Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη και ιστορικής βαρύτητας είναι η επισήμανση και τεκμηρίωση-με απαρασάλευτα στοιχεία, δηλώσεις και κείμενα, στο κατωτέρω άρθρο δυο ασυνήθους σήμερα ακεραιότητας και αξιοπιστίας Γάλλων δημοσιογράφων, συνεργατών μιας μηνιαίας γαλλικής εφημερίδας-όασης, σε μιαν άνυδρη αντικειμενικότητας έρημο-του πρωταγωνιστικού ρόλου της Γερμανίας στην πυροδότηση και στην εξασφάλιση της καταστροφικής αγριότητας του Νατοϊκού πολέμου, που διαμέλισε την Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία και ισοπέδωσε την Σερβία, προ είκοσι ακριβώς χρόνων. Άξιες ιστορικής «αποθησαύρισης» είναι οι συκοφαντικές τερατολογίες με τις οποίες πρωταγωνίστησαν Γερμανοί Υπουργοί, Σοσιαλδημοκράτες και Οικολόγοι, σε ένα όργιο αχαλίνωτης ψευδολογίας, για να ξαναστείλουν γερμανικά στρατεύματα σε μια χώρα με εφιαλτικές μνήμες των χιτλερικών Ες Ες.
Γράφουν οι SERGE HALIMI και PIERRE RIMBERT για τη Monde Diplomatique
Πριν από 20 χρόνια, στις 24 Μαρτίου 1999, δεκατρία μέλη του ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Γαλλία, βομβάρδιζαν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.
Αυτός ο πόλεμος κράτησε 78 ημέρες και τροφοδοτήθηκε από ειδησεογραφικές τερατολογίες, που προορίζονταν να ευθυγραμμίσουν την γνώμη των πληθυσμών της Δύσης με τους ισχυρισμούς των επιτελείων:
Οι Σέρβοι διαπράττουν μια «γενοκτονία», «παίζουν ποδόσφαιρο με τα κομμένα κεφάλια, γδέρνουν τα πτώματα, αποσπούν τα έμβρυα από την κοιλιά των σκοτωμένων εγκύων και τα ψήνουν» -ισχυριζόταν ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης υπουργός Αμύνης Rudolf Scharping, του οποίου οι δηλώσεις μεταδίδονταν από τα ΜΜΕ-έχουν σκοτώσει από 100.000 έως 500.000 ανθρώπους» (TF1, Γαλλική Ραδιοφωνία, 20 Απριλίου 1999), «καίνε τα θύματά τους μέσα σε υψικαμίνους, του είδους που χρησιμοποιούνταν στο Άουσβιτς (βρετανική εφημερίδα Daily Mirror, 7 Ιουλίου).
Μια προς μία αυτές οι «ειδήσεις» θα ξεμασκαρευτούν-αλλά μετά το τέλος του πολέμου-μεταξύ άλλων από την έρευνα του Αμερικανού δημοσιογράφου Daniel Pearl (στην Wall Street Journal, της 31-12-1999).
Παρόμοια εξευτελίστηκε μια από τιε πιο θορυβώδεις σκευωρίες του 20ού Αιώνα: Το σχέδιο Potkova («πέταλο αλόγου»), ένα έγγραφο που έλεγαν πως αποδεικνύει ότι οι Σέρβοι είχαν προγραμματίσει την «εθνοκάθαρση» του Κοσσόβου. Η κοινοποίησή του από την Γερμανία, τον Απρίλιο του 1999, χρησιμοποιήθηκε σαν πρόσχημα για να ενταθούν οι βομβαρδισμοί της Σερβίας.
Οι κύριοι παραγωγοί ειδησεογραφικής εξαπάτησης δεν ήταν κάποιοι παρανοϊκοί διαδοσίες του Διαδικτύου αλλά οι ίδιες οι Δυτικές κυβερνήσεις, το ΝΑΤΟ, όπως και τα όργανα του Τύπου τα πιο ευυπόληπτα.
Μεταξύ τους, η Le Monde, μια εφημερίδα τις οποίας οι θέσεις της αρθρογραφίας χρησίμευαν τότε ως σημεία αναφοράς για το σύνολο του γαλαξία των γαλλικών ΜΜΕ.
Η Σύνταξή της, με διευθυντή τον Edwy Plenel, ομολογεί ότι «έκανε την επιλογή της επέμβασης».
Στο φύλλο της 8 Απριλίου 1999, στην πρώτη σελίδα, ένα άρθρο του Daniel Vernet αναγγέλλει: «Tο Σχέδιο «Πέταλο Aλόγου», που προγραμμάτιζε την απέλαση των Κοσσοβάρων».
Ο δημοσιογράφος, υιοθετεί τις πληροφορίες που μετέδωσε την προτεραία ο Γερμανός υπουργός των Εξωτερικών, ο Oικολόγος Γιόσκα Φίσερ. Αυτό «το Σχέδιο της κυβέρνησης του Βελιγραδίου περιγράφει με λεπτομέρειες την πολιτική της εθνοκάθαρσης που εφαρμόζεται στο Κόσσοβο … φέρει το όνομα με τον κωδικό «Πέταλο Αλόγου», αναμφίβολα σε συμβολισμό του εγκλωβισμού σε τανάλια του αλβανικού πληθυσμού» γράφει ο Βερνέ, για τον οποίο «το θέμα φαίνεται να μην προκαλεί αμφισβήτηση».
Δυο μέρες αργότερα, η Μόντ υποτροπιάζει, σε όλο το πλάτος της 1ης σελίδας: «Πως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς προετοίμασε την εθνοκάθαρση».
«Το σερβικό σχέδιο“Potkova” προγραμμάτιζε την βίαιη απέλαση των Κοσσοβάρων από τον Οκτώβριο του 1998. Η εφαρμογή του συνεχίστηκε κατά τις διαπραγματεύσεις του Ραμπουγιέ».
Η Μόντ αναφέρεται σε «ένα σερβικό στρατιωτικό έγγραφο» και επαναλαμβάνει ξανά τους ισχυρισμούς των Γερμανών αξιωματούχων, σε σημείο που να αναδημοσιεύει ολόκληρο ένα «βοηθητικό σημείωμα» που μοίρασε ο Γενικός Επιθεωρητής του Γερμανικού Στρατού στους δημοσιογράφους. Το Βερολίνο προσπαθούσε τότε να δικαιολογήσει, σε μια μάλλον ειρηνόφιλη κοινή γνώμη, τον πρώτο πόλεμο που διεξήγαγε η Μπούντεσβερ από το 1945 και επιπλέον εναντίον μιας χώρας που πριν πενήντα χρόνια ήταν κατεχόμενη πάλι από την γερμανική-(τότε χιτλερική) Βέρμαχτ.
Αλλά αυτό το σχέδιο ήταν μια πλαστογραφία. Δεν προερχόταν από τις σερβικές αρχές, αλλά ήταν μια κατασκευή, από συμπίλημα στοιχείων, των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών, και δόθηκε στους Γερμανούς από μια βουλγαρική κυβέρνηση που επιδείκνυε ζήλο για να γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ. Η απάτη αποκαλύφθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2000 από το εβδομαδιαίο Σπίγκελ και επιβεβαιώθηκε, δέκα χρόνια αργότερα από τον πρώην υπουργό των Εξωτερικών της Βουλγαρίας.
Ας σημειωθεί ότι το έγγραφο θα όφειλε να είχε προκαλέσει τόσο μεγαλύτερη καχυποψία στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, εφ’ όσον η λέξη «πέταλο» ήταν γραμμένη στην βουλγαρική και όχι στην σερβική γλώσσα-όπως το επεσήμανε ο Γερμανός βουλευτής Gregor Gysi, στις 15 Απριλίου 1999, στην γερμανική Βουλή.
Τον Μάρτιο του 2000, ο Γερμανός Ταξίαρχος Heinz Loquai, εκφράζει σε βιβλίο του «τις αμφιβολίες του για την ύπαρξη τέτοιου εγγράφου». Ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Δικαστηρίου για την Γιουγκοσλαβία χαρακτηρίζει τα στοιχεία του υποτιθέμενου σχεδίου «ελάχιστα πειστικά» (Hamburger Abendblatt, 24 mars 2000) και η εισαγγελέας του Δικαστηρίου Κάρλα Πόντε δεν το αναφέρει καν στο κατηγορητήριο κατά του Μιλόσεβιτς, το 1999 και το 2001.
Η Μόντ αναφέρεται και πάλι στο «πέταλο Αλόγου», στις 16 Φεβρουαρίου 2002, αλλά (πολύ χαρακτηριστικά για αυτήν την «έγκυρη» εφημερίδα) σαν να το είχε πάντοτε αντιμετωπίσει με επιφύλαξη.: «Το «Πέταλο Αλόγου» παραμένει πάντοτε ένα πολύ αμφιλεγόμενο έγγραφο, του οποίου η γνησιότητα δεν αποδείχτηκε ποτέ». Οι δημοσιογράφοι Jean-Arnault Dérens et Laurent Geslin, ειδικοί στα Βαλκάνια, χαρακτήρισαν από την πλευρά τους το Σχέδιο Potkova « αρχέτυπο των fake news (ψευτοειδήσεων), που μεταδίδουν οι Δυτικοί στρατοί και αναδημοσιεύουν οι μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες».
Η επισήμανση μιας επετείου δεν θα δικαιολογούσε μόνη της την ανάξεση αυτής της υπόθεσης. Αλλά ορισμένες από τις συνέπειές της βαραίνουν ακόμη στην διεθνή ζωή. Για τον πρώτο του πόλεμο, μετά την γέννησή του το 1949, το ΝΑΤΟ επέλεξε να επιτεθεί σε ένα κράτος που δεν είχε απειλήσει κανένα από τα μέλη του. Χρησιμοποίησε ένα ανθρωπιστικό πρόσχημα και τον εξαπέλυσε χωρίς την εξουσιοδότηση των Ηνωμένων Εθνών.
Αυτό χρησιμοποιήθηκε σαν προηγούμενο από τις ΗΠΑ, το 2003, για την εισβολή στο Ιράκ, που και εκεί υποβοηθήθηκε από μια καταιγιστική εκστρατεία ψευδών πληροφοριών. Λίγα χρόνια αργότερα, η κήρυξη από το Κόσσοβο της ανεξαρτησίας του, τον Φεβρουάριο του 2008, τραυμάτιζε την αρχή του απαραβίαστου των συνόρων. Σ’ αυτήν την ανεξαρτητοποίηση θα θεμελιώσει η Ρωσία, τον Αύγουστο του 2008, την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσσετίας, δύο περιοχών που αποσχίσθηκαν από την Γεωργία. Και αργότερα, τον Μάρτιο του 2014, όταν θα προσαρτούσε την Κριμαία.
Κανένας βέβαια δεν είχε συμφέρον να ξαναφέρει στην μνήμη του κοινού εκείνους τους επίσημους βιασμούς της αλήθειας, όταν ο πόλεμος του Κοσσόβου διεξάχθηκε από μια πλειοψηφία κυβερνήσεων της «Αριστεράς» και υποστηρίχτηκε από τα περισσότερα συντηρητικά κόμματα. Και είναι επίσης ευνόητο ότι οι δημοσιογράφοι που εμφανίζονται περισσότερο αλλεργικοί στο ζήτημα των «fake news » (ψευτοειδήσεων), προτιμούν να αλλάζουν κουβέντα όταν πρόκειται γι’ αυτό το κεφάλαιο.