνει με το ότι ευτυχώς εξακολουθούν αν υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τα της Άμυνας έξω από, αλλά και μέσα στις ένοπλες δυνάμεις. Τα σχόλια και οι παρατηρήσεις σας είναι καλοδεχούμενα λοιπόν. Όσο συνεχίζετε θα συνεχίζουμε…
Οι γενιές των μαχητικών-Μεταπολεμική αναδρομή και σημαντικές διευκρινήσεις
Είναι μία μπερδεμένη ιστορία. Και σίγουρα δεν αποτελεί αξιόπιστη μέθοδο κατηγοριοποίησης. Γιατί από το τέλος της δεκαετίας του 80 μέχρι σήμερα, η αλματώδης πρόοδος της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών και των ηλεκτροοπτικών, (ΕΟ), έχει «μετατοπίσει» πολλά μαχητικά κατά μία τουλάχιστον γενιά. Κάποια δε και κατά δύο όπως θα δούμε!
Ας κοιτάξουμε όμως λίγο πιο αναλυτικά την εξέλιξη των γενεών των μαχητικών, μέσα από μία αναδρομή στο χρόνο… Ξεκινώντας από τον πόλεμο της Κορέας (1950-1953) τα αεριωθούμενα μαχητικά 1ης γενιάς χρησιμοποιούσαν πολυβόλα και πυροβόλα για την προσβολή εναέριων στόχων και συμβατικές βόμβες και ρουκέτες, σύν τα δύο προαναφερόμενα για την προσβολή στόχων στο έδαφος. Πέρα από τις υπέρτερες επιδόσεις τους σε σχέση με τα εμβολοφόρα μαχητικά της περιόδου του Β΄Π.Π., λόγω του νέου συστήματος πρόωσής τους (στροβιλοκινητήρας) και της σημαντικά διαφοροποιημένης αεροδυναμικής που αυτό επέβαλλε, τα αεριωθούμενα μαχητικά 1ης γενιάς διέφεραν και ως προς το ότι διέθεταν αποστασιόμετρα στο ρύγχος τους. Δηλαδή, μικρούς πομποδέκτες (ραντάρ) που παρείχαν μόνο την πληροφορία του σε ποια απόσταση βρισκόταν μπροστά από το επιτιθέμενο μαχητικό ο αντίπαλος.
Αεριωθούμενα μαχητικά με κανονικά ραντάρ εντοπισμού και εγκλωβισμού στόχων υπήρχαν… Κυριότεροι εκπρόσωποι εκείνης της πρώιμης περιόδου ήταν τα F3D Skyknight, F2H4 Bansee (USN) και F-94 Starfire (USAF). Τα αερομεταφερόμενα ραντάρ εκείνης της περιόδου ήταν ιδιαίτερα βαριά και ογκώδη, οπότε μόνο σχετικά μεγάλες πλατφόρμες μπορούσαν να τα μεταφέρουν. Στις περισσότερες των περιπτώσεων δε, για τη λειτουργία του ραντάρ που έφεραν στο ρύγχος, απαιτούνταν και ένας χειριστής του στο πίσω κάθισμα (ή στο δίπλα-διάταξη side by side-όπως στο Skyknight)…
Επομένως τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των μαχητικών 1ης γενιάς ήταν ότι δεν διέθεταν ραντάρ, παρά μόνο αποστασιόμετρα, δεν διέθεταν κατευθυνόμενα όπλα, όπως πυραύλους αέρος-αέρος και αέρος-εδάφους και δεν είχαν τη δυνατότητα να επιχειρούν καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και υπό άσχημες καιρικές συνθήκες. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι της 1ης γενιάς ήταν τα F-86, F-84G/F, F-100, Supermarine Swift, Hawker Hunter, Dassault Mystere και Dassault Ouragan και τα MiG-15 και MiG-17.
Στα μαχητικά 2ης γενιάς μπορούν να κατηγοριοποιηθούν, με βάση την εξέλιξη της τεχνολογίας και επομένως και των επιχειρησιακών τους δυνατοτήτων, τα μαχητικά που έφεραν πιο ισχυρούς στροβιλοκινητήρες και είχαν ακόμη πιο προηγμένη αεροδυναμική, συνδυασμός που τους εξασφάλιζε την ικανότητα να πετούν υπερηχητικά σε ευθεία και οριζόντια πτήση ή ακόμη και σε ελαφρά άνοδο. Πέρα όμως από αυτά τα σχεδιαστικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, τα μαχητικά αυτής της γενιάς έφεραν και σημαντικά διαφοροποιημένο εξοπλισμό αποστολής, αλλά και όπλα. Έφεραν ραντάρ ελέγχου πυρός στο ρύγχος τους και κατευθυνόμενα από αυτό όπλα (πυραύλους αέρος-αέρος σε πρώτη φάση).
Εκπροσώπους αυτής της γενιάς δεν θα αναφέρουμε για τον πολύ απλό λόγο ότι είναι πάμπολοι. Εξηγούμαστε… Το F-102 για παράδειγμα ανήκει στη δεύτερη γενιά με βάση τα χαρακτηριστικά που παραθέσαμε. Με την ίδια λογική και το ίδια δεδομένα όμως στην ίδια γενιά θα πρέπει κατατάξουμε και τα F-4 Phantom II, αλλά και τα F-14 και F-15! Αυτά τα δύο τελευταία, αν και δικινητήρια με ακόμα πιο εξελιγμένα αεροδυναμικά χαρακτηριστικά και ασύγκριτα ανώτερες επιδόσεις, δεν μπορούν να καταταχθούν στην 3η γενιά. Για τον πολύ απλό λόγο ότι ήταν εξειδικευμένα αναχαιτιστικά. Και το F-4 Phantom αν και χαρακτηριζόταν πλατφόρμα πολλαπλών ρόλων, στην πραγματικότητα δεν ήταν… Τουλάχιστον μέχρι το F-4E και σε αυτή την έκδοση με αρκετούς περιορισμούς. Και τις δύο «δουλειές» σε μία έξοδο, δεν μπορούσε να τις κάνει…
Αυτό το τελευταίο ήταν το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των μαχητικών 3ης γενιάς. Η πρόοδος στην τεχνολογία των ηλεκτρονικών και των ηλεκτροοπτικών, επέτρεψε τον εξοπλισμό τους με αερομεταφερόμενα ραντάρ και συστήματα στοχοποίησης/κατάδειξης που εξασφάλιζαν ότι με την απλή επιλογή μίας λειτουργικής τους διαμόρφωσης από τον ιπτάμενο, το μαχητικό-φορέας μετατρέπονταν αυτόματα από πλατφόρμα αερός-αέρος σε πλατφόρμα αέρος-εδάφους και αντίστροφα… Επαναλαμβάνουμε ότι και οι εξελίξεις στην τεχνολογία των ηλεκτροοπτικών ήταν καθοριστικές, από τη στιγμή που κατέστησαν τα ατρακτίδια εντοπισμού/στοχοποίησης/κατάδειξης , καθώς και φωτογραφικής και ηλεκτρονικής αναγνώρισης/παρακολούθησης (ELINT/SIGINT), πραγματικά μικρά σε διαστάσεις και σε όγκο και ελαφρά από πλευράς βάρους. Αυτός ήταν και ο καθοριστικός παράγοντας που επέτρεψε την πλήρη αξιοποίησή τους ακόμα και από μονοκινητήρια, μονοθέσια μαχητικά της κατηγορίας των 10 τόνων.
Επιπρόσθετα, η πρόοδος που συντελέστηκε στην τεχνολογία των ηλεκτροοπτικών, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι έφερε και μία άλλη σημαντική επιχειρησιακή εξέλιξη… Αποδέσμευσε τη χρήση του ραντάρ για σκοπούς εντοπισμού/στοχοποίησης αέρος-εδάφους. Ένα μαχητικό δηλαδή εξοπλισμένο με ατρακτίδιο Sniper, ή Talios, ή Litening, μπορεί να λειτουργεί το ραντάρ του σε διαμόρφωση αέρος-αέρος και ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ να στοχοποιεί στο έδαφος (με το ατρακτίδιο)!
Τέλος, τρίτο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό χαρακτηριστικό των μαχητικών 3ης γενιάς, ήταν το ότι ήταν τα πρώτα που έφεραν ολοκληρωμένα συστήματα αυτοπροστασίας και ηλεκτρονικού πολέμου (Η/Π). Ενσωματωμένα. Δηλαδή, με συστήματα RWR (Radar Warning Receivers) και εκτοξευτές αναλωσίμων (chaff & flare dispencers) είχαν εξοπλιστεί πολλά μαχητικά 2ης γενιάς. Τα πληρώματά τους λαμβάνοντας προειδοποιήσεις από τους δέκτες RWR, ενεργοποιούσαν τους εκτοξευτές αναλωσίμων, ρυθμίζοντας χειροκίνητα και τη επιθυμητή συχνότητα και την ποσότητα σε chaffs και flares. Παρεμβολείς υπήρχαν σε μορφή (συνήθως μεγάλων) ατρακτιδίων, τα οποία φυσικά αναρτώνταν εξωτερικά. Και οι τελευταίοι ενεργοποιούνταν από το πλήρωμα χειροκίνητα. Στα μαχητικά 3ης γενιάς, ΟΛΑ ΑΥΤΑ γίνονται αυτόματα. Χωρίς την επέμβαση του πληρώματος. Και τα τρία βασικά συστατικά των συστημάτων αυτοπροστασίας και Η/Π δηλαδή, λειτουργούν σε συνεργασία μέσω μίας μονάδας διαχείρισης (υπολογιστής). Αυτό σημαίνει η λέξη «ολοκληρωμένα». Με το που δίνει την προειδοποίηση το RWR δηλαδή, ενεργοποιείται ο –εσωτερικά τοποθετημένος- παρεμβολέας, σε ισχύ και κυματομορφή εκπομπής κατάλληλα για την αντιμετώπιση της απειλής. H οποία με τη σειρά της αναγνωρίζεται από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του RWR, κάτι που καθορίζει και την συχνότητα αλλά και την ποσότητα εκτόξευσης chaffs & flares.
Για ποιους λόγους η κατηγοριοποίηση δεν είναι πάντα ασφαλής
Πάμε εδώ σε μία μικρή παρένθεση για να διευκρινίσουμε αυτό που λέει και ο τίτλος από πάνω… Το ότι δηλαδή η κατηγοριοποίηση των μαχητικών σε γενιές δεν είναι πάντα ασφαλής και απόλυτη. Ας ξεκινήσουμε με το F-15 Eagle… Άρχισε την πολυετή καριέρα του στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ώς καθαρόαιμο αναχαιτιστικό, αλλά και ως η απόλυτη πλατφόρμα αεροπορικής κυριαρχίας. Επομένως ξεκίνησε την επιχειρησιακή του ζωή ως μαχητικό 2ης γενιάς γιατί του έλλειπαν βασικά χαρακτηριστικά των μαχητικών 3ης γενιάς. Πιο συγκεκριμένα δεν είχε δυνατότητα παράλληλης εμπλοκής-προσβολής επίγειων και εναέριων στόχων, δεν διέθετε χειριστήρια φιλοσοφίας HOTAS (Hands On Throttle And Stick), δεν διέθετε σύστημα ελέγχου πτήσεως Fly-By-Wire, δεν ήταν πιστοποιημένο για την αξιοποίηση ατρακτιδίων επίγειας στοχοποίησης, καθώς και φωτογραφικής αναγνώρισης και ηλεκτρονικής. Τέλος, δεν διέθετε ολοκληρωμένο αυτόνομο σύστημα αυτοπροστασίας και Η/Π.
Μετατράπηκε σε πραγματική πλατφόρμα 3ης γενιάς στα τέλη της δεκαετίας του ’80, παίρνοντας τη μορφή του διθέσιου F-15E Strike Eagle. Δηλαδή απέκτησε ραντάρ πολλαπλών λειτουργικών διαμορφώσεων (APG-70), πιστοποιήθηκε για την αξιοποίηση του LANTIRN, απέκτησε χειριστήρια φιλοσοφίας HOTAS και οθόνες απεικόνισης στοιχείων πολλαπλών λειτουργιών στους θαλάμους διακυβέρνησης. Απέκτησε επίσης, εσωτερικά εγκατεστημένο αυτόνομο και ολοκληρωμένο (αυτοματοποιημένο) σύστημα αυτοπροστασίας και Η/Π. Στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε πέρασε, μέσω της μεγάλης παραγγελίας της Σαουδικής Αραβίας, στην 4η γενιά… Η οποία θα εξηγήσουμε που κυρίως διαφοροποιείται σε σχέση με την 3η παρακάτω.
Και ένα τελευταίο παράδειγμα για να κλείσουμε με την 3η γενιά… Τα μονοκινητήρια Mirage 2000 και F-16 αν και σχεδιαστικά-κατασκευαστικά δεν μπορούν να ενταχθούν στην 2η γενιά (λόγω HOTAS, Fly-By-Wire και blended wing-fuselage), ξεκίνησαν την καριέρα τους ως αναχαιτιστικά μικρής ακτίνας. Στη δεκαετία του ’80 μετατράπηκαν σε πραγματικές πλατφόρμες πολλαπλών ρόλων, σε πλατφόρμες 3ης γενιάς δηλαδή, και σήμερα το F-16 που εξακολουθεί να βρίσκεται σε παραγωγή, μπορεί να ενταχθεί στην 4η γενιά.
Θα πρέπει επομένως να έχουμε πάντα υπόψη ότι η κατηγοριοποίηση ενός μαχητικού δεν είναι ΑΠΟΛΥΤΗ. Στις περισσότερες των περιπτώσεων προς το παρόν. Γιατί από την 5η γενιά και μετά, το δεδομένο αυτό αλλάζει… Θα εξηγήσουμε τους λόγους αναλυτικά παρακάτω…
Οι διαφοροποιήσεις της 4ης γενιάς
Θα μπορούσε ίσως να υποστηρίξει κανείς ότι οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των μαχητικών 3ης και 4ης γενιάς δεν είναι σημαντικές και επομένως η τελευταία (4η γενιά), θα έπρεπε να περιλαμβάνει μόνο τα μαχητικά που εξαρχής σχεδιάστηκαν με χαρακτηριστικά χαμηλής παρατηρησιμότητας (stealth) και κατατάσσονται στην 5η γενιά. ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ όμως κάτι τέτοιο. Γιατί η 4η γενιά πρεσβεύει συγκεκριμένα πράγματα. Τα οποία δεν έχουν όλα τα μαχητικά που είναι ενταγμένα σε αυτή κατ΄ ανάγκη.
Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των μαχητικών 4ης γενιάς, που προέκυψε πάλι από την συνεχιζόμενη πρόοδο στην τεχνολογία των ηλεκτρονικών και των ηλεκτροοπτικών, είναι αυτό που ονομάζουμε «ενοποίηση δεδομένων». Θα το έχετε ακούσει ως sensor fusion. Και δεν είναι τίποτε άλλο από την συνδυασμένη μέσω ειδικής συμβολογίας και ταυτόχρονη παρουσίαση στον ιπτάμενο, των σημαντικότερων στοιχείων και παραμέτρων που τον ενδιαφέρουν για να επιβιώσει και να ανταπεξέλθει σε μία πολεμική αποστολή. Sensor Fusion επομένως, είναι η παρουσίαση της εικόνας του ραντάρ σε μία οθόνη, συνδυασμένη με στοιχεία ναυτιλίας, ή αποτυπωμένη επάνω σε κινούμενο χάρτη σε συνδυασμό με ενδείξεις-προειδοποιήσεις από το σύστημα αυτοπροστασίας και Η/Π.
Για να λειτουργήσει η φιλοσοφία Sensor Fusion απαιτήθηκαν μεγαλύτερων διαστάσεων οθόνες στο θάλαμο διακυβέρνησης, ψηφιακές αρτηρίες διασύνδεσης (MIL-STD-1553B αρχικά και πλέον οι οπτικών ινών MIL-STD-1773 τα τελευταία χρόνια) των επιμέρους συστημάτων αποστολής και πτήσης με σκοπό την ανταλλαγή και μεταφορά μεγάλου όγκου δεδομένων με μεγάλες ταχύτητες και φυσικά η μόνιμη περίληψη στον εξοπλισμό αποστολής των μαχητικών, συστημάτων λήψης και μετάδοσης δεδομένων και εικόνας Link 16. Στα μαχητικά 4ης γενιάς επομένως, είχαμε ως βασική διαφοροποίηση την αύξηση της επίγνωσης της τακτικής κατάστασης από την πλευρά του ιπταμένου, με παράλληλη περαιτέρω μείωση του φόρτου εργασίας του…
Άλλη φιλοσοφία που χαρακτηρίζει τα μαχητικά 4ης γενιάς, είναι η απόδοση έμφασης στον περιορισμό του ίχνους τους. Ηλεκτρομαγνητικού και υπέρυθρου. Στο πλαίσιο της προσπάθειας που έγινε προς την κατεύθυνση αυτή, υιοθετήθηκαν ως μόνιμος εξοπλισμός αποστολής, καθαρά παθητικοί (χωρίς εκπομπή κανενός είδους ακτινοβολίας δηλαδή) αισθητήρες, /όπως οι διόπτρες νυχτερινής όρασης (NVG-Night Vision Goggles) και οι αισθητήρες IRST (Infra Red Search and Track), ενώ αξιοποιήθηκαν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό προηγμένα σύνθετα υλικά στην κατασκευή των επιφανειών επικάλυψης των μαχητικών. Με πολλαπλά οφέλη… Περιορισμός βάρους, περιορισμός της αντανάκλασης της προσπίπτουσας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας μέσω της απορρόφησης μέρους της και του υπέρυθρου (θερμικού) ίχνους, μέσω συντομότερης απαγωγής της θερμότητας που παράγουν οι κινητήρες. Εφαρμόστηκαν επίσης νέες τεχνικές «απόκρυψης» των κινητήρων στο εσωτερικό της ατράκτου και υιοθετήθηκε η ικανότητα supercruise. Δηλαδή η ικανότητα ανάπτυξης υπερηχητικών ταχυτήτων χωρίς τη χρήση μετάκαυσης στους κινητήρες, προς περιορισμό του υπέρυθρου ίχνους με παράλληλη αύξηση των κινηματικών επιδόσεων σε διαδικασίες εκτόξευσης πυραύλων αέρος-αέρος). Τέλος, αξιοποιήθηκαν, έστω και σε μικρό βαθμό, για πρώτη φορά συστήματα μεταβολής της διεύθυνσης του ανύσματος της ώσης (Thrust Vectoring Control Systems) προς αύξηση της ευελιξίας σε όλους τους άξονες κίνησης.
Διαφοροποιήσεις από τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά και πάλι υπάρχουν… Δεν έχουν όλα τα μαχητικά 4ης γενιάς, για παράδειγμα, ικανότητα supercruise. Ή δεν διαθέτουν όλα αισθητήρες IRST. Παρά το γεγονός αυτό δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε άλλη γενιά. Το σουηδικό Gripen ας πούμε… Στην αρχική έκδοση παραγωγής του (Α/Β) κατατάσσονταν στα μαχητικά 3ης γενιάς. Στην έκδοση C/D απέκτησε νέες οθόνες απεικόνισης στοιχείων μεγαλύτερων διαστάσεων στο πιλοτήριο, πιστοποιήθηκε για την αξιοποίηση του ατρακτιδίου στοχοποίησης Litening II, απέκτησε φωτισμό εσωτερικό και εξωτερικό συμβατό με τη χρήση NVG και ψηφιακή αρτηρία δεδομένων MIL-STD-1553B με σκοπό φυσικά τη διασύνδεση των συστημάτων του (sensor fusion).
Ικανότητα supercruise δεν υπήρχε. Υπάρχει τώρα στο Gripen E/F, ενώ πέρα από το ραντάρ AESA (ES-05), εγκαταστάθηκε και αισθητήρας IRST, ενιαία οθόνη αφής στον πίνακα οργάνων, πιστοποιήθηκαν νέα όπλα και ατρακτίδια κ.ο.κ. Μαχητικό 4ης γενιάς επομένως, ακριβώς όπως και το Rafale ή οτιδήποτε άλλο…